Μπορούν οι στρατοί ΗΠΑ και Κίνας να ξαναμιλήσουν μεταξύ τους; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορούν οι στρατοί ΗΠΑ και Κίνας να ξαναμιλήσουν μεταξύ τους;

Η ασφάλεια στον Ινδο-Ειρηνικό εξαρτάται από την αναβίωση του διμερούς αμυντικού διαλόγου

Σχεδόν εννέα μήνες από την έναρξη της διακυβέρνησης του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, η σχέση της Ουάσιγκτον με το Πεκίνο έχει πέσει σε ιστορικό χαμηλό. Μετά από μια διπλωματική συνάντηση υψηλού επιπέδου τον Μάρτιο που εξελίχθηκε σε άσχημη ανταλλαγή προσβολών, άκαρπες επισκέψεις στην Κίνα από την υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Wendy Sherman, και τον Ειδικό Προεδρικό Απεσταλμένο για το Κλίμα, John Kerry, και εικονικές κλιματικές συνομιλίες που απέτυχαν να φέρουν σαφή αποτελέσματα, οι δύο μεγάλες δυνάμεις του κόσμου έχουν φτάσει σε ένα επικίνδυνο αδιέξοδο.

18102021-1.jpg

Σε στρατιωτική τελετή στο Νταλιάν της Κίνας, τον Απρίλιο του 2021. China Daily / via Reuters
-----------------------------------------------------------------

Με το να διαμορφώσουν ένα νέο τριμερές σύμφωνο ασφαλείας με το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέστησαν σαφές ότι είναι σοβαρές σχετικά με την υπεράσπιση των συμμάχων τους στην Ασία και την αντιμετώπιση των εδαφικών διεκδικήσεων της Κίνας. Αλλά ενώ η κίνηση χαιρετίστηκε από ορισμένους Δυτικούς σχολιαστές ως ένα χτύπημα στρατηγικής ευφυΐας, αύξησε επίσης απότομα τις στρατιωτικές εντάσεις στον Ινδο-Ειρηνικό.

Κατά την διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας τον περασμένο μήνα, ο Μπάιντεν και ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, συζήτησαν για την «ευθύνη και των δύο χωρών να διασφαλίσουν ότι ο ανταγωνισμός δεν θα στραφεί σε σύγκρουση». Η ιστορία δείχνει ότι η ανοιχτή επικοινωνία είναι ο καλύτερος τρόπος ώστε οι δύο μεγάλες δυνάμεις να υποστηρίξουν αυτήν την ευθύνη, αλλά το πρόσφατο τηλεφώνημα του Σι και του Μπάιντεν ήταν η πρώτη τους συνομιλία σε επτά μήνες. Πιο ανησυχητικά, ούτε ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Lloyd Austin, ούτε η αναπληρώτρια υπουργός Άμυνας, Kathleen Hicks, δεν έχουν συναντηθεί ακόμη με τον Κινέζο ομόλογό τους. Αν και η πρώτη αναφερόμενη επαφή του Πενταγώνου μετά την ορκωμοσία του Μπάιντεν πραγματοποιήθηκε στις 27 Αυγούστου και ακολούθησαν τηλεδιασκέψεις σε επίπεδο αναπληρωτή βοηθού Υπουργού τον Σεπτέμβριο, δεν υπήρξε καμία επικοινωνία στα ανώτερα επίπεδα της στρατιωτικής ηγεσίας.

Όπως υποστήριξαν οι Kurt Campbell και Jake Sullivan [1] σε αυτές τις σελίδες, η κόντρα ΗΠΑ-Κίνας δεν είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί, αλλά μια κατάσταση που πρέπει να τύχει διαχείρισης. Εάν η διοίκηση του Μπάιντεν ελπίζει να διαχειριστεί τον ανταγωνισμό και να τον εμποδίσει να μετατραπεί σε καταστροφή, πρέπει να λάβει επειγόντως μέτρα για να δημιουργήσει και να διατηρήσει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας μεταξύ του Πενταγώνου και των ένοπλων δυνάμεων της Κίνας.

Μετά τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ το 2020, ο στρατηγός Mark Milley, τότε πρόεδρος του Γενικού Επιτελείου, ανησυχούσε τόσο πολύ για το ότι οι ηγέτες της Κίνας προέβλεπαν λανθασμένα μια επικείμενη αμερικανική επίθεση, ώστε διαβεβαίωσε προληπτικά τον Κινέζο ομόλογό του ότι η αμερικανική κυβέρνηση ήταν «σταθερή». Η απόφαση του Milley ίσως κάλλιστα να έχει εμποδίσει μια στρατιωτική σύγκρουση: ιστορικά, ατυχήματα και παρεξηγήσεις έχουν οδηγήσει πολύ συχνά σε πόλεμο.

Σε μια εποχή ανανεωμένου ανταγωνισμού, οι κίνδυνοι ακούσιας κλιμάκωσης -που οδηγούν ακόμη και σε μια πυρηνική αναμέτρηση- είναι υψηλότεροι από ποτέ. Καθώς οι αμερικανικές και κινεζικές δυνάμεις στον Ινδο-Ειρηνικό επιχειρούν σε όλο και πιο κοντινή απόσταση, οι στρατιωτικοί ηγέτες και από τις δύο χώρες πρέπει να δεσμευτούν να συνεργαστούν για να αναπτύξουν ένα ευέλικτο πλαίσιο για ουσιαστική, άμεση επικοινωνία προκειμένου να μετριάσουν τον κίνδυνο λανθασμένου υπολογισμού, να διαχειριστούν αποτελεσματικά την επαγγελματική και ασφαλή συμπεριφορά των δυνάμεων, και να προωθήσουν μηχανισμούς αποσυμπλοκής σε περίπτωση κρίσης. Αν και η επανεκκίνηση της στρατηγικής επικοινωνίας με την Κίνα θα είναι δύσκολη και δεν θα παράγει πάντα απτά αποτελέσματα, η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να την καταστήσει προτεραιότητα.

ΑΜΟΙΒΑΙΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ

Ο κίνδυνος λανθασμένου υπολογισμού είναι ιδιαίτερα έντονος γύρω από την Ταϊβάν. Η στρατιωτική στάση του Πεκίνου στο Στενό της Ταϊβάν έχει γίνει όλο και πιο επιθετική [2], με σχεδόν καθημερινές εισβολές στην ζώνη ταυτοποίησης αεροπορικής άμυνας (air defense identification zone) του νησιού, σε συνδυασμό με «ασκήσεις μάχης» που στοχεύουν αμερικανικά πολεμικά πλοία. Όταν μια αντιπροσωπεία της Γερουσίας των ΗΠΑ επισκέφθηκε την Ταϊπέι τον Απρίλιο, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (PLA) έστειλε το αεροπλανοφόρο Liaoning και την ομάδα κρούσης του για να πραγματοποιήσει «εκπαιδευτικές ασκήσεις» στις ακτές της Ταϊβάν. Ξεκινώντας την Παρασκευή 1 Οκτωβρίου, καθώς η Λαϊκή Δημοκρατία γιόρταζε την εθνική εορτή της, και συνεχίζοντας το Σαββατοκύριακο, ο PLA πραγματοποίησε σχεδόν 100 εξόδους αεροσκαφών, συμπεριλαμβανομένων πυρηνικών βομβαρδιστικών και μαχητικών, σε μια απειλητική επίδειξη ισχύος. Εν τω μεταξύ, αεροσκάφη επιτήρησης του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ έχουν πετάξει πάνω από την Ταϊβάν, ενώ αντιτορπιλικά κατευθυνόμενων βλημάτων έχουν περάσει τακτικά από το Στενό της Ταϊβάν, σε αυτό που το Πεντάγωνο επιβεβαίωσε ότι είναι επιδείξεις της αμερικανικής δέσμευσης για έναν ελεύθερο και ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.

