Η Αμερική υποστηρίζει πραγματικά την δημοκρατία - ή απλώς άλλες πλούσιες δημοκρατίες; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Αμερική υποστηρίζει πραγματικά την δημοκρατία - ή απλώς άλλες πλούσιες δημοκρατίες;

Η πάλη της Ουάσιγκτον ενάντια στον αυταρχισμό θα αποτύχει εάν αφήσει εκτός τους φτωχούς

Αυτή η αδιαφορία είναι κατανοητή. Ακριβώς επειδή είναι φτωχές, οι δημοκρατίες του παγκόσμιου Νότου ασκούν πολύ λιγότερη επιρροή στην παγκόσμια πολιτική και την παγκόσμια οικονομία από όσο οι πλούσιες ομόλογοί τους. Οι πλούσιες δημοκρατίες αντιπροσωπεύουν περίπου το 15% του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά απολαμβάνουν το 43% του παγκόσμιου ΑΕΠ όπως μετράται από την αγοραστική δύναμη (59% σε δολάρια), και οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί τους ανέρχονται σχεδόν στα δύο τρίτα των παγκόσμιων πολεμικών δαπανών. Πολλοί Αμερικανοί μοιράζονται επίσης ένα αίσθημα πολιτιστικής ή εθνοτικής συνάφειας με τις πλούσιες δημοκρατίες που δεν επεκτείνεται στις φτωχές δημοκρατίες.

Η σύγχυση της δημοκρατίας με τον πλούτο διαστρεβλώνει ριζικά την στρατηγική σκέψη για αυτό που οι ηγέτες των ΗΠΑ συχνά διακηρύσσουν ως κορυφαία προτεραιότητα [2]: την εξασφάλιση ότι η δημοκρατία ανθίζει σε όλο τον κόσμο. Οι φτωχές και οι πλούσιες δημοκρατίες ομοίως, έχουν κινηθεί σε μια φιλελεύθερη κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια. Αλλά μια εξωτερική πολιτική που αποσκοπεί στην ανανέωση και την υποστήριξη της δημοκρατίας θα αποτύχει εάν βασίζεται αποκλειστικά στις προτιμήσεις των πλούσιων χωρών. Αυτό συμβαίνει επειδή οι δημοκρατίες του παγκόσμιου Νότου, συχνά, έχουν συμφέροντα πολύ διαφορετικά από αυτά των πλούσιων δημοκρατιών -συμφέροντα που πολλές φορές ευθυγραμμίζονται με πιο αυταρχικές αναπτυσσόμενες χώρες. Με άλλα λόγια, ένα αποτέλεσμα της απεικόνισης του κύριου αγώνα στον κόσμο σήμερα ως μάχη μεταξύ δημοκρατών και αυταρχικών είναι να καταστεί αόρατη η ανισότητα που χαρακτηρίζει την παγκόσμια οικονομία, η οποία είναι συχνά η πιο σημαντική διαίρεση.

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΡΗΓΜΑΤΑ

Ίσως το πιο επείγον ζήτημα όπου η πολιτική των ΗΠΑ αποκλίνει από τις επιθυμίες των περισσότερων δημοκρατιών είναι ο τερματισμός της πανδημίας COVID-19. Μια διεθνής τάξη που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παγκόσμιου Νότου θα είχε αρχίσει να οργανώνει ένα σύστημα παγκόσμιας παραγωγής και διανομής εμβολίων τον Μάιο του 2020, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα υποσχόμενα υποψήφια εμβόλια. Αντ' αυτού, αν και δισεκατομμύρια δολάρια από δημόσιους πόρους επέτρεψαν την ανάπτυξη εμβολίων, η παραγωγή εμβολίων (και τα τεράστια κέρδη τους) αφέθηκαν εξ ολοκλήρου σε ιδιωτικές φαρμακευτικές εταιρείες, δημιουργώντας καταστροφικές ελλείψεις. Όσον αφορά την διανομή, μολονότι η πρωτοβουλία COVAX υποσχέθηκε ένα ελάχιστο επίπεδο παγκόσμιας ισότητας στους εμβολιασμούς, παρακωλύθηκε [3] όταν οι πλούσιες δημοκρατίες αγόρασαν το μεγαλύτερο μέρος της προσφοράς εμβολίων.

Υπό τη μεγάλη πίεση από έναν διακρατικό συνασπισμό ομάδων δημόσιας υγείας, δίκαιου εμπορίου, και παγκόσμιας δικαιοσύνης, η κυβέρνηση Μπάιντεν άρχισε επιτέλους να ενεργεί. Τον Μάιο, ο Μπάιντεν συμφώνησε να υποστηρίξει μια παραίτηση (waiver) από τους περιορισμούς πνευματικής ιδιοκτησίας από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου για τα εμβόλια COVID-19. Οι πλούσιες δημοκρατίες του G-7 ανακοίνωσαν πρόσφατα ότι σκοπεύουν να δωρίσουν 870 εκατομμύρια δόσεις εμβολίου τον επόμενο χρόνο. Αυτές οι προσπάθειες, αν και ευπρόσδεκτες, υπολείπονται των οκτώ δισεκατομμυρίων δόσεων που απαιτούνται για τον τερματισμό της πανδημίας στις αναπτυσσόμενες χώρες. Ακόμη και με την ενσωμάτωση των νέων μέτρων, ο Μπάιντεν αναμένει ότι η πανδημία στον παγκόσμιο Νότο θα συνεχιστεί έως το 2023.

Η εστίαση στις δωρεές δεν είναι ούτε ο γρηγορότερος ούτε ο καλύτερος τρόπος για να τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία. Πολύ πιο αποτελεσματική θα ήταν η επέκταση της παραγωγής στον ίδιο τον παγκόσμιο Νότο και η δημιουργία μόνιμης υποδομής δημόσιας υγείας για την πρόληψη μελλοντικών καταστροφών. Το G-7 εξέδωσε μια αόριστη υπόσχεση να υποστηρίξει ένα τέτοιο πρόγραμμα, αλλά ακόμα κι αν περάσει τελικά το waiver επί της πνευματικής ιδιοκτησίας (παρά την έκτακτη ανάγκη, οι συζητήσεις αναμένεται να διαρκέσουν πολλούς μήνες και η Γερμανία συνεχίζει να το εμποδίζει), η άρνηση των πλούσιων δημοκρατιών να μοιραστούν την τεχνολογία και τεχνογνωσία με τον υπόλοιπο κόσμο δημιουργεί αμφιβολίες για τις προθέσεις τους.

Η καταστροφική καθυστέρηση στην διαμόρφωση μιας παγκόσμιας στρατηγικής για την πανδημία και οι βαθιές ατέλειες σε αυτό που αναδύεται τώρα, προμηνύουν επίσης ένα απαίσιο μέλλον καθώς βαθαίνει η κλιματική κρίση. Και εδώ, οι Ηνωμένες Πολιτείες έρχονται σε αντίθεση με τις περισσότερες δημοκρατίες. Το μικρό κλάσμα του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει στις σημερινές πλούσιες δημοκρατίες ή στις προκάτοχες χώρες τους έχει παράξει περίπου το ήμισυ όλων των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από το 1751. Αναγνωρίζοντας αυτήν την ιστορική ευθύνη και τον δυσανάλογο πλούτο που κέρδισαν οι πλούσιες χώρες από όλη αυτή την χρήση πόρων, οι αναπτυσσόμενες χώρες ζήτησαν από τις πλούσιες χώρες να φέρουν το μεγαλύτερο μέρος του βάρους για την επίλυση της κλιματικής κρίσης. Οι πλούσιες χώρες λένε ότι θα υποστηρίξουν τις φτωχές χώρες κατά τη μετάβασή τους στην αειφόρο ενέργεια, αλλά έχουν πραγματοποιηθεί λίγες σημαντικές επενδύσεις.

Οι διαφωνίες για την πανδημία και την κλιματική αλλαγή συνδέονται με μια τρίτη ομάδα ζητημάτων που χωρίζουν τις πλούσιες και τις αναπτυσσόμενες χώρες: την βιομηχανική πολιτική και την πνευματική ιδιοκτησία. Επειδή μια φτωχή χώρα που έχει αψηφήσει επιτυχώς τις πλούσιες δημοκρατίες σε αυτά τα ζητήματα είναι η αυταρχική Κίνα [4], οι αναλυτές στην Ουάσινγκτον εκμεταλλεύονται τακτικά το πλαίσιο «δημοκρατία έναντι απολυταρχίας» για να νομιμοποιήσουν τα παράπονά τους. Για παράδειγμα, μια έκθεση του Atlantic Council με τίτλο «Αντιμετωπίζοντας την πρόκληση της Κίνας στον ελεύθερο κόσμο» (“Countering China’s Challenge to the Free World”) υποστηρίζει: «Η Κίνα εμπλέκεται σε αθέμιτες οικονομικές πρακτικές που παραβιάζουν τα διεθνή πρότυπα, όπως: κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, επιδότηση κρατικών εταιρειών για την επιδίωξη γεωπολιτικών στόχων, και περιορισμός της πρόσβασης στην αγορά για ξένες εταιρείες».