Η Αμερική δεν αποχωρεί από τη Μέση Ανατολή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Αμερική δεν αποχωρεί από τη Μέση Ανατολή

Η Ουάσιγκτον χρειάζεται μια νέα στρατηγική αλλά όχι μια στρατηγική εξόδου

Η κυβέρνηση του Προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, δεν έχει κρύψει την επιθυμία της να απαγκιστρώσει τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη Μέση Ανατολή. Ο υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, σε συνέντευξή του πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, είπε πως οραματιζόταν ότι μια προεδρία Μπάιντεν θα έκανε «λιγότερα, όχι περισσότερα» στην περιοχή. Αντίστοιχα, ένας ανώτερος αξιωματούχος των ΗΠΑ μού είπε ότι η κυβέρνηση Ομπάμα δεν ολοκλήρωσε την λεγόμενη στροφή της στην Ασία, αλλά «αυτή την φορά θα το κάνουμε».

02122021-1.jpg

Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν, με τους ομολόγους του από το Ισραήλ και τα Εμιράτα, στην Ουάσιγκτον, τον Οκτώβριο του 2021. POOL New / Reuters
-------------------------------------------------------

Ο «στρατηγικός ανταγωνισμός» [1] των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα κυριαρχεί επί του παρόντος στις συζητήσεις για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, αντιπροσωπεύοντας την διακομματική συναίνεση σε μια κατά τα άλλα διχασμένη Ουάσιγκτον. Όμως, παρ' όλη την συζήτηση για την απόσυρση από τη Μέση Ανατολή και το ειλικρινές άγχος της περιοχής για την εγκατάλειψη από τις ΗΠΑ στον απόηχο του Αφγανιστάν, η πραγματικότητα στο πεδίο υποδηλώνει το αντίθετο: η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να διατηρεί ένα εκτεταμένο δίκτυο στρατιωτικών βάσεων και έχει αποδειχθεί πρόθυμη να αποδεχτεί ακόμη και τους πιο δυσάρεστους εταίρους της στο όνομα της ενίσχυσης της περιφερειακής ασφάλειας. Επιπλέον, οι περιφερειακές δυναμικές είναι πιθανό να οδηγήσουν σε περαιτέρω αστάθεια και βία –τροφοδοτώντας μια απαίτηση για μια συνεχιζόμενη αμερικανική παρουσία.

Σίγουρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι πλέον ο μόνος παγκόσμιος παίκτης στη Μέση Ανατολή. Οι κινεζικές οικονομικές και τεχνολογικές επενδύσεις και η στρατιωτική επιρροή της Ρωσίας έχουν αυξηθεί την τελευταία δεκαετία. Υπό αυτήν την έννοια, η στιγμή της Αμερικής έχει περάσει. Και όμως, όσο και αν οι Αμερικανοί ίσως θέλουν να τελειώσουν με τη Μέση Ανατολή, η Μέση Ανατολή δεν έχει τελειώσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αμερικανική απόσυρση δεν είναι μόνο ένας μύθος, αλλά εμποδίζει έναν σημαντικό διάλογο στην Ουάσιγκτον σχετικά με το πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να προσαρμόσουν τις πολιτικές τους για να βελτιώσουν τις ζωές των πολιτών της περιοχής και να συμβάλουν σε μια πιο δίκαιη πολιτική τάξη στη Μέση Ανατολή.

ΤΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΑ

Παρ’ όλους τους φόβους στις αραβικές πρωτεύουσες για την φθίνουσα αμερικανική δέσμευση στη Μέση Ανατολή, η στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ δείχνει περισσότερη συνέχεια από όσο συνήθως αναγνωρίζεται. Παρά την υπόσχεση να επανεξετάσει μια πώληση όπλων 23 δισεκατομμυρίων δολαρίων στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα με μεγαλύτερη έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα, η κυβέρνηση Μπάιντεν αποφάσισε να προχωρήσει στην πώληση. Επίσης, η «αναπροσαρμογή» των σχέσεων του Μπάιντεν με την Σαουδική Αραβία δεν οδήγησε σε σημαντική αλλαγή πολιτικής: ο υπουργός Άμυνας της Σαουδικής Αραβίας, Khalid bin Salman, αδελφός του πρίγκιπα-διαδόχου, Mohammed bin Salman, είχε συναντήσεις υψηλού επιπέδου με κορυφαίους αξιωματούχους των ΗΠΑ κατά την διάρκεια επίσκεψής του στην Ουάσιγκτον τον Ιούλιο, παρά την δημοσιοποίηση μιας έκθεσης των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ, η οποία εκτίμησε ότι ο πρίγκιπας-διάδοχος ενέκρινε την επιχείρηση σύλληψης και δολοφονίας του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι. Ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Jake Sullivan, συναντήθηκε επίσης απευθείας με τον πρίγκιπα-διάδοχο στο Ριάντ τον Σεπτέμβριο του 2021. Στην συνέχεια, η κυβέρνηση προώθησε μια νέα πώληση όπλων 650 εκατομμυρίων δολαρίων στην Σαουδική Αραβία.

Αυτή δεν μοιάζει με μια κυβέρνηση που γυρίζει την πλάτη στους παραδοσιακούς εταίρους των ΗΠΑ ή «βάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα στο επίκεντρο» της εξωτερικής της πολιτικής. Αυτό το μοτίβο εκτείνεται πέρα από τους πλούσιους εταίρους των Ηνωμένων Πολιτειών στον Κόλπο: μολονότι η ομάδα του Μπάιντεν επέλεξε να παρακρατήσει προσωρινά 130 εκατομμύρια δολάρια στρατιωτικής βοήθειας προς την Αίγυπτο, η απόφασή της δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες των οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων ότι η κυβέρνηση θα στήριζε τη νομοθεσία του Κογκρέσου που εξαρτά 300 εκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική βοήθεια από την χειροπιαστή πρόοδο όσον αφορά το κράτος δικαίου και τα μεταρρυθμιστικά μέτρα. Με 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια να χορηγούνται ετησίως μέσω του προγράμματος Στρατιωτικής Χρηματοδότησης στο Εξωτερικό (Foreign Military Financing) των ΗΠΑ, η Αίγυπτος παραμένει μεταξύ των τριών κορυφαίων αποδεκτών αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας παγκοσμίως, παρά την καταστολή της πολιτικής αντιπολίτευσης και της κοινωνίας των πολιτών από τον πρόεδρο Αμπντέλ Φατάχ Ελ Σίσι.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν όντως σηματοδότησε μια επανευθυγράμμιση της στρατιωτικής της στάσης με το να ανακοινώσει μείωση των αντιπυραυλικών της συστημάτων στην περιοχή καθώς επανεστίασε στην πρόκληση που θέτουν η Ρωσία και η Κίνα. Η απομάκρυνση αυτών των συστημάτων από την Σαουδική Αραβία τον Σεπτέμβριο, ακόμη και όταν οι Χούτι συνέχισαν να εξαπολύουν πυραυλικές επιθέσεις σε σαουδαραβικό έδαφος από την Υεμένη, ενίσχυσε την αίσθηση εγκατάλειψης του Ριάντ από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επίσης, το Υπουργείο Άμυνας ασχολείται επί του παρόντος με μια σημαντική παγκόσμια επανεξέταση της στάσης των δυνάμεών του, η οποία πιθανότατα θα επηρεάσει το στρατιωτικό αποτύπωμα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες δίνουν προτεραιότητα στις απειλές στον Ινδο-Ειρηνικό. Παραμένει όμως αμφίβολο ότι μια ριζική μείωση δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών των ΗΠΑ είναι στον ορίζοντα —ή ότι η Ουάσιγκτον είναι έτοιμη να αγνοήσει τις αντιληπτές ανάγκες ασφάλειας των μεγάλων περιφερειακών εταίρων της.

ΒΑΣΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ

Το στρατηγικό επιχείρημα για τη μείωση της αμερικανικής παρουσίας στη Μέση Ανατολή είναι ξεκάθαρο. Εκτός από την ανάγκη μεταφοράς πόρων προς την Ασία, δεδομένων των μεταβαλλόμενων γεωστρατηγικών συνθηκών, η εξάρτηση των Ηνωμένων Πολιτειών από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής έχει μειωθεί σημαντικά. Έγινε επίσης επισταμένη εξέταση σχετικά με το εάν οι μεγάλες βάσεις είναι αποτελεσματικές για αντιτρομοκρατικές αποστολές και εάν αυτές οι βάσεις ενδέχεται να προκαλέσουν περαιτέρω επιθέσεις από το Ιράν αντί να τις αποτρέψουν. Μερικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να φέρουν όλα τα στρατεύματα στην πατρίδα, ενώ άλλοι υποστηρίζουν μια πιο διάσπαρτη περιφερειακή στάση με την χρήση μικρότερων βάσεων. Αυτό θα καθιστούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες λιγότερο εξαρτημένες από μεγάλες επιχειρησιακές βάσεις, όπως η αεροπορική βάση Al Udeid στο Κατάρ ή το στρατόπεδο Arifjan στο Κουβέιτ, οι οποίες ίσως γίνουν πιο ευάλωτες στις ιρανικές επιθέσεις καθώς οι επιθετικές ικανότητες της Τεχεράνης με πυραύλους και drone εξελίσσονται.

Αυτά τα επιχειρήματα είναι πειστικά. Αλλά οι πολιτικές εκτιμήσεις, η γραφειοκρατική αδράνεια, η συνεχιζόμενη ευαλωτότητα των Ηνωμένων Πολιτειών στους κραδασμούς της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου, και τα οικονομικά συμφέροντα της αμυντικής βιομηχανίας των ΗΠΑ κάνουν απίθανη μια γρήγορη αντιστροφή —ανεξάρτητα από την στρατηγική λογική. Οι εταίροι των Ηνωμένων Πολιτειών στον Κόλπο θέλουν οι αμερικανικές δυνάμεις να παραμείνουν, θεωρώντας τις βάσεις ως ένδειξη της πολιτικής δέσμευσης της Ουάσιγκτον στην ασφάλειά τους. Και αφότου το Κατάρ και άλλα κράτη του Κόλπου έπαιξαν έναν τόσο σημαντικό ρόλο στην αεροπορική μεταφορά Αφγανών μετά την αποχώρηση των Αμερικανών από την χώρα, είναι πιθανό η κυβέρνηση Μπάιντεν να κλείσει την [βάση] Al Udeid; Μια απόσυρση ίσως είναι δυνατή, αλλά το πλήρες κλείσιμο είναι υπερβολή.

Η συνεχιζόμενη διακομματική εστίαση στο Ιράν θα λειτουργήσει επίσης υπέρ μιας σημαντικής αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας. Οι κοινές ναυτικές ασκήσεις ασφαλείας, οι οποίες διεξάγονται με την προσοχή στραμμένη στην ανάσχεση του Ιράν, περιλαμβάνουν τώρα τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, και το Μπαχρέιν. Δεν είναι επίσης σαφές εάν οι μεγάλες βάσεις των ΗΠΑ είναι τόσο εκτεθειμένες σε ιρανικές επιθέσεις όσο φοβούνται ορισμένοι: Το Κατάρ και το Κουβέιτ, χώρες που φιλοξενούν χιλιάδες άτομα προσωπικού των ΗΠΑ, διατηρούν πιο φιλικές σχέσεις με την Τεχεράνη και ίσως να μην είναι τόσο ευάλωτες σε ιρανικές επιθέσεις κατά των δυνάμεων των ΗΠΑ εντός των χωρών τους. Επομένως, τα οφέλη από τη μείωση της αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή ίσως αντισταθμιστούν από το πολιτικό κόστος της αποξένωσης των εταίρων του Κόλπου.

Η τοποθέτηση συστημάτων αντιπυραυλικής άμυνας και αεροπλανοφόρων εκτός Μέσης Ανατολής είναι ένα σημάδι της μειωμένης παρουσίας των ΗΠΑ στην περιοχή και πιθανότατα θα γίνει πιο συχνή καθώς οι πόροι μετατοπίζονται στην Ασία. Αυτό δεν θα αρέσει στους περιφερειακούς εταίρους, αλλά θα μάθουν να ζουν με αυτό. Αλλά το κλείσιμο μιας τεράστιας στρατιωτικής υποδομής είναι εντελώς άλλο θέμα.

Ο ΣΚΙΩΔΗΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΟ ΙΡΑΝ

Το Ιράν βλέπει την συνέχιση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην περιοχή τόσο ως απειλή για τα συμφέροντά του όσο και ως βολικό στόχο. Καθώς η Τεχεράνη επιδιώκει να ενισχύσει την αποτροπή της, ίσως προτιμήσει να χτυπήσει μικρό αριθμό αμερικανικών δυνάμεων σε ζώνες συγκρούσεων παρά τις μεγάλες βάσεις των ΗΠΑ στον Κόλπο. Αμερικανοί και Ισραηλινοί αξιωματούχοι κατηγόρησαν το Ιράν ότι εξαπέλυσε επίθεση με drone στην αμερικανική βάση al-Tanf στην Συρία τον Οκτώβριο, πιθανώς ως αντίποινα για τις ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές στην Συρία. Η παρουσία των ΗΠΑ στο Ιράκ έχει επίσης μειωθεί σε μόνο μερικές χιλιάδες στρατιώτες, οι οποίοι παραμένουν εκτεθειμένοι σε επιθέσεις από πολιτοφυλακές που υποστηρίζονται από το Ιράν.

Η εχθρότητα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν είναι τώρα τόσο βαθιά ριζωμένη στα κατεστημένα και των δύο χωρών —ιδιαίτερα καθώς οι σκληροπυρηνικοί [2] έχουν εδραιώσει τον έλεγχό τους στην Τεχεράνη— ώστε οι προσπάθειες για επαναφορά της σχέσης να είναι απίθανες τα επόμενα χρόνια. Η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να αποσυρθεί από την συμφωνία για τα πυρηνικά και να υιοθετήσει μια πολιτική «μέγιστης πίεσης» σχεδιασμένη να απομονώσει το Ιράν διπλωματικά και οικονομικά έκανε το Ιράν περισσότερο φιλοπόλεμο, όχι λιγότερο. Μετά την δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Qasem Soleimani από τις Ηνωμένες Πολιτείες τον Ιανουάριο του 2020, οι δύο χώρες ενεπλάκησαν σε άμεση στρατιωτική σύγκρουση για πρώτη φορά από την δεκαετία του 1980. Ακόμα κι αν οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής καταφέρουν να αποφύγουν έναν πόλεμο πλήρους κλίμακας με το Ιράν και να περιορίσουν τις πυρηνικές του φιλοδοξίες [3], πιθανότατα θα βρεθούν σε μια χαμηλού βαθμού σύγκρουση για περιφερειακή επιρροή με την Τεχεράνη.

Αν και το Ιράν αρχικά διατήρησε την συμμόρφωσή του με την πυρηνική συμφωνία μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, έχει επεκτείνει σημαντικά το πρόγραμμά του τον τελευταίο χρόνο. Έχει αυξήσει τον εμπλουτισμό του ουρανίου του πολύ πέρα από τους περιορισμούς της συμφωνίας, φέρνοντάς το πιο κοντά σε οπλικά επίπεδα. Η έρευνα και ανάπτυξη προηγμένων φυγοκεντρητών προχωρούν. Ο κρίσιμος χρόνος (breakout time) του Ιράν, ή ο χρόνος που απαιτείται για την παραγωγή επαρκούς εμπλουτισμένου υλικού για την κατασκευή ενός πυρηνικού όπλου έχει μειωθεί σε μήνες σε αντίθεση με το ένα έτος σύμφωνα με τους περιορισμούς της πυρηνικής συμφωνίας. Οι πυρηνικοί επιθεωρητές δεν έχουν πλέον την πρόσβαση που απαιτείται από την συμφωνία. Όλα αυτά τα βήματα έχουν εισαγάγει άλλη μια πηγή έντασης στις σχέσεις του Ιράν με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την διεθνή κοινότητα.

Επίσης, δεν είναι πλέον σαφές εάν οι Ιρανοί είναι τόσο πρόθυμοι να αναβιώσουν την συμφωνία όσο ήταν κάποτε. Οι Ιρανοί αξιωματούχοι δεν βιάστηκαν να επιστρέψουν στις συνομιλίες στην Βιέννη για την αποκατάσταση της συμφωνίας μετά την εκλογή του Ebrahim Raisi ως προέδρου τον Ιούνιο του 2021. Τελικά, συμφώνησαν να επιστρέψουν στις διαπραγματεύσεις στα τέλη του Νοεμβρίου του 2021, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα έχει την πολιτική ενέργεια για να εκπληρώσει την ελάφρυνση των κυρώσεων που απαιτείται για την αποκατάσταση της συμφωνίας ή ότι το Ιράν θα συμφωνήσει στις απαιτούμενες πυρηνικές μειώσεις. Και είναι σχεδόν βέβαιο ότι το Ισραήλ [4], για το οποίο η κυβέρνηση Μπάιντεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα, δεν θα υποστηρίξει παραχωρήσεις προς το Ιράν.

Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ βρίσκονται ήδη σε συζητήσεις με τους Ισραηλινούς ομολόγους τους για ένα «Σχέδιο Β» για την περίπτωση αποτυχίας των συνομιλιών. Αυτή η στρατηγική θα περιλαμβάνει περισσότερη οικονομική πίεση και πιθανώς στρατιωτικές επιλογές. Δεν είναι σαφές πώς τέτοιες πολιτικές «επιστροφής στο μέλλον» θα φέρουν μια νέα πυρηνική συμφωνία, ιδιαίτερα χωρίς το είδος της διεθνούς υποστήριξης που ήταν δυνατή πριν από την συμφωνία του 2015. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την Κίνα να συμμετέχει σε μια ανανεωμένη οικονομική πίεση εναντίον του Ιράν, υπό το φως των αυξανόμενων εντάσεων μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον. Πράγματι, η Κίνα εξέφρασε πρόσφατα πιο ευνοϊκά διακείμενες θέσεις για τα δικαιώματα πυρηνικού εμπλουτισμού του Ιράν, μετά την απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου να πουλήσουν πυρηνικά υποβρύχια στην Αυστραλία, κάτι που το Πεκίνο θεωρεί κίνδυνο ταχείας διάδοσης [των πυρηνικών]. Αυτό που μπορεί να είναι πιο πιθανό σε περίπτωση αποτυχίας της αναβίωσης της πυρηνικής συμφωνίας είναι η επανάληψη της απάντησης του Ιράν στις πολιτικές μέγιστης πίεσης της κυβέρνησης Τραμπ: μια επιτάχυνση των στρατιωτικών χτυπημάτων σε ολόκληρη την περιοχή, συμπεριλαμβανομένων κατά των δυνάμεων των ΗΠΑ.

Εάν η συμφωνία καταρρεύσει, θα είναι ακόμη πιο δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες να μειώσουν την παρουσία τους στη Μέση Ανατολή και να στρέψουν την εστίασή τους αλλού. Οι Ισραηλινοί σίγουρα δεν θα έβαζαν το Ιράν σε δεύτερη μοίρα, σχεδόν εγγυώμενοι την συνέχιση της κλιμάκωσης. Ο «σκιώδης πόλεμος» της Ιερουσαλήμ με το Ιράν έχει ήδη επεκταθεί σημαντικά: Έχει μετακινηθεί πέρα από το συριακό θέατρο, όπου το Ισραήλ χτυπά τακτικά στόχους ευθυγραμμισμένους με το Ιράν, σε μια ενεργή ναυτική αντιπαράθεση. Συνεχίζει επίσης την εκστρατεία φόνων με στόχο τους κορυφαίους πυρηνικούς επιστήμονες του Ιράν, και τις άμεσες επιθέσεις του στην πυρηνική υποδομή του Ιράν, συμπεριλαμβανομένης μιας έκρηξης στην ιρανική πυρηνική εγκατάσταση Natanz τον Απρίλιο του 2021, μόλις ξεκίνησε η διπλωματία στην Βιέννη. Ο κυβερνοπόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Ιράν έχει επεκταθεί ακόμη και σε πολιτικούς στόχους.

Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Naftali Bennett, έχει μέχρι στιγμής αποφύγει έναν δημόσιο καυγά με την Ουάσιγκτον για τον φάκελο του Ιράν. Όμως, μολονότι το στυλ του ίσως διαφέρει από την συγκρουσιακή προσέγγιση του πρώην πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου, οι πολιτικές του δεν φαίνονται αισθητά διαφορετικές. Ο Bennett έχει διατηρήσει τη μυστική στρατιωτική εκστρατεία του Ισραήλ κατά του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν και έχει μιλήσει για στρατηγική «θανάτου με χίλιες μαχαιριές» προς την Τεχεράνη. Άλλοι Ισραηλινοί ηγέτες έχουν κάνει δημόσιες δηλώσεις επαναβεβαιώνοντας το δικαίωμα του Ισραήλ να αμυνθεί ενάντια στο Ιράν, το οποίο είναι ευρέως αντιληπτό ως ότι το Ισραήλ διατηρεί τις στρατιωτικές του επιλογές. Το Ισραήλ δεν είναι σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών μέσω Συνθηκών, αλλά η αμερικανική πολιτική δέσμευση για την ασφάλεια του Ισραήλ είναι τόσο βαθιά που θα ήταν δύσκολο για την Ουάσιγκτον να μείνει στο περιθώριο σε περίπτωση πλήρους ιρανο-ισραηλινής σύγκρουσης.

Η ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση [5] συνεχίζει επίσης να σιγοβράζει, ακόμα κι αν το παλαιστινιακό ζήτημα αποτελεί χαμηλότερη προτεραιότητα για την περιοχή και την Ουάσιγκτον. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ίσως προτιμούν την βελτίωση των οικονομικών συνθηκών των Παλαιστινίων έναντι της πίεσης στους Ισραηλινούς σε βασικά ζητήματα όπως η επέκταση των εποικισμών. Το ξέσπασμα της βίας στην Λωρίδα της Γάζας τον Μάιο έδειξε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να εργαστούν στο παρασκήνιο για να περιορίσουν την σύγκρουση, αλλά δεν μπορούν να την αγνοήσουν. Η ομαλοποίηση μεταξύ του Ισραήλ και των αραβικών κρατών είναι μια ευπρόσδεκτη περιφερειακή εξέλιξη, αλλά δεν μπορεί να αντικαταστήσει την διευθέτηση μεταξύ των μερών που πραγματικά βρίσκονται σε πόλεμο.

ΓΙΝΟΜΕΝΟΙ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΛΥΣΗΣ

Με όλες αυτές τις απαιτήσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν τη Μέση Ανατολή. Στην πραγματικότητα, μπορεί να αντιμετωπίζουν ένα διαφορετικό πρόβλημα —όχι ότι φεύγουν, αλλά ότι μένουν με όλους τους λάθος τρόπους.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν φαίνεται να επιμένει στις στρατιωτικές της δεσμεύσεις για να καθησυχάσει τους εταίρους της, οι οποίοι παραμένουν δύσπιστοι σχετικά με την τροχιά της εξωτερικής της πολιτικής. Οι πωλήσεις όπλων στην Σαουδική Αραβία [6] και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι απόδειξη ότι η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να δίνει προτεραιότητα στις στρατιωτικές της συνεργασίες στην περιοχή. Όμως αυτές οι προσπάθειες, ιδιαίτερα όταν δεν εξισορροπούνται με δεσμεύσεις για την ανθρώπινη ασφάλεια και τις προκλήσεις της διακυβέρνησης, μπορούν να πυροδοτήσουν περιφερειακές συγκρούσεις και καταστολή. (Επί του παρόντος, οι Ηνωμένες Πολιτείες επενδύουν ετησίως για στρατιωτική βοήθεια στην Αίγυπτο όσα [επενδύουν] για οικονομική αναπτυξιακή βοήθεια σε ολόκληρη την περιοχή). Αυτή είναι μια συνταγή για διηνεκή κρίση, η οποία θα αναγκάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να κάνουν δαπανηρά βήματα για τον περιορισμό νέων μορφών εξτρεμισμού και βίας.

Ένας καλύτερος τρόπος προς τα εμπρός θα ήταν να χρησιμοποιηθεί η ευκαιρία της περιφερειακής επανεξισορρόπησης για να περιοριστούν οι στρατιωτικές δεσμεύσεις και να αυξηθεί η οικονομική και αναπτυξιακή βοήθεια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να επανεστιάσουν την προσοχή και τους πόρους τους στις προκλήσεις που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Η οικοδόμηση ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή σε μια περιοχή που ήδη δυσκολεύεται από τις κακές υποδομές και η διεύρυνση των ευκαιριών για τους νέους είναι οι τύποι θεμάτων που πρέπει να είναι στην κορυφή της ατζέντας όταν οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ επισκέπτονται τη Μέση Ανατολή. Η αμερικανική υποστήριξη σε αυτούς τους τομείς θα πρέπει να οικοδομήσει σε έργα που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη, αλλά δεν έχουν επαρκείς πόρους και προβολή.

Σε αυτή την στιγμή της στρατηγικής ρευστότητας, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν την ευκαιρία να κάνουν τα πράγματα διαφορετικά —να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν μια στρατηγική για την ανάπτυξη και την ισότητα. Αντί για υπερμεγέθεις στρατιωτικές επενδύσεις, θα μπορούσαν να επενδύσουν σε λύσεις για τις κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις και τις [προκλήσεις] διακυβέρνησης που εμποδίζουν μια καλύτερη ζωή για τους πολίτες της περιοχής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με τους πλούσιους συμμάχους τους, θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους εταίρους που θέλουν να μετατρέψουν την περιοχή από ένα σύνολο προβλημάτων σε ένα σύνολο προοπτικών. Είτε έτσι είτε αλλιώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Μέση Ανατολή δεν πρόκειται να χωρίσουν -αλλά η Ουάσιγκτον θα πρέπει να αδράξει την ευκαιρία για να είναι μέρος της λύσης, όχι μέρος του προβλήματος.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.politico.com/newsletters/national-security-daily/2021/10/05/...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/iran/2021-08-05/irans-war-within...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/iran/2021-11-16/nuclear-iran-not...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/israel/2021-07-13/can-israels-ne...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/middle-east/2021-06-21/biden-can...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/saudi-arabia/2021-11-03/saudi-ar...

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-12-01/america...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition