Οι πόλεμοι μέσα στο Ισλάμ δεν έχουν τελειώσει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι πόλεμοι μέσα στο Ισλάμ δεν έχουν τελειώσει

Αλλά έχει τελειώσει η εποχή μετά την 11η Σεπτεμβρίου —και η Αμερική πρέπει να προσαρμοστεί

Αν και οι ΗΠΑ άρχισαν να βασίζουν περισσότερες ναυτικές δυνάμεις στον Περσικό Κόλπο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν περιθωριακός παίκτης σε αυτούς τους δύο πολέμους. Απασχολημένες στη Μέση Ανατολή από μια σχετικά μικρή και τελικά μάταιη πάλη για τον Λίβανο -όπου το Ιράν και η Σαουδική Αραβία διεξήγαγαν επίσης πόλεμο δι’ αντιπροσώπων- οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αμελητέο ρόλο στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, αν και σύρθηκαν προς αυτόν λίγο κοντά στο τέλος του όταν ο πόλεμος εξελίχθηκε σε επιθέσεις σε πετρελαιοφόρα στον Περσικό Κόλπο.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έπαιξαν έναν μετριοπαθή, οπορτουνιστικό ρόλο στον εφοδιασμό της αντισοβιετικής αντίστασης στο Αφγανιστάν. Ο αντίκτυπος της βοήθειας των ΗΠΑ έχει συχνά υπερτιμηθεί: ακόμη και οι παραδόσεις αντιαεροπορικών πυραύλων Stinger δεν είχαν μεγάλο ρόλο στις αποφάσεις περί απόσυρσης που είχε ήδη λάβει η Μόσχα. Το Πακιστάν ήταν η κυρίαρχη βάση της αντισοβιετικής αντίστασης, και διαχειριζόταν τις προμήθειές της. Η Σαουδική Αραβία συνεισέφερε μεγάλο μέρος των χρημάτων. Συνέβαλε επίσης στην χρηματοδότηση μιας τεράστιας επέκτασης της ισλαμιστικής εκπαίδευσης, χτίζοντας δεκάδες χιλιάδες ισλαμικά σχολεία μεταξύ των τεράστιων νέων κοινοτήτων από εκτοπισμένους πρόσφυγες.

Αυτή η φάση πολέμου εντός του ισλαμικού κόσμου ολοκληρώθηκε το 1991. Η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, γεγονός που οδήγησε γρήγορα στην οριστική κατάρρευση του καθεστώτος που είχε αφήσει πίσω της στο Αφγανιστάν. Ο δικτάτορας του Ιράκ, χρεοκοπημένος από τον πόλεμό του εναντίον του Ιράν, είχε στραφεί νότια για να αρπάξει τον πετρελαϊκό πλούτο από τις μοναρχίες του Κόλπου που θεωρούσε άπληστες και αχάριστες. Η εισβολή του Σαντάμ στο Κουβέιτ το 1990 ένωσε τον κόσμο εναντίον του και ηττήθηκε από έναν στρατιωτικό συνασπισμό με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες και ευλογημένο από τα Ηνωμένα Έθνη. Κατά την δεκαετία του 1990, η Ουάσιγκτον ενίσχυε τις στρατιωτικές της βάσεις στην περιοχή, αλλά επικεντρώθηκε στην αστυνόμευση ενός ηττημένου Ιράκ, περιορίζοντας το Ιράν, και προσπαθώντας να αναζωογονήσει τις ειρηνευτικές συνομιλίες Ισραήλ-Παλαιστινίων [1], και δεν ασχολήθηκε πραγματικά με τα βασικά ζητήματα που καθοδηγούσαν τους αγώνες στο εσωτερικό των μουσουλμανικών κοινωνιών σχετικά με το πώς να προσαρμοστούν στον σύγχρονο, παγκοσμιοποιημένο κόσμο.

ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

Σε αυτό το σημείο, τα σουνιτικά ισλαμικά πολιτικά κινήματα χωρίστηκαν σε τρία βασικά στρατόπεδα. Υπήρχαν οι συντηρητικοί αυταρχικοί στην εξουσία σε μέρη όπως το Ριάντ και η Ισλαμαμπάντ. Τα πήγαιναν καλά με τους πιο κοσμικούς φίλους τους στο Κάιρο και το Αλγέρι. Μετά ήταν οι δημοκρατικοί ισλαμιστές. Ήταν ενάντια στην ξένη επιρροή, υπέρ του ισλαμικού νόμου, και συχνά αντιτίθεντο στους συντηρητικούς στην εξουσία. Προτιμούσαν όμως την ειρηνική, δημοκρατική αλλαγή και αντιτάχθηκαν στις τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον αμάχων. Προτίμησαν να μην καταγγείλουν ή να σκοτώσουν συναδέλφους Μουσουλμάνους, διαφορετικής αίρεσης, με το να τους χαρακτηρίσουν ως αποστάτες. Και μετά υπήρχαν οι βίαιοι ισλαμιστές εξτρεμιστές. Μερικοί ήταν πιο σεχταριστικοί από άλλους, αλλά όλοι ευνόησαν την βίαιη επανάσταση κατά των συντηρητικών στο εσωτερικό, τους οποίους κατηγορούσαν ότι ήταν πολύ κοντά στους ξένους. Ήθελαν να διεξάγουν πραγματικό, όχι αλληγορικό, ιερό πόλεμο κατά των απίστων στο εξωτερικό και των αποστατών πιο κοντά στην πατρίδα τους.

Ήταν σε αυτήν την περίοδο, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990, που ένας επιχειρηματίας ισλαμιστής Υεμενίτικης-Σαουδαραβικής καταγωγής, ο Οσάμα Μπιν Λάντεν, βοήθησε στην δημιουργία μιας παγκόσμιας εξτρεμιστικής ομάδας που ονομάζεται Αλ Κάιντα. Τα πεδία μάχης στους πολέμους εντός του Ισλάμ μετατοπίστηκαν σε βάναυσες μάχες στο Αφγανιστάν, την Αλγερία, την Βοσνία, την Αίγυπτο, την Ρωσία [2], την Σομαλία, και το Σουδάν.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν η Αλ Κάιντα είχε βρει καταφύγιο από μια φιλική ισλαμιστική κυβέρνηση στο Σουδάν, ο Μπιν Λάντεν είχε αποφασίσει ότι οι ηγέτες της Σαουδικής Αραβίας έπρεπε επίσης να ανατραπούν. Η Αλ Κάιντα έκανε ενημερωμένες εκδοχές των ίδιων επιχειρημάτων που είχαν διατυπώσει οι Σαουδάραβες αντάρτες οι οποίοι είχαν καταλάβει το Μεγάλο Τζαμί το 1979. Το 1996, η ομάδα εγκατέλειψε το Σουδάν. Ο Μπιν Λάντεν πίστευε ότι οι κυβερνήσεις της Σαουδικής Αραβίας ή/και της Αιγύπτου ήταν υπεύθυνες για τουλάχιστον μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του εκεί. Βρήκε μια νέα βάση μέσα στο χάος του κατεστραμμένου από τον πόλεμο Αφγανιστάν, παρέχοντας μερικά στρατεύματα και ομάδες δολοφόνων για το κίνημα των ισλαμιστών Ταλιμπάν, το οποίο είχε κερδίσει πρόσφατα το πλεονέκτημα στον εμφύλιο πόλεμο που είχε ξεσπάσει μετά την σοβιετική αποχώρηση. Στο Αφγανιστάν, η Αλ Κάιντα θα μπορούσε να συγκεντρώσει, να εκπαιδεύσει, και να αξιολογήσει χιλιάδες νεοσύλλεκτους.

Αυτό που ήταν καινοφανές με την Αλ Κάιντα και τον Μπιν Λάντεν ήταν η αντίληψη της ομάδας ότι οι «εγγύς εχθροί» του Ισλάμ —είτε στην Αίγυπτο, το Ισραήλ, την Σαουδική Αραβία, την Σομαλία είτε αλλού— εξαρτώνταν όλοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και ως εκ τούτου έπρεπε να γίνει τζιχάντ εναντίον του «μακρινού εχθρού»: των Αμερικανών. Η Αλ Κάιντα κήρυξε επίσημα τον πόλεμο κατά των Ηνωμένων Πολιτειών στις αρχές του 1998. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή μέχρι που, αργότερα εκείνο το έτος, στελέχη της Αλ Κάιντα χρησιμοποίησαν βόμβες σε φορτηγά για να ανατινάξουν το μεγαλύτερο τμήμα από δύο πρεσβείες των ΗΠΑ στην Ανατολική Αφρική.

22112021-2.jpg

Μαχητές του ISIS παραδίδονται στην αφγανική κυβέρνηση στην Τζαλαλαμπάντ του Αφγανιστάν, τον Νοέμβριο του 2019. Parwiz Parwiz / Reuters
-----------------------------------------------