Οι διαδηλωτές του Ιράκ γίνονται βουλευτές | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι διαδηλωτές του Ιράκ γίνονται βουλευτές

Ένας αδύναμος συνασπισμός επιδιώκει να ανατρέψει την συναίνεση των ελίτ της Βαγδάτης

Η χαμηλή συμμετοχή στις εκλογές του 2021 αντανακλά την αίσθηση παραίτησης που διαπερνά την ιρακινή κοινωνία. Κόμματα με κοινωνικές βάσεις και δίκτυα πατρωνίας κέρδισαν δυσανάλογο αριθμό εδρών, εκμεταλλευόμενα την απάθεια των ψηφοφόρων. Το μπλοκ με επικεφαλής τον σιίτη ηγέτη Muqtada al-Sadr τα κατάφερε καλύτερα, αυξάνοντας το σύνολο των κοινοβουλευτικών του εδρών από 54 σε 73, ενώ η κύρια ανταγωνιστής του, η Φατάχ, δυσκολεύτηκε κυρίως λόγω της αποτυχίας της να φέρει αλλαγές στο εκλογικό σύστημα. Στα χρόνια μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, ο Sadr έχει συχνά περιγράψει τον εαυτό του ως πολιτικό αουτσάιντερ και ανταγωνιστή του κράτους, παρόλο που παραμένει ένας από τους κύριους διαμεσολαβητές εξουσίας του Ιράκ.

Αλλά οι εκλογές δεν πρόσφεραν απλώς άλλη μια από τα ίδια. Νέα κόμματα και πολιτικοί ηγέτες που είχαν αναδειχθεί από τις διαδηλώσεις των τελευταίων ετών τα πήγαν εκπληκτικά καλά. Το Emtidad, ένα κόμμα που προήλθε από την κατάληψη των πλατειών στην πόλη Νασιρίγια και του οποίου ηγείται ο διοργανωτής των διαδηλώσεων, Alaa al-Rikabi, κέρδισε εννέα έδρες. Ο ίδιος ο Rikabi έλαβε τον τρίτο μεγαλύτερο αριθμό ψήφων από κάθε μεμονωμένο υποψήφιο. Άλλες ομάδες που εμπνεύστηκαν από τις διαδηλώσεις τα πήγαν καλά, συμπεριλαμβανομένου του Ishraq Qanoon, που κέρδισε έξι έδρες, και του Κινήματος Νέας Γενιάς, που κέρδισε εννέα έδρες. Το τελευταίο είναι ένα κόμμα που γεννήθηκε από τις διαδηλώσεις στην αυτόνομη περιοχή του Κουρδιστάν, όπου πολλοί άνθρωποι υποφέρουν από την ίδια απογοήτευση με τους ανθρώπους στο κεντρικό και νότιο Ιράκ. Αρκετοί ακτιβιστές που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις σε ολόκληρη την χώρα επίσης έβαλαν υποψηφιότητα ως ανεξάρτητοι και κέρδισαν έδρες.

Μαζί, αυτές οι ομάδες και τα πρόσωπα θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα σημαντικό κομμάτι του νέου κοινοβουλίου. Ισχυρίστηκαν ότι δεν θα συμμετάσχουν στο συνηθισμένο παζάρι που έρχεται μετά από εκλογές, όταν τα κόμματα διαπληκτίζονται για την πρόσβαση στα κρατικά ταμεία, αλλά θα χρησιμοποιήσουν τις έδρες τους για να σχηματίσουν αντιπολίτευση στην κυβερνητική συναίνεση. Το διακύβευμα εδώ είναι η δημιουργία ενός πράγματος που δεν υπήρξε ποτέ πραγματικά στην πρόσφατη ιστορία του Ιράκ: μια αντιπολίτευση εντός του κοινοβουλίου. Αντί για τις συνήθεις κυβερνήσεις εθνικής συναίνεσης που συγκεντρώνουν όλες τις πλευρές, αυτοί οι βουλευτές επιδιώκουν να δημιουργήσουν ένα σημαντικό μπλοκ που μπορεί να εκπροσωπήσει εκείνους τους Ιρακινούς που δεν επωφελούνται από τα υπάρχοντα δίκτυα πατρωνίας. Εάν μπορέσουν να επιβιώσουν ως αναπόσπαστο μπλοκ τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ελπίζουν να κερδίσουν ακόμη περισσότερες ψήφους και να δημιουργήσουν ένα ακόμη μεγαλύτερο αντιπολιτευτικό μπλοκ στις επόμενες εκλογές, διατηρώντας την προοπτική για μεγαλύτερη λογοδοσία και σταδιακή μεταρρύθμιση που προέρχονται από το εσωτερικό του συστήματος, μια πιθανότητα που πολλοί Ιρακινοί έχουν εγκαταλείψει.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ

Ωστόσο, αυτός ο συνασπισμός κομμάτων που σχετίζονται με τις διαδηλώσεις αντιμετωπίζει μια δύσκολη μάχη. Παρόμοιες προκλήσεις για το status quo στο Ιράκ έχουν καταρρεύσει στο παρελθόν. Το κίνημα Gorran που δημιουργήθηκε από διαδηλώσεις στην πόλη Σουλεϊμανίγια, στην αυτόνομη περιοχή του Κουρδιστάν, το 2009, τελικά απέτυχε να αλλάξει το πολιτικό σύστημα. Και εκείνο επιδίωξε να σχηματίσει αντιπολίτευση για να καταρρίψει το δίπολο του Δημοκρατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (Kurdistan Democratic Party) και της Πατριωτικής Ένωσης του Κουρδιστάν (Patriotic Union Of Kurdistan) στο Κουρδιστάν. Όμως με τα χρόνια, τα δύο κυρίαρχα κόμματα κατάφεραν να διχάσουν και να αποδυναμώσουν το κίνημα Gorran. Ο θάνατος του ηγέτη του, Nawshirwan Mustafa, πυροδότησε επίσης περαιτέρω εσωτερικές διαμάχες και αποκάλυψε βαθιές εσωτερικές εντάσεις.

Έναν χρόνο αργότερα, ο συνασπισμός Iraqiya, ο οποίος αποτελείτο από έναν συνδυασμό κοσμικών σουνιτικών και σιιτικών κομμάτων, κέρδισε τις εκλογές του 2010 αλλά δεν κατάφερε ποτέ να έρθει στην εξουσία: ο τότε πρωθυπουργός, Nouri al-Maliki, κατάφερε να δελεάσει αποστάτες να εγκαταλείψουν το γκρουπ, αποκαλύπτοντας και πάλι την μεγάλη ευαλωτότητα των ευρέων συνασπισμών στην πολιτική του Ιράκ. Κατάφερε επίσης να τερματίσει την διαμάχη μεταξύ των κύριων σιιτικών κομμάτων•˙ το κατεστημένο συνασπίστηκε μπροστά στην απειλή τoυ Iraqiya.

Η σημερινή, πιο πρόσφατη επανάληψη της αντίστασης στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα θα αντιμετωπίσει παρόμοιες προκλήσεις. Ο συνασπισμός της δεν είναι ιδιαίτερα ενοποιημένος. Θα αντιμετωπίσει τα εδραιωμένα συμφέροντα της συναίνεσης των ελίτ. Ο Sadr, ο Maliki και άλλοι σημαιοφόροι του κατεστημένου θα αφήσουν ξανά στην άκρη την διαμάχη για να διαλύσουν και να περιορίσουν τους αμφισβητίες.

Τα ισχυρά κυβερνώντα κόμματα φοβούνται ότι θα απομακρυνθούν από την φωλιά τους και θα χάσουν τον έλεγχο των κρατικών ταμείων. Καθώς σχηματίζουν μια νέα κυβέρνηση στον απόηχο των εκλογών, θα διαπραγματευτούν όχι μόνο για υπουργικές θέσεις, αλλά και για ανώτερες θέσεις στις δημόσιες υπηρεσίες, θέσεις που επέτρεψαν σε αυτά τα κόμματα να παράγουν έσοδα και να διατηρούν τα δίκτυα πατρωνίας τους. Οι διαιρέσεις μεταξύ των κυρίαρχων κομμάτων —δηλαδή, μεταξύ εκείνων που συνδέονται με τον Sadr και εκείνων που ευθυγραμμίζονται με τον Maliki και την Φατάχ— μπορεί κατά καιρούς να είναι έντονες και να έχουν οδηγήσει σε βία (συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης επίθεσης στην κατοικία του πρωθυπουργού), αλλά δεν είναι ανεπίλυτες˙ οι πολιτικές ελίτ θα συμφωνήσουν τελικά να παρεμποδίσουν τα κόμματα διαμαρτυρίας, τα οποία αντιπροσωπεύουν μια νέα υπαρξιακή απειλή για την τρέχουσα τάξη πραγμάτων.