Μπάιντεν, ο ρεαλιστής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπάιντεν, ο ρεαλιστής

Το δόγμα του προέδρου για την εξωτερική πολιτική κρυβόταν σε κοινή θέα

Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν επρόκειτο να ξαναφέρει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στην πορεία της πριν από τον Τραμπ. Υπερεβδομηκοντούτης, με εμπειρία μισού αιώνα στην εθνική πολιτική, ήταν ο υποψήφιος για την προεδρία που ενσάρκωσε με μεγαλύτερη σαφήνεια το αμερικανικό κατεστημένο. Σίγουρα, έλεγε η προσδοκία, θα έφερνε πίσω την επιδίωξη των Ηνωμένων Πολιτειών για πολιτική και στρατιωτική υπεροχή, σχεδιασμένη για να αναδιαμορφώσει τον κόσμο κατά την δική τους εικόνα. Ο Μπάιντεν μάλιστα παρουσίασε την αποκατάσταση της ηγεσίας των ΗΠΑ στις παγκόσμιες υποθέσεις ως χαρακτηριστικό γνώρισμά του: «Η Αμερική επέστρεψε», διακήρυξε μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.

10092021-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στο Χίλσμπορο του Νιού Τζέρσεϋ, τον Σεπτέμβριο του 2021. Elizabeth Frantz / Reuters
----------------------------------------------------

Αλλά η απόφαση του Μπάιντεν να τερματίσει τον πόλεμο των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν αποκάλυψε μια άλλη πλευρά του 46ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Τερματίζοντας τον πόλεμο που διήρκεσε δύο δεκαετίες, ο Μπάιντεν απέρριψε κάθε «φιλελεύθερη διεθνιστική» υπόθεση της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένης της ιδέας ότι η οικοδόμηση ενός δημοκρατικού Αφγανιστάν και ο μετασχηματισμός της περιοχής εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ΗΠΑ ή τις ανώτερες καθολικές αξίες. Υποστήριξε επανειλημμένα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μόνο έναν έγκυρο λόγο για να χρησιμοποιήσουν βία εκεί: «να πιάσουν τους τρομοκράτες που μας επιτέθηκαν στις 11 Σεπτεμβρίου» και που μπορεί να επιτεθούν ξανά. Μόλις επιτεύχθηκε αυτός ο στόχος, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν καμία δουλειά να διεξάγουν πόλεμο. Εναπόκειται στον «αφγανικό λαό να αποφασίσει μόνος του για το μέλλον του», είπε, συμπεριλαμβανομένου του αν θα ζούσε σε μια δημοκρατία Δυτικού τύπου ή υπό την κυριαρχία των Ταλιμπάν.

Η ταχεία ανάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν, μακράν του να αλλάξει γνώμη στον Μπάιντεν, φαίνεται ότι μόνο επιβεβαίωσε τις απόψεις του σχετικά με τα όρια της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ -στο Αφγανιστάν και αλλού. Ο τερματισμός του πολέμου ήταν «σχετικά με το να τελειώσει μια εποχή μεγάλων στρατιωτικών επιχειρήσεων για την ανοικοδόμηση άλλων χωρών», είπε μετά την αποχώρηση του τελευταίου Αμερικανού στρατιώτη από το Αφγανιστάν.

Όλα αυτά μπορεί να εκπλήξουν όσους ανιχνεύουν ένα «δόγμα Μπάιντεν» που στοχεύει να βεβαιώσει την αμερικανική ισχύ και να υπερασπιστεί την δημοκρατία σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, ο Μπάιντεν που τερμάτισε τον μακρύτερο πόλεμο των Ηνωμένων Πολιτειών κρυβόταν σε κοινή θέα. Καθ' όλη την διάρκεια της καριέρας του, ο Μπάιντεν έθεσε την πραγματιστική επιδίωξη της εθνικής ασφάλειας πάνω από την ορθοδοξία της εξωτερικής πολιτικής. Για περισσότερο από μια δεκαετία, αυτός ο υπολογισμός τον έκανε επικριτή των πολέμων για αλλαγή καθεστώτων και άλλων προσπαθειών για την προώθηση των αμερικανικών αξιών με στρατιωτική βία.

Παρόλο που ο προκάτοχός του, ο Ντόναλντ Τραμπ, έδωσε φωνή [3] σε παρόμοιες παρορμήσεις, είναι ο Μπάιντεν που προσφέρει μια πιο συνεκτική εκδοχή του πραγματιστικού ρεαλισμού -έναν τρόπο σκέψης που αξιολογεί την προώθηση των απτών αμερικανικών συμφερόντων, αναμένει από άλλα κράτη να επιδιώξουν τα δικά τους συμφέροντα, και αλλάζει πορεία για να πάρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες αυτό που χρειάζονται σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο. Εάν ο Μπάιντεν συνεχίσει να εφαρμόζει αυτό το όραμα, θα φέρει μια ευπρόσδεκτη αλλαγή μετά από δεκαετίες υπερβολικά διεκδικητικής εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ που έχει κατασπαταλήσει [4] ζωές και πόρους για την επιδίωξη ανέφικτων στόχων.

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Από την εποχή της εισόδου του στην Γερουσία το 1973, ο Μπάιντεν διακρίθηκε για το ότι προσάρμοζε τις απόψεις του για την εξωτερική πολιτική στις μεταβαλλόμενες εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες. Χάραξε μια μετριοπαθή γραμμή στην αρχή της εθνικής πολιτικής του καριέρας, όταν αντιμετώπισε την κούραση των Αμερικανών από τον πόλεμο στο Βιετνάμ την δεκαετία του 1970 και την αυξανόμενη ένταση με την Σοβιετική Ένωση την δεκαετία του 1980. Αντιτάχθηκε στην αποστολή πρόσθετης στρατιωτικής βοήθειας στο Νότιο Βιετνάμ το 1975 καθώς το Βόρειο Βιετνάμ ξεκινούσε την τελευταία του επίθεση. Και όταν ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν ξεκίνησε μια μαζική στρατιωτική συσσώρευση για να αυξήσει την πίεση στην Σοβιετική Ένωση, ψήφισε εναντίον πολλών από τις κορυφαίες προτεραιότητες της κυβέρνησης.

Αξιοσημείωτα, ο Μπάιντεν ψήφισε κατά του Πολέμου του Κόλπου το 1991 εναντίον του Ιράκ. «Ποια ζωτικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών δικαιολογούν την αποστολή Αμερικανών για να πεθάνουν στην άμμο της Σαουδικής Αραβίας;», ρώτησε. Ανησυχούσε επίσης ότι τα αμερικανικά στρατεύματα θα επωμίζονταν άδικα τα περισσότερα θύματα και ότι «η εχθρότητα του αραβικού κόσμου» θα κατευθυνόταν προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι απόψεις του Μπάιντεν άλλαξαν, ωστόσο, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την επίτευξη μονοπολικής κυριαρχίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ως ο αξιωματούχος των Δημοκρατικών στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, ο Μπάιντεν αναδείχθηκε ως ένας κορυφαίος υπέρμαχος της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ -μια πολιτική που δημιούργησε νέες, ανοιχτές δεσμεύσεις ασφάλειας για τις Ηνωμένες Πολιτείες την εποχή που τα «ζωτικά συμφέροντα» ήταν πολύ συζητήσιμα. Υποστήριξε ότι η διεύρυνση θα εγγυάται «άλλα 50 χρόνια ειρήνης» στην Ευρώπη καθώς και ότι θα αποκαθιστούσε την «ιστορική αδικία» της σταλινικής κυριαρχίας στην Ανατολική Ευρώπη. Υπενθυμίζοντας την αντίθεσή του στον προηγούμενο πόλεμο του Κόλπου, ο Μπάιντεν υποστήριξε την υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στρατιωτική επέμβαση εναντίον της Σερβίας στον πόλεμο της Βοσνίας και την κρίση του Κοσσυφοπεδίου. Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ο Μπάιντεν ψήφισε υπέρ του πολέμου στο Αφγανιστάν και, με ορισμένες επιφυλάξεις, για τον πόλεμο στο Ιράκ. Μια εβδομάδα μετά την εκστρατεία «σοκ και δέος» των Ηνωμένων Πολιτειών, εξέφρασε την ελπίδα ότι η εισβολή «θα έθετε το Ιράκ στον δρόμο προς μια πλουραλιστική και δημοκρατική κοινωνία».