Οι εξοικειωμένοι με την διαδικασία στρατιωτικού σχεδιασμού αναγνωρίζουν το πόσο εύκολα μια τυχαία σύγκρουση [σκαφών] θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια μάχη. Οι πολεμικές ασκήσεις και οι προσομοιώσεις του Πενταγώνου δείχνουν ότι μόλις οι στρατιωτικές μηχανές τεθούν σε κίνηση, η κλιμάκωση και η εμπλοκή είναι δύσκολο να αποφευχθούν.

Τα ανησυχητικά σενάρια δεν είναι εντελώς υποθετικά. Το 2001, όταν ένα αναγνωριστικό αεροσκάφος του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού EP-3 συγκρούστηκε με ένα μαχητικό F-8 του PLA πάνω από την Θάλασσα της Νότιας Κίνας, οδηγώντας στον θάνατο έναν Κινέζο πιλότο και αναγκάζοντας το αμερικανικό αεροσκάφος να κάνει αναγκαστική προσγείωση στο νησί Χαϊνάν της Κίνας, ακολούθησε στρατιωτική και διπλωματική αντιπαράθεση 11 ημερών. Ο τότε πρέσβης των ΗΠΑ στην Κίνα, ο συνταξιούχος ναύαρχος Joseph Prueher, αργότερα αναθυμήθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να επικοινωνήσει με ανώτερους Κινέζους στρατιωτικούς αξιωματούχους τις πρώτες ώρες της κρίσης. Η διαμάχη έληξε μόνο αφού έμπειροι διπλωμάτες εξουδετέρωσαν το περιστατικό με μια προσεκτικά διατυπωμένη επιστολή, και το αμερικανικό πλήρωμα αφέθηκε ελεύθερο από τις κινεζικές φυλακές.

Σήμερα, μια τυχαία σύγκρουση στο Στενό της Ταϊβάν ή στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας -ή ακόμη και στην Κορεατική Χερσόνησο- σε συνδυασμό με κυβερνοεπιθέσεις και επιδεινούμενες εθνικιστικές πιέσεις στο εσωτερικό, θα μπορούσε να θέσει και τις δύο χώρες σε μια πορεία ολοκληρωτικού πολέμου. Και αν οι Αμερικανοί και οι Κινέζοι ηγέτες αποτύχουν να δημιουργήσουν έναν ουσιαστικό διάλογο στρατού προς στρατό, το ερώτημα δεν θα είναι εάν θα συμβεί ένα τέτοιο ατύχημα, αλλά πότε.

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΑ

Αμφότερες οι κυβερνήσεις πρέπει να δεσμευτούν για την επανεκκίνηση διμερών συνομιλιών υψηλού επιπέδου μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών αξιωματούχων και την επέκταση των ελέγχων και των εγγυήσεων για τον περιορισμό του ανταγωνισμού, και να προετοιμαστούν για κρίσεις πριν από την εμφάνισή τους. Αρχικά, και οι δύο χώρες πρέπει να λάβουν άμεσα μέτρα για να κανονίσουν συναντήσεις μεταξύ ανώτερων ηγετών των αντίστοιχων ενόπλων δυνάμεών τους.

Καμία πλευρά δεν πρέπει να επιτρέψει στις οργανωτικές διαφορές μεταξύ των δύο στρατών να παρεμποδίσουν την ουσιαστική ανταλλαγή [απόψεων]. Πρόσφατα, προέκυψε διαμάχη όταν απορρίφθηκαν τα αιτήματα του Υπουργού Austin να μιλήσει με τον στρατηγό Xu Qiliang, αντιπρόεδρο της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής και ανώτατο στρατιωτικό αξιωματικό της Κίνας. Εν τω μεταξύ, τα κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης κατηγόρησαν [3] το Πεντάγωνο ότι παραβίασε το διπλωματικό πρωτόκολλο με το να αρνηθεί να μιλήσει, αντί με αυτόν, με τον πιο κατώτερο υπουργό Άμυνας. Ενώ ο ομόλογος του υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ, ο Κινέζος υπουργός Άμυνας Wei Fenghe, μπορεί να μην έχει ισοδύναμο λειτουργικό καθεστώς, οι αρχηγοί του Πενταγώνου των προηγούμενων διοικήσεων συναντώντο σταθερά με τους Κινέζους Υπουργούς Άμυνας. Η κινεζική στρατιωτική δομή μοιράζει την εξουσία διαφορετικά από το Πεντάγωνο, και ενώ ο εξωστρεφής Υπουργός Άμυνας είναι υφιστάμενος του αντιπροέδρου, αμφότεροι αποτελούν μέλη της ανώτερης ηγεσίας της Κεντρικής Στρατιωτικής Επιτροπής, η οποία ασκεί την διοίκηση και τον έλεγχο της PLA.

Ο Austin θα πρέπει να ξεκινήσει διάλογο με οποιονδήποτε ανώτερο Κινέζο ηγέτη στην Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή. Συχνά συμβαίνουν παραγωγικές δεσμεύσεις μεταξύ διαφορετικών επιπέδων ηγεσίας και στο παρελθόν, οι Κινέζοι ηγέτες συχνά προσέφεραν συναντήσεις με προοδευτικά πιο υψηλόβαθμους αξιωματούχους προκειμένου να καταδείξουν πρόοδο με την πάροδο του χρόνου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα θα πρέπει επίσης να δεσμευτούν να αποκαταστήσουν μια επίσημη δομή για την επικοινωνία μεταξύ των Αμερικανών αρχηγών του Γενικού Επιτελείου και του κινεζικού Τμήματος Γενικού Επιτελείου, [μια δομή] που δεν υπήρχε μετά από την επίσκεψη του πρώην αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, στρατηγού Joe Dunford, στο Πεκίνο το 2017. Οι περισσότεροι σημαντικοί, ανώτεροι αξιωματούχοι του Πενταγώνου πρέπει να επανεξετάσουν θεμελιωδώς την φύση των μηχανισμών διαχείρισης κρίσεων και να χρησιμοποιήσουν τις επικοινωνίες μεταξύ στρατιωτικών αξιωματικών εν αποστρατεία και αξιωματούχων στους αποκαλούμενους παρασκηνιακούς διαλόγους Track 1.5 και Track II.

Και οι δύο στρατοί πρέπει επίσης να δώσουν προτεραιότητα στην διαρκή επαφή πρόσωπο με πρόσωπο, με τις αρχικές συναντήσεις ανώτερων επιπέδων να χρησιμεύουν ως αφετηρία για επαναλαμβανόμενες λειτουργικές δεσμεύσεις που επικεντρώνονται στην πρακτική συνεργασία για την προώθηση της αποσυμπλοκής και της επιχειρησιακής εμπιστοσύνης. Το επίκεντρο πρέπει να είναι στο διάστημα και στον κυβερνοχώρο [4], καθώς και στην ασφαλή συμπεριφορά των ναυτικών δυνάμεων στην θάλασσα. Ο κοινός μηχανισμός διαλόγου μεταξύ προσωπικού, ο οποίος ξεκίνησε υπό την διοίκηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ το 2017 και επέτρεψε την διμερή επικοινωνία σε επίπεδο τριών αστέρων, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πρότυπο.

ΞΕΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ

Η έλλειψη επιτυχίας στις προηγούμενες προσπάθειες για την δημιουργία προστατευτικών ορίων [5] και μετριασμό του κινδύνου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην συνεπή άρνηση της κινεζικής κυβέρνησης να συμμετάσχει. Τον Δεκέμβριο του 2020, για παράδειγμα, εκπρόσωποι του ναυτικού της Κίνας δεν εμφανίστηκαν για προγραμματισμένες συναντήσεις με την Διοίκηση Ινδο-Ειρηνικού των ΗΠΑ ως μέρος της Στρατιωτικής Θαλάσσιας Συμβουλευτικής Συμφωνίας (Military Maritime Consultative Agreement). Πολλά από αυτά [τα περιστατικά] προέρχονται από την πολιτική κουλτούρα της Κίνας, στην οποία ο βαθμός επικοινωνίας είναι προϊόν της υγείας της συνολικής σχέσης και οι αξιωματούχοι της Άμυνας είναι επιφυλακτικοί όσον αφορά την στρατιωτική δέσμευση, με το σκεπτικό ότι νομιμοποιεί την παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή. Και λόγω των πολιτικών πιέσεων στην αλυσίδα διοίκησης και των άκαμπτων ιεραρχιών στον PLA, οι κορυφαίοι Κινέζοι αξιωματικοί είναι ιδιαίτερα απρόθυμοι να εμπλακούν. Αφότου οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα καθιέρωσαν το 2008 μια ασφαλή διμερή «αμυντικό τηλεφωνική γραμμή» ως μηχανισμό ειδοποίησης κρίσεων, η γραμμή χρησιμοποιήθηκε σπάνια. Ο κορυφαίος αξιωματούχος της κυβέρνησης Μπάιντεν στον Ινδο-Ειρηνικό, Kurt Campbell, σημείωσε πρόσφατα ότι σε προηγούμενες περιπτώσεις όταν οι αξιωματούχοι του αμερικανικού στρατού προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με τους Κινέζους ομολόγους τους χρησιμοποιώντας την τηλεφωνική γραμμή, «απλώς χτυπούσε σε ένα άδειο δωμάτιο επί ώρες».

Ωστόσο, υπάρχει λόγος για συγκρατημένη αισιοδοξία ότι μια τέτοια επιφυλακτικότητα μπορεί να ξεπεραστεί. Ενώ στο παρελθόν οι Κινέζοι στρατιωτικοί ηγέτες δίσταζαν να εμπλακούν από φόβο ότι θα μπορούσαν να αποκαλύψουν λειτουργικά τρωτά σημεία, οι ανησυχίες αυτές μειώνονται καθώς ο PLA εκσυγχρονίζεται και αναγνωρίζεται ως ομότιμος ανταγωνιστής [6]. Οι αμερικανικές και οι κινεζικές δυνάμεις λειτουργούν σε στενότερη γειτνίαση σήμερα σε μεγαλύτερο αριθμό τομέων (διαστήματος και κυβερνοχώρου), καθιστώντας τον μετριασμό του κινδύνου ενδιαφέροντα και για τις δύο χώρες. Ο Σι έχει εδραιώσει επαρκή επίσημη και άτυπη επιρροή στον στρατό, καθιστώντας την εξωτερική προσέγγιση ασήμαντο πολιτικό ρίσκο. Και όπως υποστήριξε ο διευθυντής του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας της Κίνας, Rush Doshi [7], η ανησυχία του Πεκίνου ότι οι μηχανισμοί στρατού με στρατό θα προκαλούσαν συγκρίσεις του Ψυχρού Πολέμου είναι αμφίβολη, δεδομένης της νέας διακομματικής συναίνεσης στην Ουάσιγκτον ότι η Κίνα είναι στρατηγικός ανταγωνιστής. Επιπλέον, η ανακοίνωση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παράσχουν στην Αυστραλία υποβρύχια πυρηνικής ενέργειας, παρά την προβλεπόμενη εχθρική απάντηση από την Κίνα, ίσως στην πραγματικότητα να κάνει τους ηγέτες του PLA πιο δεκτικούς στον αναβίωση του διαλόγου στρατού με στρατό: είτε τους αρέσει είτε όχι, οι ηγέτες της Κίνας καταλαβαίνουν ότι οι αμερικανικές δεσμεύσεις ασφαλείας και οι συμμαχίες στην περιοχή θα ενισχυθούν, οπότε είναι προς το συμφέρον τους να επικοινωνήσουν στρατιωτικά.

Ίσως το πιο σημαντικό, υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Σι έχει μεγάλο προσωπικό ενδιαφέρον για την βελτίωση της στρατιωτικής δέσμευσης, όπως αποδείχθηκε από τις παρατηρήσεις του [8] κατά την διάρκεια μιας ασυνήθιστης ιδιωτικής συνάντησης με τον Dunford τον Αύγουστο του 2017, στην οποία εξέφρασε την ελπίδα ότι οι σχέσεις στρατού με στρατό θα μπορούσαν χρησιμεύουν ως σταθεροποιητική δύναμη στην συνολική διμερή σχέση. Η αναζωογόνηση του διαλόγου στρατού με στρατό θα ήταν απόλυτα συνεπής με τη μακροχρόνια πολιτική των ΗΠΑ, υπό τους Ρεπουμπλικάνους και τους Δημοκρατικούς προέδρους. Η έκθεση της κυβέρνησης Τραμπ για τον στρατό της Κίνας το 2018 [9] επαινούσε την συνεργασία του Υπουργείου Άμυνας με την Κίνα ως υποστηρικτική μιας «συνολικής πολιτικής και στρατηγικής των ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα» και την σχέση στρατού με στρατό ως «σταθεροποιητικό στοιχείο της συνολικής διμερούς σχέσης». Και τον Ιούλιο, ο υπουργός Άμυνας, Austin, δήλωσε [10] την σταθερή δέσμευσή του για «ισχυρότερες επικοινωνίες κρίσης» με τον PLA.

Το να ζητάμε διάλογο και επικοινωνία με την στρατιωτική ηγεσία της Κίνας δεν σημαίνει ότι συγχωρούμε την επιθετικότητα της χώρας ή την καταστολή του Πεκίνου στο εσωτερικό της. Ακόμα και στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν, ενώ κατήγγειλε την Σοβιετική Ένωση ως «αυτοκρατορία του κακού», φιλοξένησε τον Σοβιετικό ηγέτη [11] Μιχαήλ Γκορμπατσόφ για διαπραγματεύσεις για τον έλεγχο των εξοπλισμών. Πιο πρόσφατα, κατά την διάρκεια του πολέμου στην Συρία, η κυβέρνηση Τραμπ επιδίωξε στρατιωτικές επαφές υψηλού επιπέδου μέσω ιδιωτικού καναλιού μεταξύ του Dunford και του Ρώσου Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Valery Gerasimov. Εκτός από μια ανοιχτή γραμμή μεταξύ αμερικανικών στρατιωτικών αξιωματικών στο κέντρο επιχειρήσεων στο Κατάρ και Ρώσων ομολόγων τους στην Συρία, ο διάλογος μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων των δύο χωρών σε επίπεδο τριών αστέρων βοήθησε να διασφαλιστεί ότι οι στρατιωτικές δραστηριότητες δεν δημιουργούν κινδύνους με την αντίπαλη χώρα που θα μπορούσαν γρήγορα να ξεφύγουν από τον έλεγχο.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα βρίσκονται σε μια επικίνδυνη οδό στον Ινδο-Ειρηνικό. Και οι δύο πλευρές πρέπει να αδράξουν την ευκαιρία για να αποτρέψουν μια ευρύτερη σύγκρουση πριν να είναι πολύ αργά.

Σύνδεσμοι:
[1] http://www.foreignaffairs.com/articles/china/competition-with-china-with...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-06-03/china-taiwan-wa...
[3] https://www.globaltimes.cn/page/202105/1224293.shtml
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2020-04-13/making-cyberspa...
[5] http://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-02-05/kevin-ru...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/2019-12-10/age-great-power-compe...
[7] https://www.brookings.edu/wp-content/uploads/2020/11/Rush-Doshi.pdf
[8] https://www.thewirechina.com/2021/04/11/joe-dunford-on-the-military-dime...
[9] https://media.defense.gov/2018/Aug/16/2001955282/-1/-1/1/2018-CHINA-MILI...
[10] https://www.defense.gov/Newsroom/Transcripts/Transcript/Article/2711025/...
[11] https://www.whitehousehistory.org/photos/president-reagan-with-general-s...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-10-15/can-us-and-chin...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition