Γιατί η Αμερική δεν μπορεί να δημιουργήσει συμμαχικούς στρατούς | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η Αμερική δεν μπορεί να δημιουργήσει συμμαχικούς στρατούς

Το Αφγανιστάν είναι απλώς η τελευταία αποτυχία

Το δόγμα που καθοδηγεί τις στρατιωτικές συμβουλευτικές αποστολές των ΗΠΑ αποθαρρύνει τους συμβούλους από το να χρησιμοποιούν καρότο και μαστίγιο για να πείσουν τους τοπικούς ηγέτες να εφαρμόσουν αξιοκρατικές πρακτικές προσωπικού, να ακολουθήσουν μια αλυσίδα διοίκησης, να εκπαιδεύονται αυστηρά, και να περιορίζουν την διαφθορά. Ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο των ΗΠΑ, για παράδειγμα, αποθαρρύνει ρητά τους συμβούλους από την χρήση «δωροδοκίας ή εξαναγκασμού, καθώς τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται από αυτές τις ενέργειες είναι μόνο προσωρινά». Αντ' αυτού, το δόγμα και η εκπαίδευση καθορίζουν μια στρατηγική που εδράζεται στην πειθώ η οποία με την σειρά της βασίζεται στην συμπάθεια. Οι στρατιωτικοί σύμβουλοι των ΗΠΑ διδάσκονται να δίνουν προτεραιότητα στις σχέσεις τους με τους ομολόγους τους, καθώς «η πίστη και η εμπιστοσύνη καθορίζουν το πόσο καλά ο σύμβουλος θα είναι σε θέση να επηρεάσει τις ξένες δυνάμεις ασφαλείας».

Πολλοί στρατιωτικοί σύμβουλοι των ΗΠΑ φτάνουν να βλέπουν την διαπροσωπική σχέση με τους εταίρους -άλλοτε ένα εργαλείο που θεωρείται ότι αυξάνει την επιρροή και διαμορφώνει την συμπεριφορά των εταίρων- ως τον ίδιο τον στόχο της παροχής συμβουλών. Όταν η πειθώ αποτυγχάνει, οι σύμβουλοι λαμβάνουν οδηγίες να αποφύγουν οποιαδήποτε βήματα που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την σχέση.

Αυτή η στρατηγική πειθούς με βάση την συμπάθεια συνεχίστηκε παρά το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε καλή θέση για να ασκήσουν κίνητρα ώστε να επηρεάσουν τους εταίρους τους στις δυνάμεις ασφαλείας. Οι ηγέτες στις αποδέκτριες χώρες συχνά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλεια του καθεστώτος τους και, σε πολλές περιπτώσεις, για την δική τους φυσική επιβίωση -και το γνωρίζουν. Ο πρόεδρος του Νότιου Βιετνάμ, Ngo Dinh Diem, και ο Ιρακινός πρωθυπουργός Nouri al-Maliki, αμφότεροι ηγέτες των οποίων οι χώρες ήταν ωφελημένες από μαζικά προγράμματα στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ, εξέφρασαν επανειλημμένα ανησυχίες ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες επρόκειτο να τους ανατρέψουν. (Είχαν δίκιο να ανησυχούν: ο Ντιέμ σκοτώθηκε σε ένα πραξικόπημα το 1963, για το οποίο η κυβέρνηση Κένεντι έδωσε σιωπηρά το πράσινο φως, και ο Μαλίκι παραιτήθηκε το 2014, αφού έχασε την υποστήριξη της κυβέρνησης Ομπάμα). Εάν οι έντονοι φόβοι ότι η Ουάσιγκτον μπορεί να τους ανατρέψει από την εξουσία ανά πάσα στιγμή δεν δίνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες μόχλευση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι θα άλλο θα τους έδινε [μόχλευση].

Η ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΗΣ

Γιατί ο αμερικανικός στρατός επιμένει με μια στρατηγική παροχής συμβουλών που δεν λειτουργεί; Όπως και οι περισσότερες μεγάλες γραφειοκρατίες, τείνει να θεσμοθετεί επιχειρησιακούς τρόπους που εξυπηρετούν τα συμφέροντά του -στην περίπτωσή του την αυτονομία, το κύρος, και την πρόσβαση σε πόρους. Ο στρατός θεσπίζει τυποποιημένες διαδικασίες λειτουργίας (standard operating procedures, SOP) που προωθούν τα γραφειοκρατικά συμφέροντά του και αυτές οι SOP τείνουν να παραμένουν εκτός κι αν οι πολιτικοί ηγέτες πιέσουν σκληρά για αλλαγή.

