Οι πηγές ισχύος της Γερμανίας… | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι πηγές ισχύος της Γερμανίας…

…και η παγίδα του Πολύβιου*

Ηττημένη, κατεστραμμένη, έχοντας μόλις ξυπνήσει από τον εφιάλτη της ναζιστικής ταυτότητας, η Γερμανία του 1945, αντιμετώπιζε αληθινά ζητήματα επιβίωσης. Στην χώρα είχαν μείνει λίγα πολιτικά «χαρτιά» και στις εκλογές του 1949 τράβηξε μάλλον το καλύτερο. Ο Konrad Adenauer, επικεφαλής του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος τις κέρδισε με μόλις 2,8 % διαφορά από τους σοσιαλδημοκράτες. Η πολιτική του Adenauer ήταν η «westbindung» δηλαδή η ενσωμάτωση στη Δύση ή αλλιώς η απόλυτη αφοσίωση της Δυτικής Γερμανίας στον νέο «σερίφη» του Δυτικού συνασπισμού, τους Αμερικάνους (Kleuters, 2012). Ο γηραιός καγκελάριος κατάφερε να κρατήσει τις βιομηχανίες στο έδαφος της Γερμανίας και να εξομαλύνει τις σχέσεις του με όλες τις χώρες της Δύσης και κυρίως την Γκολική Γαλλία. Το 1951 υπέγραψε στο Παρίσι την συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για τον Χάλυβα και τον Άνθρακα, που ήταν ο πρόδρομος της ΕΟΚ και της ΕΕ και το 1955 έβαλε την χώρα στο ΝΑΤΟ. Η Γερμανία με την πολιτική του westbindung δεν αποτελούσε πια κίνδυνο για την Δύση. Η κυρίαρχη πολιτική τάση από τον 18ο αιώνα, η επιθυμία της να ακολουθεί έναν δικό της δρόμο στην δόμηση της εσωτερικής εξουσίας και της εξωτερικής πολιτικής, η πολιτική του Sonderweg, όπως την είπαν, είχε υποταχθεί σε μια Δυτικόφερτη, Δυτικόφιλη, και Δυτικότροπη καγκελαρία. Κάπως έτσι της αποδόθηκε ο όρος της «εξημερωμένης δύναμης» (Katzestein, 1997).

Έχοντας μέχρι τις μέρες μας αμερικανικό στρατό και αμερικανική αντιαεροπορική ομπρέλα στο έδαφός της, η Γερμανία επέλεξε να γίνει «καταναλωτής ασφάλειας» (Kundnani, 2011), δίνοντας τα κλειδιά της άμυνάς της στο ΝΑΤΟ, και ένα κομμάτι εθνικής κυριαρχίας. Η σημερινή Γερμανία ακολουθεί πιστά αυτή την πολιτική. Παρά τις επίμονες οχλήσεις της Γαλλίας για μια κοινή ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική, έναν ευρωπαϊκό στρατό, η καγκελαρία επιμένει στην κυριαρχία του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη. (Bierling, 2006).

Από την άλλη, βέβαια επιθυμεί να περιστοιχίζεται από χώρες φιλικές και συμμάχους στο ΝΑΤΟ ή την ΕΕ. Έτσι, πιστεύει ότι λύνει τον βαθιά ριζωμένο φόβο της περικύκλωσής της. Το κάνει, όμως, με τον τρόπο της. Παρά τις «καουμπόικες» απαιτήσεις του προέδρου Τραμπ να αυξήσει τις στρατιωτικές της δαπάνες, αλλά και τις απαιτήσεις του ίδιου του ΝΑΤΟ να συνεισφέρει στρατιωτικά στην επιθετική πολιτική στο Ιράκ (2003), στην Λιβύη (2011) και το Αφγανιστάν, η Γερμανία αρνείται να αυξήσει δραματικά τις στρατιωτικές δαπάνες, αρνείται την συμμετοχή της σε επιθετικές ενέργειες (Ιράκ και Λιβύη) και υλοποιεί έργα υποδομής στο βόρειο Αφγανιστάν (Kundnani, 2011; Bierling, 2016).

Πολλοί ακαδημαϊκοί που παρατήρησαν αυτή την τάση της Γερμανίας προς την εντονότερη αποστρατικοποίηση, την ενέταξαν σε μια ενδιαφέρουσα θεωρία για ένα σύγχρονο είδος ισχύος σύμφωνα με το οποίο η χώρα προς εξέταση αντί να στρατιωτικοποιεί τις σχέσεις και τις διαφορές της στο διεθνές πεδίο ρίχνει όλο το βάρος της στην διπλωματική συνδιαλλαγή, τους υπερεθνικούς οργανισμούς, τα οικονομικά μέσα, και στον εκπολιτισμό των διαφορών μεταξύ των κρατών και των λύσεων. Η Γερμανία (μαζί με την Ιαπωνία) ονομάστηκε civilian power (Maull, 1990) ένας όρος που παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες τόσο στην κατανόηση όσο και στην μετάφραση στην ελληνική.

Πολλοί μεταφράζουν την civilian power ως μια «μη στρατιωτική δύναμη» ενώ άλλοι δίνουν μια δυική μορφή στην έννοια, από τη μια των μέσων που χρησιμοποιεί, πρόκειται για μια μη στρατιωτική δύναμη που διαδρά «με οικονομικούς, καθαρά χρηματικούς πολλές φορές, και πολιτικούς όρους», και από την άλλη των σκοπών που επιτελεί, «την προώθηση δηλαδή των δημοκρατικών αξιών στον κόσμο» (Stavridis, 2001) [2]. Πρόκειται κατά την γνώμη μας για προβληματικούς ως προς την Γερμανία προσδιορισμούς. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η χώρα δεν αντιλαμβάνεται ακριβώς έτσι το ζήτημα της ασφάλειάς της.

Μπορεί για παράδειγμα, ο κυβερνητικός συνασπισμός (2018) να ενέγραψε στην προγραμματική του συμφωνία ότι η Γερμανία θα σταματήσει τις πωλήσεις στρατιωτικού εξοπλισμού σε δυνάμεις που εμπλέκονται στον πόλεμο της Υεμένης, αλλά τελικά σταμάτησε τις εξαγωγές στην Σαουδική Αραβία και όχι στην Αίγυπτο και τα ΗΑΕ που είχαν επίσης συμμετοχή στον πόλεμο. Γενικότερα, δε διστάζει να πουλήσει εξοπλισμό και στους δηλωμένους αντιπάλους των παραπάνω χωρών, στο Κατάρ, που μεταξύ άλλων χρηματοδοτεί οργανώσεις όπως οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, και στην καταρρέουσα δημοκρατία της Τουρκίας της οποίας αποτελεί και τον Ευρωπαίο ψιθυριστή (What’s behind, 2020). Τέλος, ο πρώτος της πελάτης στους εξοπλισμούς είναι περιέργως η Ουγγαρία, χώρα με την οποία κατά τα λοιπά έχει μεγάλες «ευρωπαϊκές» διαφορές στο κομμάτι του δημοκρατικού σημαινόμενου.

Τώρα, βέβαια, τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον μιλιταρισμό της Γερμανίας; Μα αυτός είναι τελικά ο τρόπος της. Η χώρα αποφεύγει ευλαβικά το να στρατιωτικοποιηθεί η ίδια, αλλά επιθυμεί να έχει τέτοιες δυνατότητες και γι’ αυτό επενδύει σε εταιρείες που παράγουν καινοτόμες τεχνολογίες και όπλα που εξάγονται κατά προτίμηση.

Ίσως μια ωραία λύση στη μετάφραση και την εννοιοποίηση του όρου «civilian power» να μας έρχεται από τον Όμηρο. «Απτόλεμος» ήταν αυτός που δεν ήθελε να πολεμήσει, και «άναλκις» αυτός που δεν είχε την δύναμη (άλκιν) να το κάνει ( Il.2.201). Είναι ο πόλεμος αυτό που δε θέλει η Γερμανία, και μάλιστα σε κρίσιμες για την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων περιοχές και κυρίως θάλασσες, όχι η στρατιωτικοποίηση την οποία επιδιώκει ίσως και ως μέσο διατήρησης της ειρήνης. Η Γερμανία είναι περισσότερο «απόλεμη» ως δύναμη και πολύ λιγότερο «αδύναμη». Μπορεί να βρίσκεται κάτω από την Γαλλία (7), την Αγγλία (8), ακόμα και την Ιταλία (12) στην δέκατη τρίτη θέση ενός από τους πιο χρήσιμους δείκτες στρατιωτικής δύναμης [3], όμως δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να πιστεύει ότι αυτό δεν μπορεί να αλλάξει εν μέσω μιας μεγάλης κρίσης ασφάλειας, σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα.