Η Ευρώπη πρέπει να προχωρήσει στην άμυνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ευρώπη πρέπει να προχωρήσει στην άμυνα

Οι Βρυξέλλες πρέπει να δανειστούν και να δαπανήσουν περισσότερα για την ασφάλεια
Περίληψη: 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να κάνει μεγάλα πράγματα και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ενθαρρύνουν την ΕΕ να σκέπτεται μεγαλόπνοα και να ενεργεί με τόλμη στον τομέα της άμυνας, επειδή η ευρωπαϊκή ασφάλεια χρειάζεται επειγόντως μια αναδιαμόρφωση.

Ο MAX BERGMANN είναι ανώτερος συνεργάτης στο Κέντρο Αμερικανικής Προόδου (Center for American Progress). Υπηρέτησε στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ από το 2011 έως το 2017.
Ο BENJAMIN HADDAD είναι ανώτερος διευθυντής του Κέντρου Ευρώπης (Europe Center) στο Atlantic Council στην Ουάσιγκτον.

Η ασφάλεια και η άμυνα επανέρχονται ξαφνικά στην ατζέντα της Ευρώπης. Η χαοτική απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών από το Αφγανιστάν -που άφησε τους Ευρωπαίους συμμάχους αναστατωμένους για την εκλαμβανόμενη έλλειψη διαβούλευσης- και οι εντάσεις με την Γαλλία σχετικά με την συμφωνία Αυστραλίας-Ηνωμένου Βασιλείου-Ηνωμένων Πολιτειών για τα υποβρύχια (AUKUS) έχουν οξύνει τις ευρωπαϊκές ανησυχίες ότι, καθώς η Ουάσιγκτον υιοθετεί την «στροφή» στην Ασία [1], οι αμερικανικές προτεραιότητες απομακρύνονται, όχι μόνο από την Ευρώπη αλλά και από την Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική. Και μολονότι η αφοσίωση του προέδρου Τζο Μπάιντεν στην δέσμευση του Άρθρου 5 του ΝΑΤΟ —να αντιμετωπίσει μια επίθεση εναντίον ενός μέλους του ΝΑΤΟ ως «μια επίθεση εναντίον όλων»— παραμένει ακλόνητη, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος, η διάθεση των Αμερικανών για στρατιωτική επέμβαση ώστε να επιλυθούν συγκρούσεις στην ευρύτερη γειτονιά της Ευρώπης έχει εξασθενίσει τα τελευταία χρόνια.

19112021-1.jpg

Σλοβένοι στρατιώτες στήνουν συρμάτινα φράγματα κοντά στα σύνορα με την Κροατία, τον Νοέμβριο του 2015. Srdjan Zivulovic / Reuters
----------------------------------------------------

Σε εγρήγορση για αυτήν την τάση, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο ότι η Ευρώπη πρέπει να αρχίσει να αναλαμβάνει την δική της ασφάλεια. Στις 15 Σεπτεμβρίου, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ανακοίνωσε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πραγματοποιήσει σύνοδο κορυφής για την άμυνα στους πρώτους έξι μήνες του 2022, κατά την επερχόμενη προεδρία της Γαλλίας στο μπλοκ. Αλλά αυτό που κάνει αυτή την στιγμή διαφορετική είναι μια μετατόπιση, όχι στο Παρίσι ή στις Βρυξέλλες αλλά στην Ουάσιγκτον. Σε συναντήσεις μεταξύ Γάλλων και Αμερικανών αξιωματούχων μετά την διαμάχη του AUKUS -και στην συνέχεια σε μια συνάντηση στις 29 Οκτωβρίου στην Ρώμη μεταξύ του Μπάιντεν [2] και του Γάλλου προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν- οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν την ανάγκη για πιο ισχυρές ευρωπαϊκές αμυντικές ικανότητες «συμπληρωματικές του ΝΑΤΟ».

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ανησυχούσαν επί μακρόν ότι οι ανεξάρτητες ευρωπαϊκές αμυντικές πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την διατλαντική συμμαχία, μια τέτοια δημόσια στήριξη της ικανότητας της Ευρώπης να υπερασπιστεί την ασφάλειά της, χωριστά από το ΝΑΤΟ, ήταν μια δυνητικά σημαντική πολιτική παραχώρηση. Όμως, όπως σχολίασε πρόσφατα ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, Alexander Vershbow, «τα λόγια είναι φθηνά, οι ικανότητες όχι». Η νέα ανοικτότητα των Ηνωμένων Πολιτειών στην άμυνα της ΕΕ είναι τελικά σημαντική μόνο εάν η ΕΕ αδράξει την ευκαιρία και αναλάβει πραγματική πρωτοβουλία. Είναι ώρα για κάτι μεγάλο. Εάν η ΕΕ δεν υποβάλει μια τολμηρή πρόταση που οδηγεί σε απτές στρατιωτικές προμήθειες, οι οποίες καλύπτουν κενά στις ικανότητες του ΝΑΤΟ και επιτρέπουν στην Ευρώπη να δράσει μόνη της εάν χρειαστεί, μια πιο ισορροπημένη διατλαντική εταιρική σχέση θα παραμείνει ουτοπική. Χάρη κυρίως στο προηγούμενο που δημιούργησε το σχέδιο της Ευρώπης για την ανάκαμψη από την πανδημία [3], υπάρχει πλέον ένας απλός τρόπος για την ΕΕ να χρηματοδοτήσει νέες αμυντικές πρωτοβουλίες: να δανειστεί τα χρήματα. Προτείνουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση να ξεκινήσει μια νέα πρωτοβουλία 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για την υποστήριξη των αμυντικών προμηθειών.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1990

Παρά τις τακτικές εκκλήσεις για αύξηση των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιτίθενται στις ευρωπαϊκές προσπάθειες αμυντικής ολοκλήρωσης εδώ και δεκαετίες. Σε μια συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ τον Δεκέμβριο του 1998, η τότε υπουργός Εξωτερικών, Μαντλίν Ολμπράιτ, έθεσε ορισμένες κόκκινες γραμμές για μελλοντικές αμυντικές πρωτοβουλίες της ΕΕ. Τα όρια που εξέφρασε η Ολμπράιτ έγιναν γνωστά ως τα «τρία D» -η άμυνα της ΕΕ δεν μπορούσε να αντιγράψει [duplicate] τις προσπάθειες του ΝΑΤΟ, να αποσυνδέσει [decouple] την λήψη αποφάσεων από την συμμαχία, ή να κάνει διακρίσεις [discriminate] σε βάρος των εκτός ΕΕ μελών του ΝΑΤΟ- και σύντομα συμπυκνώθηκαν σε δόγμα. Η εξάρτηση της Ευρώπης από τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλειά της έχει δώσει στην Ουάσιγκτον ένα de facto βέτο στις αμυντικές προτάσεις της ΕΕ. Και το έχει χρησιμοποιήσει, υποδηλώνοντας ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι της πρέπει να επιλέξουν μεταξύ της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Για τους συμμάχους των ΗΠΑ στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, για τους οποίους η απειλή που θέτει η Ρωσία δεν είναι απλώς θεωρητική, αυτή δεν είναι καν επιλογή.