Το αιώνιο πρόβλημα της Αμερικής με το Πακιστάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το αιώνιο πρόβλημα της Αμερικής με το Πακιστάν

Γιατί η Ουάσινγκτον απέτυχε να κερδίσει την Ισλαμαμπάντ και να αποτρέψει μια νίκη των Ταλιμπάν

Η αποτυχία των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν αντικατοπτρίζει επίσης την αποτυχία της προσέγγισης της Ουάσινγκτον με το Πακιστάν. Η Ισλαμαμπάντ ήταν ο σημαντικότερος ξένος υποστηρικτής των Ταλιμπάν: βοήθησε στην δημιουργία αυτής της οργάνωσης στην δεκαετία του 1990 και στην συνέχεια εργάστηκε εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών για να επιτρέψει την επιβίωση και την αναζωπύρωσή της. Σήμερα, εξέχοντα μέλη του κατεστημένου ασφαλείας του Πακιστάν επευφημούν την επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία στην Καμπούλ. Παρά τα δισεκατομμύρια δολάρια βοήθειας και στρατιωτικού εξοπλισμού υψηλής τεχνολογίας από την Ουάσινγκτον, παραμένουν πεπεισμένοι ότι η ακλόνητη δέσμευσή τους στην εξτρεμιστική ισλαμιστική οργάνωση ήταν ένα λαμπρό στρατηγικό παιχνίδι.

13092021-1.jpg

Στο Καράτσι, στο Πακιστάν, τον Φεβρουάριο του 2019. Akhtar Soomro / Reuters
--------------------------------------------------------------------

Πώς θα μπορούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες να έχουν αποτύχει τόσο ολοκληρωτικά να σχεδιάσουν μια αλλαγή στην συμπεριφορά του Πακιστάν στο Αφγανιστάν; Γιατί η Ουάσινγκτον δεν μπόρεσε να πείσει ή να εξαναγκάσει το Πακιστάν να έρθει στο πλευρό της;

Αυτά τα ερωτήματα είναι ακόμη πιο επείγοντα μετά την έξοδο των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν. Με τον πελάτη του εγκατεστημένο στην Καμπούλ, το Πακιστάν παραμένει βαθιά μπλεγμένο στην πολιτική των γειτόνων του. Οι μελλοντικές λύσεις για τις απειλές που προέρχονται από το κυριαρχούμενο από τους Ταλιμπάν Αφγανιστάν -συμπεριλαμβανομένης της πιθανής αναζωπύρωσης της Αλ Κάιντα ή παρόμοιων τρομοκρατικών ομάδων-πιθανότατα θα περάσουν από την Ισλαμαμπάντ. Οι πρόσφατοι διάλογοι ΗΠΑ-Πακιστάν για αυτά τα θέματα δείχνουν σημάδια τριβής: Πακιστανοί αξιωματούχοι έχουν υποβαθμίσει την έκταση της εσωτερικής καταστολής των Ταλιμπάν και έχουν επιζητήσει δημόσιους επαίνους για την βοήθειά τους στην εκκένωση αξιωματούχων τρίτων χωρών, ενώ οι Αμερικανοί διπλωμάτες παραμένουν λιγότερο αισιόδοξοι για τα αντίποινα των Ταλιμπάν και περισσότερο επικεντρωμένοι στην απειλή αναδυόμενων θυγατρικών της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους (επίσης γνωστού ως ISIS) στο Αφγανιστάν.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ζωτικό συμφέρον να κατανοήσουν γιατί απέτυχαν επί δύο δεκαετίες να επηρεάσουν την συμπεριφορά του Πακιστάν στο Αφγανιστάν -και να αναπτύξουν μια νέα, λιγότερο στρατιωτικοποιημένη στρατηγική για την προώθηση των στόχων τους στην περιοχή. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει να εκτιμήσει το πόσο λίγη μόχλευση έχει συχνά στο Πακιστάν, ιδιαίτερα όταν προσπαθεί να προωθήσει έναν υπερβολικά μεγάλο κατάλογο προτεραιοτήτων ή διατυπώνει απαιτήσεις που έρχονται σε αντίθεση με τα ριζωμένα συμφέροντα της Ισλαμαμπάντ. Εάν η σχέση αγγίξει ζητήματα ζωτικής σημασίας αμερικανικού εθνικού συμφέροντος, όπως έγινε μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου [2001], οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα πρέπει να απευθύνουν αξιόπιστες απειλές για να διασφαλίσουν την συμμόρφωση του Πακιστάν με την ατζέντα τους.