Μόλις οι πόλεμοι σκόνταψαν, ο Μπάιντεν προσαρμόστηκε ξανά. Ενώπιον των εξεγέρσεων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, εκφράστηκε με σκεπτικισμό απέναντι σε αμφότερες τις αποστολές οικοδόμησης έθνους από τις ΗΠΑ. Το 2006, ο Μπάιντεν υπέβαλε την πιο ξεχωριστή πρότασή του επί της εξωτερικής πολιτικής μέχρις εκείνο το σημείο: τάχθηκε υπέρ της διαίρεσης του Ιράκ σε ομοσπονδιακό σύστημα ανάλογα με τις σεχταριστικές γραμμές, ανοίγοντας τον δρόμο για την αποχώρηση του αμερικανικού στρατού από την χώρα. Χωρίς να αποκτήσει αντιπολεμική φήμη, ο Μπάιντεν αναζητούσε έξοδο από το Ιράκ. Κατά συνέπεια, αντιτάχθηκε κατηγορηματικά στο «κύμα» [αύξησης] των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ όταν πρωτοσυζητήθηκε το 2006, χαρακτηρίζοντάς το ως «την απόλυτα λανθασμένη στρατηγική».

Η αντίθεση του Μπάιντεν σε μεγάλους πολέμους με φουσκωμένους στόχους μόνο εντάθηκε όσο ήταν αντιπρόεδρος. Ήταν σχεδόν ο μόνος μεταξύ των ανώτερων συμβούλων του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα που διαφώνησε με την απόφαση της κυβέρνησης να αυξήσει τις αμερικανικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν από το 2009 έως το 2011. Ο Μπάιντεν το αιτιολόγησε ως ότι η υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ αφγανική κυβέρνηση είχε αξεπέραστα ελαττώματα που κατέστησαν αδύνατη την πλήρη νίκη επί των ανταρτών των Ταλιμπάν. Αντίθετα, συμβούλεψε μια μικρή αντιτρομοκρατική αποστολή που θα στόχευε την Αλ Κάιντα και συναφείς ομάδες.

Είναι πιθανό ο Μπάιντεν να ήθελε να προχωρήσει ακόμα περισσότερο. Στο ημερολόγιό του, ο Αμερικανός απεσταλμένος Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ ανέφερε ότι ο Μπάιντεν ήθελε να αποσυρθεί εντελώς από το Αφγανιστάν. Κατά την διάρκεια μιας ιδιαίτερα οξείας συζήτησης, ο Χόλμπρουκ αφηγήθηκε για τον Μπάιντεν ότι φώναξε: «Δεν στέλνω το αγόρι μου πίσω εκεί για να διακινδυνεύσει την ζωή του για τα δικαιώματα των γυναικών!». Η προώθηση των φιλελεύθερων αξιών υπό την απειλή των όπλων, εξήγησε, «απλώς δεν θα λειτουργήσει, δεν είναι για αυτό που [τα στρατεύματα των ΗΠΑ] είναι εκεί ».

Ο Μπάιντεν φαίνεται επίσης να ήταν μια φωνή σύνεσης εντός της κυβέρνησης Ομπάμα σε άλλες συζητήσεις για την εξωτερική πολιτική. Εξέφρασε την ανησυχία του για την έναρξη της επιδρομής των πεζοναυτών το 2011 που τελικά σκότωσαν τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, προτείνοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες να συλλέξουν πρόσθετες πληροφορίες πριν κάνουν ένα βήμα που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις σχέσεις με το Πακιστάν. Ο Μπάιντεν ισχυρίζεται επίσης ότι αντιτάχθηκε στον βομβαρδισμό της Λιβύης την ίδια χρονιά. Εκείνη την εποχή, προέτρεψε δημόσια τους συμμάχους των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ να αναλάβουν την αποστολή παρά οι Ηνωμένες Πολιτείες. «Δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα», είπε ο Μπάιντεν, υπογραμμίζοντας ότι η Λιβύη είναι περιφερειακή για το «στρατηγικό μας συμφέρον» στην περιοχή.

Για τους επικριτές του Μπάιντεν, οι μετατοπίσεις του στην εξωτερική πολιτική αναμφίβολα φαίνονται καιροσκοπικές. Οι υποστηρικτές του, εν τω μεταξύ, μπορούν να διακηρύττουν την προθυμία του να μαθαίνει από την εμπειρία. Αλλά η τροχιά του Μπάιντεν από τον μετριοπαθή του Ψυχρού Πολέμου έως τον ενθουσιώδη του φιλελεύθερου ηγεμονισμού και μέχρι τον σκεπτικιστή της οικοδόμησης έθνους περιέχει μια συνδετική γραμμή: θεωρούσε πάντα την ασφάλεια των ΗΠΑ ως την πρωταρχική βάση της εξωτερικής πολιτικής και ήταν πρόθυμος να επανεκτιμήσει τον τρόπο προώθησης των αμερικανικών συμφερόντων υπό το φως νέων συνθηκών και επίμονων πραγματικοτήτων. Και αυτός ο πραγματιστικός ρεαλισμός μπορεί να προοιωνίζεται ακόμη πιο σαρωτικές αλλαγές στην αμερικανική εξωτερική πολιτική τώρα που κατοικεί στον Λευκό Οίκο.

ΜΕΤΑ ΤΟ ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ

Το Αφγανιστάν αντιπροσωπεύει το πιο γλαφυρό παράδειγμα της ρεαλιστικής γραμμής του Μπάιντεν. Τελείωσε τον πόλεμο γρήγορα αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάτι τέτοιο θα ωφελούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες, δίνοντας προσοχή στην έντονη προτίμηση του κοινού των ΗΠΑ και αντιστεκόμενος στην πίεση του Πενταγώνου και πολλών ελίτ της εξωτερικής πολιτικής για ανανέωση του σχεδίου οικοδόμησης έθνους από τις ΗΠΑ. Δικαιολογώντας την απόφασή του, ο Μπάιντεν επέμεινε ότι οι Αμερικανοί στρατιώτες πρέπει να στέλνονται σε μάχη μόνο για να υπερασπιστούν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως είπε ένας φλογερός Μπάιντεν κατά την διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, «η ευθύνη που έχω είναι να προστατεύσω το εθνικό συμφέρον της Αμερικής και να μην θέσω σε κίνδυνο τις γυναίκες και τους άνδρες μας [βάζοντάς τους] να προσπαθήσουν να λύσουν κάθε πρόβλημα στον κόσμο με την χρήση βίας».

Το Αφγανιστάν ίσως να είναι μόνο η αρχή. Ο Μπάιντεν διέταξε το Υπουργείο Άμυνας να προβεί σε «παγκόσμια αναθεώρηση της στάσης» των μελλοντικών προωθημένων [στρατιωτικών] αναπτύξεων των Ηνωμένων Πολιτειών. Εάν η αναθεώρηση βασιστεί στην γνώση του στρατηγού Mark Milley, του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, ότι πολλές υπάρχουσες αναπτύξεις «παρατάχθηκαν κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου», θα μπορούσε να προτείνει σημαντική αναδιάρθρωση του στρατιωτικού αποτυπώματος των ΗΠΑ. Η κυβέρνηση έχει ήδη επισημάνει την πρόθεσή της να θέσει την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη Μέση Ανατολή στο «σωστό μέγεθος» και πρόσφατα ξεκίνησε αυτή την διαδικασία αποσύροντας αντιπυραυλικά συστήματα από το Ιράκ, την Ιορδανία, το Κουβέιτ, και την Σαουδική Αραβία. Ο Μπάιντεν μπορεί επίσης να γίνει ο πρώτος πρόεδρος σε τρεις δεκαετίες που αποφεύγει την διεύρυνση του ΝΑΤΟ: έχει κάνει πιο ήπια την ρητορική για την επέκταση του ΝΑΤΟ ως προς την συμμετοχή της Ουκρανίας, αν και συνέχισε να στέλνει στρατιωτική βοήθεια στην χώρα.

