Οι πόλεμοι μέσα στο Ισλάμ δεν έχουν τελειώσει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι πόλεμοι μέσα στο Ισλάμ δεν έχουν τελειώσει

Αλλά έχει τελειώσει η εποχή μετά την 11η Σεπτεμβρίου —και η Αμερική πρέπει να προσαρμοστεί

Νωρίτερα φέτος, η 20ή επέτειος των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου δημιούργησε μια πλημμύρα σχολίων, κυρίως επικεντρωμένων στις Ηνωμένες Πολιτείες, σχετικά με τον λεγόμενο παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και την κληρονομιά του. Και, χωρίς αμφιβολία, οι δύο δεκαετίες που ακολούθησαν την 11η Σεπτεμβρίου αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του σύγχρονου κόσμου. Αλλά είναι ένα κεφάλαιο που δεν αφορά κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Από το 1979, ένας συχνά βίαιος αγώνας για το πώς να προσαρμοστεί στη νεωτερικότητα έχει συγκλονίσει τον ισλαμικό κόσμο, από την Δυτική Αφρική έως τη Νοτιοανατολική Ασία, και έχει κατακλύσει τις ομογενειακές μουσουλμανικές κοινότητες, ειδικά εκείνες στην Ευρώπη. Το να το δούμε αυτό ως μια «σύγκρουση πολιτισμών» που φέρνει το Ισλάμ ενάντια στην Δύση θα ήταν μια βαθιά εσφαλμένη εκτίμηση. Αυτό που βλέπουν κυρίως οι Αμερικανοί είναι υπερχειλίσεις από τους πολέμους στο Ισλάμ. Αυτοί οι αγώνες για το μέλλον του ισλαμικού πολιτισμού έχουν κάποια ομοιότητα με τους πολέμους της θρησκευτικής και κοινωνικής μεταρρύθμισης που απλώθηκαν σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο τον 16ο και 17ο αιώνα και με τους μακροχρόνιους αγώνες του 19ου αιώνα και του 20ού αιώνα για το πώς να οργανωθούν οι σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες .

22112021-1.jpg

Προσευχή κατά την διάρκεια αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στην Υεμένη, τον Ιούλιο του 2011. Khaled Abdullah Ali Al Mahdi / Reuters
---------------------------------------------------------

Ουσιαστικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πάντα ξένες σε αυτούς τους αγώνες εντός του μουσουλμανικού κόσμου -ένας αντιδραστικός και απρόθυμος συμμετέχων. Οι Αμερικανοί τείνουν φυσικά να βάζουν τους εαυτούς τους και την κυβέρνησή τους στο επίκεντρο αυτών των ιστοριών, θεωρώντας τους εαυτούς τους είτε ως θύματα είτε ως θύτες. Αλλά αυτός ο αστιγματισμός διαστρεβλώνει την προοπτική και εμποδίζει την ανάπτυξη πιο εποικοδομητικών στρατηγικών, οι οποίες πρέπει να περιλαμβάνουν περίπλοκες παγκόσμιες συνεργασίες. Εν τω μεταξύ, η γεωπολιτική των πολέμων εντός του μουσουλμανικού κόσμου έχει αλλάξει. Το ίδιο ισχύει και για τις απειλές για τις Ηνωμένες Πολιτείες -και το ίδιο πρέπει να κάνει και η προσέγγιση της Ουάσιγκτον.

ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ ΞΕΚΙΝΟΥΝ

Στον ισλαμικό κόσμο, το έτος 1979 ήταν ορόσημο. Στο Ιράν, μια λαϊκή επανάσταση ανέτρεψε τη μοναρχία˙ η επανάσταση αργότερα εξελίχθηκε σε μια αδίστακτη ισλαμική θεοκρατία. Στο Αφγανιστάν, μια γενική εξέγερση των ισλαμιστών ενάντια στην σοσιαλιστική κυβέρνηση, η οποία είχε ανατρέψει τη μοναρχία αυτής της χώρας τον προηγούμενο χρόνο, οδήγησε σε μια ουσιαστική κατάληψη της χώρας από την Σοβιετική Ένωση. Το γειτονικό Πακιστάν κινήθηκε αποφασιστικά προς την ισλαμιστική διακυβέρνηση. Στην Σαουδική Αραβία, ισλαμιστές επαναστάτες κατέλαβαν το Μεγάλο Τζαμί της Μέκκας, το πιο ιερό μέρος στον ισλαμικό κόσμο. Το σαουδαραβικό κράτος κατέπνιξε άγρια την εξέγερση, αλλά στην συνέχεια, σε συνεργασία με το Πακιστάν, ενίσχυσε την δέσμευσή του στην ισλαμική διακυβέρνηση, προκειμένου να αφομοιώσει τους ριζοσπάστες που ήταν στο εσωτερικό του και να αντιμετωπίσει τον επαναστατικό ισχυρισμό του Ιράν ότι είναι ο πραγματικός ηγέτης του ισλαμικού κόσμου.

Και οι τρεις αυτές εκρήξεις προήλθαν από κοινωνίες με μουσουλμανική πλειοψηφία που είχαν αγωνιστεί να προσαρμοστούν στον σύγχρονο κόσμο. Στο Ιράν, το Αφγανιστάν, και την Σαουδική Αραβία, οι ισλαμιστές επαναστάτες υποστήριξαν ότι εξεγέρθηκαν ενάντια σε μια κοσμική («μη ισλαμική» ή «άθεη») τυραννία που αποσκοπούσε στον εκσυγχρονισμό της χώρας από πάνω προς τα κάτω, προκαλώντας μεγάλες δυσκολίες και διαταράσσοντας τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής. Πάντα, το επιχείρημα περιελάμβανε την κατηγορία ότι οι τύραννοι ήταν διεφθαρμένοι από ξένους τρόπους και ξένη επιρροή. Οι Αμερικανοί, οι Ρώσοι, και άλλοι «Δυτικοί» ήταν οι συνήθεις κακοί. Οι ισλαμιστές υποσχέθηκαν να καταπολεμήσουν την διαφθορά, να αποκαταστήσουν την θρησκευτική αρμονία, και να διατηρήσουν τον νόμο και την τάξη με βάση την ισλαμική νομολογία. Στις επαναστάσεις που είχαν ανατρέψει τον ατλαντικό κόσμο στα πρώτα χρόνια, η ελευθερία ήταν μια λυδία λίθος. Στον μουσουλμανικό κόσμο, αντίθετα, η πιο κοινή έκκληση ήταν στην δικαιοσύνη.

Στο Ιράν, την πιο σύγχρονη από τις τρεις χώρες, οι επαναστάτες ενώθηκαν με σημαντικούς συμμάχους μεταξύ των αστικών εμπόρων, επαγγελματιών, και φοιτητών. Η τυραννία του σάχη είχε αποκλείσει αυτές τις πιο παραδοσιακά φιλελεύθερες δυνάμεις. Τραγικά, μόλις ανέβηκε στην εξουσία, ο Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί και οι συνάδελφοί του επαναστάτες «φύλακες» εκκαθάρισαν και συνέτριψαν τους πρώην εταίρους τους στην επανάσταση του Ιράν.

Οι φλόγες του 1979 πυροδότησαν αμέσως μεγάλους πολέμους. Ο δικτάτορας του Ιράκ, Σαντάμ Χουσεΐν, εδραίωσε την εξουσία του το 1979 και στην συνέχεια, τον επόμενο χρόνο, εκμεταλλεύτηκε την αναταραχή στο γειτονικό Ιράν για να ξεκινήσει έναν πόλεμο που ήλπιζε ότι θα νομιμοποιούσε και θα επέκτεινε την κυριαρχία του. Ο Σαντάμ προώθησε τον εαυτό του ως ο ιππότης του σουνιτικού Ισλάμ ενάντια στην σιιτική απειλή του Ιράν, η οποία απειλούσε την δική του κυριαρχία, καθώς το Ιράκ ήταν επίσης σιιτική χώρα κατά πλειοψηφία. Ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ κράτησε μέχρι το 1988. Εν τω μεταξύ, ο σοβιετικός πόλεμος στο Αφγανιστάν μαινόταν από το 1980 έως τις αρχές του 1989. Μαζί, οι δύο πόλεμοι σκότωσαν και εκτόπισαν εκατομμύρια ανθρώπους.

Αν και οι ΗΠΑ άρχισαν να βασίζουν περισσότερες ναυτικές δυνάμεις στον Περσικό Κόλπο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν περιθωριακός παίκτης σε αυτούς τους δύο πολέμους. Απασχολημένες στη Μέση Ανατολή από μια σχετικά μικρή και τελικά μάταιη πάλη για τον Λίβανο -όπου το Ιράν και η Σαουδική Αραβία διεξήγαγαν επίσης πόλεμο δι’ αντιπροσώπων- οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αμελητέο ρόλο στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, αν και σύρθηκαν προς αυτόν λίγο κοντά στο τέλος του όταν ο πόλεμος εξελίχθηκε σε επιθέσεις σε πετρελαιοφόρα στον Περσικό Κόλπο.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έπαιξαν έναν μετριοπαθή, οπορτουνιστικό ρόλο στον εφοδιασμό της αντισοβιετικής αντίστασης στο Αφγανιστάν. Ο αντίκτυπος της βοήθειας των ΗΠΑ έχει συχνά υπερτιμηθεί: ακόμη και οι παραδόσεις αντιαεροπορικών πυραύλων Stinger δεν είχαν μεγάλο ρόλο στις αποφάσεις περί απόσυρσης που είχε ήδη λάβει η Μόσχα. Το Πακιστάν ήταν η κυρίαρχη βάση της αντισοβιετικής αντίστασης, και διαχειριζόταν τις προμήθειές της. Η Σαουδική Αραβία συνεισέφερε μεγάλο μέρος των χρημάτων. Συνέβαλε επίσης στην χρηματοδότηση μιας τεράστιας επέκτασης της ισλαμιστικής εκπαίδευσης, χτίζοντας δεκάδες χιλιάδες ισλαμικά σχολεία μεταξύ των τεράστιων νέων κοινοτήτων από εκτοπισμένους πρόσφυγες.

Αυτή η φάση πολέμου εντός του ισλαμικού κόσμου ολοκληρώθηκε το 1991. Η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε, γεγονός που οδήγησε γρήγορα στην οριστική κατάρρευση του καθεστώτος που είχε αφήσει πίσω της στο Αφγανιστάν. Ο δικτάτορας του Ιράκ, χρεοκοπημένος από τον πόλεμό του εναντίον του Ιράν, είχε στραφεί νότια για να αρπάξει τον πετρελαϊκό πλούτο από τις μοναρχίες του Κόλπου που θεωρούσε άπληστες και αχάριστες. Η εισβολή του Σαντάμ στο Κουβέιτ το 1990 ένωσε τον κόσμο εναντίον του και ηττήθηκε από έναν στρατιωτικό συνασπισμό με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες και ευλογημένο από τα Ηνωμένα Έθνη. Κατά την δεκαετία του 1990, η Ουάσιγκτον ενίσχυε τις στρατιωτικές της βάσεις στην περιοχή, αλλά επικεντρώθηκε στην αστυνόμευση ενός ηττημένου Ιράκ, περιορίζοντας το Ιράν, και προσπαθώντας να αναζωογονήσει τις ειρηνευτικές συνομιλίες Ισραήλ-Παλαιστινίων [1], και δεν ασχολήθηκε πραγματικά με τα βασικά ζητήματα που καθοδηγούσαν τους αγώνες στο εσωτερικό των μουσουλμανικών κοινωνιών σχετικά με το πώς να προσαρμοστούν στον σύγχρονο, παγκοσμιοποιημένο κόσμο.

ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

Σε αυτό το σημείο, τα σουνιτικά ισλαμικά πολιτικά κινήματα χωρίστηκαν σε τρία βασικά στρατόπεδα. Υπήρχαν οι συντηρητικοί αυταρχικοί στην εξουσία σε μέρη όπως το Ριάντ και η Ισλαμαμπάντ. Τα πήγαιναν καλά με τους πιο κοσμικούς φίλους τους στο Κάιρο και το Αλγέρι. Μετά ήταν οι δημοκρατικοί ισλαμιστές. Ήταν ενάντια στην ξένη επιρροή, υπέρ του ισλαμικού νόμου, και συχνά αντιτίθεντο στους συντηρητικούς στην εξουσία. Προτιμούσαν όμως την ειρηνική, δημοκρατική αλλαγή και αντιτάχθηκαν στις τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον αμάχων. Προτίμησαν να μην καταγγείλουν ή να σκοτώσουν συναδέλφους Μουσουλμάνους, διαφορετικής αίρεσης, με το να τους χαρακτηρίσουν ως αποστάτες. Και μετά υπήρχαν οι βίαιοι ισλαμιστές εξτρεμιστές. Μερικοί ήταν πιο σεχταριστικοί από άλλους, αλλά όλοι ευνόησαν την βίαιη επανάσταση κατά των συντηρητικών στο εσωτερικό, τους οποίους κατηγορούσαν ότι ήταν πολύ κοντά στους ξένους. Ήθελαν να διεξάγουν πραγματικό, όχι αλληγορικό, ιερό πόλεμο κατά των απίστων στο εξωτερικό και των αποστατών πιο κοντά στην πατρίδα τους.