Εν συντομία, όπως θα προκύπτει συνήθως, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να περιορίζουν τις φιλοδοξίες τους για συναλλακτική συνεργασία με το Πακιστάν στα θέματα όπου οι δύο πλευρές βλέπουν με τον ίδιο τρόπο. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει ορισμένες αντιτρομοκρατικές και ανθρωπιστικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν, καθώς και περιφερειακή διπλωματία και διαχείριση κρίσεων. Αυτή η συνεργασία δεν πρέπει να συγχέεται με την στρατηγική εταιρική σχέση, αλλά ακόμη και μικρές επιτυχίες θα ήταν μια βελτίωση έναντι της δαπανηρής υπερέκτασης.

ΠΑΡΩΝ ΣΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Οι Ταλιμπάν δεν θα υπήρχαν σήμερα χωρίς την υποστήριξη του Πακιστάν [2]. Στις χαοτικές συνέπειες που ακολούθησαν την σοβιετική αποχώρηση από το Αφγανιστάν στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η Ισλαμαμπάντ είδε την οργάνωση ως μέσο για να επεκτείνει την επιρροή της προς τα δυτικά και, ουσιαστικά, να αρνηθεί το έδαφος σε περιφερειακούς αντιπάλους όπως το Ιράν και η Ινδία. Όταν οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την Καμπούλ το 1996, μετέτρεψαν το Αφγανιστάν σε παιδική χαρά για ισλαμιστές τρομοκράτες και μαχητές, συμπεριλαμβανομένων υποστηριζόμενων από το Πακιστάν ομάδων για να επιτεθούν στην Ινδία. Ορισμένοι Πακιστανοί αξιωματούχοι ασφαλείας υποστήριξαν τους Ταλιμπάν από ιδεολογική συμπάθεια, ενώ άλλοι κοντόφθαλμα πίστευαν -και εξακολουθούν να πιστεύουν- ότι η οργάνωση θα μπορούσε να χειραγωγηθεί για να υποστηρίξει τα δικά τους συμφέροντα με λογικό κόστος.

Το Πακιστάν απέσυρε την επίσημη υποστήριξή του στους Ταλιμπάν μόνο αφού η κυβέρνηση του προέδρου Τζορτζ Μπους έπεισε τον Περβές Μουσάραφ, τον δικτάτορα της χώρας, να συμμετάσχει στην αποστολή του μετά τις 11 Σεπτεμβρίου κατά των επιχειρήσεων της Αλ Κάιντα. Αλλά ακόμη και τότε διατηρούσε μια πολιτική ανοιχτών θυρών για να φυγαδευτούν οι ηγέτες των Ταλιμπάν, κάτι που τους επέτρεπε να αποφύγουν την σύλληψη από τους Αμερικανούς. Μέσα σε λίγους μήνες, οι Ταλιμπάν άρχισαν να ανασυντάσσονται και να οργανώνουν νέους επιχειρησιακούς κόμβους από το Πακιστάν, όπου ξεκίνησαν την εξέγερση εναντίον των αμερικανικών δυνάμεων.

Λίγα χρόνια μετά την εισβολή των ΗΠΑ, οι Ταλιμπάν είχαν σημειώσει πρόοδο στην ανταρτική εκστρατεία τους. Από εκείνο το σημείο και μετά, το Πακιστάν δεν σταμάτησε ποτέ να παρέχει ένα ασφαλές καταφύγιο για την οργάνωση. Η υπηρεσία πληροφοριών του, μάλιστα, παρείχε εξειδικευμένη εκπαίδευση και υποστήριξη στο δίκτυο Haqqani, το παράρτημα των Ταλιμπάν που συνδέεται με την Αλ Κάιντα και είναι υπεύθυνο για μερικές από τις πιο θανατηφόρες και θεαματικές επιθέσεις στο Αφγανιστάν, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν στόχο Αμερικανούς και Ινδούς αξιωματούχους. Η πρόσφατη επίθεση των Ταλιμπάν σημαδεύτηκε από μια εξελιγμένη εφαρμογή μαθημάτων από την δεκαετία του 1990 στο πεδίο της μάχης, γεγονός που υποδηλώνει εκτεταμένη πακιστανική βοήθεια σε σχέση με τον σχεδιασμό, την εφοδιαστική (logistics), τις πληροφορίες, και πιθανότατα ακόμη πιο άμεση εμπλοκή επίσης. Η εκστρατεία εκτυλίχθηκε σε εθνικό επίπεδο, καθώς οι δυνάμεις των Ταλιμπάν εξάλειψαν τους περισσότερους θύλακες αντίστασης στον βορρά και έκλεισαν τα σύνορα προς το Ιράν πριν καταλάβουν την Καμπούλ.