Η πειθώ με βάση την συμπάθεια μπορεί να κάνει ελάχιστα για να παρακινήσει τους τοπικούς ηγέτες να δημιουργήσουν καλύτερους στρατούς, αλλά εξυπηρετεί τα γραφειοκρατικά συμφέροντα του αμερικανικού στρατού. Η ήπια προσέγγιση διατηρεί την ευγένεια με τους τοπικούς εταίρους και ενισχύει ένα αφήγημα συνεργατικής εταιρικής σχέσης που νομιμοποιεί ολόκληρη την συμβουλευτική προσπάθεια. Αντίθετα, το να απειληθούν οι τοπικοί ηγέτες με μειώσεις ή παύση της υποστήριξης θα μπορούσε να διαταράξει τις διαδικασίες και τις σχέσεις του ίδιου του αμερικανικού στρατού. Μια πιο θεληματική προσέγγιση στην παροχή συμβουλών μπορεί επίσης να προκαλέσει άσχημες αναφλέξεις που τραβούν την προσοχή της Ουάσινγκτον στην συμβουλευτική προσπάθεια, αυξάνοντας τον κίνδυνο πολιτικής ανάμειξης.

Όταν το βλέπουμε μέσα από το πρίσμα της οργανωτικής θεωρίας -της σχολής σκέψης που εστιάζει στο πώς η διαμάχη μεταξύ γραφειοκρατιών και γραφειοκρατικών διαδικασιών διαμορφώνει την εξωτερική πολιτική- μια σειρά προβλημάτων με την βοήθεια ασφαλείας έρχονται στο φως ως συμπτώματα της ίδιας ασθένειας. Για παράδειγμα, πολλοί σχολιαστές αναφέρουν τις σύντομες επισκέψεις των στρατιωτικών συμβούλων ως αιτία της αποτυχίας των αποστολών εκπαίδευσης και εξοπλισμού. Οι επικριτές έχουν δίκιο όταν επισημαίνουν ότι οι σύντομες επισκέψεις είναι εντελώς ασυμβίβαστες με την θεωρία του στρατού για αποτελεσματικές συμβουλές, η οποία εξαρτάται από τις διαπροσωπικές σχέσεις. Αλλά οι σύντομες επισκέψεις είναι καλύτερα κατανοητές ως προϊόν οργανωτικής λογικής: διατηρώντας σύντομες τις αποστολές, ο στρατός αποφεύγει την εσωτερική αντίσταση που σίγουρα θα προκαλούσε η πρόταση για πιο μακρόχρονες επισκέψεις. Ο στρατός στοχεύει να ελαχιστοποιήσει τον γραφειοκρατικό πονοκέφαλο και να εφαρμόσει τις τυπικές λειτουργικές διαδικασίες που μπορεί να υποστηρίξει, ακόμη και αν αυτές οι διαδικασίες είναι ανεξάρτητες από την δική του θεωρία της νίκης.

Η τάση του αμερικανικού στρατού να αναφέρει συνεχώς την πρόοδο σε συμβουλευτικές αποστολές, παρά την εμφανή δυσλειτουργία, εξυπηρετεί παρόμοιους γραφειοκρατικούς σκοπούς. Παρουσιάζοντας μια αφήγηση αργής αλλά σταθερής προόδου, ο στρατός προστατεύεται από την κριτική, την παρέμβαση, και την αναταραχή. Ο John Sopko, ο ειδικός γενικός επιθεωρητής των ΗΠΑ για την ανασυγκρότηση του Αφγανιστάν, εκτίμησε ότι ο στρατός «ήξερε πόσο κακός ήταν ο αφγανικός στρατός», αλλά «άλλαζε συνεχώς τους στόχους» στις εκθέσεις προόδου του για να δείξει επιτυχία -και όταν ακόμη και αυτό απέτυχε, έκανε απόρρητο το εργαλείο αξιολόγησης. «Αν είχατε άδεια, θα μπορούσατε να μάθετε [για την κακή κατάσταση του αφγανικού στρατού], αλλά ο μέσος Αμερικανός, ο μέσος φορολογούμενος, ο μέσος βουλευτής, ο μέσος άνθρωπος που εργαζόταν στην πρεσβεία δεν θα ήξεραν πόσο κακός ήταν».