Σίγουρα, ο Μπάιντεν συχνά πλαισιώνει τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα [5] και την Ρωσία [6] με ιδεολογικούς όρους. Έχει δεσμευτεί να διαψεύσει την ιδέα ότι «ο αυταρχισμός είναι το κύμα του μέλλοντος» με το να επιδείξει την συνεχή ζωτικότητα των αμερικανικών δημοκρατικών θεσμών. Ωστόσο, οι πραγματικές πολιτικές του Μπάιντεν προς τις δύο δυνάμεις προδίδουν την ρεαλιστική του κλίση. Αντί να συγχωνεύσει τις χώρες σε ένα ενιαίο φάσμα αυταρχικής απειλής, ο Μπάιντεν έδωσε προτεραιότητα στον ανταγωνισμό με μια ανερχόμενη Κίνα πολύ πάνω από αυτήν με μια ασθενέστερη Ρωσία. Έχει στοχεύσει στην δημιουργία μιας «σταθερής και προβλέψιμης σχέσης» με την τελευταία, μια προσέγγιση που επιδιώκει να περιορίσει τις διμερείς εντάσεις και να δώσει την δυνατότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες να επικεντρωθούν στην αντιστάθμιση της Κίνας.

Όπως έκανε κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο Μπάιντεν έχει λάβει μέτρα σχεδιασμένα για να ανοίξουν την πόρτα στις διαπραγματεύσεις επίλυσης διαφορών με τους γεωπολιτικούς αντιπάλους των Ηνωμένων Πολιτειών. Επέλεξε να πραγματοποιήσει την πρώτη του μεγάλη διμερή σύνοδο κορυφής με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, και έχει επίσης δείξει το ενδιαφέρον του να συναντηθεί με τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ. Η διπλωματία, είπε μετά την σύνοδο κορυφής με τον Πούτιν, δεν εξαρτάται από την εμπιστοσύνη στο άλλο μέρος. Απαιτεί απλώς και οι δύο πλευρές να έχουν αμοιβαία συμφέροντα και να δημιουργούν συμφωνίες που βασίζονται σε αυτά τα συμφέροντα. «Αυτό αφορά το ιδιοτελές συμφέρον και την επαλήθευση του ιδιοτελούς συμφέροντος», τόνισε ο Μπάιντεν. «Είναι απλώς καθαρή δουλειά».

Μερικές φορές, η ρητορική του Μπάιντεν μπορεί να αποκρύψει τα πιο ξεχωριστά ένστικτά του στην εξωτερική πολιτική. Έχει εκφράσει την αποστροφή του στον Τραμπ επειδή αγκάλιασε «όλους τους τραμπούκους στον κόσμο» και δεσμεύτηκε ότι «τα ανθρώπινα δικαιώματα θα είναι το κέντρο της εξωτερικής μας πολιτικής» -ένας ισχυρισμός που είναι δύσκολο να ταιριάξει με την αμετανόητη υπεράσπισή του των ζωτικών εθνικών συμφερόντων ως τον μόνο λόγο πολέμου. Και τον Δεκέμβριο, σχεδιάζει να πραγματοποιήσει την πρώτη από τις δύο «Συνόδους Κορυφής για την Δημοκρατία» με σκοπό να βοηθήσει τις δημοκρατίες του κόσμου να υπερασπιστούν τον αυταρχισμό και να δείξουν ότι μπορούν να προσφέρουν στους πολίτες τους. Σε αντίθεση με τον Τραμπ και την συγγένειά του με τους αυταρχικούς, ο Μπάιντεν μπορεί να ακούγεται σαν να επιστρέφει στην ισχυρή προώθηση του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας στο εξωτερικό από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ωστόσο, οι περισσότερες δηλώσεις και ενέργειες του Μπάιντεν είναι σύμφωνες με μια προοπτική που βάζει την εθνική ασφάλεια πάνω από κάθε άλλη σκέψη. Ομοίως, οι Σύνοδοι Κορυφής για την Δημοκρατία μέχρι στιγμής δεν αντικατοπτρίζουν ουσιαστική προσπάθεια είτε για επέκταση των συμμαχιών των ΗΠΑ με δημοκρατίες είτε για περιορισμό των συμμαχιών των ΗΠΑ [μόνο] με φιλελεύθερα κράτη. Άλλωστε, η φιλοδημοκρατική ρητορική δεν εμπόδισε την κυβέρνηση Μπάιντεν να εμβαθύνει τους δεσμούς της με αυταρχικά κράτη όπως η Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ και αυξανόμενα αντιφιλελεύθερες δημοκρατίες όπως η Ινδία και οι Φιλιππίνες. Οι σύνοδοι κορυφής μπορεί απλώς να αντικατοπτρίζουν το γεγονός ότι ο Μπάιντεν υποστηρίζει την δημοκρατία, τις φιλελεύθερες αξίες, και τα ανθρώπινα δικαιώματα -χωρίς να σκέφτεται ότι θα πρέπει να προωθηθούν με το όπλο στο χέρι ή να υπαγορεύσουν αμυντικές υποχρεώσεις των ΗΠΑ.

ΑΝΑΜΟΡΦΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Εάν η κυβέρνηση Μπάιντεν συνεχίσει να εκτιμά τον πραγματιστικό ρεαλισμό έναντι της φιλελεύθερης πρωτοκαθεδρίας, μπορεί να επιτευχθούν εκτεταμένες αλλαγές [7] στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Η εστιασμένη στην ασφάλεια ανάλυση που εφάρμοσε ο Μπάιντεν στο Αφγανιστάν θα οδηγούσε επίσης σε μειώσεις δυνάμεων σε άλλα μέρη του κόσμου. Τα χιλιάδων [ανδρών και γυναικών] χερσαία στρατεύματα που βρίσκονται σήμερα στο Ιράκ και την Συρία για να αποτρέψουν μια μελλοντική αναζωπύρωση του Ισλαμικού Κράτους (γνωστού και ως ISIS) είναι ένα προφανές σημείο εκκίνησης. Η ανάπτυξή τους παραβιάζει την δήλωση του Μπάιντεν για «καθορισμό αποστολών με σαφείς, εφικτούς στόχους», επειδή η επιτυχία [τους] δεν μπορεί ποτέ να επιτελεστεί με επαληθεύσιμο τρόπο.

Για τον ίδιο λόγο, ο Μπάιντεν θα έπρεπε να αξιολογήσει εάν οι αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών στοχεύουν μόνο εκείνες τις ομάδες που έχουν την ικανότητα και την πρόθεση να επιτεθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα τελευταία χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πραγματοποιήσει αντιτρομοκρατικές επιθέσεις, ασκήσεις, και εκπαιδευτικές αποστολές σε περίπου 85 χώρες σε όλο τον κόσμο. Αν και πολλές προσπάθειες στόχευαν την Αλ Κάιντα και άλλες ομάδες που απειλούν το έδαφος των ΗΠΑ, ορισμένες στοχοποίησαν οργανώσεις όπως η αλ Σαμπάμπ με έδρα την Σομαλία και ομάδες στο Σαχέλ και την Λατινική Αμερική που είναι λιγότερο σαφώς σε θέση να επιτεθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εάν η εκτίμηση του Μπάιντεν αποφέρει έστω και ένα θολό αποτέλεσμα, τότε θα πρέπει να τερματίσει τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», για να μην παραδώσει μια «αέναη αποστολή», όπως περιέγραψε τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, στον διάδοχό του.

Ο Μπάιντεν θα χρειαστεί να ενεργήσει τολμηρά για να αποσυνδέσει τις Ηνωμένες Πολιτείες από την ευρύτερη Μέση Ανατολή. Αλλά σε μια εποχή που η Κίνα ανεβαίνει και οι Ηνωμένες Πολιτείες απαιτούν σοβαρή εγχώρια μεταρρύθμιση, θα πρέπει να σκεφτεί ακόμα ευρύτερα: η διοίκησή του μπορεί να λειτουργήσει για να ορίσει αν όχι να περικόψει τις δεσμεύσεις των ΗΠΑ στην Ευρώπη και να αποφύγει μια υπερβολικά στρατιωτικοποιημένη και μηδενικού αθροίσματος προσέγγιση στην Ασία. Σε αντίθεση με τους προκατόχους του, θα μπορούσε να υιοθετήσει τις αυξανόμενες εκκλήσεις για μια ευρωπαϊκή αμυντική δύναμη [που θα επιχειρεί] εκτός του αμερικανικού ελέγχου, ώστε να μεταβιβάσει την ευθύνη για την ασφάλεια της ηπείρου στα ευρωπαϊκά χέρια. Και στον Ινδο-Ειρηνικό, παρά την έκκληση του Μπάιντεν για «ακραίο ανταγωνισμό» με την Κίνα, τα πραγματιστικά του ένστικτα θα έπρεπε να τον εμποδίσουν να δώσει ρητή εγγύηση για την υπεράσπιση της Ταϊβάν ή την διεύρυνση των ήδη εκτεταμένων περιφερειακών δεσμεύσεων των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ωστόσο, ο πραγματιστικός ρεαλισμός του Μπάιντεν δεν αποτελεί πανάκεια. Σε βασικά ερωτήματα, τα ένστικτά του στην εξωτερική πολιτική τραβούν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Η ευαισθησία του Μπάιντεν στις πολιτικές τάσεις τού επέτρεψε να τερματίσει τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, αλλά οι υπόλοιποι πόλεμοι των ΗΠΑ έχουν λιγότερη δημόσια προβολή, ακόμη και αν η στρατηγική λογική τους μπορεί να είναι όχι λιγότερο αμφίβολη. Πράγματι, ο Μπάιντεν συμφώνησε με την επέκταση του πολέμου κατά της τρομοκρατίας από την κυβέρνηση Ομπάμα μέσω αεροπορικών επιθέσεων και επιχειρήσεων κομάντο, ακόμη και καθώς θύμωνε με τις κατοχές [από τις δυνάμεις των ΗΠΑ] για την οικοδόμηση έθνους. Ο πραγματισμός του μπορεί να τον αποτρέψει από το να αναλάβει πολιτικά ρίσκα που απαιτούντα από μια αυστηρά ρεαλιστική οπτική.

Ο πραγματισμός μπορεί επίσης να κάνει τον Μπάιντεν να κινηθεί πολύ αργά για να συρρικνώσει ξεπερασμένες δεσμεύσεις που δεν προωθούν πλέον την αμερικανική ασφάλεια. Εάν οι Ευρωπαίοι μπορούν να αμυνθούν, η απλή διατήρηση του σημερινού μεγέθους του ΝΑΤΟ δεν αρκεί -ο Μπάιντεν θα πρέπει να μειώσει ενεργά τον ρόλο των ΗΠΑ στην συμμαχία. Το πιο σημαντικό, η συνολική προσέγγιση του Μπάιντεν προς την Κίνα -εντατικοποίηση της γεωπολιτικής αντιπαλότητας, καλωσόρισμα της συνεργασίας σε κοινές προκλήσεις, και διατήρηση της διπλωματίας- μπορεί να φαίνεται ρεαλιστική βραχυπρόθεσμα, αλλά ίσως να φανεί ανέφικτη και ανεξέλεγκτη στα χρόνια που έρχονται. Ο Μπάιντεν πρέπει να εκμεταλλευτεί την διαχειρίσιμη στρατιωτική απειλή που εξακολουθεί να αποτελεί η Κίνα για να δώσει προτεραιότητα στην διπλωματική δέσμευση σε θέματα όπως η κλιματική αλλαγή και το εμπόριο και να περιορίσει την εγχώρια δαιμονοποίηση της Κίνας, για να μην ξεκινήσει ένας νέος ψυχρός πόλεμος.

Οι πρώτοι μήνες της προεδρίας του Μπάιντεν έδειξαν ότι ακόμη και οι έμπειροι πολιτικοί είναι ικανοί να εκπλήξουν -ειδικά αν το χαρακτηριστικό τους είναι να αλλάζουν ανάλογα με τις εποχές. Ο Μπάιντεν σίγουρα δεν είναι ριζοσπαστικός. Αλλά μετά από δεκαετίες ριζοσπαστισμού εξωτερικής πολιτικής που έχει δημιουργήσει μια σειρά καταστροφών, η προσέγγισή του μπορεί τουλάχιστον να αρχίσει να αναζωογονεί τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.cornellpress.cornell.edu/book/9781501725050/rising-titans-fa...
[2] https://www.amazon.com/Tomorrow-World-Birth-Global-Supremacy/dp/067424866X
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/2018-03-05/world-after-trump
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/2019-10-14/demolition-us-diplomacy
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-03-17/how-cra...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2020-06-09/pi...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-02-16/present...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-09-09/biden-r...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition