Όταν ο Μπάιντεν συναντήσει τον Σι | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όταν ο Μπάιντεν συναντήσει τον Σι

Η διπλωματία δεν μπορεί να επιδιορθώσει την σχέση -αλλά ακόμα μπορεί να αποτρέψει την καταστροφή

Δεν είναι μυστικό ότι η σχέση ΗΠΑ-Κίνας έχει εισέλθει σε επικίνδυνο και ασταθές έδαφος. Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, που πρόσφατα ανυψώθηκε από την Έκτη Ολομέλεια του Κόμματος στην κορυφή του σοσιαλιστικού μεγαλείου (μαζί με τον Μάο Τσε Τουνγκ), βλέπει τον κόσμο σε μια ταραχώδη κατάσταση «χωρίς προηγούμενο στον περασμένο αιώνα». Η Ανατολή, κατά την άποψή του, ανεβαίνει, ενώ η Δύση βρίσκεται σε παρακμή. Η Κίνα, είπε ο Σι, έχει «τον χρόνο και την δυναμική με το μέρος της». Για να εκμεταλλευτεί αυτόν τον ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων, άφησε κατά μέρος την επιφυλακτικότητα του πρώην Κινέζου ηγέτη, Ντενγκ Σιαοπίνγκ, υπέρ μιας πολύ πιο διεκδικητικής, ανταγωνιστικής, και ασυμβίβαστης διεθνούς στάσης. Κάτω από το λάβαρο της «διπλής κυκλοφορίας», ο Xi έχει εντείνει την προσπάθειά του για γηγενή τεχνολογία ώστε να μειώσει την εξάρτηση της Κίνας από τον κόσμο ενώ παράλληλα θα αυξάνει την εξάρτηση του κόσμου από την Κίνα.

15112021-1.jpg

Ο Joesph Biden και ο Xi Jinping στο Πεκίνο, τον Αύγουστο του 2011. How Hwee Young / Reuters
-------------------------------------------------

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, εν τω μεταξύ, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν λειτουργεί σε ένα πολιτικό περιβάλλον γεμάτο διακομματική καχυποψία, απογοήτευση, και εχθρότητα προς την Κίνα. Αντιμετωπίζει τις άχαρες δοκιμασίες της συμμαχίας εγγενώς ανεξέλεγκτων παραγόντων καθώς προσπαθεί να συσπειρώσει εταίρους για να απωθήσει την προβληματική κινεζική συμπεριφορά. Αντιμετωπίζει μια ανησυχητική σειρά νέων δυνατοτήτων που το Πεκίνο φέρνει σε λειτουργία. Για παράδειγμα, η πρόσφατα δημοσιευμένη έκθεση «China Military Power Report» του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ προβλέπει ότι το Πεκίνο θα αποκτήσει περίπου 1.000 παραδοτέες πυρηνικές κεφαλές έως το 2030 -υπερδιπλάσιες από τις μόλις περυσινές εκτιμήσεις του Πενταγώνου. Αυτή η δραματική επιτάχυνση, συν το μέγεθος των κινεζικών επενδύσεων σε πυρηνικά «τριαδικά» συστήματα παράδοσης, υποδηλώνει μια ανησυχητική στροφή από την πυρηνική αποτροπή στην ικανότητα πυρηνικής μάχης.

Μια σειρά από άλλα ενοχλητικά προβλήματα επιβαρύνει πολύ την σχέση ΗΠΑ-Κίνας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ανησυχούν όλο και περισσότερο για την κινεζική Πρωτοβουλία Ζώνη και Οδός (Belt and Road Initiative, BRI) [1], την εξαγωγή τεχνολογίας παρακολουθήσεων, και την επανέναρξη της κρατικά χρηματοδοτούμενης κυβερνοκλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας. Αυτές οι ανησυχίες επικαλύπτονται από μακροχρόνιες καταγγελίες για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές της Κίνας, τη μεταχείριση των μειονοτήτων, την δυσανεξία στην πολιτική έκφραση, και τον εκφοβισμό των γειτόνων της. Το Πεκίνο έχει επίσης έναν μακρύ κατάλογο παραπόνων, όπως η κατηγορία της Ουάσιγκτον για γενοκτονία στην [επαρχία] Xinjiang, οι νέες κυρώσεις και περιορισμοί από τις ΗΠΑ, η προηγούμενη κράτηση της οικονομικής διευθύντριας της Huawei, Meng Wangzhou, οι ισχυρές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, και η κλιμάκωση των χειρονομιών υποστήριξης προς την Ταϊβάν.

Σε αυτό το έμφορτο πλαίσιο, ο Μπάιντεν και ο Σι ανακοίνωσαν τα σχέδιά τους να πραγματοποιήσουν μια «εικονική σύνοδο κορυφής» στις 15 Νοεμβρίου. Τα νέα της τηλεδιάσκεψης έχουν προκαλέσει ένα μείγμα ελπίδων και φόβων. Είναι η πρώτη συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο μεταξύ των δύο προέδρων, αν και εικονική, και για ορισμένους παρατηρητές στις δύο χώρες και σε όλο τον κόσμο, αντιπροσωπεύει ένα πιθανό σημείο καμπής: μια ευκαιρία να αλλάξουν οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας προς μια συνεργατική βάση. Για άλλους, ιδιαίτερα τους σκεπτικιστές στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο φόβος είναι ότι ο Μπάιντεν θα εξαπατηθεί [για να εισέλθει] σε έναν ακόμη γύρο διμερών διαλόγων που παράγει μόνο κενές υποσχέσεις και δίνει χρόνο στην Κίνα για να δυναμώσει.

Αλλά και οι δύο προοπτικές χάνουν το νόημα. Ο Μπάιντεν και η ομάδα του είναι βετεράνοι που ανέλαβαν τα καθήκοντά τους καταληφθέντες από την αίσθηση του επείγοντος στον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων και αποφασισμένοι να απορρίψουν τις μαζικές τελετουργικές συναντήσεις που ευνοεί το Πεκίνο. Δεν θα παρασυρθούν σε μη παραγωγικούς διαλόγους. Από την άλλη πλευρά, οι προσδοκίες για αυτήν την σύνοδο πρέπει κατ' ανάγκη να είναι μετριοπαθείς, δεδομένου ότι κανένα από τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα δεν θα υποκύψει σε γρήγορες επιδιορθώσεις —και δεδομένου ότι οι κλήσεις Zoom δεν υποκαθιστούν την εκτεταμένη κατά πρόσωπο δέσμευση. Ωστόσο, ακόμη κι αν δεν πρόκειται να υπάρξει δραματική πρόοδος, η διπλωματία μπορεί να εξυπηρετήσει έναν κρίσιμο σκοπό. Αυτή η συνάντηση προσφέρει στον Μπάιντεν και τον Σι μια σημαντική ευκαιρία να ξεκινήσουν την δημιουργία κρίσιμων προστατευτικών ορίων για να βοηθήσουν στην αποτροπή μιας κρίσης [2].

Εάν ο Μπάιντεν και ο Σι καταφέρουν να καθιερώσουν έναν τακτικό ρυθμό επικοινωνίας, που θα οδηγήσει σε κατ' ιδίαν συναντήσεις όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες, τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα μπορούν να διαχειριστούν πιο εύκολα την αστάθεια και το ρίσκο στην σχέση τους. Εάν μπορούν να ανοίξουν διαύλους αυθεντικής επικοινωνίας σε χαμηλότερα επίπεδα που στοχεύουν στην ενημέρωση και την εξερεύνηση αντί να καυχώνται και να επικρίνουν, μπορούν να βελτιώσουν τις προοπτικές για διαχειριζόμενο -αν και ακόμα έντονο- ανταγωνισμό. Εάν η διαβεβαίωση του Μπάιντεν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν προσηλωμένες σε μια γνήσια πολιτική «μιας Κίνας» είναι αξιόπιστη για τον Σι, και εάν η διαβεβαίωση του Σι ότι η Κίνα παραμένει δεσμευμένη στην ειρηνική επίλυση του καθεστώτος της Ταϊβάν είναι αξιόπιστη για τον Μπάιντεν, τότε μπορούν να μειώσουν τις εντάσεις σε αυτό το καυτό σημείο. Με αυτόν τον τρόπο, οι δύο ηγέτες θα μπορούσαν να βοηθήσουν να αποτραπεί ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας από το να εξελιχθεί σε ολοένα και πιο επικίνδυνη αντιπαράθεση.

ΣΤΑΜΑΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΦΑΥΛΟ ΚΥΚΛΟ

Όταν ο Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο, το Πεκίνο φαινόταν να τρέφει μη ρεαλιστικές προσδοκίες ότι ο νέος πρόεδρος θα άρει γρήγορα τους δασμούς και θα επέστρεφε τις σχέσεις στην σχετική αισιοδοξία της εποχής Ομπάμα. Μετά από τέσσερα ταραχώδη χρόνια απρόβλεπτων ανατροπών πολιτικής και εχθρικής ρητορικής από την κυβέρνηση Τραμπ, πολλοί Κινέζοι αξιωματούχοι καλωσόρισαν την εκλογή ενός σώφρονα και έμπειρου ηγέτη με δεκαετή φιλία με τον Σι και εκτενή εμπειρία στην εξωτερική πολιτική. Κατέγραψαν την ισχυρή θέση του υποψηφίου Μπάιντεν για την Κίνα και υπέθεσαν ότι μόλις εκλεγόταν, θα άλλαζε πορεία, όπως είχαν κάνει πολλοί από τους προκατόχους του.

Ωστόσο, αυτές ελπίδες διαψεύστηκαν γρήγορα από τις δύσκολες συζητήσεις και τους σκληρούς διαγκωνισμούς της νέας κυβέρνησης, και ήδη στον πρώτο χρόνο της προεδρίας Μπάιντεν, η σχέση ΗΠΑ-Κίνας εξακολουθεί να είναι βυθισμένη σε βαθιά δυσπιστία και χαρακτηρίζεται από άκρατο, κυρίως μηδενικού αθροίσματος ανταγωνισμό. Η εστίαση του Μπάιντεν στην εγχώρια ανανέωση και στην επιδιόρθωση των συμμαχιών, συνδεδεμένη με την πεποίθησή του ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ενισχύσουν την θέση τους προκειμένου να εμπλακούν αποτελεσματικά, σήμαινε ότι ο πρόεδρος δεν βιαζόταν να εμβαθύνει στις διαπραγματεύσεις με το Πεκίνο. Η απογοήτευση των ΗΠΑ με τους διαλόγους που δεν είχαν καλή απόδοση στα χρόνια του Τζορτζ Μπους [του νεώτερου] και του Ομπάμα βοήθησε να αποθαρρυνθούν περαιτέρω οι διμερείς διαπραγματεύσεις. Ως αποτέλεσμα, η δέσμευση, η οποία είχε σταματήσει μέχρι το τέλος της διακυβέρνησης Τραμπ, αποδείχθηκε δύσκολο να ξαναρχίσει.

Πολλοί Κινέζοι αξιωματούχοι -ίσως συμπεριλαμβανομένου του Σι- ένιωσαν απογοητευμένοι, αν όχι προδομένοι, από την σκληρή γραμμή του Μπάιντεν και την προσπάθειά του να οικοδομήσει διεθνείς συνασπισμούς σε αντίθεση ως προς την Κίνα. Οι διαψευσμένες ελπίδες τους, μαζί με ένα νέο επίπεδο ύβρεως, έχουν τροφοδοτήσει ολοένα και πιο πολεμικές θέσεις από Κινέζους αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου του εξάψαλμου μπροστά στις κάμερες από τον Yang Jiechi, κορυφαίο στέλεχος της εξωτερικής πολιτικής του κόμματος, σε μια συνάντηση τον Μάρτιο στο Anchorage της Αλάσκας, με τον Υπουργό Εξωτερικών, Antony Blinken, και τον Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, Jake Sullivan. Η κινεζική οργή εκδηλώθηκε ξανά με την απαίσια μεταχείριση της επισκέπτριας αναπληρώτριας υπουργού Εξωτερικών, Wendy Sherman, τον Ιούλιο, όταν, εκτός από άλλες αθλιότητες, το κινεζικό Υπουργείο Εξωτερικών δημοσίευσε τον κατάλογο των αιτημάτων του προς την Ουάσιγκτον, ενώ η συνάντησή της ήταν ακόμη σε εξέλιξη. Σε κάθε συνάντηση με αξιωματούχους της κυβέρνησης Μπάιντεν, το Πεκίνο επέμενε ότι η συνεργασία βρισκόταν εν αναμονή έως ότου οι Ηνωμένες Πολιτείες ενεργούσαν για να «βελτιώσουν την ατμόσφαιρα και να επιστρέψουν στον “σωστό” δρόμο» του σεβασμού των «βασικών συμφερόντων της Κίνας». Στην πραγματικότητα, το μήνυμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν «να άρουν τους δασμούς, να καταργήσουν τους ελέγχους επί των εξαγωγών, να κάνουν πίσω σε ζητήματα όπως η Ταϊβάν, η Σιντζιάνγκ, το Χονγκ Κονγκ, και η Θάλασσα της Νότιας Κίνας —και μετά μπορούμε να μιλήσουμε».

Αυτές οι απαιτήσεις τύπου «Πολεμιστή Λύκου» είναι εμβληματικές του πόσο δύσκολη έχει γίνει η διπλωματία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Σήμερα, κάθε πλευρά είναι πεπεισμένη για την ανωτερότητα του δικού της συστήματος και επικεντρώνεται στις αδυναμίες του άλλου. Καθένας φαίνεται αποφασισμένος να πραγματοποιήσει μια αλλαγή συμπεριφοράς της άλλης πλευράς μέσω αποτροπής και εξαναγκασμού και όχι μέσω κινήτρων ή συμβιβασμού. Για την Κίνα, το 2021 ήταν μια χρονιά υψηλής τεστοστερόνης με εθνικιστικές επετείους και επιθετική θεληματικότητα -στα σύνορα με την Ινδία, προς την Αυστραλία και τον Καναδά, στις Θάλασσες της Ανατολικής Κίνας και της Νότιας Κίνας, και στα στενά της Ταϊβάν. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν ένα έτος αγώνα και ανάκαμψης κατά το οποίο η «πρόκληση της Κίνας» υπήρξε μια σημαντική δύναμη εμψύχωσης. Αυτό καθιστά την συνάντηση της 15ης Νοεμβρίου μια σπάνια και σημαντική ευκαιρία για τους ηγέτες ώστε να προσπαθήσουν να αλλάξουν τον τόνο και να μειώσουν την προοπτική μιας αποσταθεροποιητικής κρίσης.

Η Ταϊβάν παρουσιάζει έναν ιδιαίτερο κίνδυνο [3], ειδικά σε μια εποχή που οι μηχανισμοί επικοινωνίας κρίσεων ΗΠΑ-Κίνας και τα αμοιβαία προστατευτικά όρια έχουν ατροφήσει, προσελκύοντας λανθασμένους υπολογισμούς και εμποδίζοντας την αποκλιμάκωση σε περίπτωση ενός επεισοδίου. Μέσα και γύρω από την Ταϊβάν, η επιθετική στρατιωτική σηματοδότηση, η πρόσβαση σε ημιαγωγούς, και οι ριψοκίνδυνες πολιτικές χειρονομίες έχουν δημιουργήσει ένα εύφλεκτο μείγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ανεπιθύμητη συγκρουσιακή αναμέτρηση που κανένα από τα μέρη δεν μπορεί εύκολα να σταματήσει. Όπως ο Μπάιντεν λατρεύει να λέει, το μόνο χειρότερο πράγμα από έναν πόλεμο είναι ένας ακούσιος πόλεμος [4].

Αν και αυτή η επερχόμενη σύνοδος κορυφής δεν μπορεί να επιλύσει, ή ακόμη και να αρχίσει να επιλύει, ζητήματα όπως το μέλλον της Ταϊβάν, αντιπροσωπεύει όντως μια ευκαιρία και για τους δύο ηγέτες να αποκαταστήσουν ορισμένες από τις δικλείδες ασφαλείας που μπορούν να αποτρέψουν την βίαιη επίλυση αυτών των διαφορών. Και είναι ζωτικής σημασίας αυτή η σύνοδος κορυφής να βοηθήσει στην έναρξη μιας τέτοιας προσπάθειας, καθώς τόσο τα εσωτερικά πολιτικά ημερολόγια των ΗΠΑ όσο και της Κίνας θα κάνουν όλο και πιο δύσκολη την αντιμετώπιση ακανθωδών ζητημάτων. Καθώς πλησιάζουν οι ενδιάμεσες θητείες του Κογκρέσου των ΗΠΑ τον Νοέμβριο, ο υψηλός τόνος της διακομματικής αντικινεζικής ζέσης στην Ουάσιγκτον κάνει την προοπτική συμβιβασμού και προόδου με την Κίνα να φαίνεται όλο και πιο απομακρυσμένη. Ταυτόχρονα, ο Σι βρίσκεται αντιμέτωπος με το κρίσιμο 20ο Συνέδριο του Κόμματος, όπου σαφώς σχεδιάζει να παρατείνει την ηγετική του θητεία για άλλη μια περίοδο, αν όχι για ισόβια. Κανένας από τους δυο ηγέτες δεν έχει την πολυτέλεια να δείχνει αδύναμος.

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ

Στα 33 χρόνια μου ως διπλωμάτης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων ως ειδικός βοηθός του προέδρου των ΗΠΑ, μου δίδαξαν την σημασία του ανθρώπινου παράγοντα στις διεθνείς σχέσεις. Και οι ηγέτες, από την εμπειρία μου, είναι πολύ ανθρώπινοι. Μερικές φορές, αυτές οι ανθρώπινες ιδιότητες μπορεί να είναι παράγοντες κινδύνου -η υπερηφάνεια, τελικά, «πηγαίνει πριν από την πτώση» και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τους ηγέτες στην ένταση της στιγμής μπορεί να έχουν τραγικές συνέπειες. Αλλά η προσωπική σχέση μεταξύ του Μπάιντεν και του Σι [5], δύο πολύ διαφορετικών ανδρών, μπορεί να αποδειχθεί σωτήρια στο επόμενο έτος.

Το καλοκαίρι του 2011, συνόδεψα τον τότε Αντιπρόεδρο Μπάιντεν σε μια επίσκεψη στην Κίνα για να συναντηθεί με τον τότε Αντιπρόεδρο Xi, ένα ταξίδι που σηματοδότησε την αρχή της σχέσης τους. Κατά την διάρκεια των γευμάτων, των μεγάλων περιπάτων, και άλλων ανεπίσημων σκηνών, οι δύο ηγέτες συζήτησαν εκτενώς για προσωπικά και πολιτικά ζητήματα, περιγράφοντας τις αντίστοιχες κοσμοθεωρίες τους και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα έθνη τους. Ο δεσμός μεταξύ τους δυνάμωσε σταθερά μέσω μιας σειράς επακόλουθων συναντήσεων, μεταξύ άλλων μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Σι και την ανάδειξη του ως ομολόγου του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα.

Αυτή η δεκαετούς διάρκειας διασύνδεση παραμένει πλεονέκτημα και για τις δύο πλευρές. Όταν ο Μπάιντεν τηλεφώνησε στον Σι στις 9 Σεπτεμβρίου, χαιρετίστηκε αρχικά με μια σειρά από παράπονα σχετικά με τις σκληροπυρηνικές πολιτικές της κυβέρνησης και την αποτυχία της να αντιστρέψει τους δασμούς και τους περιορισμούς της εποχής Τραμπ. Όμως, παρόλο που αυτή η τηλεφωνική συνομιλία μπορεί να ξεκίνησε με αντεγκλήσεις από τον Xi, έληξε με μια εποικοδομητική συμφωνία ότι οι κορυφαίοι αξιωματούχοι θα πρέπει να συναντηθούν σε ουδέτερο έδαφος και να διευθετήσουν τις ρυθμίσεις για μια τηλεδιάσκεψη μεταξύ των δύο ηγετών. Η προσωπική σχέση που σφυρηλατήθηκε μεταξύ Μπάιντεν και Σι σίγουρα συνέβαλε στην θετική τροχιά του τηλεφωνήματός τους. Αν δεν γνώριζαν καλά ο ένας τον άλλον, ο Μπάιντεν δεν θα μπορούσε να καταλάβει πώς θα μπορούσε να προσεγγίσει τον Σι. Αν δεν υπήρχε ο σεβασμός που χτίστηκε με τα χρόνια, ο Σι δεν θα έπαιρνε στα σοβαρά αυτό που είχε να πει ο Μπάιντεν.

Σε απόδειξη της δύναμης της διπλωματίας υψηλού επιπέδου, η κινεζική κυβέρνηση δημοσίευσε μια δήλωση μετά την τηλεφωνική κλήση, διαφημίζοντας την σημασία της εις βάθος επικοινωνίας των ηγετών. Τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν στην συνέχεια ότι οι δύο πρόεδροι συμφώνησαν να διατηρήσουν συχνές επαφές και είχαν δώσει οδηγίες στους αξιωματούχους να εντείνουν τον διάλογο και να εργαστούν για την ανάπτυξη διμερών σχέσεων. Σχεδόν εν μία νυκτί, ο τόνος των συντακτών στα κρατικά μέσα ενημέρωσης και τα σημεία συζήτησης (talking points) των Κινέζων μελετητών σε διεθνή συνέδρια άλλαξαν˙ το μισοάδειο ποτήρι των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας ξαφνικά φάνηκε μισογεμάτο. Στην έντονα ιδεολογική και κομφορμιστική ατμόσφαιρα της σημερινής Κίνας, κανένας [Κινέζος] κομματικός δεν θα απομακρυνθεί από την ασφάλεια της γραμμής του κόμματος χωρίς ένα σαφές μήνυμα από τον ηγέτη. Αυτή η επίσημη ανάγνωση της κλήσης του Xi με τον Μπάιντεν ήταν ένα μήνυμα προς τους αξιωματούχους σε όλο το σύστημα ότι ήταν πλέον ασφαλές να παραμεριστεί η μεγαλοστομία του «Πολεμιστή Λύκου» υπέρ του διαλόγου.

Η τηλεδιάσκεψη Xi-Biden της 15ης Νοεμβρίου μπορεί να χρησιμεύσει ως περαιτέρω καταλύτης για ουσιαστική διπλωματία. Μπορεί να ξεκινήσει μια σοβαρή δέσμευση, με όλη την διερεύνηση, την εξήγηση, την δοκιμή, την διαπραγμάτευση, και ίσως ακόμη και τον συμβιβασμό που συνεπάγεται η διπλωματία. Άλλωστε, όπως είπε ο Jake Sullivan, «Ο έντονος ανταγωνισμός απαιτεί έντονη διπλωματία». Μια εικονική σύνοδος κορυφής δεν θα μεταμορφώσει τις σχέσεις, αλλά μπορεί να βοηθήσει και τα δύο μέρη να αρχίσουν να σημειώνουν πρόοδο σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων ζητημάτων όπου η παγκόσμια ασφάλεια απαιτεί περισσότερη συνεργασία από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα -από την πρόληψη μιας κούρσας εξοπλισμών έως την προστασία του περιβάλλοντος . Οι διαπραγματευτές των ΗΠΑ και της Κίνας για το κλίμα, John Kerry και Xie Zhenhua, απέδειξαν το ίδιο με την απροσδόκητη παραγωγή μιας κοινής δήλωσης ΗΠΑ-Κίνας σχετικά με την διμερή συνεργασία κατά την διάρκεια της Διάσκεψης του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή στην Γλασκώβη.

Ο κόσμος δεν είναι πιθανό να δει μια επιστροφή στην ευρείας κλίμακας, βαριά, και τεχνοκρατική διπλωματία των Στρατηγικών και Οικονομικών Διαλόγων ΗΠΑ-Κίνας του παρελθόντος, ανεξάρτητα από το πόσο παραγωγική θα είναι η συνομιλία Μπάιντεν και Σι. Η απόδοση μιας τέτοιας διπλωματίας ήταν πολύ μικρή για τους αξιωματούχους των ΗΠΑ, δεδομένου του ελλείμματος πραγματικών λύσεων που παρήγαγαν εκείνες οι συνομιλίες. Ωστόσο, το πείραμα της προηγούμενης κυβέρνησης με την καταγγελτική διπλωματία με προεδρικά tweets ή από καθέδρας εξάψαλμο από τον υπουργό Εξωτερικών ήταν μια άθλια και επικίνδυνη αποτυχία. Η πραγματική δέσμευση είναι ένας πολύ ανθρώπινος συνδυασμός οικοδόμησης σχέσεων, ενεργητικής ακρόασης, πειθούς, και δημιουργικής επίλυσης προβλημάτων. Η σχέση ΗΠΑ-Κίνας έχει απόλυτη ανάγκη από μια τέτοια διπλωματία -ιδιαίτερα στα υψηλά επίπεδα- προκειμένου να ανακόψει μια καθοδική φαύλη πορεία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πόλεμο.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2019-05-22/demystifying-be...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/competition-with-china-wit...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-06-03/china-taiwan-wa...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-02-05/kevin-r...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2019-08-14/party-man

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-11-13/when-biden-meet...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition