Μπορεί το Βερολίνο να γίνει σκληρό προς το Πεκίνο; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορεί το Βερολίνο να γίνει σκληρό προς το Πεκίνο;

Ο διάδοχος της Μέρκελ πρέπει να αναβιώσει την ετοιμοθάνατη γερμανική πολιτική για την Κίνα
Περίληψη: 

Επί Μέρκελ, η πολιτική απέναντι στην Κίνα έγινε υπόθεση της καγκελαρίου, ειδικά δεδομένης της οικονομικής σημασίας της διατήρησης καλών σχέσεων. Αυτό είναι απίθανο να αλλάξει δραματικά υπό μια κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών, αν και δεν θα εμπόδιζε τον νέο Υπουργό Εξωτερικών να μιλά δημοσίως για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ο IAN JOHNSON είναι συνεργάτης για Κινεζικές Σπουδές στην έδρα Stephen A. Schwarzman στο Council on Foreign Relations. Εργάστηκε στην Κίνα για περισσότερα από 20 χρόνια ως ανταποκριτής στις [εφημερίδες] The Wall Street Journal, The New York Times, και στο The New York Review of Books.

Όπως όλοι οι ηγέτες που παραμένουν πολύ καιρό [στην εξουσία], έτσι και η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, άφησε τον διάδοχό της με ένα πάκο ημιτελών εργασιών -αλλά και με ευκαιρίες αναθεώρησης πολιτικών που έχουν ξεπεράσει την χρησιμότητά τους. Πουθενά αυτό δεν απεικονίζεται καλύτερα από όσο στην ετοιμοθάνατη στρατηγική της Γερμανίας απέναντι στην Κίνα.

13102021-1.jpg

Συνάντηση της Γερμανίδας Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ με Κινέζους αξιωματούχους στο Πεκίνο, τον Σεπτέμβριο του 2019. Andrea Verdelli / Reuters
------------------------------------------------------

Αρχικά, η Μέρκελ ήταν ευκίνητη και σίγουρη για τον εαυτό της στην αντιμετώπιση της Κίνας. Έκανε γρήγορα την Κίνα μια από τις προτεραιότητές της στην εξωτερική πολιτική: επισκέφθηκε την Κίνα μόλις έξι μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της στα τέλη του 2005, στην πρώτη από τις 12 επισκέψεις της, περισσότερες από όλους τους προκατόχους της μαζί. Αυτό έκανε την Κίνα την χώρα με τις περισσότερες επισκέψεις [από τη Μέρκελ] μετά την Ρωσία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, και τους Ευρωπαίους γείτονες της Γερμανίας.

Η Μέρκελ φαινόταν επίσης ικανή να εξισορροπεί τα συμφέροντα που έκαναν άλλους παγκόσμιους ηγέτες να μπερδεύονται. Ήταν ευπρόσδεκτη καλεσμένη στην Κίνα, βοηθώντας να ανοίξουν πόρτες για γερμανικές επιχειρήσεις και καθιστώντας την Γερμανία μια από τις πιο δημοφιλείς ξένες χώρες στην Κίνα. Η Γερμανία παρείχε τα μηχανουργικά εργαλεία που απαιτούνταν για την ταχεία εκβιομηχάνιση της Κίνας, και τις πιο δημοφιλείς μάρκες αυτοκινήτων στη μεγαλύτερη αγορά αυτοκινήτων στον κόσμο. Πέρυσι, η Κίνα ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, ξεπερνώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες και κάθε χώρα της ΕΕ.

Ταυτόχρονα, η Μέρκελ δεν δίσταζε να μιλά για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το 2007, συνάντησε τον Δαλάι Λάμα στο γραφείο της και αδιαφόρησε για τον επακόλουθο θυμό των Κινέζων αξιωματούχων. Υποστήριξε επίσης το εμπάργκο όπλων της ΕΕ στην Κίνα, παρά το γεγονός ότι δέχθηκε πιέσεις από τους ηγέτες της βιομηχανίας να το απορρίψει. Προσπάθησε να φροντίσει για τον άρρωστο βραβευμένο με Νόμπελ Ειρήνης Liu Xiaobo ώστε να φύγει από την Κίνα για ιατρική περίθαλψη και αργότερα πίεσε με επιτυχία τον Κινέζο ηγέτη, Xi Jinping, να αφήσει την χήρα του Liu, Liu Xia, να μεταναστεύσει στην Γερμανία.

Η στρατηγική της Μέρκελ είχε νόημα σε πολλά επίπεδα. Η Γερμανία δεν έχει σημαντικά στρατηγικά συμφέροντα στον Ειρηνικό και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εμπόριο για την ευημερία της. Το να βρεθεί τρόπος να ωφεληθεί από την άνοδο της Κίνας διατηρώντας τις γερμανικές δημοκρατικές αρχές ήταν εφικτό. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα όταν ανέλαβε καθήκοντα˙ τότε, η Κίνα ήταν σχετικά ανοιχτή υπό την ηγεσία [1] του προέδρου Χου Τζιντάο και του πρωθυπουργού του, Wen Jiabao. Το Πεκίνο μπορεί να μην επιδίωκε πάντα τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις με σθένος, αλλά όντως επέτρεπε στην κινεζική κοινωνία των πολιτών μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας.

Η ιδέα ότι το εμπόριο και η δέσμευση θα μπορούσαν να αλλάξουν την Κίνα αντηχούσε ιδιαίτερα έντονα στην Γερμανία. Η παλιά δυτικογερμανική στρατηγική για την επιδίωξη της Wandel durch Handel (αλλαγή μέσω εμπορίου) στις συναλλαγές της με την Σοβιετική Ένωση συνέβαλε στην πτώση των φραγμών και στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης που επέτρεψε στην Γερμανία να επανενωθεί αντιμετωπίζοντας λίγη σοβιετική αντίθεση. Στις σχέσεις τους με την Κίνα, η Μέρκελ και άλλοι Γερμανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής είδαν μια αντανάκλαση του μετασχηματισμού της δικής τους χώρας. Δυστυχώς για αυτούς, η Κίνα πήγε από την άλλη κατεύθυνση -και η γερμανική πολιτική αγωνίστηκε να προσαρμοστεί.

ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΘΗΚΕ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΗΣ

Ακόμη και πριν από την ανάληψη της ηγεσίας από τον Σι το 2012, το ΚΚ της Κίνας έσφιγγε την λαβή του στον έλεγχο της κοινωνίας και της οικονομίας. Υπό τον Σι, αυτές οι τάσεις [2] επιταχύνθηκαν και βάθυναν, οδηγώντας σε επαναβεβαίωση του ελέγχου σε τμήματα της οικονομίας, σε καταστολή της άλλοτε ελεύθερης πόλης-κράτους του Χονγκ Κονγκ, και σε μια επιθετική πολιτική της κινεζικής πολιτιστικής αφομοίωσης στην τουρκική παραμεθόρια περιοχή της Σιντζιάνγκ.

Η πολιτική της Μέρκελ για την Κίνα, ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε πραγματικά σε αυτές τις αλλαγές. Ακόμη και αφότου η Κίνα επέβαλε κυρώσεις σε Γερμανούς ακαδημαϊκούς και [γερμανικές] δεξαμενές σκέψης (για τις οποίες δεν είπε τίποτα) τον περασμένο Μάρτιο ως απάντηση στις κυρώσεις της ΕΕ προκειμένου να τιμωρήσει την Κίνα για τις φερόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Σιντζιάνγκ, η Μέρκελ και ο Εμμανουέλ Μακρόν της Γαλλίας προώθησαν την Συνολική Συμφωνία για Επενδύσεις (Comprehensive Agreement on Investment, CAI) μεταξύ ΕΕ και Κίνας. Αυτή ήταν μια εμπορική συμφωνία με στόχο οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να κερδίσουν πρόσβαση στην αγορά της Κίνας -αλλά παρέκαμψε τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα, όπως ο κυβερνητικός έλεγχος σε βασικές βιομηχανίες και η έλλειψη ενός ολοκληρωμένου τρόπου επίλυσης διαφορών. Γερμανοί και Γάλλοι αξιωματούχοι κατέληξαν στην συμφωνία στις 30 Δεκεμβρίου -δύο ημέρες πριν από την λήξη της θητείας της Γερμανίας στην εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ- δείχνοντας πόσο επιθυμούσε η Μέρκελ να κάνει το εμπόριο τον ακρογωνιαίο λίθο των μελλοντικών σχέσεων της Ευρώπης με την Κίνα.