Πώς μπορεί ο Μπάιντεν να ενισχύσει την δημοκρατία της Ινδίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς μπορεί ο Μπάιντεν να ενισχύσει την δημοκρατία της Ινδίας

Ακούγοντας, όχι κατηχώντας

Αλλά τα τελευταία χρόνια, η σχέση ΗΠΑ-Ινδίας έχει αποκλίνει [3] από τις αξίες. Ειδικότερα, από τότε που ο Μόντι επανεκλέχθηκε το 2019, η κυβέρνησή του έχει ανησυχήσει τους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τους φύλακες της δημοκρατίας με το να περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης και να διαβρώνει τις προστασίες για τους Ινδούς Μουσουλμάνους. Η κυβέρνηση Modi κατάργησε απότομα την παραδοσιακή αυτονομία του Κασμίρ˙ προώθησε μια συνταγματική τροποποίηση που φάνηκε να εισάγει μια θρησκευτική δοκιμασία για την γρήγορη πολιτογράφηση των διωκόμενων θρησκευτικών μειονοτήτων από το Αφγανιστάν, το Μπαγκλαντές, και το Πακιστάν˙ και κατέστειλε τις λαϊκές διαμαρτυρίες, συμπεριλαμβανομένου του να χρησιμοποιήσει την διακοπή της πρόσβασης στο Διαδίκτυο.

Κατά την διάρκεια της διοίκησης Τραμπ, το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών υπευθύνως εξέφρασε ανησυχίες για ορισμένες από αυτές τις εξελίξεις, αλλά ο ίδιος ο Τραμπ έδωσε έναν τόνο αδιαφορίας, προτιμώντας να επικεντρωθεί στην εμβάθυνση των στρατιωτικών σχέσεων. Ίσως στο ναδίρ των δοσοληψιών της διοίκησής του με το Νέο Δελχί, μια θρησκευτική ταραχή ξέσπασε κατά την διάρκεια της επίσκεψης του Τραμπ στην Ινδία τον Φεβρουάριο του 2020 και είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο πάνω από 50 ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Μουσουλμάνοι. Ο Τραμπ όχι μόνο απέτυχε [4] να εκφράσει την λύπη του για την απώλεια ζωών, αλλά χαρακτήρισε τον Ινδό πρωθυπουργό «απίστευτο» σχετικά με την θρησκευτική ελευθερία.

Η Ινδία εξακολουθεί να απολαμβάνει ευρεία διακομματική υποστήριξη στις Ηνωμένες Πολιτείες -μια έρευνα του Chicago Council το 2020 [5] έδειξε εξίσου θετικές απόψεις μεταξύ των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών για τους δεσμούς των ΗΠΑ με την Ινδία -αλλά αυτή η υποστήριξη βασίζεται στην ιδέα ότι η παλαιότερη δημοκρατία στον κόσμο και η μεγαλύτερη δημοκρατία του έχουν μια εγγενή συγγένεια, μια σύνδεση «φυσικών συμμάχων», για να αναφέρω τον πρώην πρωθυπουργό της Ινδίας, Atal Bihari Vajpayee. Ωστόσο, η αυξανόμενη ανησυχία για το ιστορικό της κυβέρνησης Modi για τα δικαιώματα μπορεί να μειώσει αυτά τα υψηλά επίπεδα υποστήριξης. Η Ινδία έχει ήδη προσελκύσει έντονη κριτική στις ΗΠΑ για τις πολιτικές της στο Κασμίρ και για τον νέο νόμο περί ιθαγένειας. Και αυτά τα γεγονότα έφεραν στην επιφάνεια κομματικές διαφορές: ένα ψήφισμα του 2019 στην Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ για να παροτρύνει την ινδική κυβέρνηση να προστατεύσει τα δικαιώματα και την θρησκευτική ελευθερία συγκέντρωσε περισσότερους από 60 υπέρμαχους, σχεδόν εξ ολοκλήρου Δημοκρατικούς. Ένα άλλο αποτέλεσμα της διολίσθησης της Ινδίας μακριά από την δημοκρατία θα μπορούσε να είναι μια κομματική διάσπαση στην υποστήριξη των ΗΠΑ για την διμερή σχέση -κάτι που θα μπορούσε τελικά να την θέσει σε κίνδυνο.

ΕΝΑΣ ΑΜΦΙΔΡΟΜΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Η κυβέρνηση Μπάιντεν επιδιώκει να επαναφέρει τις αξίες στην σχέση ΗΠΑ-Ινδίας. Στο πρώτο του τηλεφώνημα με τον Modi, ο πρόεδρος υπογράμμισε την «επιθυμία του να υπερασπιστεί τους δημοκρατικούς θεσμούς και τους κανόνες σε όλο τον κόσμο» και χαρακτήρισε τις κοινές δημοκρατικές αξίες ως «το θεμέλιο για την σχέση ΗΠΑ-Ινδίας». Αργότερα, καταθέτοντας ενώπιον της Υποεπιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων για την Ασία και τον Ειρηνικό, ο Dean Thompson, ανώτερος αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν «σημαντικές ανησυχίες» για τις ινδικές ενέργειες που «δεν είναι συνεπείς με τις δημοκρατικές αξίες της Ινδίας»

Η εμπλοκή της Ινδίας σε αυτά τα ζητήματα διατηρώντας παράλληλα τους αμυντικούς δεσμούς θα απαιτήσει λεπτούς χειρισμούς. Το Νέο Δελχί δεν είναι συνήθως δεκτικό σε εξωτερικές επικρίσεις για εσωτερικά ζητήματα, θεωρώντας τις ως παραβίαση της κυριαρχίας της Ινδίας. Ούσα μια μη ευθυγραμμισμένη δύναμη κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Ινδία παραμένει δεσμευμένη στην αρχή της μη παρέμβασης και έχει σχεδιάσει μια εξωτερική πολιτική «στρατηγικής αυτονομίας» από όλες τις άλλες δυνάμεις. Ως εκ τούτου, η Ουάσινγκτον δεν πρέπει να περιμένει να προσθέσει έναν επίσημο διάλογο για τα ανθρώπινα δικαιώματα όπως τον έχει με πολλές χώρες στην διμερή ατζέντα ή επίσημες διπλωματικές διαβουλεύσεις για την θρησκευτική ελευθερία ή την ελευθερία της έκφρασης.

Ωστόσο, υπάρχουν πράγματα που μπορεί να κάνει η κυβέρνηση Μπάιντεν για να ανοίξει μια βαθύτερη συζήτηση [6] με την Ινδία σχετικά με τις δημοκρατικές αξίες. Πρώτον, μπορεί να ξεκινήσει ιδιωτικές συνομιλίες στα υψηλότερα επίπεδα κυβέρνησης σχετικά με τα ευαίσθητα ζητήματα των δικαιωμάτων. Η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να ενεργεί με βάση το δικό της σύνθημα της «ισχύος δια του παραδείγματός μας» και να ξεκινήσει με την ιστορία των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών με τις φυλετικές διακρίσεις και άλλες προκλήσεις για την δημοκρατία τους. Κάτι τέτοιο θα αφόπλιζε τις ινδικές κατηγορίες περί υποκρισίας και θα σηματοδοτούσε την προθυμία των Ηνωμένων Πολιτειών να ρίξουν φως στον εαυτό τους. Αναγνωρίζοντας αυτό που είναι ήδη προφανές στον κόσμο -ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ανταποκρίνονται πάντα στα ιδανικά τους και ότι η κριτική για τις αποτυχίες τους συχνά λειτουργεί ως καταλύτης για μεταρρυθμίσεις- θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για πιο παραγωγικές συζητήσεις με την Ινδία για τις δικές της δημοκρατικές ελλείψεις.