Μπορούν οι στρατοί ΗΠΑ και Κίνας να ξαναμιλήσουν μεταξύ τους; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορούν οι στρατοί ΗΠΑ και Κίνας να ξαναμιλήσουν μεταξύ τους;

Η ασφάλεια στον Ινδο-Ειρηνικό εξαρτάται από την αναβίωση του διμερούς αμυντικού διαλόγου
Περίληψη: 

Σε μια εποχή ανανεωμένου ανταγωνισμού, οι κίνδυνοι ακούσιας κλιμάκωσης είναι υψηλότεροι από ποτέ. Καθώς οι αμερικανικές και κινεζικές δυνάμεις στον Ινδο-Ειρηνικό επιχειρούν σε όλο και πιο κοντινή απόσταση, οι στρατιωτικοί ηγέτες και από τις δύο χώρες πρέπει να δεσμευτούν να συνεργαστούν για να αναπτύξουν ένα ευέλικτο πλαίσιο για ουσιαστική, άμεση επικοινωνία προκειμένου να μετριάσουν τον κίνδυνο ενός καταστροφικού λάθους.

Ο CHRIS LI είναι Διευθυντής Ερευνών στο Πρόγραμμα Ασφάλειας Ινδο-Ειρηνικού στο Κέντρο Επιστημών και Διεθνών Υποθέσεων Belfer της Σχολής Kennedy στο Πανεπιστήμιο Harvard.
Ο ERIC ROSENBACH είναι συν-διευθυντής του Κέντρου Επιστημών και Διεθνών Υποθέσεων Belfer της Σχολής Kennedy στο Πανεπιστήμιο Harvard. Προηγουμένως διετέλεσε βοηθός υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ για την παγκόσμια ασφάλεια.

Σχεδόν εννέα μήνες από την έναρξη της διακυβέρνησης του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, η σχέση της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο έχει πέσει σε ιστορικό χαμηλό. Μετά από μια διπλωματική συνάντηση υψηλού επιπέδου τον Μάρτιο που εξελίχθηκε σε άσχημη ανταλλαγή προσβολών, άκαρπες επισκέψεις στην Κίνα από την υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Wendy Sherman, και τον Ειδικό Προεδρικό Απεσταλμένο για το Κλίμα, John Kerry, και εικονικές κλιματικές συνομιλίες που απέτυχαν να φέρουν σαφή αποτελέσματα, οι δύο μεγάλες δυνάμεις του κόσμου έχουν φτάσει σε ένα επικίνδυνο αδιέξοδο.

18102021-1.jpg

Σε στρατιωτική τελετή στο Νταλιάν της Κίνας, τον Απρίλιο του 2021. China Daily / via Reuters
-----------------------------------------------------------------

Με το να διαμορφώσουν ένα νέο τριμερές σύμφωνο ασφαλείας με το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέστησαν σαφές ότι είναι σοβαρές σχετικά με την υπεράσπιση των συμμάχων τους στην Ασία και την αντιμετώπιση των εδαφικών διεκδικήσεων της Κίνας. Αλλά ενώ η κίνηση χαιρετίστηκε από ορισμένους Δυτικούς σχολιαστές ως ένα χτύπημα στρατηγικής ευφυΐας, αύξησε επίσης απότομα τις στρατιωτικές εντάσεις στον Ινδο-Ειρηνικό.

Κατά την διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας τον περασμένο μήνα, ο Μπάιντεν και ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, συζήτησαν για την «ευθύνη και των δύο χωρών να διασφαλίσουν ότι ο ανταγωνισμός δεν θα στραφεί σε σύγκρουση». Η ιστορία δείχνει ότι η ανοιχτή επικοινωνία είναι ο καλύτερος τρόπος ώστε οι δύο μεγάλες δυνάμεις να υποστηρίξουν αυτήν την ευθύνη, αλλά το πρόσφατο τηλεφώνημα του Σι και του Μπάιντεν ήταν η πρώτη τους συνομιλία σε επτά μήνες. Πιο ανησυχητικά, ούτε ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Lloyd Austin, ούτε η αναπληρώτρια υπουργός Άμυνας, Kathleen Hicks, δεν έχουν συναντηθεί ακόμη με τον Κινέζο ομόλογό τους. Αν και η πρώτη αναφερόμενη επαφή του Πενταγώνου μετά την ορκωμοσία του Μπάιντεν πραγματοποιήθηκε στις 27 Αυγούστου και ακολούθησαν τηλεδιασκέψεις σε επίπεδο αναπληρωτή βοηθού Υπουργού τον Σεπτέμβριο, δεν υπήρξε καμία επικοινωνία στα ανώτερα επίπεδα της στρατιωτικής ηγεσίας.

Όπως υποστήριξαν οι Kurt Campbell και Jake Sullivan [1] σε αυτές τις σελίδες, η κόντρα ΗΠΑ-Κίνας δεν είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί, αλλά μια κατάσταση που πρέπει να τύχει διαχείρισης. Εάν η διοίκηση του Μπάιντεν ελπίζει να διαχειριστεί τον ανταγωνισμό και να τον εμποδίσει να μετατραπεί σε καταστροφή, πρέπει να λάβει επειγόντως μέτρα για να δημιουργήσει και να διατηρήσει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας μεταξύ του Πενταγώνου και των ένοπλων δυνάμεων της Κίνας.

Μετά τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ το 2020, ο στρατηγός Mark Milley, τότε πρόεδρος του Γενικού Επιτελείου, ανησυχούσε τόσο πολύ για το ότι οι ηγέτες της Κίνας προέβλεπαν λανθασμένα μια επικείμενη αμερικανική επίθεση, ώστε διαβεβαίωσε προληπτικά τον Κινέζο ομόλογό του ότι η αμερικανική κυβέρνηση ήταν «σταθερή». Η απόφαση του Milley ίσως κάλλιστα να έχει εμποδίσει μια στρατιωτική σύγκρουση: ιστορικά, ατυχήματα και παρεξηγήσεις έχουν οδηγήσει πολύ συχνά σε πόλεμο.

Σε μια εποχή ανανεωμένου ανταγωνισμού, οι κίνδυνοι ακούσιας κλιμάκωσης -που οδηγούν ακόμη και σε μια πυρηνική αναμέτρηση- είναι υψηλότεροι από ποτέ. Καθώς οι αμερικανικές και κινεζικές δυνάμεις στον Ινδο-Ειρηνικό επιχειρούν σε όλο και πιο κοντινή απόσταση, οι στρατιωτικοί ηγέτες και από τις δύο χώρες πρέπει να δεσμευτούν να συνεργαστούν για να αναπτύξουν ένα ευέλικτο πλαίσιο για ουσιαστική, άμεση επικοινωνία προκειμένου να μετριάσουν τον κίνδυνο λανθασμένου υπολογισμού, να διαχειριστούν αποτελεσματικά την επαγγελματική και ασφαλή συμπεριφορά των δυνάμεων, και να προωθήσουν μηχανισμούς αποσυμπλοκής σε περίπτωση κρίσης. Αν και η επανεκκίνηση της στρατηγικής επικοινωνίας με την Κίνα θα είναι δύσκολη και δεν θα παράγει πάντα απτά αποτελέσματα, η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να την καταστήσει προτεραιότητα.

ΑΜΟΙΒΑΙΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

Ο κίνδυνος λανθασμένου υπολογισμού είναι ιδιαίτερα έντονος γύρω από την Ταϊβάν. Η στρατιωτική στάση του Πεκίνου στο Στενό της Ταϊβάν έχει γίνει όλο και πιο επιθετική [2], με σχεδόν καθημερινές εισβολές στην ζώνη ταυτοποίησης αεροπορικής άμυνας (air defense identification zone) του νησιού, σε συνδυασμό με «ασκήσεις μάχης» που στοχεύουν αμερικανικά πολεμικά πλοία. Όταν μια αντιπροσωπεία της Γερουσίας των ΗΠΑ επισκέφθηκε την Ταϊπέι τον Απρίλιο, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (PLA) έστειλε το αεροπλανοφόρο Liaoning και την ομάδα κρούσης του για να πραγματοποιήσει «εκπαιδευτικές ασκήσεις» στις ακτές της Ταϊβάν. Ξεκινώντας την Παρασκευή 1 Οκτωβρίου, καθώς η Λαϊκή Δημοκρατία γιόρταζε την εθνική εορτή της, και συνεχίζοντας το Σαββατοκύριακο, ο PLA πραγματοποίησε σχεδόν 100 εξόδους αεροσκαφών, συμπεριλαμβανομένων πυρηνικών βομβαρδιστικών και μαχητικών, σε μια απειλητική επίδειξη ισχύος. Εν τω μεταξύ, αεροσκάφη επιτήρησης του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ έχουν πετάξει πάνω από την Ταϊβάν, ενώ αντιτορπιλικά κατευθυνόμενων βλημάτων έχουν περάσει τακτικά από το Στενό της Ταϊβάν, σε αυτό που το Πεντάγωνο επιβεβαίωσε ότι είναι επιδείξεις της αμερικανικής δέσμευσης για έναν ελεύθερο και ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.

Οι εξοικειωμένοι με την διαδικασία στρατιωτικού σχεδιασμού αναγνωρίζουν το πόσο εύκολα μια τυχαία σύγκρουση [σκαφών] θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια μάχη. Οι πολεμικές ασκήσεις και οι προσομοιώσεις του Πενταγώνου δείχνουν ότι μόλις οι στρατιωτικές μηχανές τεθούν σε κίνηση, η κλιμάκωση και η εμπλοκή είναι δύσκολο να αποφευχθούν.