Η αμερικανική ισχύς μετά το Αφγανιστάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αμερικανική ισχύς μετά το Αφγανιστάν

Πώς να μπει ο παγκόσμιος ρόλος της χώρας στα σωστά μέτρα

Για 30 χρόνια, από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες αναζητούσαν ανεπιτυχώς έναν σκοπό για την ασυναγώνιστη πλέον παγκόσμια δύναμή τους. Καμία άλλη χώρα (ή συνδυασμός χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση) δεν ισοδυναμεί με την συνδυασμένη στρατιωτική, οικονομική, και πολιτική τους ισχύ. Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χρησιμοποιήσει άσχημα αυτή την σπάνια στιγμή στην ιστορία, προσπαθώντας και απορρίπτοντας διάφορα σκεπτικά για έναν παγκόσμιο ρόλο, αφού η εμπειρία αποκάλυψε την ανικανότητα ή την αντιδημοφιλία τους. Δοκίμασαν πρώτα τον συνολικό ρόλο του «απαραίτητου έθνους», στην συνέχεια τον ρόλο του διαμορφωτή και κύριου πυλώνα μιας φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, του κύριου εισαγγελέα ενός παγκόσμιου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», του προστάτη και προωθητή των δημοκρατικών κυβερνήσεων (συμπεριλαμβανομένης της δια της βίας αλλαγής καθεστώτος), και, τέλος, του ηγέτη της δημοκρατικής πλευράς σε έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό μεταξύ δημοκρατικών και αυταρχικών κυβερνήσεων. Καθ’ όλη την διάρκεια, η Ουάσινγκτον εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από την άσκηση στρατιωτικής δύναμης και, λόγω έλλειψης χρήσης, έχασε την εμπιστοσύνη της στην συντονισμένη διπλωματία ως μέσο αντιμετώπισης αντιπάλων.

21092021-1.jpg

Επιστροφή από το Αφγανιστάν στο Fort Drum, στη Νέα Υόρκη, τον Σεπτέμβριο του 2021. Brendan McDermid / Reuters
-----------------------------------------------------------

Η υπαρξιακή απειλή του Ψυχρού Πολέμου είχε καλύψει βαθιές διαφωνίες σχετικά με την κατάλληλη παγκόσμια στάση των Ηνωμένων Πολιτειών. Έκτοτε, η συζήτηση παρέμενε ανολοκλήρωτη μεταξύ εκείνων που πιστεύουν ότι τα συμφέροντα των ΗΠΑ είναι παγκόσμια και απαιτούν επιθετική, συχνά μονομερή, ηγεσία στα περισσότερα θέματα, και εκείνων που υποστηρίζουν μια στενότερη αντίληψη του εθνικού συμφέροντος και μια πιο συνεργατική προσέγγιση στην επιδίωξή του. Το πιο δύσκολο ερώτημα για το ποια αποτελούν τα βασικά συμφέροντα ζωτικής σημασίας για την εθνική ασφάλεια παραμένει επίσης αναπάντητο. Παρά αυτές τις διαιρέσεις, το Κογκρέσο εγκατέλειψε σε μεγάλο βαθμό μια σοβαρή φωνή για την εξωτερική πολιτική, ακόμη και για την συνταγματική του ευθύνη να κηρύττει τον πόλεμο. Εκτός από το εμπόριο, η Γερουσία κατόρθωσε να επικυρώσει μόνο μια πολυμερή συνθήκη τα τελευταία 25 χρόνια, απορρίπτοντας πολλές που ήταν πρωτοβουλίες των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών (όπως η Συνθήκη για την Πλήρη Απαγόρευση των Πυρηνικών Δοκιμών) ή που ενσωματώνουν αξίες των ΗΠΑ (το Πρωτόκολλο για τα Βασανιστήρια), στόχους (το Πρωτόκολλο του Κιότο για το Κλίμα), ακόμη και εσωτερική νομοθεσία (περιορισμός του διεθνούς εμπορίου καπνού).

Υπάρχει τώρα, ίσως, μια ευκαιρία να αρχίσουμε να τερματίζουμε αυτό το αδιέξοδο. Μόλις η προσοχή μετατοπιστεί από τα λάθη τακτικής που έγιναν τις τελευταίες εβδομάδες της αποχώρησης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν στον διολισθαίνοντα σκοπό και την αυταπάτη των προηγούμενων 20 ετών, το σοκ της αποτυχίας [1] στον μακρύτερο πόλεμο της Αμερικής μπορεί να προσφέρει μια ανοιχτή δυναμική για επανεξέταση του μακρού καταλόγου των παλαιότερων παρεμβάσεων και για αναθεώρηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην μεταψυχροπολεμική εποχή γενικότερα.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ

Ένα πρώτο βήμα προς μια τέτοια επανεκτίμηση θα ήταν να αναγνωρίσουμε ότι αυτό που συνέβη στο Αφγανιστάν ταίριαζε με την προηγούμενη εμπειρία. Το 2003, ο πολιτικός επιστήμονας Minxin Pei εξέτασε το αρχείο των στρατιωτικών επεμβάσεων των ΗΠΑ που έγιναν με σκοπό την αλλαγή καθεστώτος. Το μέτρο επιτυχίας που χρησιμοποίησε ήταν αν υπήρχε δημοκρατία δέκα χρόνια μετά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων. Από 16 τέτοιες προσπάθειες, εντόπισε μόνο τέσσερις επιτυχίες: την Γερμανία και την Ιαπωνία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολύ ανεπτυγμένες χώρες που είχαν παραδοθεί μετά τον ολοκληρωτικό πόλεμο, και την μικροσκοπική Γρενάδα και τον Παναμά, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν γρήγορες επεμβάσεις για λιγότερο από έναν χρόνο.

Οι επιτυχημένες ιστορίες μοιράζονταν πολλά χαρακτηριστικά, όπως ισχυρή εθνική ταυτότητα, υψηλή κρατική ικανότητα, υψηλό βαθμό εθνοτικής ομοιογένειας, σχετική κοινωνικοοικονομική ισότητα, και προηγούμενη εμπειρία -όσο μικρή και αν ήταν- με αποτελεσματικό κράτος δικαίου. Οι βαθιές εθνοτικές και θρησκευτικές διαιρέσεις ήταν μοιραίες, όπως ήταν και η ευθυγράμμιση με μια αντιλαϊκή κυρίαρχη ελίτ, ειδικά αν ήταν πολύ διεφθαρμένη [2].

Ο Pei δημοσίευσε τη μελέτη του την στιγμή που οι Ηνωμένες Πολιτείες κήρυτταν το τέλος του «μεγάλου πολέμου» στο Αφγανιστάν και τη μετάβαση σε «σταθεροποίηση και ανοικοδόμηση». Μόνο 8.000 Αμερικανοί στρατιώτες βρίσκονταν στο Αφγανιστάν εκείνη την στιγμή. Αυτό που είναι σαφές τώρα -και θα έπρεπε να ήταν ακόμη και τότε- είναι ότι το Αφγανιστάν δεν είχε καμία από τις ιδιότητες που προοιώνιζαν επιτυχία και όλες εκείνες που προμήνυαν αποτυχία. Βάζοντας την άκρη τις ειδικές περιπτώσεις της Γερμανίας και της Ιαπωνίας και υποθέτοντας ότι το Αφγανιστάν δεν θα είναι δημοκρατία σε δέκα χρόνια από τώρα, το ποσοστό αποτυχίας των ΗΠΑ είναι 86%.

Μεταξύ των πολλών διδαγμάτων [3] που πρέπει να αντληθούν από αυτήν την εμπειρία, τρία είναι τα κυρίαρχα. Πρώτον, μεταξύ των αποικιοκρατών και των μετα-αποικιοκρατικών παρεμβαινόντων, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ιδιαίτερα κακές στο να αγνοούν την ιστορία, τον πολιτισμό, και τις αξίες των χωρών στις οποίες εισβάλλουν. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα αμάθειας. Τα άτομα με την σχετική γνώση απλά συνήθως δεν είναι στο δωμάτιο που γίνεται πολιτική ανώτατου επιπέδου. Συνήθως, η ιστορία και ο πολιτισμός αντιμετωπίζονται ως υπόβαθρο ή πλαίσιο και όχι ως κρίσιμοι παράγοντες που θα καθορίσουν την επιτυχία ή την αποτυχία -όπως έκαναν αναμφίβολα στο Αφγανιστάν.

Δεύτερον, αυτό που συνέβη στο Αφγανιστάν δεν προκλήθηκε από την έλλειψη καλής ανάλυσης πληροφοριών (intelligence). Σε όλη την ιστορία, η πιο συνηθισμένη μορφή αποτυχίας των πληροφοριών ήταν η αποτυχία των πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών να ακούσουν αυτό που δεν θέλουν να ακούσουν. Στην αρχή της προεδρίας του, ο Μπαράκ Ομπάμα ανέθεσε μια μελέτη 60 ημερών για να διαμορφώσει την στρατηγική των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν. Στα απομνημονεύματά του, γράφει ότι η έκθεση «έκανε ένα πράγμα ξεκάθαρο. Αν το Πακιστάν δεν σταματήσει να προστατεύει τους Ταλιμπάν, οι προσπάθειές μας για μακροπρόθεσμη σταθερότητα στο Αφγανιστάν θα αποτύχουν». Οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ γνώριζαν ότι οι σχέσεις μεταξύ Πακιστάν και Ταλιμπάν ήταν βαθιές και μακροχρόνιες και ότι το Πακιστάν παρείχε ένα ασφαλές καταφύγιο για τους μαχητές και την ηγεσία των Ταλιμπάν. Το συμπέρασμα θα έπρεπε να ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει με κάποιο τρόπο να σπάσουν αυτόν τον δεσμό ή να μειώσουν τις απώλειές τους στην οικοδόμηση έθνους στο Αφγανιστάν. Αντ' αυτού, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σημείωσαν το πρόβλημα, προσπάθησαν ανεπιτυχώς να το βελτιώσουν, και προχώρησαν ούτως ή άλλως.

Το τρίτο μάθημα είναι από τις διαδικασίες: οι πολιτικοί των ΗΠΑ δεν μπορούν να βασίζονται στον στρατό για να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι μια αποστολή είναι ανέφικτη. Η βασική αξία του στρατού είναι η εκτέλεση όποιας αποστολής τού έχει ανατεθεί. Το πνεύμα του είναι το «μπορώ». Οι στρατηγοί ίσως να εντοπίσουν τις δυσκολίες εκ των προτέρων, αλλά μόλις ξεκινήσει μια αποστολή, θα επιμείνουν ότι τα πράγματα γίνονται καλύτερα ή ότι θα βελτιωθούν με περισσότερα χρήματα, χρόνο, όπλα, και στρατεύματα. Ο στρατός δεν θα αμφισβητήσει την εγκυρότητα της αποστολής. Αυτό σημαίνει ότι ένας πρόεδρος που αναγνωρίζει ότι η χώρα έχει αναλάβει κάτι που δεν μπορεί να επιτύχει θα πρέπει κάποια στιγμή να «απορρίψει τις συμβουλές των στρατηγών του». Οι Αμερικανοί πρέπει να αναγνωρίσουν και να επιβραβεύσουν το σπάνιο ηθικό θάρρος που άσκησε ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν -κάτι που τρεις πρόεδροι πριν από αυτόν απέτυχαν να συγκεντρώσουν.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν την συνήθεια να υπερβάλλουν άγρια [4] τις συνέπειες των αποτυχιών τους. Τις τελευταίες εβδομάδες, έγινε λόγος για «τέλος της αυτοκρατορίας», «επιστροφή στον απομονωτισμό», και τεράστια κέρδη που σωρεύονται για την Ρωσία και την Κίνα (οι οποίες αντίθετα μπορεί να επιβαρυνθούν με τις συνέπειες από τον συνεχιζόμενο εμφύλιο πόλεμο στο Αφγανιστάν, την αυξανόμενη παραγωγή οπίου, και τον αυξανόμενο ισλαμικό εξτρεμισμό). Παρόμοια ρητορική, με πολύ μεγαλύτερη λογική, χαιρέτησε το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ. Ωστόσο, 15 χρόνια αργότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες κέρδισαν τον Ψυχρό Πόλεμο και κυριάρχησαν στον κόσμο.

ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ

Παραμερίζοντας λοιπόν τέτοιες ζοφερές προβλέψεις, τι μπορεί να συνεπάγεται μια διαφορετική προσέγγιση των ΗΠΑ στην εξωτερική πολιτική; Ένα πρώτο βήμα θα πρέπει να είναι μια σκληρή ματιά στην έννοια της αμερικανικής εξαιρετικότητας (exceptionalism). Εγχωρίως, η υψηλή εισοδηματική ανισότητα, η σταθερή ή παρακμάζουσα διαγενεακή κινητικότητα, η βαθιά πολωμένη πολιτική, ο φυλετικός διχασμός, η αχαλίνωτη υιοθέτηση των θεωριών συνωμοσίας, το μειωμένο πολιτικό καθήκον, ακόμη και ένα ερωτηματικό δίπλα στο sine qua non της δημοκρατίας -την ειρηνική μετάβαση της εξουσίας μέσω εκλογών- όλα μαζί κάνουν την «δύναμη του παραδείγματός μας», για να χρησιμοποιήσουμε την φράση του Μπάιντεν, αμφίβολη στην καλύτερη περίπτωση.

Το ιστορικό των ΗΠΑ στην διεθνή ηγεσία είναι επίσης αμφίβολο. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να παρακρατούν τις νομικώς υποχρεωτικές συνεισφορές τους για τα Ηνωμένα Έθνη και στην συνέχεια σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, η εξωτερική πολιτική τους, αντιστοίχως, εξασθένησε αναμφισβήτητα την ικανότητα του κόσμου να επιλύει παγκόσμια προβλήματα. Μεταξύ των συμφωνιών που έχουν απορρίψει οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, εκτός από τα παραδείγματα που αναφέρονται παραπάνω, είναι η Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας, η Σύμβαση για την Απαγόρευση Ναρκών Προσωπικού, και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Οι περισσότεροι από τον υπόλοιπο κόσμο τα ενέκριναν. Αρνήθηκαν επίσης να κυρώσουν συνθήκες που προστατεύουν τους γενετικούς πόρους, που περιορίζουν το εμπόριο συμβατικών όπλων, που απαγορεύουν τους επίμονους οργανικούς ρύπους και τις βόμβες διασποράς, και που προστατεύουν τα άτομα με αναπηρία. Μόνο τα δύο πρώτα χρόνια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, απέρριψαν την εμπορική συμφωνία Trans-Pacific Partnership, αποχώρησαν (και στην συνέχεια επαναδιαπραγματεύθηκαν) την Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής (North American Free Trade Agreement, NAFTA), την Συνθήκη Πυρηνικών Δυνάμεων Ενδιάμεσου Βεληνεκούς (Intermediate-Range Nuclear Forces Treaty), το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, τον Εκπαιδευτικό, Επιστημονικό, και Πολιτιστικό Οργανισμό του ΟΗΕ, την συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, και την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν. Σημαντικές διεθνείς συμφωνίες όπως οι δύο τελευταίες πρέπει τώρα να σχεδιαστούν έτσι ώστε να αποφευχθεί η επίσημη επικύρωση, καθώς ο κόσμος γνωρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να πετύχουν μια έγκριση από την Γερουσία. Εάν αυτή είναι η εξαιρετικότητα, ένας παγκοσμιοποιημένος, αλληλοεξαρτώμενος κόσμος χρειάζεται λιγότερη από αυτήν.

Για τον σκοπό αυτό, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επανεξετάσουν αρκετές μακροχρόνιες πρακτικές. Η μια είναι η πεποίθηση ότι το να αγνοείται μια άλλη χώρα -η άρνηση επίσημης αναγνώρισης ή συνομιλίας με τους εκπροσώπους της- αποτελεί χρήσιμη μορφή ηγεσίας. Αντίθετα, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις -από την Κούβα, το Ιράν, το Αφγανιστάν και αλλού- ότι αυτή η πρακτική βλάπτει περισσότερο τις Ηνωμένες Πολιτείες, καταστρέφει την διπλωματία εκεί που χρειάζεται περισσότερο, εξαντλεί το ελάχιστο της εμπιστοσύνης που απαιτείται για την γεφύρωση των διαφορών και απαιτεί οι πιο δύσκολες και λεπτές διαπραγματεύσεις να παραδίδονται σε έναν μεσάζοντα. Η υπερβολική εμπιστοσύνη στις κυρώσεις, ιδίως στις μονομερείς κυρώσεις, είναι ομοίως μη ωφέλιμη και πρέπει να περιοριστεί δραστικά.

Η Ουάσινγκτον πρέπει επίσης να αναγνωρίσει τον βαθμό στον οποίο οι δικές της πολιτικές, οι δαπάνες, και η ρητορική έχουν ενισχύσει την πεποίθηση ότι η μόνη ουσιαστική μορφή εμπλοκής των ΗΠΑ στο εξωτερικό είναι η στρατιωτική δέσμευση. Είκοσι πέντε χρόνια σχεδόν σταθερών αμερικανικών στρατιωτικών επιχειρήσεων έχουν εθίσει τον κόσμο να περιμένει αμερικανικές επεμβάσεις, να μετρά την σοβαρότητας των ΗΠΑ μέσω αυτών και, κάποιοι φίλοι και σύμμαχοι να ξοδεύουν λιγότερο για την δική τους άμυνα. Κατά την διάρκεια τόσο των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικανικών διοικήσεων, τα μέλη του Κογκρέσου έδωσαν μαζικές χρηματοδοτήσεις στο Πεντάγωνο, ανεχόμενα τεράστια σπατάλη σε αντάλλαγμα για δολάρια που δαπανήθηκαν στις πολιτείες και τις περιφέρειές τους. Ταυτόχρονα, το Κογκρέσο έχει υποχρηματοδοτήσει χρονίως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και άλλες μη αμυντικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό. Καθώς ο αμυντικός προϋπολογισμός διογκώθηκε, το χάσμα έγινε γκροτέσκο. Κατά τα οικονομικά έτη 2019 και 2020, οι προτάσεις προϋπολογισμού του Τραμπ επεδίωκαν αύξηση των αμυντικών δαπανών που ήταν μεγαλύτερες από ολόκληρο τον προϋπολογισμό του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και των επιχειρήσεων στο εξωτερικό -τους οποίους εξακολουθούσε να επιδιώκει να μειώσει.

Αυτή η ανισότητα στην χρηματοδότηση μεταφράζεται σε μια τεράστια ανισότητα στο ανθρώπινο κεφάλαιο και την λειτουργική ισχύ –μια [ισχύ] που επιδεινώνεται από ένα σύστημα πολιτικής πατρωνίας το οποίο βάζει συνήθως τις πρεσβευτικές θέσεις στα χέρια εντελώς ανειδίκευτων δωρητών. Συχνά, η έλλειψη πόρων αλλού αναγκάζει το Πεντάγωνο να αναλάβει ανθρωπιστικά και κυβερνητικά καθήκοντα για τα οποία δεν είναι κατάλληλο και γενικότερα είναι η πιο ακριβή επιλογή.

Τέλος, οι πολιτικές της Ουάσινγκτον για την προώθηση της δημοκρατίας χρειάζονται ενδελεχή επαναξιολόγηση. Πάρα πολύ συχνά, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενεργούν σαν η δημοκρατία να είναι, σύμφωνα με τα λόγια του πρώην πρέσβη των ΗΠΑ, Chas Freeman, το «προεπιλεγμένο πολιτικό σύστημα». Αντίθετα, είναι το πιο απαιτητικό από τα πολιτικά συστήματα, που προϋποθέτει έναν εγγράμματο, σχετικά συνεκτικό πληθυσμό, και θεμέλια από θεσμούς που μπορεί να χρειαστούν έναν αιώνα ή περισσότερο για να χτιστούν. Η δημιουργία τέτοιων θεμελίων μπορεί να απαιτήσει μια δέσμευση πολλών δεκαετιών, όπως έκανε το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ινδία και οι Ηνωμένες Πολιτείες στη Νότια Κορέα. Αλλά οι χώρες που θα καλωσόριζαν μια μακρά ξένη κατοχή είναι εξαιρετικά σπάνιες στον σημερινό κόσμο, αν υπάρχουν. Και η εγχώρια υποστήριξη των ΗΠΑ για τέτοιες δεσμεύσεις θα διατηρηθεί μόνο όταν τα βασικά στρατηγικά συμφέροντα της χώρας είναι αδιαμφισβήτητα. Η κριτική στην απόφαση να τερματιστεί ο πόλεμος στο Αφγανιστάν για την έλλειψη «στρατηγικής υπομονής» παραβλέπει αυτό που το αμερικανικό κοινό είχε καταλάβει εδώ και πολύ καιρό: δεν υπήρχε στρατηγικό συμφέρον για τον πόλεμο που διεξήγαγε η Ουάσινγκτον. Δεν θα έπρεπε να προσθέσουμε ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να επιτευχθεί με την βία -αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να το προσπαθούν.

Η πεποίθηση, η οποία προφανώς διατηρήθηκε από την κυβέρνηση Μπάιντεν, ότι η δημοκρατία δέχεται γενικευμένη επίθεση από τον αυταρχισμό πρέπει επίσης να επανεξεταστεί. Ο χωρισμός του κόσμου σε αυτή την γραμμή μειώνει σημαντικά την πιθανότητα να αντιμετωπιστούν με επιτυχία τα μεγάλα παγκόσμια προβλήματα -η μη διάδοση [των πυρηνικών], η κλιματική αλλαγή, η παγκόσμια υγεία, το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Υπάρχουν απλώς πάρα πολλά αυταρχικά κράτη των οποίων η ενεργός συνεργασία θα είναι απαραίτητη. Είναι επίσης ζωτικής σημασίας η Ουάσινγκτον να μπορεί να διακρίνει το ιδιοτελές συμφέρον σε μια άλλη χώρα από μια ιδεολογική σταυροφορία, ιδιαίτερα όσον αφορά την πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα. Το να εκληφθεί λανθασμένα η αποφασιστικότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας να ενισχύσει την θέση του στο εσωτερικό και στην περιοχή του ως μια παγκόσμια φιλοδοξία να καταστρέψει την δημοκρατία θα μπορούσε να αποδειχθεί πραγματικά ολέθριο, αυξάνοντας την πιθανότητα ενός πολέμου κατά της Ταϊβάν που θα ήταν καταστροφικός για όλους.

Αυτές οι αλλαγές δεν δημιουργούν ένα νέο δόγμα εξωτερικής πολιτικής [5]. Δεδομένου του ρυθμού και της έκτασης της πρόσφατης παγκόσμιας αλλαγής και του βάθους της αμερικανικής πολιτικής πόλωσης, είναι αμφίβολο εάν μια τέτοια πρόοδος είναι προς το παρόν δυνατή. Επιπλέον, ορισμένες από τις αναγκαίες αλλαγές δεν είναι στο χέρι των Ηνωμένων Πολιτειών να τις πραγματοποιήσουν. Θα περάσει λίγος χρόνος, για παράδειγμα, έως ότου άλλες χώρες θεωρήσουν την αμερικανική επιλογή να μην επέμβει στο εξωτερικό ή να μειώσει την παρουσία ξένων στρατευμάτων ως κάτι διαφορετικό από απεμπλοκή ή υποχώρηση.

Ωστόσο, αυτές οι αλλαγές θα ισοδυναμούσαν με μια δραματική μεταβολή στην πρακτική των ΗΠΑ από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η Αμερική δεν θα θεωρούσε πλέον τον εαυτό της ως τον «αστυνόμο σε παγκόσμια περιπολία» (“the cop walking a global beat”), όπως θα το έλεγαν οι νεοσυντηρητικοί, ούτε θα συρρικνώσει τα βασικά της συμφέροντα στην άμυνά της απέναντι στις απειλές της Κίνας και της Ρωσίας, όπως πρότειναν ορισμένοι ρεαλιστές. Αυτές οι αλλαγές θα οδηγούσαν σε μια πολιτική επανεξισορρόπησης μεταξύ στρατιωτικών και μη στρατιωτικών μέσων˙ πιο συγκρατημένη σχετικά με την έναρξη στρατιωτικών επεμβάσεων και πιο σοφή στην εκτέλεσή τους˙ πιο γνωστική για την χρησιμότητα και τις δυνατότητες των πολυμερών μέσων˙ λιγότερο επιρρεπή σε μονομερείς -συχνά αυτοκαταστροφικές- ενέργειες˙ και πιο λογική στην στάση της απέναντι στην δημοκρατία αλλού. Θα σήμαιναν, εν ολίγοις, ένα τέλος στα κουρέλια της ηγεμονίας στα οποία έχουν προσκολληθεί οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2021-08-30/afghanist...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-09-03/afghani...
[3] https://www.foreignaffairs.gr/articles/73372/anders-fogh-rasmussen/ta-so...
[4] https://www.foreignaffairs.gr/articles/73377/joshua-d-kertzer/i-amerikan...
[5] https://www.foreignaffairs.gr/articles/73383/joshua-shifrinson-kai-steph...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-09-17/america...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition