Μπορεί ο Μπάιντεν να κάνει τα πάντα; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορεί ο Μπάιντεν να κάνει τα πάντα;

Η αντιμετώπιση της υπερέκτασης των ΗΠΑ δεν είναι μια προσπάθεια για «όλα ή τίποτα»
Περίληψη: 

Οι απόψεις για τους σκοπούς και τις πρακτικές της εφαρμογής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής πυροδοτούν συζητήσεις. Στο πρόσφατο άρθρο του Jeremy Shapiro, ο διπλωμάτης James F. Jeffrey απαντά θέτοντας το ζήτημα της παγκόσμιας τάξης ασφαλείας, για να εισπράξει επίσης ένα καταληκτικό σχόλιο από τον Σαπίρο για το τι πρέπει να κάνει η Ομάδα Μπάιντεν στην σύγχρονη εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.

Ο JAMES F. JEFFREY είναι πρόεδρος του προγράμματος Μέσης Ανατολής στο Wilson Center. Υπηρέτησε ως αξιωματούχος του Υπουργείου Εξωτερικών σε επτά αμερικανικές διοικήσεις, πιο πρόσφατα ως Ειδικός Εκπρόσωπος για την Δέσμευση στην Συρία και Ειδικός Απεσταλμένος στον Παγκόσμιο Συνασπισμό για να Νικηθεί το ISIS (Global Coalition to Defeat ISIS).

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Στο πρόσφατο άρθρο του «Το δόγμα του Μπάιντεν για τα πάντα» [1], ο Τζέρεμι Σαπίρο εντοπίζει σωστά σοβαρές ασυνέπειες στην εξωτερική πολιτική της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον υπόσχεται ταυτόχρονα μια «εξωτερική πολιτική για τη μεσαία τάξη» και την εμπλοκή σε φαινομενικά κάθε παγκόσμιο πρόβλημα. Πολλές από τις συνταγές του Shapiro –η μείωση των ξέφρενων παρεμβάσεων, οι επιλογές μεταξύ αξιών και συμμάχων, και η αποχώρηση από το Αφγανιστάν [2]- είναι λογικές. Αλλά το άρθρο του αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει μια μακροχρόνια υπόθεση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ που συνέβαλε στην αντίφαση την οποία ο ίδιος προσδιορίζει.

24062021-1.jpg

Αεροπλανοφόρα του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ στη Θάλασσα της Ιαπωνίας, τον Ιούνιο του 2017. Z.A. Landers / Reuters
---------------------------------------------------------

Από την δεκαετία του 1940, η αμερικανική ηγεσία στο εξωτερικό όχι μόνο προστατεύει τα στενά οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ, αλλά έχει επίσης υποστηρίξει ένα βασικό σύστημα συλλογικής ασφάλειας που έχει σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση σοβαρών διεθνών απειλών -είτε από βία στην Γάζα είτε από εντάσεις στην Κορεατική Χερσόνησο. Με το να εγγυάται ένα βασικό σύνολο παγκόσμιων κανόνων, την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης, και την πρόληψη μεγάλων συγκρούσεων όπως εκείνων που καθόρισαν τον 19ο και αρχές του 20ού αιώνα, αυτή η βασισμένη σε κανόνες τάξη έχει προσφέρει τεράστια οφέλη στον αμερικανικό λαό και στον κόσμο.

Η συλλογική ασφάλεια δεν είναι μια αφηρημένη θεωρία διεθνών σχέσεων: είναι αυτό που η διπλωματία και η αμυντική πολιτική των ΗΠΑ προσπάθησαν να τηρήσουν για γενιές. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι αναλυτές μπορούν να αμφισβητήσουν εάν αυτές οι βασικές αρχές εξακολουθούν να ισχύουν, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να διατηρήσουν την τάξη που δημιούργησαν, εάν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν εναλλακτικές λύσεις όπως ο απομονωτισμός, ή εάν η Ουάσινγκτον έχει διαχειριστεί αποτελεσματικά την τάξη. Αλλά δύσκολα μπορούν να μιλήσουν συνεκτικά για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ χωρίς να αναφέρουν καθόλου την συλλογική ασφάλεια.

Αποτυγχάνοντας να αντιμετωπίσει αυτό το στοιχείο της στρατηγικής των ΗΠΑ, ο Shapiro υποστηρίζει πολιτικές χωρίς ευρύτερο πλαίσιο. Οι προτάσεις του –η υποτίμηση του Ιράν πέρα από την πυρηνική συμφωνία, για παράδειγμα- κάνουν τα πάντα εκτός από το να αποκλείουν την διατήρηση της παγκόσμιας τάξης ασφάλειας. Συγκατανεύει στην συμμετοχή των ΗΠΑ «σε πολυμερείς οργανισμούς και διεθνείς συνθήκες», αλλά δεν αναγνωρίζει ότι αυτά τα θεσμικά όργανα είναι ενσωματωμένα σε ένα ευρύτερο σύστημα που τα βοηθά να αποφύγουν τη μοίρα της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία διαλύθηκε αφότου απέτυχε να αποτρέψει την προσάρτηση πολλών από τα δικά της κράτη-μέλη. Το υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ σύστημα ασφαλείας, αντιθέτως, είναι πολύ πιο ανταποκριτικό: η Ουάσινγκτον παραμένει εμπλεκόμενη σε κάθε σχεδόν σοβαρή απειλή για την παγκόσμια τάξη. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων καθηκόντων, την ανάσχεση της Μόσχας στην Βαλτική, την διατήρηση παρουσίας στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας [3], και την ηγεσία του 80μελούς συνασπισμού ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος (επίσης γνωστό ως ISIS).

Η σκληρή δουλειά της υπεράσπισης τέτοιων θεσμών δεν εντάσσεται στους υπολογισμούς του Shapiro. Απορρίπτει σχεδόν όλες τις συγκρούσεις ως περιφερειακές, υποστηρίζοντας ότι η μεσαία τάξη δεν έχει κανένα μερίδιο, για παράδειγμα, στον «αγώνα για την περιφερειακή επιρροή μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας». Ωστόσο, η λήψη τέτοιων περιφερειακών ή μη αποφάσεων είναι τρομερά δύσκολη. Μόνο δύο συγκρούσεις από το 1945, η κρίση των πυραύλων της Κούβας και οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, επηρέασαν άμεσα τον αμερικανικό λαό. Αλλά αντικαταστήστε μια επίθεση στο Βερολίνο ή την Βοσνία με μια επίθεση στην σύγχρονη Σαουδική Αραβία και διακυβεύεται η υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ τάξη. Χωρίς μια απάντηση, μια τέτοια επίθεση στο βασίλειο όχι μόνο θα έβλαπτε την αξιοπιστία της Ουάσιγκτον προς τους εταίρους της, αλλά θα απειλούσε επίσης το παγκόσμιο εμπόριο πετρελαίου και θα πυροδοτούσε το θρησκευτικό αίσθημα -όλα σημαντικές απειλές για την διεθνή ασφάλεια.

Είναι αλήθεια ότι ο Ψυχρός Πόλεμος έχει τελειώσει και, όπως σημειώνει ο Shapiro, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κουρελιαστεί με το να σβήνουν πυρκαγιές παντού από το Αφγανιστάν έως την Κίνα και την Ρωσία [4]. Όμως το πρόβλημα δεν είναι η διαχείριση του ίδιου του παγκόσμιου συστήματος συλλογικής ασφάλειας, αλλά μάλλον συγκεκριμένα λάθη που έκανε η Ουάσιγκτον στην πορεία.

Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, για παράδειγμα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ και το οικοσύστημα γύρω τους (η «φούσκα» κατά τον Shapiro) υπέθεσαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να ασχοληθούν με κάθε πρόβλημα που προέκυπτε. Ήταν το ηθικό πράγμα που έπρεπε να κάνουν. Η παγκόσμια τάξη έπρεπε να κυριαρχήσει παντού ή πουθενά και η εμπλοκή θα πετύχαινε αναπόφευκτα επειδή το αμερικανικό μοντέλο ήταν φυσικά ακαταμάχητο. Όμως η ικανότητα της Ουάσινγκτον, με στρατιώτες, κεφάλαια βοήθειας, και ηθική πειθώ, στο να πραγματοποιήσει μετασχηματιστικές αλλαγές στο εξωτερικό αποδείχθηκε περιορισμένη. Είτε επρόκειτο να μετατοπίσουν τις παγκόσμιες απόψεις της Κίνας και της Ρωσίας είτε να επαναπροσδιορίσουν το Ιράκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες απέτυχαν ξανά και ξανά.