Σύγκριση ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Σύγκριση ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας

Πώς τοποθετούνται οι δυο χώρες σε περίπτωση θερμής αντιπαράθεσης;

Σε κάθε περίπτωση καταλυτικός παράγοντας είναι η γεωγραφία του θεάτρου επιχειρήσεων. Γεωγραφικά, το Αιγαίο είναι ένα δύσκολο επιχειρησιακό περιβάλλον για τον αντίπαλο, λόγω των ιδιαίτερων γεωγραφικών χαρακτηριστικών του και της αρχιπελαγικής του δομής σε συνδυασμό με την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική κυριαρχία της Ελλάδος στην περιοχή. Η εγκατάσταση αποκεντρωμένων δικτύων διοίκησης, ελέγχου και πυρός δύναται να δημιουργήσει συνθήκες αντιπρόσβασης/άρνησης περιοχής (Α2/ΑD), γεγονός καταλυτικό για την εμπέδωση της εθνικής κυριαρχίας. Μια ανάλυση της ιστορικής εξέλιξης του Πολεμικού Ναυτικού προσφέρει μια εικόνα για το πώς μια ναυτική δύναμη μπορεί να ακυρώσει έναν επιθετικό αντίπαλο αρνούμενη την πρόσβαση στα παράλια και τα σημεία ελέγχου, κατορθώνοντας να κυριαρχήσει σε ολόκληρο το θαλάσσιο περιβάλλον με εξασφάλιση των θαλασσίων γραμμών επικοινωνίας (Sea Lines of Communication, SLOC). Ο ελληνισμός ανέπτυξε τις πρώτες θαλάσσιες δυνατότητές του σε περιορισμένα υδάτινα θέατρα επιχειρήσεων, όπως το Αιγαίο, και, το πιο σημαντικό, από μια θέση σχετικής αδυναμίας σε αριθμό πλοίων, σε σύγκριση με τους Τούρκους αντιπάλους.

Στην ανοικτή θάλασσα η Τουρκία απολαμβάνει μεγάλο πλεονέκτημα σε μια πιθανή σύγκρουση με την Ελλάδα στην θάλασσα της ανατολικής Μεσογείου. Συγκεκριμένα, η Τουρκία θα μπορούσε να υποστηρίξει λογιστικά τα πολεμικά της πλοία ως προς τα καύσιμα και τα πυρομαχικά, να παρέχει εγκαταστάσεις επισκευής μάχης σε κοντινή απόσταση και να μετακινήσει τα πληρώματα πάνω και έξω από τα πλοία τους με ευκολία. Στην προειρημένη εικόνα προστίθεται και η δυνατότητα αεράμυνας περιοχής την οποία διασφαλίζουν 8 σκάφη τύπου Oliver Hazard Perry, αλλά και τα 7 ιπτάμενα τάνκερ KC-135, τα οποία θα εξυπηρετούν τις αεροπορικές δυνάμεις κάλυψης. Για την Ελλάδα, οι αλυσίδες εφοδιασμού και ανθρωπίνου δυναμικού εξασθενούν τις ημέτερες δυνάμεις, οδηγώντας σε πιο λεπτομερή σχεδιασμό για την κάλυψη της αδυναμίας και επιβάλλοντας συνεργασίες και συμμαχίες.

Το Πολεμικό Ναυτικό θα πρέπει να εξετάσει τα διδάγματα που αντλήθηκαν από παλαιότερες συμμαχικές επιχειρήσεις σε ανοικτές θάλασσες, αξιοποιώντας τις μοναδικές γνώσεις που αποκτήθηκαν από τους περιορισμούς της γεωγραφίας και της γεωπολιτικής, προκειμένου να τα προσαρμόσουν σε μια αποτελεσματική προσέγγιση των ελληνικών ημετέρων δυνάμεων.

Επιπλέον, οι ναυτικές βάσεις της Τουρκίας απαιτούν τακτική και στρατηγική πολεμική σκέψη η οποία να εξετάζει πώς να εξουδετερώσει αυτές τις εγκαταστάσεις, με μια σκέψη να αναπτύξει τις ελληνικές ειδικές δυνάμεις για να καταστρέψει την επιθετική ικανότητα των εγκαταστάσεων αυτών νωρίς σε μια σύγκρουση. Η πρόσφατη επιχειρησιακή δοκιμή της ενιαίας διοίκησης ειδικών δυνάμεων (Διοίκηση Ειδικού Πολέμου), δείχνει ότι συμβαίνουν αλλαγές προς την σωστή επιχειρησιακή κατεύθυνση. Ενώ η Ελλάδα θα προσπαθήσει να αντισταθμίσει τη μακρά υλικοτεχνική ουρά δεσμεύοντας τους συμμάχους μας, η γεωγραφία στη Μεσόγειο είναι σαφώς ένας παράγοντας που ευνοεί την Τουρκία.

Τι γίνεται με τις συμμαχίες; Στην Ελλάδα πιστεύουμε το τελευταίο καιρό ότι το μεγαλύτερο συγκριτικό πλεονέκτημά μας έναντι της Τουρκίας είναι το δίκτυο συμμάχων, συνεργατών, και φίλων σε όλη την περιοχή. Αυτό σημαίνει ισχυρή υποστήριξη από το Ισραήλ –την καλύτερη και ισχυρότερη αεροπορία-, την Αίγυπτο –με πολύ ικανές ναυτικές δυνάμεις-, τις ΗΠΑ, και την Γαλλία. Ωστόσο, το πόσο θα μπορούσαν να βασιστούν οι Ένοπλες Δυνάμεις μας σε αυτούς τους εταίρους ενόψει μιας τουρκικής επίθεσης είναι ένα ζήτημα που απαιτεί πολλές ερμηνείες. Η εμπειρία με το Ισραήλ έχει δείξει ωστόσο ότι στον τομέα ανταλλαγής πληροφοριών, υπάρχει μια προωθημένη συνεργασία.

Τέλος, και το πιο σημαντικό, η νίκη σε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο θα επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από το ποιος έχει την καλύτερη τεχνολογία. Ενώ στην υποθαλάσσια δράση των υποβρυχίων ακόμη έχουμε πλεονεκτήματα, στις κρίσιμες περιοχές του αριθμού των στρατιωτικών δορυφόρων στο διάστημα, των επιθετικών και αμυντικών εργαλείων στον κυβερνοχώρο και των μη επανδρωμένων οχημάτων, η Ελλάδα προσπαθεί να βρει το βηματισμό της. Όμως η Τουρκία κινείται γρήγορα, ειδικά στην τεχνητή νοημοσύνη, τους υπερηχητικούς πυραύλους (hypersonic missiles), τον κυβερνοχώρο, και το αναδυόμενο πεδίο της κβαντικής πληροφορικής. Ήδη έγινε σχετική αναφορά σε προηγούμενη παράγραφο.

Καθήκον μας είναι να προωθήσουμε την ειρήνη και την σταθερότητα στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο με τον αεροναυτικό μας στόλο, με σκοπό να αρνηθούμε στον εχθρό την ευκαιρία να χτυπήσει. Σε ενδεχόμενο πόλεμο, η πολεμική σχεδίαση πρέπει να στηρίζεται στις ημέτερες δυνάμεις και δυνατότητες. Στη μακραίωνη ιστορία της Ελλάδας, φωτισμένοι ηγέτες ανέτρεψαν την προσέγγιση του Πολεμικού Ναυτικού και της Αεροπορίας στην στρατηγική του πολέμου και αναπτέρωσαν περίφημα την καθημαγμένη ψυχολογία του ελληνισμού, επαναφέροντάς την στην σφαίρα της λογικής από έναν σκοτεινό θρησκευτικό κόσμο στον οποίο η Θάλασσα ήταν Θεός, ο Στόλαρχος ο προφήτης του, και το Πολεμικό Ναυτικό η μόνη αληθινή εκκλησία. Ακόμη και σήμερα, σχεδόν κανένας δεν έχει την οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τον τεράστιο αντίκτυπο της κλασικής έκφρασης του Περικλή «Μέγα το της θαλάσσης Κράτος». Η επιρροή της θαλάσσιας ισχύος στην ιστορία είχε και συνεχίζει να προκαλεί συζητήσεις για την αερο-ναυτική στρατηγική. Αυτά χρειάζεται να συζητήσουμε και να πάρουμε άμεσες αποφάσεις.

Είναι λάθος η τάση να βλέπουμε τον πόλεμο ως ένα είδος αθλητικού διαγωνισμού έξω από κάθε πολιτικό πλαίσιο. Πρέπει πάντα να έχουμε την ικανότητα να συμπληρώνουμε την πολιτική, συγχρονίζοντας τους μοχλούς της εθνικής ισχύος για ανταγωνισμό σε ένα μεταβαλλόμενο τοπίο. Πριν εξεταστούν τα ειδικά θέματα που τίθενται από τις εξοπλιστικές εξελίξεις, υπενθυμίζονται τρεις θεμελιώδεις αρχές αμυντικού σχεδιασμού, άνευ των οποίων η σχετική συζήτηση οδηγείται αναπόφευκτα σε άσχετες και παραπειστικές ατραπούς: