Μια μετα-αμερικανική Κεντρική Ασία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια μετα-αμερικανική Κεντρική Ασία

Πώς προσαρμόζεται η περιοχή στην ήττα των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν

Σε λίγους μήνες, η στρατιωτική επέμβαση είχε φαινομενικά αναδιαμορφώσει την ευρύτερη Κεντρική Ασία. Με μια κίνηση, η Ουάσινγκτον διέλυσε τους Ταλιμπάν, διεύρυνε την δική της περιφερειακή παρουσία, και σφυρηλάτησε μια σειρά νέων εταιρικών σχέσεων ασφαλείας. Τα κράτη της Κεντρικής Ασίας υποστήριζαν τον διεθνή συνασπισμό στο Αφγανιστάν, καταπολεμούσαν τους ισλαμιστές μαχητές, θέσπιζαν πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, και επέτρεπαν σε ομάδες της κοινωνίας των πολιτών που υπερασπίζονταν δημόσια τα ανθρώπινα δικαιώματα και αντιτίθενται στην διαφθορά να επιχειρούν στο έδαφός τους. Από την αμερικανική άποψη, το μέλλον φαινόταν λαμπρό.

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΧΑΘΗΚΕ

Ωστόσο, αυτή η αισιόδοξη εικόνα του ρόλου των Ηνωμένων Πολιτειών στην Κεντρική Ασία ήταν σχετικά βραχύβια. Η αμερικανική επέμβαση σηματοδότησε την κορύφωση [8] της επιρροής της Ουάσινγκτον στην Ευρασία. Σχεδόν αμέσως μετά την ανατροπή των Ταλιμπάν, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι άρχισαν να αντιμετωπίζουν τις εγγενείς αντιφάσεις της ευρύτερης περιφερειακής παρουσίας τους. Η επιτακτική ανάγκη διατήρησης εταιρικών σχέσεων ασφάλειας με τις κυβερνήσεις της Κεντρικής Ασίας συγκρούστηκε γρήγορα με την επιθυμία να προωθηθούν βασικά πολιτικά δικαιώματα και καλύτερη διακυβέρνηση. Η διαρκής στρατιωτική παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών ώθησε επίσης την Κίνα και την Ρωσία να αναπτύξουν τους δικούς τους αντίπαλους θεσμούς, νόρμες, και πρακτικές, συμπεριλαμβανομένων των οργανισμών ασφαλείας όπως ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης (Shanghai Cooperation Organization, SCO) και ο υπό την ρωσική καθοδήγηση Οργανισμός Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας (Collective Security Treaty Organization, CSTO).

Αν και οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ ήλπιζαν ότι η συνεργασία για την ασφάλεια θα ενθάρρυνε τους κεντρο-ασιατικούς οικοδεσπότες τους να μεταρρυθμιστούν, συνέβη το αντίθετο [9]. Στο Ουζμπεκιστάν, ο Καρίμοφ ενέτεινε την αυταρχική διακυβέρνησή του, παρατείνοντας την προεδρική του θητεία και καταπιέζοντας όλη την εγχώρια πολιτική αντιπολίτευση. Σύντομα έγινε γνωστό ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών του Ουζμπεκιστάν είχαν συνεργαστεί [10] με αμερικανικές υπηρεσίες σε μια σειρά «εξαιρετικών παραδόσεων» -την απαγωγή και την ανάκριση υπόπτων για τρομοκρατία- εγείροντας ερωτήματα σχετικά με το αν η συνεργασία για την ασφάλεια με την Ουάσινγκτον ήταν ενθαρρυντική παρά αποθαρρυντική στην καταστολή.

Οι νέες περιφερειακές εντάσεις έβλαψαν επίσης τις σχέσεις ΗΠΑ -Κεντρικής Ασίας -το αποτέλεσμα των «έγχρωμων επαναστάσεων» στην Γεωργία (2003), την Ουκρανία (2004), και το Κιργιζιστάν (2005), όταν μια σειρά διεφθαρμένων κυβερνήσεων κατέρρευσαν μετά από διαμαρτυρίες ενάντια στις εκλογικές νοθείες. Φοβούμενες μια τοπική εκδοχή [των επαναστάσεων], οι δυνάμεις ασφαλείας του Ουζμπεκιστάν σκότωσαν εκατοντάδες διαδηλωτές στην ανατολική πόλη Αντιγιόν τον Μάιο του 2005. Οι διμερείς σχέσεις μεταξύ Τασκένδης και Ουάσινγκτον επιδεινώθηκαν γρήγορα καθώς οι Αμερικανοί αξιωματούχοι καταδίκασαν την επιχείρηση και ζήτησαν διεθνή έρευνα. Η κυβέρνηση του Ουζμπεκιστάν, από την πλευρά της, περιόρισε τις δραστηριότητες που σχετίζονταν με την βάση και έδιωξε τις Δυτικές μη κυβερνητικές οργανώσεις. Με τις Ηνωμένες Πολιτείες απρόθυμες να προσφέρουν πιο άμεσα οφέλη, το Ουζμπεκιστάν ενεργοποίησε την ρήτρα τερματισμού της βάσης στα τέλη Ιουλίου [2005] και οι αμερικανικές δυνάμεις αναχώρησαν μέσα σε λίγους μήνες. Το 2006, η Τασκένδη εντάχθηκε στον υπό την ηγεσία της Ρωσίας CSTO, παγιώνοντας το διαζύγιό της από την Ουάσινγκτον.

Στο γειτονικό Κιργιζιστάν, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι αντιμετώπισαν επίσης μια σειρά πολιτικών πονοκεφάλων που έθεσαν υπό αμφισβήτηση την κατάσταση της αμερικανικής βάσης στη Μανάς –την πρόχειρη εγκατάσταση για το σύνολο σχεδόν του αμερικανικού στρατιωτικού προσωπικού που κινείτο προς και από το Αφγανιστάν. Αφότου η επανάσταση του 2005 [11] απομάκρυνε τον Ακάγιεφ, ο νέος πρόεδρος, Kurmanbek Bakiyev, γινόταν όλο και πιο καταπιεστικός και διεφθαρμένος -επωφελούμενος από την πώληση κρατικά ελεγχόμενων περιουσιακών στοιχείων και επιτρέποντας ενεργά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες [12]. Για τον Μπακίγιεφ και τους συνεργάτες του, η Μανάς και τα συναφή συμβόλαιά της ήταν σε μεγάλο βαθμό μια ευκαιρία για την απόσπαση ιδιωτικού κέρδους. Ακόμα κι έτσι, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι αναγκάστηκαν να υποστηρίξουν δημόσια το καθεστώς ως σημαντικό εταίρο στο Αφγανιστάν.

Σε μια προσπάθεια να μειώσουν την επιρροή των ΗΠΑ στην Κεντρική Ασία, η Κίνα και η Ρωσία εκμεταλλεύτηκαν τις εντάσεις μεταξύ της Ουάσινγκτον και των περιφερειακών κυβερνήσεων για να αναπτύξουν τους δικούς τους θεσμούς στην περιοχή. Η Ρωσία επέκτεινε τις δραστηριότητες του CSTO, δημιούργησε μια νέα βάση κοντά στις εγκαταστάσεις των ΗΠΑ στη Manas, και κατέληξε σε συμφωνία με το Τατζικιστάν για την εγκατάσταση περισσότερων από 5.000 στρατιωτών στο έδαφος της χώρας αυτής. Ο SCO -που ιδρύθηκε το 2001 από την Κίνα, το Καζακστάν, το Κιργιζιστάν, την Ρωσία, το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν- γινόταν όλο και περισσότερο αντιαμερικανικός. Η οργάνωση ανέπτυξε διάφορες περιφερειακές πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβανομένων των διετών στρατιωτικών ασκήσεων και του δικού της αντιτρομοκρατικού κέντρου στην Τασκένδη.

Καθώς οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας επιδεινώνονταν, το Κρεμλίνο προσπάθησε να δωροδοκήσει τον Μπακίγιεφ με ένα πακέτο έκτακτης χρηματοδότησης και επενδύσεων ύψους 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, με την ελπίδα ότι ο πρόεδρος της Κιργιζίας θα κλείσει την αμερικανική βάση στη Μανάς. Όταν, σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Ρώσο πρόεδρο, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, το 2009, ο Μπακίγιεφ ανακοίνωσε [13] σχέδια για κλείσιμο της εγκατάστασης, Αμερικανοί αξιωματούχοι έσπευσαν να την σώσουν -τελικά συμφώνησαν να τετραπλασιάσουν το ενοίκιο σε 63 εκατομμύρια δολάρια ετησίως και να μετονομάσουν την βάση σε «Manas Transit Center» για να μειώσουν την έμφαση στον στρατιωτικό της ρόλο. Η Μόσχα δεν αποδέχθηκε ευγενικά την προδοσία του Μπακίγεφ και καλωσόρισε την ανατροπή του τον επόμενο χρόνο.