Ήταν σε αυτήν την περίοδο, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990, που ένας επιχειρηματίας ισλαμιστής Υεμενίτικης-Σαουδαραβικής καταγωγής, ο Οσάμα Μπιν Λάντεν, βοήθησε στην δημιουργία μιας παγκόσμιας εξτρεμιστικής ομάδας που ονομάζεται Αλ Κάιντα. Τα πεδία μάχης στους πολέμους εντός του Ισλάμ μετατοπίστηκαν σε βάναυσες μάχες στο Αφγανιστάν, την Αλγερία, την Βοσνία, την Αίγυπτο, την Ρωσία [2], την Σομαλία, και το Σουδάν.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν η Αλ Κάιντα είχε βρει καταφύγιο από μια φιλική ισλαμιστική κυβέρνηση στο Σουδάν, ο Μπιν Λάντεν είχε αποφασίσει ότι οι ηγέτες της Σαουδικής Αραβίας έπρεπε επίσης να ανατραπούν. Η Αλ Κάιντα έκανε ενημερωμένες εκδοχές των ίδιων επιχειρημάτων που είχαν διατυπώσει οι Σαουδάραβες αντάρτες οι οποίοι είχαν καταλάβει το Μεγάλο Τζαμί το 1979. Το 1996, η ομάδα εγκατέλειψε το Σουδάν. Ο Μπιν Λάντεν πίστευε ότι οι κυβερνήσεις της Σαουδικής Αραβίας ή/και της Αιγύπτου ήταν υπεύθυνες για τουλάχιστον μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του εκεί. Βρήκε μια νέα βάση μέσα στο χάος του κατεστραμμένου από τον πόλεμο Αφγανιστάν, παρέχοντας μερικά στρατεύματα και ομάδες δολοφόνων για το κίνημα των ισλαμιστών Ταλιμπάν, το οποίο είχε κερδίσει πρόσφατα το πλεονέκτημα στον εμφύλιο πόλεμο που είχε ξεσπάσει μετά την σοβιετική αποχώρηση. Στο Αφγανιστάν, η Αλ Κάιντα θα μπορούσε να συγκεντρώσει, να εκπαιδεύσει, και να αξιολογήσει χιλιάδες νεοσύλλεκτους.

Αυτό που ήταν καινοφανές με την Αλ Κάιντα και τον Μπιν Λάντεν ήταν η αντίληψη της ομάδας ότι οι «εγγύς εχθροί» του Ισλάμ —είτε στην Αίγυπτο, το Ισραήλ, την Σαουδική Αραβία, την Σομαλία είτε αλλού— εξαρτώνταν όλοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και ως εκ τούτου έπρεπε να γίνει τζιχάντ εναντίον του «μακρινού εχθρού»: των Αμερικανών. Η Αλ Κάιντα κήρυξε επίσημα τον πόλεμο κατά των Ηνωμένων Πολιτειών στις αρχές του 1998. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή μέχρι που, αργότερα εκείνο το έτος, στελέχη της Αλ Κάιντα χρησιμοποίησαν βόμβες σε φορτηγά για να ανατινάξουν το μεγαλύτερο τμήμα από δύο πρεσβείες των ΗΠΑ στην Ανατολική Αφρική.

22112021-2.jpg

Μαχητές του ISIS παραδίδονται στην αφγανική κυβέρνηση στην Τζαλαλαμπάντ του Αφγανιστάν, τον Νοέμβριο του 2019. Parwiz Parwiz / Reuters
-----------------------------------------------

Η Ουάσιγκτον έδωσε μεγαλύτερη προσοχή όταν, τον Οκτώβριο του 2000, στελέχη της Αλ Κάιντα χρησιμοποίησαν μια παγιδευμένη βάρκα για να επιτεθούν και παραλίγο να βυθίσουν ένα αμερικανικό αντιτορπιλικό που ήταν ελλιμενισμένο στην Υεμένη. Μέχρι εκείνη την στιγμή, η Αλ Κάιντα είχε ήδη σημειώσει πρόοδο στην «επιχείρηση των αεροπλάνων» της, η οποία είχε ως στόχο να μετατρέψει τα αεροσκάφη σε κατευθυνόμενους πυραύλους και να τα εξαπολύσει εναντίον αμερικανικών στόχων υψηλού προφίλ.

Η Ουάσιγκτον δεν είχε κάνει τίποτα συγκεκριμένο για να προκαλέσει αυτές τις επιθέσεις. Η Αλ Κάιντα επέλεξε σκόπιμα να μεταφέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες τους πολέμους της μέσα στο Ισλάμ για τους δικούς της λόγους. Πέρα από την επιφανειακή αυταπάτη ότι οι αυταρχικοί ηγεμόνες του μουσουλμανικού κόσμου θα συντρίβονταν εάν οι πληγωμένες Ηνωμένες Πολιτείες υποχωρούσαν, το βαθύτερο κίνητρο του Μπιν Λάντεν ήταν η επιθυμία να εξυψώσει τον εαυτό του και την ομάδα του σε κοσμοϊστορικά πρόσωπα. Μέσω της σύγχρονης εκδοχής της «προπαγάνδας του κατορθώματος», φαντάζονταν τους εαυτούς τους ως παγκόσμιους τιτάνες που πηγαίνουν κατά μέτωπον με την άπιστη υπερδύναμη. Αργότερα, η επίσημη ρητορική των ΗΠΑ που αντιμετώπιζε τον Μπιν Λάντεν ως μια προσωπικότητα ισοδύναμη με τον Αδόλφο Χίτλερ και τον Ιωσήφ Στάλιν, συμμετείχε έτσι στην εξαιρετικά διογκωμένη εικόνα του εαυτού του και της Αλ Κάιντα.

Ανήσυχο για την αντιαμερικανική δραστηριότητα του Μπιν Λάντεν, το κυβερνητικό συμβούλιο των Ταλιμπάν απαγόρευσε στην Αλ Κάιντα να διεξάγει ξένες επιθέσεις από το Αφγανιστάν. Ο Μπιν Λάντεν το αγνόησε, εφησυχάζοντας ότι δεν θα γινόταν τίποτα και γνωρίζοντας ότι η Αλ Κάιντα επρόκειτο να βοηθήσει στην δολοφονία του πιο τρομερού εχθρού των Ταλιμπάν, του Αφγανο-Τατζίκου ηγέτη, Ahmad Shah Massoud. Οι πράκτορες της Αλ Κάιντα τον δολοφόνησαν δύο ημέρες πριν από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.

Το περιβάλλον ασφαλείας των ΗΠΑ ήταν ανεκτικό τότε. Πράκτορες μπορούσαν να οργανωθούν και να εκπαιδευθούν εντός των Ηνωμένων Πολιτειών. Ένας από αυτούς, ένας Γάλλος πολίτης από μαροκινή οικογένεια, συμπεριφέρθηκε τόσο ανόητα ενώ εκπαιδευόταν σε μια σχολή αεροσκαφών στη Μινεσότα που συνελήφθη τον Αύγουστο του 2001. Όμως εκτός από το γραφείο του FBI στη Μινεάπολη, λίγες Αρχές των ΗΠΑ εκτίμησαν την σημασία του στοιχείου πληροφοριών που έφτασε στα γραφεία τους την επόμενη εβδομάδα, με την ένδειξη «Ισλαμικός εξτρεμιστής μαθαίνει να πετάει».

ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΕΝΤΟΣ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥΣ

Ο Μπιν Λάντεν και οι Ταλιμπάν υποτίμησαν ριζικά την αποφασιστικότητα των ΗΠΑ να καταστρέψουν όσους είχαν σχεδιάσει τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Η επέμβαση των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν σκόρπισε την Αλ Κάιντα. Μέχρι το 2003, η ομάδα διασπάστηκε και βρισκόταν σε φυγή. Στο Πακιστάν βρήκαν κάποια κάλυψη, για λίγο. Το Πακιστάν στέγαζε άλλες βίαιες ισλαμιστικές ομάδες, επικεντρωμένες κατά της Ινδίας.

Αλλά η Ουάσιγκτον ξεκίνησε μια περιττή και καταστροφικά κακοδιαχειρισμένη εισβολή στο Ιράκ, δίνοντας τόσο στην Αλ Κάιντα όσο και στους υποστηριζόμενους από το Ιράν εξτρεμιστές νέες βάσεις για επιχειρήσεις. Οι υπερβολές των Ηνωμένων Πολιτειών στον παγκόσμιο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», κυρίως στην φρικτή κακομεταχείριση των κρατουμένων, ήταν άλλο ένα θεϊκό δώρο για την προπαγάνδα της Αλ Κάιντα.

Παρά αυτές τις τεράστιες γκάφες, οι πιο σημαντικές γραμμές της αντιτρομοκρατικής δράσης των ΗΠΑ συνεχίστηκαν: χωρίς λάμψη, επίμονη, και παραγωγική. Αν και ελάχιστα παρατηρήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Σαουδική Αραβία διεξήγαγε με επιτυχία τον εσωτερικό της πόλεμο ενάντια στους αντάρτες της, έχοντας εκατοντάδες απώλειες. Μετά το 2006, η Αλ Κάιντα ήταν μια φθίνουσα δύναμη και οι συνθήκες στο Ιράκ σταθεροποιήθηκαν το 2007–8. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους κυνήγησαν ό,τι είχε απομείνει από την αρχική οργάνωση της Αλ Κάιντα. Ο κύριος συνωμότης πίσω από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ο Khalid Sheik Mohammed, συνελήφθη στο Πακιστάν τον Μάρτιο του 2003. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εντόπισαν τελικά τον Μπιν Λάντεν στο πακιστανικό κρησφύγετό του και τον σκότωσαν σε μια καλά εκτελεσμένη επιδρομή τον Μάιο του 2011. Αν και πολλοί Αμερικανοί πιστεύουν ότι ο Μπιν Λάντεν είχε βρει καταφύγιο από τους Πακιστανούς, τα έγγραφα που κατάσχεσαν οι αμερικανικές δυνάμεις κατά την διάρκεια της επιδρομής υποδηλώνουν ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια.

Μετά από χρόνια δοκιμών και σφαλμάτων, οι Αμερικανοί άρχισαν σιγά-σιγά να μαθαίνουν το πώς θα μπορούσαν, ως ξένοι που ήταν, να βοηθήσουν τους Μουσουλμάνους που επιθυμούσαν να περιθωριοποιήσουν και να περιορίσουν τους εξτρεμιστές στις κοινότητές τους. Από στρατιωτικής πλευράς, αυτό συνήθως αφορούσε σχετικά μικρό αριθμό Αμερικανών που αξιοποίησαν μοναδικά στοιχεία, όπως τεχνικές πληροφορίες, αεροπορικές μεταφορές, υποστήριξη υλικοτεχνικής υποστήριξης, ιατρική βοήθεια, και χτυπήματα ακριβείας. Η πολιτική πλευρά τέτοιων προσπαθειών δεν έλαβε ποτέ τόση προσοχή ή επένδυση, αλλά συνήθως υπήρχαν λίγοι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι που κατανοούσαν τις τοπικές συνθήκες και μερικές φορές μπορούσαν να παίξουν έναν εποικοδομητικό ρόλο.

Ωστόσο, η βασική πρόκληση της προσαρμογής των κοινωνιών με μουσουλμανική πλειοψηφία στον σύγχρονο κόσμο είχε μόνο αναβληθεί, δεν είχε επιλυθεί. Δεν είχαν βρει μια βιώσιμη ισορροπία μεταξύ των συνηθειών της απολυταρχίας, της λαϊκής όρεξης για μια πιο δίκαιη κοινωνία, και των αναγκών των νεαρών, φτωχών, και αμόρφωτων πληθυσμών τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν ακόμη ασχοληθεί πραγματικά με αυτά τα βασικά ζητήματα. Για παράδειγμα, στο Αφγανιστάν υπήρχε κάποια βοήθεια, η καλύτερη από την οποία συχνά προερχόταν μέσω της Παγκόσμιας Τράπεζας και άλλων μη-αμερικανικών κυβερνητικών καναλιών. Μετρούμενη από την εκπαίδευση, τον εξηλεκτρισμό, και την δημόσια υγεία, η ανθρώπινη ανάπτυξη προχωρούσε γρήγορα.

Αλλά αυτές οι εξελίξεις δεν επεκτάθηκαν πολύ στην διακυβέρνηση, την βιώσιμη οικονομία, ή την ασφάλεια. Για όσους πέρασαν χρόνο στο Αφγανιστάν τα χρόνια που ακολούθησαν την ήττα των Ταλιμπάν, τουλάχιστον μέχρι το 2007, το σταθερό θέμα ήταν η αδιαφορία και η παραμέληση των ΗΠΑ, και όχι η υπερβολική φιλοδοξία. Με μερικές αξιοθαύμαστες εξαιρέσεις, η εμπλοκή των ΗΠΑ [3] στο Αφγανιστάν έκανε περισσότερα για να υπονομεύσει την σταθερότητα παρά να την οικοδομήσει. Εν τω μεταξύ, η αφγανική κυβέρνηση ανέλαβε τον ρόλο του κακού στην αφγανική κοινωνία: του μη-ισλαμικού, διεφθαρμένου, άδικου αρπακτικού που κυριαρχείται από ξένους.

Μέχρι το 2011, η παγκόσμια εξτρεμιστική απειλή ήταν λιγότερο εμφανής —αλλά οι πόλεμοι επέστρεφαν όλοι σε πάτρια εδάφη. Υπήρξε αναταραχή στην Τυνησία, εμφύλιος πόλεμος στην Λιβύη, και διαδηλώσεις που μετατράπηκαν σε εμφύλιο πόλεμο στην Συρία. Σύντομα ήταν δύσκολο να παρακολουθήσουμε όλους τους εμφύλιους πολέμους που διέλυαν τις μουσουλμανικές κοινωνίες.

Αντιδραστικός από την αρχή, ο ρόλος των ΗΠΑ στους πολλαπλασιαζόμενους πολέμους εντός του Ισλάμ είχε μείνει χωρίς άγκυρα και έρμαιος. Με τον Μπιν Λάντεν νεκρό και την «ορμή» των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν στην καλύτερη περίπτωση να βαλτώνει, η Ουάσιγκτον άρχισε να κάνει πίσω. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα αποφάσισε ότι η επέμβαση των ΗΠΑ το 2011 στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης, με τους Ευρωπαίους συμμάχους τους, δεν θα είχε καμία ουσιαστική συνέχεια. Η θορυβώδης αμερικανική ρητορική σχετικά με τον συριακό εμφύλιο παρήγαγε ελάχιστη δράση. Καθώς οι πόλεμοι μέσα στον ισλαμικό κόσμο επεκτάθηκαν, η Ουάσιγκτον αποδεσμεύτηκε από αυτούς. Μεταξύ των Αμερικανών, ήταν μια δημοφιλής επιλογή.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, μια νέα παγκόσμια οργάνωση ισλαμιστών εξτρεμιστών, το Ισλαμικό Κράτος (ή ISIS), εμφανίστηκε και ουσιαστικά αντικατέστησε την Αλ Κάιντα. Το ISIS κατέλαβε μεγάλα τμήματα της ανατολικής Συρίας και του βόρειου Ιράκ και οργάνωσε τρομακτικές τρομοκρατικές επιθέσεις στην Ευρώπη. Μετά από περίπου έναν χρόνο φυγής, ο Ομπάμα συμφώνησε πολύ απρόθυμα να βοηθήσει το Ιράκ και τις τοπικές κουρδικές και συριακές ομάδες να αντιμετωπίσουν το λεγόμενο χαλιφάτο του ISIS. Τελικά, ο συνασπισμός απέκρουσε το ISIS. Αλλά η Συρία παραμένει μια βίαιη έρημος.

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΡΑ

Κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, η βασική γεωπολιτική των πολέμων στον ισλαμικό κόσμο έχει εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό. Η Σαουδική Αραβία έχει αποστασιοποιηθεί από το καθαρό ισλαμιστικό μοντέλο. Τώρα είναι πιο στενά ευθυγραμμισμένη με μια ανερχόμενη δύναμη, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, και με την Αίγυπτο. Αυτές οι τρεις χώρες βλέπουν τώρα τις φιλίες με την Ινδία και το Ισραήλ ως πιο επικερδείς και συμφέρουσες από τις εταιρικές σχέσεις με αποτυχημένα κράτη όπως το Πακιστάν.

Ο αυταρχικός ηγέτης της Σαουδικής Αραβίας, ο διάδοχος του θρόνου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, προσπαθεί να αποφύγει να μοιραστεί τη μοίρα του υποστηριζόμενου από τις ΗΠΑ ηγεμόνα, με τον οποίο ειρωνικά μοιάζει περισσότερο: τον σάχη του Ιράν. Μερικοί Δυτικοί έχουν μεγάλη επιρροή στον MBS και τους συναδέλφους του, αλλά οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ συνήθως δεν είναι ανάμεσά τους. Οι ηγέτες της Σαουδικής Αραβίας και των Εμιράτων αγοράζουν την βοήθεια που πιστεύουν ότι χρειάζονται. Οι συνεργάτες της McKinsey, του Boston Consulting Group, και της Booz Allen Hamilton μπορεί να έχουν μεγαλύτερη επιρροή από οποιονδήποτε αξιωματούχο των ΗΠΑ.

Η γεωπολιτική θέση του Ιράν έχει επίσης εξελιχθεί. Έχει ενταχθεί στην αναδυόμενη αντιαμερικανική ομάδα [4] που έχει στον πυρήνα της την Κίνα και την Ρωσία. Το Πακιστάν και οι Ταλιμπάν είναι και οι δυο εξαρτημένα μέλη αυτής της χαλαρής συνομοσπονδίας. Στις πιο πρόσφατες εκστρατείες τους, οι Ταλιμπάν είχαν διαφοροποιήσει την υποστήριξή τους, λαμβάνοντας σημαντική βοήθεια από το Ιράν και την Ρωσία. Αυτές οι χώρες, με την Κίνα, είναι βέβαιο ότι θα παίξουν ζωτικούς ρόλους στο μέλλον του Αφγανιστάν [5].

Εν τω μεταξύ, η Τουρκία, παραδομένη στη νοσταλγία για την οθωμανική δόξα και ταλαντευόμενη μεταξύ απολυταρχίας και δημοκρατίας, έχει αναδειχθεί ως τρίτος πόλος έλξης στον πόλεμο εντός του Ισλάμ. Υποστηρίζει τους μαχόμενους εταίρους της στο Αζερμπαϊτζάν, στην Συρία, και στην Λιβύη και τεντώνει τους μύες της σε νέους αγώνες για τους ενεργειακούς πόρους στην ανατολική Μεσόγειο.

Εάν οι Αμερικανοί ανησυχούν για την επιστροφή βίαιων ισλαμιστών εξτρεμιστών που στοχεύουν στην πατρίδα τους, το Αφγανιστάν δεν είναι το πιο σημαντικό μέρος που πρέπει να παρακολουθήσουν. Ένας αγώνας επιρροής εκεί φέρνει τους Ταλιμπάν εναντίον του Ισλαμικού Κράτους στο Χορασάν (IS-K), το οποίο είναι πολύ ισχυρότερη δύναμη από οποιαδήποτε υπολείμματα της Αλ Κάιντα παραμένουν στην χώρα. Εάν η Ουάσιγκτον θέλει να συνεχίσει να πολεμά το IS-K, θα πρέπει να μπει στην ουρά. Το IS-K απειλεί επίσης όλους τους γείτονες του Αφγανιστάν, και το γνωρίζουν. Εάν οι ανήσυχοι Αμερικανοί θέλουν να επικεντρωθούν σε μέρη όπου ο ρόλος τους μπορεί να είναι πιο ουσιαστικός, το πρώτο μέρος που πρέπει να κοιτάξουμε είναι η Αφρική. Δεύτερη μπορεί να είναι η Συρία και το βόρειο Ιράκ, και μετά η Αραβική Χερσόνησος.

ΠΡΟΣΑΡΜΟΖΟΜΕΝΟΙ ΣΕ ΝΕΕΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ

Από το 1979, οι πόλεμοι στο Ισλάμ μαίνονταν για το πώς οι μουσουλμανικές κοινωνίες μπορούν να προσαρμοστούν επιτυχώς στον σύγχρονο κόσμο. Όσο κι αν οι Αμερικανοί προτιμούν να βλέπουν προς τον εαυτό τους, αυτή δεν είναι μια ιστορία με επίκεντρο τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι Ευρωπαίοι, περισσότερο από όσο οι Αμερικανοί, είναι συχνά αυτοί που εργάζονται για να αντιμετωπίσουν την αναταραχή στον ισλαμικό κόσμο, ειδικά στην περιοχή της Μεσογείου και στην Αφρική. Ωστόσο, στο μέλλον, οι ηγέτες των ΗΠΑ, της Ευρώπης, και της Ασίας θα πρέπει να αναλογιστούν ποιες σημαντικές μουσουλμανικές κοινωνίες θα μπορούσαν να κλίνουν σε κάποια κατεύθυνση, προς την ενθάρρυνση της επιτυχίας ή την απογοήτευση της αποτυχίας. Δεν θα είναι δύσκολο για αυτούς να βρουν μια λίστα με τα μέρη που βρίσκονται στην ισορροπία. Η Ινδονησία, για παράδειγμα, θα πρέπει να βρίσκεται κοντά στην κορυφή.

Αυτοί οι ηγέτες θα μπορούσαν στην συνέχεια να αναλύσουν αυστηρά το τι, αν μη τι άλλο, θα μπορούσαν πρακτικά και ρεαλιστικά να κάνουν σε οποιαδήποτε από αυτές τις περιπτώσεις, ακόμη και στο περιθώριο, που θα μπορούσε να κάνει μια αποφασιστική διαφορά. Η τρέχουσα εργαλειοθήκη τους δεν είναι κατάλληλη για αυτόν τον σκοπό. Όπως σημείωσε πρόσφατα ένα ζευγάρι έμπειρων αναλυτών, ο Michael Shurkin και η Aneliese Bernard:
«Η ανάγκη βελτίωσης της διακυβέρνησης και της μείωσης της έμφασης στην βοήθεια των δυνάμεων ασφαλείας είναι ευρέως αποδεκτή από τους ειδικούς σε θέματα τρομοκρατίας … σε σημείο να είναι αληθής. Ωστόσο, η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων είναι ακριβώς αυτό στο οποίο η κυβέρνηση των ΗΠΑ είναι κακή, κάτι που εξηγεί γιατί είναι πιο άνετη να προεπιλέγει τις «κινητικές» επιχειρήσεις που στοχεύουν στην δολοφονία τρομοκρατών, την βοήθεια ασφαλείας γενικά, ή την έκδοση επιταγών για καλοπροαίρετα προγράμματα βοήθειας που έχουν σχεδιαστεί για να τονώσουν την διακυβέρνηση ή την οικονομική ανάπτυξη, αλλά προφανώς δεν είχαν διαρκές αποτέλεσμα».

Εάν η Ουάσιγκτον και οι φίλοι της επένδυαν έστω και ένα κλάσμα της δημιουργικής προσπάθειας και της επένδυσης που έχουν δώσει σε παλιά, αντιδραστικά μέσα, θα έβρισκαν εποικοδομητικές ευκαιρίες να επηρεάσουν την πορεία των πολέμων εντός του Ισλάμ. Τα μεγάλα ζητήματα αυτής της εποχής —η βιολογική ασφάλεια, η κλιματική αλλαγή, η κυβερνο-ψηφιακή διακυβέρνηση, η οικονομική ανισότητα— πλήττουν πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του μουσουλμανικού κόσμου. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να βοηθήσουν τον μουσουλμανικό κόσμο να βγει από τις δεκαετίες πολιτισμικής του πάλης, θα πρέπει να επικεντρωθούν λιγότερο στην καταδίωξη βίαιων εξτρεμιστών που διεξάγουν έναν αταβιστικό και δονκιχωτικό αγώνα για θεοκρατική αγνότητα. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική εάν μπορεί να βοηθήσει προληπτικά εκείνους τους Μουσουλμάνους λύτες προβλημάτων που προσπαθούν, ευσυνείδητα, να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες γενεακές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες τους.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/middle-east/2021-02-16/palestini...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/middle-east/2021-10-18/russia-no...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2020-02-10/how-good-...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/2019-12-10/age-great-power-compe...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2021-05-04/ashraf-gh...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/middle-east/2021-11-04/wars-with...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition