Η ευκαιρία να διατηρήσουν τον κόσμο που οι ίδιες έφτιαξαν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ευκαιρία να διατηρήσουν τον κόσμο που οι ίδιες έφτιαξαν

Αμερική και Ευρώπη επιδιώκουν να αναβιώσουν τους εμπορικούς δεσμούς

Επιφανειακά, οι διατλαντικές σχέσεις για το εμπόριο, τις επενδύσεις, και την τεχνολογία φαίνονται στιβαρές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μεταξύ των μεγαλύτερων εμπορικών εταίρων μεταξύ τους, καθώς και η μεγαλύτερη πηγή και προορισμός για τις ξένες επενδύσεις των εταιρειών τους. Δεκαετίες πολιτικής συνεργασίας οδήγησαν σε αξιοσημείωτη οικονομική αλληλεξάρτηση, ανάπτυξη θέσεων εργασίας, και επέκταση επενδύσεων.

11102021-1.jpg

Αξιωματούχοι των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις εμπορικές συνομιλίες στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια, τον Σεπτέμβριο του 2021. Rebecca Droke / Reuters
-------------------------------------------------------

Πάρτε, για παράδειγμα, την επιτυχημένη κυκλοφορία των εμβολίων για την [ασθένεια] COVID-19 εκατέρωθεν του Ατλαντικού. Εκατοντάδες εκατομμύρια Αμερικανοί έλαβαν δόσεις από την ένεση Pfizer-BioNTech, ένα εμβόλιο βασισμένο σε ευρωπαϊκή καινοτομία και κατασκευασμένο στα εργοστάσια της Pfizer στη Μασαχουσέτη, το Μίσιγκαν, και το Μισούρι˙ παρόμοιος αριθμός Ευρωπαίων έλαβε το ίδιο εμβόλιο που κατασκευάστηκε στις εγκαταστάσεις της Pfizer στο Βέλγιο. Το εμβόλιο messenger RNA (mRNA) της Moderna εφευρέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες˙ εμφιαλώνεται επίσης για διανομή σε εργοστάσια στην Γαλλία και την Ισπανία και έχει γίνει όλο και πιο ουσιαστικό για την απάντηση της ΕΕ στην πανδημία του κορωνοϊού. Το εμβόλιο Johnson&Johnson αναπτύχθηκε από κοινού στο εργαστήριο Έρευνας & Ανάπτυξης (R&D) της Janssen στην Ολλανδία και σε ένα νοσοκομείο στην Βοστώνη, και παράγεται και στις δύο πλευρές του ωκεανού.

Δυστυχώς, οι επιτυχημένες ιστορίες αλληλεξάρτησης δεν απολαμβάνουν την ίδια προσοχή με τις τριβές. Οι επιταγές της εσωτερικής πολιτικής ενθαρρύνουν τους ηγέτες να επιτίθενται σε ξένους στόχους και να εμμένουν στις ασυμμετρίες. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι γκρινιάζουν με τις ενέργειες των αμερικανικών τεχνολογικών κολοσσών Amazon, Apple, Facebook, και Google (δεν υπάρχουν συγκρίσιμες ευρωπαϊκές εταιρείες), ενώ οι Αμερικανοί ομόλογοί τους ανησυχούν ότι στις ΗΠΑ αγοράζουν πάρα πολλά γερμανικά αυτοκίνητα και ότι η Ευρώπη αρνείται να δεχτεί γενετικά τροποποιημένα αγροτικά προϊόντα από τις μεσοδυτικές πολιτείες.

Η υπερβολική εστίαση σε τέτοια διμερή ενοχλητικά [ζητήματα] είχε επιζήμιες συνέπειες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ αγνόησαν τη μείωση της συνδυασμένης επιρροής τους στο παγκόσμιο εμπόριο. Οι δύο τους αποτελούσαν το 50% των παγκόσμιων εξαγωγών το 1990˙ έως το 2020, αυτό είχε πέσει στο περίπου 40%. Μια τέτοια πτώση δεν είναι αναγκαία κάτι κακό, εκτός από το ότι αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό την αυξανόμενη οικονομική δύναμη της Κίνας, η οποία δεν συμμερίζεται την διαφανή, βασισμένη σε κανόνες, χωρίς διακρίσεις, και προσανατολισμένη στην αγορά προσέγγιση στο διεθνές εμπόριο. Το όλο και πιο αδιαφανές, μη εμπορικό, και οικονομικά εξαναγκαστικό ύφος του Πεκίνου δημιουργεί μια πρόκληση για το εμπορικό σύστημα και την πολυμερή τάξη που οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη ανέπτυξαν μαζί τα τελευταία 75 χρόνια.

Αυτή η ανησυχία θα πρέπει να παρακινήσει τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους να ξεφύγουν από τον δρόμο που έχουν πάρει. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, αξιωματούχοι των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης συναντήθηκαν στο Πίτσμπουργκ για να προσπαθήσουν να μπαλώσουν τις διαφορές τους στο εμπόριο. Τέσσερα χρόνια πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ έχουν αφήσει τους δεσμούς τεταμένους και σε ανάγκη αποκατάστασης. Τόσο η διοίκηση του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό την σημερινή πρόεδρό της, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ελπίζουν να ανοικοδομήσουν την διατλαντική συνεργασία σε ποικίλους τομείς όπως η κλιματική αλλαγή [1], ο ψηφιακός μετασχηματισμός, οι εργαζόμενοι, η τεχνολογία, η ανθεκτικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων, και τα ανθρώπινα δικαιώματα, όλα κάτω από την ταμπέλα του εμπορίου. Αλλά όπως υποδηλώνει το αβέβαιο αποτέλεσμα της συνόδου κορυφής στο Πίτσμπουργκ, η ενίσχυση των διατλαντικών δεσμών στην εποχή μιας διεκδικητικής Κίνας θα μπορούσε να είναι το πιο δύσκολο εμπορικό έργο που ανέλαβαν ποτέ αυτοί οι δύο μακροχρόνιοι συνεργάτες.

ΤΑΡΑΓΜΕΝΑ ΥΔΑΤΑ

Οι πρόσφατες μάχες στο εμπόριο ΗΠΑ-ΕΕ ξεκινούν τουλάχιστον τόσο πίσω όσο στην δεύτερη θητεία της κυβέρνησης Ομπάμα. Εκείνη την εποχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ προσπάθησαν να παρακάμψουν ένα αξεπέραστο αδιέξοδο στις παγκόσμιες συνομιλίες υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Στις αρχές του 2013, ξεκίνησαν την φιλόδοξη διμερή πρωτοβουλία γνωστή ως Διατλαντική Συνεργασία Εμπορίου και Επενδύσεων (Transatlantic Trade and Investment Partnership).

Η TTIP δεν στόχευε μόνο στην ενίσχυση των διατλαντικών εμπορικών δεσμών, αλλά και στην ενθάρρυνση μεγαλύτερων ξένων άμεσων επενδύσεων και [περισσότερης] κανονιστικής συνεργασίας. Βασίστηκε όμως στους δύσκολους υφάλους της πολιτικής. Οι αποκαλύψεις το 2013 ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες υποτίθεται ότι κατασκόπευαν την Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ είχαν καταστροφικές συνέπειες για τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Γερμανία, έναν απαραίτητο υποστηρικτή του εμπορίου. Ξεχωριστά, η ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών κινητοποιήθηκε γρήγορα κατά της ίδιας της TTIP. Εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές κατέβηκαν στους δρόμους του Βερολίνου και άλλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών, τροφοδοτώντας τους φόβους ότι γιγάντιες αμερικανικές εταιρείες θα χρησιμοποιήσουν την συμφωνία για να ξεπεράσουν τις σκληρά κερδισμένες προστασίες της Ευρώπης για τους καταναλωτές και το περιβάλλον. Οι διαπραγματεύσεις δεν έφτασαν ποτέ στην ολοκλήρωση, και η συμφωνία πέθανε ήσυχα κάτω από το ίδιο της το βάρος.