Φυσικά, η αφγανική δημοκρατία μπορεί να είχε πέσει ακόμη και χωρίς την υποστήριξη του Πακιστάν προς τους Ταλιμπάν. Η πολιτική τάξη που δημιούργησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο Αφγανιστάν προσέφερε πρόσφορο έδαφος για εξέγερση, καθώς η κυβέρνηση στην Καμπούλ ήταν γεμάτη διαφθορά και έκανε εχθρούς πολλούς πολίτες της. Αλλά χωρίς την βοήθεια της Ισλαμαμπάντ, οι ηγέτες των Ταλιμπάν που διέφυγαν το 2001 θα είχαν φυλακιστεί ή σκοτωθεί, ή τουλάχιστον θα είχαν κρυφτεί τόσο πολύ, ώστε το κίνημά τους θα είχε σακατευτεί. Νέες αφγανικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης μπορεί να εμφανίζονταν τις δύο δεκαετίες μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου -ομάδες που δεν θα μετέφεραν τις αποσκευές των Ταλιμπάν με την τόσο στενή σχέση με την Αλ Κάιντα.

Η Ουάσινγκτον θα ήταν λιγότερο πιθανό να κλιμακώσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της εναντίον οποιασδήποτε άλλης αφγανικής ομάδας και πιθανότατα να διαπραγματευτεί μια αποχώρηση νωρίς. Ακόμη και η ενδεχόμενη κατάρρευση της κυβέρνησης της Καμπούλ θα αντιπροσώπευε μικρότερο στρατηγικό πλήγμα από όσο η θριαμβευτική επιστροφή των Ταλιμπάν.

ΕΤΑΙΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ

Αν και είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς καθώς η καταστροφή κατακλύζει τώρα το Αφγανιστάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες σπάνια τοποθετούσαν το Αφγανιστάν στην κορυφή της λίστας των προτεραιοτήτων τους με το Πακιστάν. Στην πραγματικότητα, η χώρα ήταν συχνά στην τρίτη θέση, αμέσως μετά την αντιμετώπιση της Αλ Κάιντα και την διάδοση των πυρηνικών όπλων -και μερικές φορές έπεφτε στην τέταρτη θέση όταν η Ινδία και το Πακιστάν κονταροχτυπιούνταν. Αυτή η απο-προτεραιοποίηση βοηθά να εξηγηθεί γιατί οι Πακιστανοί ηγέτες αμφισβήτησαν επανειλημμένα την σοβαρότητα του σκοπού της Ουάσινγκτον στο Αφγανιστάν. Αυτές οι αμφιβολίες μόνο επιδεινώθηκαν μετά το 2003, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες επικέντρωσαν μεγαλύτερη προσοχή στο Ιράκ, και το Αφγανιστάν έγινε αυτό που οι αμερικανικοί στρατιωτικοί αξιωματούχοι ονόμαζαν ως μια αποστολή «οικονομίας δυνάμεων» (“economy of force” mission).

Οι προσπάθειες των ΗΠΑ να προωθήσουν ένα σύνολο στόχων με το Πακιστάν συχνά προκαλούσαν αποτυχίες σε σχέση με τους άλλους στόχους τους. Ο πυρήνας της πρόκλησης ήταν η σχέση των ΗΠΑ με τις πακιστανικές δυνάμεις ασφαλείας: κάθε αμερικανική διοίκηση από το 2001 και μετά, βρέθηκε ταυτόχρονα να συνεργάζεται με τον στρατό του Πακιστάν και να τον αντιλαμβάνεται ως κεντρικό εμπόδιο στους στόχους της Ουάσινγκτον στην περιοχή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεργάστηκαν στενά με τον πακιστανικό στρατό και την υπηρεσία πληροφοριών του για την σύλληψη και την δολοφονία πρακτόρων της Αλ Κάιντα και για την βελτίωση της ασφάλειας του πυρηνικού οπλοστασίου του Πακιστάν, ακόμη και αν ήταν σαφές ότι ο ίδιος στρατός ήταν υπεύθυνος για την υποκίνηση της τρομοκρατίας και την αύξηση της πιθανότητας πυρηνικού πολέμου στη Νότια Ασία.

Οι στρατηγοί του Πακιστάν ήταν επιδέξιοι στο να κάνουν τον εαυτό τους απαραίτητο εταίρο της Ουάσινγκτον, αξιοποιώντας επιδέξια την μόχλευσή τους στην σχέση. Θα ικανοποιούσαν το ελάχιστο των απαιτήσεων των ΗΠΑ από αυτούς -για παράδειγμα, βάζοντας τον παγκόσμιο ηγέτη της πυρηνικής διάδοσης A. Q. Khan εκτός δουλειάς και σε κατ' οίκον περιορισμό. Βοήθησε το γεγονός ότι ο στρατός παρουσίαζε ένα ενιαίο μέτωπο: η Ουάσινγκτον σπάνια έβρισκε εκμεταλλεύσιμα ρήγματα μέσα του και φοβόταν ότι η σπορά τέτοιων διχασμών θα διακινδύνευε την κατάρρευση του μοναδικού πιο αποτελεσματικού θεσμού ενός πυρηνικά εξοπλισμένου κράτους. Ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις για το Αφγανιστάν, αυτό δεν θεωρήθηκε ποτέ ένα ρίσκο που άξιζε να αναληφθεί.

Η πλειοψηφία του πακιστανικού κράτους, καθώς και ένα σημαντικό μέρος του γενικού κοινού, απλώς δεν πίστεψαν ποτέ το όραμα των ΗΠΑ για ένα μετα-Ταλιμπάν Αφγανιστάν. Ένα σημαντικό τμήμα μέσα στις πακιστανικές δυνάμεις ασφαλείας αντιτασσόταν κατηγορηματικά σε οποιαδήποτε συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες και επιτέθηκε στους Πακιστανούς που συνεργάστηκαν με την Ουάσινγκτον, συμπεριλαμβανομένων συναδέλφων αξιωματικών του στρατού και των υπηρεσιών πληροφοριών. Τον Δεκέμβριο του 2003, ο Musharraf διέφυγε από δύο απόπειρες δολοφονίας που εντοπίστηκαν σε στρατιωτικούς αξιωματικούς με σχέσεις με την Αλ Κάιντα, ενώ πολλές άλλες συνωμοσίες επίσης ματαιώθηκαν. Κατά τα επόμενα τέσσερα χρόνια, η αντίθεση στην συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες μετατράπηκε σε εγχώρια εξέγερση υπό την σημαία των Πακιστανών Ταλιμπάν, γνωστών ως TTP. Η ομάδα αυτή αρχικά απολάμβανε συμπάθεια από πολλά μέρη της πακιστανικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων εν ενεργεία και εν αποστρατεία αξιωματικών το στρατού. Καθώς η βία αυξήθηκε αλματωδώς εναντίον του πακιστανικού κράτους, συμπεριλαμβανομένου του στρατού και των υπηρεσιών πληροφοριών, ορισμένοι Αμερικανοί παρατηρητές ανησύχησαν ότι το υπό την ηγεσία του στρατού κράτος μπορεί να διασπαστεί.

Όλο αυτό το διάστημα, ακόμη και εκείνοι οι Πακιστανοί που ήταν πρόθυμοι να εξετάσουν την συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες παρέμειναν σε αμφιβολία για το αν οι βασικοί στρατηγικοί στόχοι τους στο Αφγανιστάν θα μπορούσαν να επιτευχθούν ακολουθώντας την ηγεσία της Ουάσινγκτον. Είναι αλήθεια ότι οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν έδειξαν ποτέ μεγάλη συμπάθεια για τις ανησυχίες του Πακιστάν στο Αφγανιστάν, τις οποίες συχνά θεωρούσαν υπερβολικές. Δεν πήραν ποτέ στα σοβαρά την ανησυχία της Ισλαμαμπάντ ότι η κυβέρνηση με έδρα την Καμπούλ θα μπορούσε να αναδειχθεί ως απειλή, είτε υποστηρίζοντας αλυτρωτικές αξιώσεις στο πακιστανικό έδαφος είτε στο πλευρό της Ινδίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επίσης δίσταζαν συνήθως όταν η Ισλαμαμπάντ ζητούσε βοήθεια για την επίλυση της διαφωνίας για τα σύνορα στην Γραμμή Durand και ολοένα και πλησίαζαν όλο και πιο κοντά στην δική τους στρατηγική εταιρική σχέση με το Νέο Δελχί.

Η υπέρβαση του σκεπτικισμού του Πακιστάν έγινε επίσης πιο δύσκολη καθώς ενισχυόταν η εξέγερση των Ταλιμπάν. Μέσω των Αφγανών Ταλιμπάν, και κυρίως μέσω των [μελών του δικτύου] Haqqani, το Πακιστάν εργάστηκε ουσιαστικά για να ωθήσει την Ινδία έξω από την χώρα και να στοχεύσει τους αντιληπτούς εχθρούς του. Δεν είχε άλλο εργαλείο συγκρίσιμης αποτελεσματικότητας: είχε προδώσει προ πολλού την εμπιστοσύνη των Αφγανών ηγετών που δεν ήταν Ταλιμπάν και δεν είχε επαρκή οικονομική επιρροή για να φτάσει σε μια θέση επιρροής.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν πολλές φορές να χρησιμοποιήσουν καταναγκαστικά μέτρα και θετικά κίνητρα για να κερδίσουν την υποστήριξη του Πακιστάν -υιοθετώντας συχνά ένα μείγμα και των δύο πολιτικών ταυτόχρονα. Αυτές οι προσπάθειες, ωστόσο, δεν παρείχαν ποτέ στην Ουάσιγκτον μεγάλη επιρροή στο Αφγανιστάν. Τα «καρότα» των ΗΠΑ, όπως η πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-16, χορηγήθηκαν μόνο καθυστερημένα και μετά από εκτεταμένες συζητήσεις του Κογκρέσου που συχνά μείωναν την διπλωματική τους απόδοση, εφιστώντας την προσοχή του κοινού στους τρόπους με τους οποίους το Πακιστάν υπονόμευε τους στόχους των ΗΠΑ στην περιοχή. Δισεκατομμύρια δολάρια σε «επιστροφές» για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Πακιστάν καθυστερούσαν τακτικά ή έφταναν με διάφορες προϋποθέσεις, καθιστώντας δύσκολη την ρύθμιση της βοήθειας είτε για την τιμωρία είτε για την επιβράβευση της συμπεριφοράς της Ισλαμαμπάντ.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες σπάνια απειλούσαν επίσης ότι θα αναγκάσουν το Πακιστάν να πληρώσει ένα υψηλό τίμημα για την αδιαλλαξία του. Μόνο μια φορά καθ' όλη τη διάρκεια του 20ετούς πολέμου, η Ουάσινγκτον αύξησε τα στοιχήματα με επαρκώς στοχευμένο και ισχυρό τρόπο ώστε η Ισλαμαμπάντ αναγκάστηκε να αλλάξει την προσέγγισή της στο Αφγανιστάν. Αυτή η μοναδική επιτυχία ήρθε με το άμεσο σοκ της εισβολής των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, όταν οι στρατηγοί του Πακιστάν αισθάνθηκαν αναγκασμένοι να μείνουν στην άκρη καθώς οι Ταλιμπάν σύμμαχοί τους ηττώντο. Ο Μουσάραφ και οι συμπατριώτες του φοβόντουσαν το τι θα μπορούσαν να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες διαφορετικά, και δεν ήταν πρόθυμοι να πέσουν μαζί με τους Ταλιμπάν.

Αλλά η Ουάσινγκτον δεν κατάφερε να αξιοποιήσει άλλες εξέχουσες στιγμές για εξαναγκασμό, όταν οι ηγέτες του Πακιστάν ένιωθαν ευάλωτοι και οι απειλές των ΗΠΑ ήταν πιο πιθανό να είναι αξιόπιστες. Η πρώτη ευκαιρία ήρθε αμέσως πριν το «κύμα» [αύξησης του αριθμού των στρατευμάτων των ΗΠΑ] από την κυβέρνηση Ομπάμα το 2010 στο Αφγανιστάν, όταν η απειλή μιας μεγάλης κλιμάκωσης των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ θα μπορούσε να αναγκάσει την Ισλαμαμπάντ και τους πληρεξουσίους της Ταλιμπάν σε σοβαρές διαπραγματεύσεις. Η Ουάσινγκτον επέλεξε να καθυστερήσει τις διαπραγματεύσεις με την ελπίδα ότι οι στρατιωτικές πρόοδοί της θα επιτύχουν μια σαρωτική νίκη επί των Ταλιμπάν ή τουλάχιστον μια ευκαιρία διαπραγμάτευσης από θέση μεγαλύτερης ισχύος. Εκ των υστέρων, η απειλή κλιμάκωσης των ΗΠΑ πιθανότατα να προσέφερε ένα καλύτερο εξαναγκαστικό «μαστίγιο» από όσο η πραγματική κλιμάκωση.
Η δεύτερη ευκαιρία [3] ήρθε τον Μάιο του 2011, αμέσως αφότου οι αμερικανικές δυνάμεις σκότωσαν τον Οσάμα Μπιν Λάντεν σε μια τολμηρή επιδρομή εντός του πακιστανικού εδάφους. Η παρουσία του ηγέτη της Αλ Κάιντα στο πακιστανικό έδαφος αποκάλυψε στον κόσμο ότι η Ισλαμαμπάντ ήταν είτε ανίκανη είτε δόλια –είτε κάποιος μπερδεμένος συνδυασμός των δύο. Ο στρατός του Πακιστάν ήταν ταπεινωμένος και ευάλωτος στις πιέσεις στο εσωτερικό και διεθνώς. Ωστόσο, αντί να ακολουθήσουν νέες απειλές για το τι θα ακολουθούσε εάν το Πακιστάν δεν άλλαζε πορεία, οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ έκαναν πίσω σε μεγάλο βαθμό [4].

Αυτοί οι αξιωματούχοι φοβήθηκαν πιθανώς τις συνέπειες του να κλωτσήσουν τον πακιστανικό στρατό όταν ήταν ήδη πεσμένος και ήλπιζαν να διατηρήσουν τουλάχιστον αρκετή συνεργασία για να επιτρέψουν την πρόσβαση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν μέσω των δρόμων και του εναέριου χώρου του Πακιστάν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πίστευαν επίσης ότι η κατάσταση του Πακιστάν θα μπορούσε πάντα να επιδεινωθεί. Οι διπλοπρόσωποι στρατηγοί ήταν λιγότερο κακοί από τους απόλυτα ισλαμιστές και την αδίστακτη λαβή του στρατού στην εσωτερική πολιτική πιο προβλέψιμη από τις μπερδεμένες εναλλακτικές λύσεις.

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΧΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΗΠΑ

Η Ουάσινγκτον βρίσκεται τώρα σε μια θέση με το Αφγανιστάν που μοιάζει πολύ με τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η χώρα κινδυνεύει για άλλη μια φορά να γίνει βάση για την διεθνή τρομοκρατία, καθώς η νίκη των Ταλιμπάν προσφέρει ένα σημείο συγκέντρωσης για τον παγκόσμιο τζιχαντισμό. Οι Ταλιμπάν, και ιδιαίτερα οι Haqqani, δεν έχουν χωριστεί ποτέ πλήρως από την Αλ Κάιντα και θύλακες ακυβέρνητων εδαφών στο Αφγανιστάν θα προσφέρουν ασφαλές καταφύγιο σε ομάδες όπως το ISIS ή νέες τρομοκρατικές οργανώσεις με παγκόσμιους στόχους. Η κυριαρχία των Ταλιμπάν θα μπορούσε επίσης να υποστηρίξει εξτρεμιστικά κινήματα στο εξωτερικό και να προκαλέσει έξοδο προσφύγων, αυξάνοντας περαιτέρω την περιφερειακή αστάθεια.

Η εμπειρία των δύο τελευταίων δεκαετιών θα κάνει την κυβέρνηση Μπάιντεν και τους διαδόχους της ακόμη πιο επιφυλακτικούς [5] όσον αφορά την αναζήτηση της συνεργασίας του Πακιστάν για την αντιμετώπιση αυτών των απειλών. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν σχετικά λίγες καλές επιλογές για να επηρεάσουν την πορεία του Αφγανιστάν, δεδομένου ότι κανένας από τους άλλους γείτονες της χώρας δεν έχει τόσο μεγάλη επιρροή όσο το Πακιστάν. Από την πλευρά της, η Ισλαμαμπάντ θα είναι ακόμη πιο προσκολλημένη στους επικίνδυνους πληρεξουσίους της, λιγότερο φοβισμένη από τις απειλές των ΗΠΑ, και λιγότερο διατεθειμένη να εμπιστευτεί τις δεσμεύσεις της Ουάσινγκτον.

Πηγαίνοντας προς τα εμπρός, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα ήταν καλό να εκτιμήσουν τις πολλές αντιφάσεις και τους περιορισμούς που είχαν ταλαιπωρήσει τις προηγούμενες προσπάθειες [6] με το Πακιστάν. Ίσως να προσπαθήσουν ξανά, ελπίζοντας να αποφύγουν λάθη του παρελθόντος. Θα ήταν σοφό να ξεκινήσουν περιορίζοντας και εστιάζοντας τις φιλοδοξίες τους για οποιαδήποτε μελλοντική συνεργασία με την Ισλαμαμπάντ. Η κατανόηση των ορίων της μόχλευσης των ΗΠΑ -μέσω υποκίνησης ή εξαναγκασμού- πρέπει να είναι «το όνομα του παιχνιδιού». Από πολλές απόψεις, οι κορυφαίες προτεραιότητες των ΗΠΑ παραμένουν αμετάβλητες: οι παγκόσμιοι τρομοκράτες πρέπει να στερηθούν τις δυνατότητες σχεδιασμού και εφαρμογής επιθέσεων και τα πυρηνικά όπλα του Πακιστάν πρέπει να παραμείνουν αναξιοποίητα και ασφαλή εντός της χώρας.

Στο Αφγανιστάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιζητήσουν επίσης την υποστήριξη του Πακιστάν για την εκκένωση των προσφύγων στο εγγύς μέλλον και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας μακροπρόθεσμα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν, σε συνεννόηση με τους φίλους και τους συμμάχους της, θα πρέπει επίσης να συνεχίσει την διπλωματική πίεση στο Πακιστάν για να διευκολύνει την διαφυγή χιλιάδων Αφγανών που πολέμησαν με τις δυνάμεις του συνασπισμού. Ωστόσο, η Ουάσινγκτον θα πρέπει επίσης να είναι αρκετά ρεαλιστική για να εκτιμήσει ότι τα συμφέροντα της Ισλαμαμπάντ βρίσκονται τώρα στην καλλιέργεια σταθερών δεσμών με το νέο καθεστώς των Ταλιμπάν και ότι θα είναι δύσκολο να αναγκάσει το Πακιστάν να διαδραματίσει ευρέως βοηθητικό ρόλο μέσα στην χώρα. Προς το παρόν, τουλάχιστον, η εργασία μέσω κρατών της Κεντρικής Ασίας, ακόμη και μέσω του Ιράν, είναι πιο πιθανό να σώσει τις ζωές των Αφγανών συμμάχων.

Ομοίως, μόνο ένα υποσύνολο των αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ θα ωφεληθεί ρεαλιστικά στο εγγύς μέλλον από την στενότερη στρατιωτική και μυστική συνεργασία με το Πακιστάν. Όταν η Ουάσινγκτον και η Ισλαμαμπάντ βλέπουν με τον ίδιο τρόπο την απειλή από ομάδες όπως το ISIS, μπορούν να μοιραστούν αξιόπιστα πληροφορίες στόχευσης. Φυσικά, το ίδιο μπορεί να ειπωθεί ακόμη και για τους Ταλιμπάν, με τους οποίους οι αμερικανικές δυνάμεις συνεργάστηκαν για την αντιμετώπιση του ISIS τα τελευταία χρόνια. Σε αντίθεση με τους Ταλιμπάν, ωστόσο, το Πακιστάν προσφέρει αεροπορική πρόσβαση από την Αραβική Θάλασσα και δικές του δυνατότητες παρακολούθησης και επιτήρησης.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι ευκολότερο να ρυθμίσουν την σχέση τους με το Πακιστάν εάν διατηρήσουν την σχέση συναλλακτική και επικεντρωθούν σε συγκεκριμένες τρομοκρατικές απειλές. Για παράδειγμα, εάν η Ισλαμαμπάντ βοηθήσει τις αμερικανικές δυνάμεις να παρακολουθούν την Αλ Κάιντα στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν, η Ουάσινγκτον μπορεί να βοηθήσει το Πακιστάν ενάντια στο TTP. Φυσικά, η Ουάσινγκτον θα χρειαστεί επίσης να εργαστεί εναντίον τρομοκρατικών ομάδων τις οποίες το Πακιστάν και οι Ταλιμπάν συνεχίζουν να βοηθούν και να υποστηρίζουν, όπως η Lashkar-e-Taiba ή η Jaish-e-Mohammed. Για τον λόγο αυτό, κάθε συνεργασία δεν πρέπει να συγχέεται με μια γνήσια στρατηγική εταιρική σχέση, μια αιτία για να ανοίξει ξανά η στρόφιγγα της βοήθειας των ΗΠΑ στο Πακιστάν, ή ακόμα και μια φιλικότερη διπλωματία υψηλού προφίλ.

Η άλλη εστίαση των Ηνωμένων Πολιτειών στο Πακιστάν θα πρέπει να είναι στην πρόληψη της χρήσης ή της εξάπλωσης πυρηνικών όπλων. Οι προηγούμενες προσπάθειες των ΗΠΑ για ενίσχυση της ασφάλειας των πυρηνικών αποθεμάτων του Πακιστάν ήταν πάντα περιορισμένης χρησιμότητας, κυρίως επειδή δεν προκάλεσαν ποτέ την εμπιστοσύνη του Πακιστάν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεδομένων των αυστηρότερων δεσμών του Πακιστάν με την Κίνα, δεν υπάρχει λόγος να επιχειρηθούν παρόμοιες πρωτοβουλίες τώρα. Η πολιτική των ΗΠΑ θα πρέπει να εμπίπτει τελείως στην καθιέρωση αξιόπιστων αποτρεπτικών απειλών για να αποτρέψει το Πακιστάν από την χρήση των όπλων του σε μια εχθροπραξία με την Ινδία ή εναντίον άλλων στόχων, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ, και να το εμποδίσει να μοιραστεί πυρηνικά όπλα και τεχνογνωσία με άλλα κράτη, όπως η Σαουδική Αραβία.

Πακιστανοί διπλωμάτες έχουν ήδη υποδείξει ότι επιθυμούν να γυρίσουν σελίδα με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, οι επιλογές της Ισλαμαμπάντ τα τελευταία 20 χρόνια έχουν συνέπειες: μια γενιά Αμερικανών αξιωματικών του στρατού και πολιτικών ηγετών έχει ενηλικιωθεί γνωρίζοντας το Πακιστάν κυρίως ως έναν «χαλαστή» στο Αφγανιστάν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πρέπει να τιμωρήσουν το Πακιστάν απλώς από ενόχληση για τα λάθη του παρελθόντος, αλλά θα πρέπει επίσης να λάβουν υπόψη τους το μάθημα που έμαθαν με τον δύσκολο τρόπο τις τελευταίες δύο δεκαετίες: μια στρατηγική συνεργασία με την Ισλαμαμπάντ είναι προς το παρόν απρόσιτη. Εάν πρόκειται να δημιουργηθεί μια βαθύτερη διμερής σχέση, θα χρειαστούν χρόνια, αν όχι δεκαετίες, και η πρωτοβουλία θα πρέπει να προέλθει πρώτα από την πλευρά του Πακιστάν.

Σύνδεσμοι:
[1] https://oxford.universitypressscholarship.com/view/10.1093/oso/978019068...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2017-07-14/calling-p...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/pakistan/2011-05-02/pakistan-dil...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/pakistan/2018-01-10/trumps-flawe...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/asia/2007-07-01/false-choice-pak...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/pakistan/2011-11-29/talking-toug...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2021-09-09/americas-...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition