Το μέλλον του ισλαμικού καθεστώτος στο Ιράν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το μέλλον του ισλαμικού καθεστώτος στο Ιράν

Το διακύβευμα των εκλογών της 18ης Ιουνίου για την συντηρητική θεοκρατία και την θέση του Ιράν στον κόσμο

Ένα διπλό ιστορικό νήμα διαπερνά αυτές τις τέσσερις δεκαετίες, δύο θεμελιώδη ζητήματα που έχουν καθορίσει την σύγχρονη πορεία της χώρας: η εσωτερική διαμάχη για την φυσιογνωμία της Ισλαμικής Δημοκρατίας και η θέση του Ιράν στη Μέση Ανατολή. Τότε, τους θερινούς μήνες του 1981, η πολιτική κρίση στην Τεχεράνη ήταν μια από τις πρώτες εκφάνσεις της διαμάχης ανάμεσα στους υποστηρικτές των ιδεών του Χομεϊνί και το ευρύτερο μετριοπαθές ισλαμικό μέτωπο. Όμως, εκείνη η πολιτική κρίση ήταν, ταυτοχρόνως, μέρος της πορείας του χομεϊνισμού προς την απόλυτη εξουσία και την έμπρακτη εφαρμογή των ιδεών του Χομεϊνί στο πεδίο της διακυβέρνησης. Οι ρίζες αυτής της σύγκρουσης βρίσκονταν στην προσπάθεια του Χομεϊνί να διευρύνει την κοινωνική και πολιτική αποδοχή του, χωρίς όμως να υποχωρήσει στο ιδεολογικό πεδίο. Αυτή η στρατηγική, μέρος της οποίας ήταν η εκλογή μετριοπαθών στελεχών σε ανώτατες πολιτικές θέσεις, έφθασε στο τέλος της εκείνους τους θερινούς μήνες του 1981, όταν ο Αγιατολάχ Χομεϊνί έκρινε πως πλέον είχε φθάσει η στιγμή της πλήρους εφαρμογής μιας «εξουσίας των νομοδιδασκάλων» (velayat-e faqih), του νέου δόγματος που ο ίδιος είχε διαμορφώσει και το οποίο προέβλεπε την άσκηση της θρησκευτικής και της πολιτικής εξουσίας από το ίδιο πρόσωπο.

ΤΟ ΙΡΑΝ, ΤΑ ΑΡΑΒΙΚΑ ΚΡΑΤΗ, ΚΑΙ Η ΑΜΕΡΙΚΗ

Για τα περισσότερα αραβικά κράτη, η άνοδος στην Τεχεράνη του Iμάμη Χομεϊνί ο οποίος έφερνε μαζί του μια νέα επαναστατική έκφανση του σιιτικού Ισλάμ αντιμετωπίστηκε από την αρχή με έντονη ανησυχία. Στον πυρήνα της επαναστατικής ιδεολογίας του Χομεϊνί υπήρχαν ορισμένες ιδέες που διαμόρφωναν την πολιτική οπτική και ρητορική του: η αντίθεση προς τον θεσμό της μοναρχίας, η αποδοχή της εξουσίας των νομοδιδασκάλων και η προστασία του Ισλάμ από ξένες επιρροές και κυρίως από την πολιτική της Δύσης [3]. Έως το 1979, ο Χομεϊνί είχε στραμμένη την προσοχή του προς τον Σάχη, επικρίνοντας με σφοδρότητα τον κοσμικό χαρακτήρα της ιρανικής μοναρχίας, τον εκδυτικισμό που προωθούσε ο Ιρανός μονάρχης και τις στενές σχέσεις του με την αμερικανική πολιτική.

Όμως μετά την επανάσταση, το βλέμμα του Χομεϊνί στράφηκε προς τα αραβικά κράτη, κυρίως προς τις συντηρητικές μοναρχίες του Κόλπου, αλλά και προς το Ιράκ, όπου το μπααθικό καθεστώς της Βαγδάτης καταπίεζε για δεκαετίες τους Ιρακινούς σιίτες. Το δόγμα του Χομεϊνί ερχόταν σε αντίθεση με την φιλοδυτική πολιτική της κληρονομικής μοναρχίας των Σαούντ. Ταυτοχρόνως, οι ιδέες του Χομεϊνί έστεκαν απέναντι στο σουνιτικό δόγμα, το οποίο εφαρμόζει τον διαχωρισμό της πολιτικής διακυβέρνησης από την θρησκευτική εξουσία. Συνεπώς, η ιδεολογική επανάσταση του σιιτικού Ισλάμ του Χομεϊνί, σε συνδυασμό με την επιτυχημένη κατάληψη της εξουσίας από τους σιίτες κληρικούς, αποτελούσαν μια συνολική αμφισβήτηση –πολιτική και ιδεολογική- του σουνιτικού στάτους κβο σε όλη τη Μέση Ανατολή.

Αυτή η συνολική αμφισβήτηση έγινε ακόμη πιο έντονη μετά το πρώτο έτος της επανάστασης, όταν άρχισε να διαφαίνεται πως η εξωτερική πολιτική του νέου Ιράν αποκτούσε μια βαθύνουσα ισλαμική διάσταση. Το καθεστώς του Χομεϊνί μετέτρεψε το σιιτικό Ισλάμ σε αιχμή της ιρανικής εξωτερικής πολιτικής και άλλαξε απότομα την γεωπολιτική πραγματικότητα της Μέσης Ανατολής. Με σημείο αναφοράς την Τεχεράνη και με όχημα το επαναστατικό σιιτικό δόγμα του Χομεϊνί, τα όρια της επιρροής του νέου Ιράν δεν περιορίζονταν πλέον έως τις απέναντι ακτές του Περσικού Κόλπου. Το επαναστατικό κάλεσμα της Τεχεράνης ωθούσε σε κινητοποίηση όλες τις περιθωριοποιημένες σιιτικές κοινότητες από το Ιράκ έως τον Λίβανο και εξέπεμπε το μήνυμα πως η σιιτική πολιτική αφύπνιση και η κατάληψη της εξουσίας μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα.

Τα μηνύματα πολιτικής αφύπνισης του Χομεϊνί προς τις σιιτικές κοινότητες των αραβικών κρατών, που συχνά συνοδεύονταν από το κάλεσμα για ανατροπή των σουνιτικών μοναρχιών και κοσμικών καθεστώτων, προκάλεσαν μεγάλη αναταραχή σε σχεδόν όλα τα αραβικά κράτη, περισσότερο όμως στο Ιράκ και την Σαουδική Αραβία. Η δικτατορία του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, ένα μειονοτικό καθεστώς σουνιτικών καταβολών σε μια χώρα με σιιτική πλειονότητα, αντιμετώπιζε με μεγάλη καχυποψία το νέο καθεστώς στην Τεχεράνη. Ταυτοχρόνως, ο πρόεδρος του Ιράκ πίστευε πως το νέο ιρανικό καθεστώς ήταν ακόμη ευάλωτο μετά την επανάσταση και πως η στιγμή ήταν κατάλληλη για να επιφέρει ένα καθοριστικό πλήγμα στην Τεχεράνη και να αλλάξει οριστικά την ισορροπία δυνάμεων με το Ιράν. Αυτή η επιδίωξη της Βαγδάτης συνέκλινε με την επιθυμία του Ριάντ να αναχαιτίσει την επαναστατική ορμή της Τεχεράνης και το αποτέλεσμα ήταν η στρατιωτική επίθεση του Ιράκ στο Ιράν, τον Σεπτέμβριο του 1980, και η έναρξη ενός πολέμου που θα διαρκούσε οκτώ χρόνια.

Ο πόλεμος ανάμεσα στο Ιράκ και το Ιράν θα είχε καταλυτική επίδραση στην αναδιαμόρφωση των περιφερειακών συμμαχιών της Μέσης Ανατολής. Το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν αποτελούσε πλέον τον κοινό εχθρό –στρατιωτικό για τον Χομεϊνί και ιδεολογικό για τον Άσαντ- που θα έφερνε κοντά το Ιράν με την Συρία. Ο αλαουίτης πρόεδρος της Συρίας, Χάφεζ αλ Άσαντ, είχε διακρίνει στην άλλη πλευρά της Μέσης Ανατολής έναν νέο σύμμαχο στην προσπάθεια του να βρει διέξοδο από το ασφυκτικό γεωπολιτικό περιβάλλον στο οποίο βρισκόταν η Συρία μετά το Καμπ Ντέιβιντ και την προσέγγιση της Αιγύπτου με το Ισραήλ. Την ίδια ανάγκη για απεγκλωβισμό είχε και ο Χομεϊνί, καθώς ο πόλεμος με το Ιράκ και η στήριξη της Σαουδικής Αραβίας και άλλων αραβικών κρατών στην Βαγδάτη είχε εγκλωβίσει το Ιράν στον Περσικό Κόλπο.