Οι διατλαντικές εμπορικές σχέσεις επιδεινώθηκαν περαιτέρω υπό την διοίκηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Οι πολιτικές του για «Πρώτα η Αμερική» έδωσαν προτεραιότητα στην επίθεση κατά εταίρων από τους οποίους οι Ηνωμένες Πολιτείες «υφίσταντο» διμερή εμπορικά ελλείμματα. Σε λιγότερο από 100 ημέρες από την ανάληψη της διακυβέρνησης, ο Τραμπ ξεκίνησε μια έρευνα για τις εισαγωγές χάλυβα βάσει ενός νόμου της εποχής του Πολέμου της Κορέας, η οποία επέτρεψε στην κυβέρνησή του να επιβάλει εισαγωγικούς δασμούς στο όνομα της υπεράσπισης της εθνικής ασφάλειας. Οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ προειδοποίησαν την Ουάσινγκτον για τις συνέπειες μιας τέτοιας κίνησης, αλλά ο Τραμπ επέβαλε δασμούς στον ευρωπαϊκό χάλυβα και το αλουμίνιο τον Ιούνιο του 2018. (Οι Βρυξέλλες ανταπέδωσαν αμέσως, όπως είχαν υποσχεθεί ότι θα κάνουν). Οι δασμοί από μόνοι τους δεν ήταν καινούργιοι -οι ευρωπαϊκές εταιρείες είχαν αντιμετωπίσει προστασίες των ΗΠΑ στον χάλυβα επί δεκαετίες- αλλά η επιβολή τους βάσει ενός νόμου εθνικής ασφάλειας εκνεύρισε τους Ευρωπαίους. Πώς μπορούσε η Ουάσινγκτον να αντιμετωπίζει τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ ως απειλές για την ασφάλεια;

Ο Τραμπ χρησιμοποίησε γρήγορα τον ίδιο νόμο για να απειλήσει για ακόμη περισσότερους δασμούς σε δισεκατομμυρίων δολαρίων BMW, Mercedes-Benz, και Volkswagen. Τον Ιούλιο, οι εντάσεις έφτασαν σε τέτοιο σημείο που ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, έσπευσε στην Ουάσινγκτον και τα δύο μέρη συμφώνησαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για αυτό που θα μπορούσε να είχε μετατραπεί σε μια άλλη ελάσσονα εμπορική συμφωνία του Τραμπ. Η ΕΕ υποσχέθηκε επίσης να αγοράσει περισσότερη αμερικανική σόγια και υγροποιημένο φυσικό αέριο, επιτρέποντας στον Τραμπ να διεκδικήσει μια πολιτική νίκη. Αλλά την στιγμή που η κυβέρνησή του έφτασε να ζητά από το Κογκρέσο επίσημη άδεια για να διαπραγματευτεί με τις Βρυξέλλες, ήταν σαφές ότι αυτές οι συνομιλίες δεν θα οδηγούσαν πουθενά. Το Κογκρέσο ήθελε οι διαπραγματεύσεις να περιλαμβάνουν περιορισμούς στις εξαγωγές ευρωπαϊκών αγροτικών προϊόντων στις ΗΠΑ, αλλά η επιτροπή δεν είχε εντολή από τα κράτη-μέλη να διαπραγματευτεί για την γεωργία, πόσω μάλλον την πολιτική όρεξη να συνεργαστεί με τον Τραμπ. Υπήρχαν συνομιλίες για σχεδόν ένα χρόνο, αλλά τίποτα δεν συμφωνήθηκε εκτός από μια πολύ μέτρια συμφωνία για την κατάργηση των δασμών στους αστακούς και τα κεραμικά.

Η κυβέρνηση Τραμπ έβλαψε επίσης τα συμφέροντα της ΕΕ και των ΗΠΑ διαλύοντας το σύστημα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου για την επίλυση διαφορών, αρνούμενη να διορίσει διαιτητές σε ένα βασικό όργανο προσφυγών. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι Βρυξέλλες και η Ουάσινγκτον είχαν στηριχθεί πολύ στον ΠΟΕ για να διαχειριστούν τις διμερείς εμπορικές εντάσεις τους. Οι Βρυξέλλες αποφάσισαν ότι «ως εδώ» όταν η κυβέρνηση Τραμπ παρέκαμψε την διαδικασία του ΠΟΕ για πρώτη φορά μέσα σε δεκαετίες για να απειλήσει με δασμούς ως απάντηση στην επιβολή φόρου ψηφιακών υπηρεσιών στις αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες τον Δεκέμβριο του 2019. Οι Ευρωπαίοι ξαφνικά ένιωσαν την ανάγκη προστασίας όχι μόνο από όμοιους της Κίνας και της Ρωσίας [2] -αλλά και από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΑΡΧΗ;

Η ήττα του Τραμπ στις εκλογές του Νοεμβρίου 2020 στις ΗΠΑ προσέφερε ένα νέο ξεκίνημα. Οι Βρυξέλλες προσπάθησαν γρήγορα να επωφεληθούν από την προεκλογική δέσμευση του Τζο Μπάιντεν για «συνεργασία με τους συμμάχους». Στις αρχές Δεκεμβρίου, η ΕΕ πρότεινε ένα νέο και λεπτομερές σχέδιο για την διατλαντική εμπορική και τεχνολογική συνεργασία, το οποίο σήμαινε επίσης ότι αποδεχόταν ορισμένες από τις βασικές ανησυχίες της Ουάσινγκτον, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την Κίνα [3].

Στην συνέχεια, όμως, οι Βρυξέλλες έκαναν λάθος υπολογισμό. Αργότερα τον ίδιο μήνα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέπληξε τον κόσμο ανακοινώνοντας διμερή επενδυτική συμφωνία με το Πεκίνο. Η ομάδα του Μπάιντεν -πλέον σε κατάσταση μετάβασης και αδυνατούσα να μιλήσει απευθείας με τους Ευρωπαίους ομολόγους της μέχρι να αναλάβει την εξουσία στις 20 Ιανουαρίου- ήταν έξαλλη. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Jake Sullivan, η επιλογή του Μπάιντεν για Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, ήταν να κάνει αναρτήσεις στο Twitter [4], και οι Αμερικανοί έμειναν να αναρωτιούνται: Ήταν η Ευρώπη πρόθυμος εταίρος τελικά;

Σίγουρα, υπήρξαν κάποια θετικά σημάδια από τότε που ο Μπάιντεν ανέλαβε την προεδρία. Τον Μάρτιο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ εφάρμοσαν συντονισμένες κυρώσεις για φερόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Κίνας στην Σιντζιάνγκ. Η Janet Yellen, η επιλογή του Μπάιντεν για Υπουργός Οικονομικών, καθοδήγησε συζητήσεις σχετικά με την μεταρρύθμιση της παγκόσμιας φορολόγησης των εταιρειών αποσπώντας ευρείες επευφημίες σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. (Η πρόοδος σε αυτό το μέτωπο επέτρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες να απομακρυνθούν από την επιβολή αντιποίνων δασμών στους ευρωπαϊκούς φόρους ψηφιακών υπηρεσιών). Οι δύο πλευρές αποφάσισαν επίσης να διευθετήσουν την επί δεκαετίες έχθρα για τις επιδοτήσεις τους στις αεροπορικές εταιρείες Boeing και Airbus. Τέλος, οι Βρυξέλλες καθυστέρησαν την επιβολή ενός προγραμματισμένου γύρου αντιποίνων για τους δασμούς του Τραμπ στον χάλυβα μέχρι τον Δεκέμβριο, με πρόσφατες αναφορές [5] να υποδηλώνουν ότι μπορεί να βρίσκεται σε εξέλιξη μια πιο ανθεκτική διευθέτηση του προβλήματος μετά από διαπραγμάτευση.

Αλλά η μεγαλύτερη ώθηση ήταν η ανακοίνωση που έγινε κατά την επίσκεψη του Μπάιντεν τον Ιούνιο στην Ευρώπη για μια σύνοδο κορυφής που επρόκειτο να καθιερώσει το Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας ΗΠΑ-ΕΕ (U.S.-EU Trade and Technology Council), ή TTC. Αυτό το συμβούλιο θα χρησιμεύσει ως μέσο για να ξεκινήσει μια νέα εποχή διατλαντικής πολιτικής συνεργασίας.

Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ PITTSBURGH

Το TTC παραμένει ατελές ακόμη και μετά την πρόσφατη σύνοδο κορυφής στο Πίτσμπουργκ, αλλά αμφότερες οι πλευρές συμφωνούν ότι δεν θα είναι ένα αναμάσημα της αποτυχημένης TTIP της εποχής Ομπάμα. Οι αξιωματούχοι απομακρύνθηκαν από αμφιλεγόμενα θέματα, όπως η επίλυση διαφορών επενδυτών-κράτους -το αμφιλεγόμενο ειδικό δικαστήριο που προτεινόταν στην TTIP και προκάλεσε διαμαρτυρίες σε όλη την Ευρώπη-, τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα των Ηνωμένων Πολιτειών, ή ακόμα και οι μειώσεις των δασμών. Αντίθετα, είχαν σκοπό να δώσουν προτεραιότητα [6] σε νέους και άμεσους τομείς συνεργασίας. Δέκα ομάδες εργασίας κάλυψαν μια σειρά από σημαντικά θέματα, συμπεριλαμβανομένης της τεχνητής νοημοσύνης, του 5G, και των φαρμακευτικών αλυσίδων εφοδιασμού.

Ένας τομέας που ενδιαφέρει ιδιαίτερα και τις δύο πλευρές είναι η τρέχουσα παγκόσμια έλλειψη ημιαγωγών, η οποία έχει επηρεάσει άσχημα τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ προσπαθούν τώρα να κατευθύνουν δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια για να ενισχύσουν την εγχώρια παραγωγή αυτών των τσιπ για να ανταγωνιστούν καλύτερα τις εταιρείες της Νότιας Κορέας και της Ταϊβάν, καθώς και την Κίνα, η οποία επίσης αυξάνει την χρηματοδότηση αυτού του τομέα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ συμφώνησαν να συντονίσουν τις επιδοτήσεις τους στους ημιαγωγούς, έτσι ώστε να μην αυξήσουν απλώς τον λογαριασμό των Αμερικανών και Ευρωπαίων φορολογούμενων με το να τρέχουν από πίσω από τις ίδιες επιχειρήσεις και τμήματα της αγοράς.

Όσον αφορά την τεχνητή νοημοσύνη, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ δεσμεύτηκαν να συνεργαστούν για την ανάπτυξη προστασιών που προωθούν την καινοτομία, αλλά και διασφαλίζουν ότι η τεχνολογία χρησιμοποιείται υπεύθυνα, με σεβασμό στις κοινές αξίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά αυτή η συμφωνία προχώρησε μόνο μέχρι εκεί. Αμφότερες οι πλευρές ίσως να ανησυχούν ότι τα αυταρχικά καθεστώτα ενδέχεται να κάνουν κατάχρηση της τεχνητής νοημοσύνης χρησιμοποιώντας την για παράνομη παρακολούθηση και «κοινωνική βαθμολόγηση» ατόμων, αλλά δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει σε κανενός είδους κοινό πλαίσιο ή κοινά πρότυπα για την ρύθμιση της τεχνολογίας. Ο κίνδυνος είναι αυτές οι συζητήσεις σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη να μετατραπούν σε ανταλλαγές ιδεών χωρίς συγκεκριμένες δεσμεύσεις, ακόμη και όταν τόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες όσο και η ΕΕ υπολείπονται μιας Κίνας που έχει πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις στον τομέα αυτό.

Οι εμπορικοί δεσμοί θα πρέπει επίσης να προσαρμοστούν στην κλιματική πολιτική τώρα που η κυβέρνηση Μπάιντεν επανεντάχθηκε στην συμφωνία του Παρισιού. Οι Βρυξέλλες δημιούργησαν έναν διασυνοριακό μηχανισμό προσαρμογής άνθρακα τον Ιούλιο που θα φορολογούσε ξένες εξαγωγές προϊόντων έντασης άνθρακα από χώρες που οι ίδιες δεν εφαρμόζουν εγχώριο φόρο άνθρακα. Αυτή η τρέχουσα πρόταση θα μπορούσε να βλάψει τις εξαγωγές των ΗΠΑ στην Ευρώπη, απλώς και μόνο επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να επιλέξουν να προσεγγίσουν τους κλιματικούς τους στόχους μέσω ενός συνδυασμού κανονισμών και επιδοτήσεων και όχι μέσω της φορολογίας του άνθρακα. Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ και της ΕΕ μπορούν να χρησιμοποιήσουν το νέο εμπορικό συμβούλιο για να κατανοήσουν καλύτερα και να υποστηρίξουν ο ένας τις προσεγγίσεις του άλλου για την επίτευξη των γενικών στόχων τους για τη μείωση του άνθρακα και να μην αφήσουν μικρές διαφορές στρατηγικής να διογκωθούν σε εμπορικές συγκρούσεις.

ΜΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΗ ΣΧΕΣΗ

Η σύνοδος κορυφής του Πίτσμπουργκ δεν απέδωσε πολλά άμεσα αποτελέσματα, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο. Οι δύο πλευρές δεσμεύτηκαν να δημιουργήσουν τακτικές συναντήσεις για τους Υπουργούς και ένα πλαίσιο για τα στελέχη[των διαφόρων υπηρεσιών] που θα αντιμετωπίζει ζητήματα προτού αυτά εξελιχθούν σε μεγαλύτερα πολιτικά προβλήματα. Εν τη ελλείψει επικοινωνίας συμβαίνουν λάθη πολιτικής. Κατά την διάρκεια της κυβέρνησης Τραμπ, ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματούχοι ήταν τόσο προσκολλημένοι στον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα που συχνά αμελούσαν να επισκεφθούν τις εμπορικές αντιπροσωπείες της ΕΕ. Ως μια αναζωογονητική αντίθεση, η Katherine Tai, η εμπορική εκπρόσωπος των ΗΠΑ [στην διοίκηση] του Μπάιντεν, τόνισε περίφημα την ανάγκη οι πολιτικοί των ΗΠΑ «να περπατούν, να μασούν τσίχλα, και να παίζουν σκάκι ταυτόχρονα».

Η Κίνα ανέκυψε όντως στο Πίτσμπουργκ, φυσικά, αν και πλαγίως. Η 6.000 λέξεων κοινή δήλωση που κυκλοφόρησε μετά την σύνοδο κορυφής αφορούσε σε μεγάλο βαθμό την Κίνα, αλλά δεν ανέφερε την χώρα ούτε μια φορά. Οι Βρυξέλλες ανησυχούσαν ότι το συμβούλιο θα μετατραπεί σε μια αντιπαραγωγική άσκηση επίθεσης στην Κίνα, απλώς ένα άλλο κομμάτι του εμπορικού πολέμου των ΗΠΑ. Από την πλευρά της, η Ουάσιγκτον ανησυχούσε ότι η ΕΕ ίσως να εξακολουθούσε να αρνείται να αντιμετωπίσει σοβαρά την απειλή που θέτει η Κίνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες καλό θα ήταν να προσέξουν την ευρωπαϊκή άποψη ότι η εμμονή με την Κίνα θα οδηγήσει σε λάθη πολιτικής. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν περάσει από τις παγίδες του κρατικοκεντρικού καπιταλισμού. Οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ίσως να έχουν μια καλύτερη εικόνα για το ποιές κινεζικές πολιτικές θα ήταν προτιμότερο να αφεθούν να αποτύχουν μόνες τους παρά να προκαλέσουν υπερβολική αντίδραση στην Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες σε βάρος της διατλαντικής συμμαχίας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη δεν θα βλέπονται πάντα κατάματα. Οι εντάσεις σε άλλους τομείς φούντωσαν μετά την ανακοίνωση της TTC τον Ιούνιο, με διατλαντικές διαφωνίες σχετικά με τον χειρισμό της αποχώρησης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς λόγω της πανδημίας, και τον αγωγό Nord Stream 2, που φέρνει ρωσικό αέριο στην Γερμανία. Η σύγκρουση του Σεπτεμβρίου μεταξύ Ουάσινγκτον και Παρισιού σχετικά με την συμφωνία των Ηνωμένων Πολιτειών για [να πουλήσουν πυρηνικά] υποβρύχια στην Αυστραλία παραλίγο να ματαιώσει εντελώς την συνάντηση στο Πίτσμπουργκ. Το συμβούλιο πρέπει να γίνει ένα ευέλικτο θεσμικό όργανο που να μπορεί να διαχειριστεί τέτοιου είδους υπερατλαντικές εντάσεις. Με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να δώσει στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην ΕΕ την ώθηση να συνεργαστούν σε κοινές παγκόσμιες προκλήσεις που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από μόνες τους.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/2019-09-23/climate-change-alread...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2017-12-05/how-stand-...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-03-17/how-cra...
[4] https://twitter.com/jakejsullivan/status/1341180109118726144?s=20
[5] https://www.bloomberg.com/news/articles/2021-09-10/u-s-moves-toward-sett...
[6] https://www.whitehouse.gov/briefing-room/statements-releases/2021/09/29/...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-10-07/chance-...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition