Είναι υπερδύναμη, είτε αρέσει είτε όχι | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Είναι υπερδύναμη, είτε αρέσει είτε όχι

Γιατί οι Αμερικανοί πρέπει να αποδεχτούν τον παγκόσμιο ρόλο τους

Όλες οι μεγάλες δυνάμεις έχουν μια βαθιά ριζωμένη αυτο-αντίληψη που διαμορφώνεται από την ιστορική εμπειρία, την γεωγραφία, τον πολιτισμό, τις πεποιθήσεις, και τους μύθους. Πολλοί Κινέζοι σήμερα επιθυμούν να ανακτήσουν το μεγαλείο μιας εποχής που κυβερνούσαν χωρίς αμφισβήτηση στο αποκορύφωμα του πολιτισμού τους, πριν από τον «αιώνα της ταπείνωσης». Οι Ρώσοι είναι νοσταλγικοί για τις Σοβιετικές μέρες, όταν ήταν η άλλη υπερδύναμη και κυβερνούσαν από την Πολωνία μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Ο Χένρι Κίσινγκερ κάποτε παρατήρησε [2] ότι οι Ιρανοί ηγέτες έπρεπε να επιλέξουν εάν ήθελαν να είναι «έθνος ή αιτία», αλλά οι μεγάλες δυνάμεις και οι επίδοξες μεγάλες δυνάμεις συχνά βλέπουν τον εαυτό τους ως και τα δύο. Η αυτο-αντίληψή τους διαμορφώνει τον ορισμό τους για το εθνικό συμφέρον, για το σε τι συνίσταται η πραγματική ασφάλεια και για τις ενέργειες και τους πόρους που απαιτούνται για την επίτευξή της. Συχνά, αυτές οι αντιλήψεις είναι που ωθούν τα έθνη, τις αυτοκρατορίες και τις πόλεις- κράτη προς τα εμπρός. Και μερικές φορές στην καταστροφή τους. Μεγάλο μέρος του δράματος του περασμένου αιώνα προήλθε από μεγάλες δυνάμεις των οποίων οι φιλοδοξίες ξεπέρασαν την ικανότητά τους.

05122021-1.jpg

David Plunkert
------------------------------------------------------

Οι Αμερικανοί έχουν το αντίθετο πρόβλημα. Η ικανότητά τους για παγκόσμια ισχύ υπερβαίνει την αντίληψή τους για την σωστή θέση και τον ρόλο τους στον κόσμο. Ακόμη και ενώ έχουν αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του ναζιστικού και του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού, του σοβιετικού κομμουνισμού και της ριζοσπαστικής ισλαμικής τρομοκρατίας, δεν έχουν ποτέ θεωρήσει αυτόν τον παγκόσμιο ακτιβισμό ως κάτι φυσιολογικό. Ακόμα και στην εποχή του Διαδικτύου, των πυραύλων μεγάλης εμβέλειας, και μιας αλληλοεξαρτώμενης παγκόσμιας οικονομίας, πολλοί Αμερικανοί διατηρούν την ψυχολογία ενός λαού που ζει χωριστά σε μια τεράστια ήπειρο, ανέγγιχτου από την αναταραχή του κόσμου. Οι Αμερικανοί δεν ήταν ποτέ απομονωτιστές. Σε περιόδους έκτακτης ανάγκης, μπορούν να πειστούν να υποστηρίξουν εξαιρετικές προσπάθειες σε απομακρυσμένα μέρη. Αλλά τις θεωρούν ως εξαιρετικές απαντήσεις σε εξαιρετικές περιστάσεις. Δεν βλέπουν τον εαυτό τους ως τον πρωταρχικό υπερασπιστή κάποιου είδους παγκόσμιας τάξης˙ δεν έχουν υιοθετήσει ποτέ αυτόν τον ρόλο του «απαραίτητου».

Ως αποτέλεσμα, οι Αμερικανοί συχνά έπαιξαν [αυτόν τον ρόλο] άσχημα. Η ηπειρωτική άποψή τους για τον κόσμο έχει δημιουργήσει έναν αιώνα άγριων ταλαντώσεων -αδιαφορία που ακολουθήθηκε από πανικό, κινητοποίηση και παρέμβαση ακολουθούμενη από υποχώρηση και απόσυρση. Το ότι οι Αμερικανοί αναφέρονται στις σχετικά χαμηλού κόστους στρατιωτικές εμπλοκές τους στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ ως «αέναοι πόλεμοι» (“forever wars”) είναι ακριβώς το τελευταίο παράδειγμα της δυσανεξίας τους για την ακατάστατη και ατελείωτη δουλειά της διατήρησης μιας γενικής ειρήνης και της δράσης για την αντιμετώπιση των απειλών. Και στις δύο περιπτώσεις, οι Αμερικανοί είχαν το ένα πόδι έξω από την πόρτα από την στιγμή που μπήκαν, γεγονός που εμπόδισε την ικανότητά τους να αποκτήσουν τον έλεγχο δύσκολων καταστάσεων.

Αυτή η επανειλημμένα «ναι και μετά όχι» προσέγγιση έχει μπερδέψει και παραπλανήσει τους συμμάχους και τους αντιπάλους, συχνά στο σημείο να προκαλέσει συγκρούσεις που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί με μια σαφή και σταθερή εφαρμογή της αμερικανικής ισχύος και επιρροής στην υπηρεσία μιας ειρηνικής, σταθερής και φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης. Ο εικοστός αιώνας ήταν γεμάτος με πτώματα ξένων ηγετών και κυβερνήσεων που έκριναν εσφαλμένα τις Ηνωμένες Πολιτείες, από την Γερμανία (δύο φορές) και την Ιαπωνία μέχρι την Σοβιετική Ένωση και την Σερβία και το Ιράκ. Εάν ο εικοστός πρώτος αιώνας πρόκειται να μην ακολουθήσει το ίδιο μοτίβο -πιο επικίνδυνα, στον ανταγωνισμό με την Κίνα- τότε οι Αμερικανοί θα πρέπει να σταματήσουν να ψάχνουν τις εξόδους και να αποδεχθούν τον ρόλο που τους έχει επιβάλει η μοίρα και η δική τους δύναμη. Ίσως μετά από τα τέσσερα χρόνια του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, οι Αμερικανοί είναι έτοιμοι για μια έντιμη συζήτηση.

ΔΥΟ ΣΚΕΠΤΙΚΑ

Η προτίμηση των Αμερικανών για έναν περιορισμένο διεθνή ρόλο είναι προϊόν της ιστορίας και της εμπειρίας τους και των μύθων που λένε στον εαυτό τους. Άλλες μεγάλες δυνάμεις φιλοδοξούν να ανακτήσουν τις παρελθούσες δόξες. Οι Αμερικανοί πάντα λαχταρούσαν να ξανακάνουν αυτό που φαντάζονται ως την αθωότητα και την περιορισμένη φιλοδοξία της νεότητας του έθνους τους. Στις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξης της νέας δημοκρατίας, οι Αμερικανοί αγωνίστηκαν απλώς να επιβιώσουν ως μια αδύναμη δημοκρατία σε έναν κόσμο μοναρχιών-υπερδυνάμεων. Πέρασαν τον 19ο αιώνα σε εσωστρέφεια και ενδοσκόπηση, κατακτώντας την ήπειρο και παλεύοντας με δουλεία. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν γίνει η πλουσιότερη και ενδεχομένως πιο ισχυρή χώρα στον κόσμο, αλλά και μια χώρα χωρίς δεσμεύσεις ή ευθύνες. Αναδύθηκαν υπό την ομπρέλα μιας καλοπροαίρετης παγκόσμιας τάξης στην οποία δεν είχαν κανένα ρόλο υποστήριξης. «Ασφαλής από επίθεση, ασφαλής ακόμη και από απειλή», έγραψε ο Βρετανός ιστορικός James Bryce [3] για τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1888, [η χώρα] «ακούει από μακριά τις πολεμικές κραυγές των ευρωπαϊκών φυλών και πίστεων, όπως οι θεοί του Επίκουρου άκουγαν τους ψιθύρους της δυστυχισμένης γης απλωμένης κάτω από τις χρυσές κατοικίες τους». Προς το παρόν, έγραψε ο Bryce, [η χώρα] «πλέει πάνω σε μια καλοκαιρινή θάλασσα».

Αλλά τότε ο κόσμος μετατοπίστηκε, και οι Αμερικανοί ξαφνικά βρέθηκαν στο κέντρο του. Η παλιά τάξη που υποστηριζόταν από το Ηνωμένο Βασίλειο και κατέστη δυνατή χάρη σε μια χαλαρή ειρήνη στην Ευρώπη κατέρρευσε με την άφιξη νέων δυνάμεων. Η άνοδος της Γερμανίας κατέστρεψε την επισφαλή ισορροπία στην Ευρώπη και οι Ευρωπαίοι αποδείχθηκαν ανίκανοι να την αποκαταστήσουν. Η ταυτόχρονη άνοδος της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών έβαλε τέλος σε περισσότερο από έναν αιώνα βρετανικής ναυτικής ηγεμονίας. Μια παγκόσμια γεωπολιτική αντικατέστησε αυτό που ήταν μια ευρωπαϊκή κυριαρχία, και σε αυτήν την πολύ διαφορετική διαμόρφωση της ισχύος, οι Ηνωμένες Πολιτείες ωθήθηκαν σε μια νέα θέση. Μόνο αυτές μπορούσαν να είναι δύναμη και του Ειρηνικού και του Ατλαντικού. Μόνο αυτές, με αδύναμους γείτονες στον βορρά και τον νότο και απέραντους ωκεανούς στα ανατολικά και τα δυτικά, μπορούσαν να στείλουν το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους να πολεμήσει σε μακρινά θέατρα [επιχειρήσεων] για παρατεταμένες περιόδους, ενώ η πατρίδα παρέμενε χωρίς να απειλείται. Μόνο αυτές μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν όχι μόνο τις δικές τους πολεμικές προσπάθειες αλλά και εκείνες των συμμάχων τους, συγκεντρώνοντας την βιομηχανική ικανότητα να παράγουν πλοία, αεροπλάνα, τανκς και άλλα υλικά για να οπλιστούν, ενώ χρησίμευαν επίσης ως οπλοστάσιο για όλους τους άλλους. Μόνο αυτές μπορούσαν να τα κάνουν όλα αυτά χωρίς να χρεοκοπήσουν, αλλά αντίθετα να γίνουν πλουσιότερες και πιο κυρίαρχες σε κάθε μεγάλο πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρατήρησε ο Βρετανός πολιτικός Arthur Balfour [4], είχαν γίνει ο «άξονας» γύρω από τον οποίο περιστρεφόταν ο υπόλοιπος κόσμος ή, σύμφωνα με τα λόγια του προέδρου Theodore Roosevelt, «η ισορροπία ισχύος όλου του κόσμου».

Ο κόσμος δεν είχε γνωρίσει ποτέ άλλοτε μια τέτοια δύναμη -δεν υπήρχαν λόγια για να την περιγράψει ούτε μια θεωρία για να την εξηγήσει. Ήταν sui generis. Η εμφάνιση αυτής της ασυνήθιστης μεγάλης δύναμης οδήγησε σε σύγχυση και εσφαλμένη κρίση. Τα έθνη που είχαν περάσει αιώνες για τον υπολογισμό των σχέσεων ισχύος στις δικές τους περιοχές ήταν αργά για να εκτιμήσουν τον αντίκτυπο αυτού του μακρινού deus ex machine (από μηχανής θεού), ο οποίος, μετά από μακρές περιόδους αδιαφορίας και απροθυμίας, θα μπορούσε ξαφνικά να εισέλθει και να μεταμορφώσει την ισορροπία ισχύος. Οι Αμερικανοί, επίσης δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν. Ο πλούτος και το σχετικό άτρωτο που τους έκαναν μοναδικά ικανούς να πολεμήσουν μεγάλους πολέμους και να ενισχύσουν την ειρήνη στην Ευρώπη, την Ασία και τη Μέση Ανατολή ταυτόχρονα, τους έκαναν να αμφισβητήσουν την αναγκαιότητα, την επιθυμία, ακόμη και την ηθική να το πράξουν. Με τις Ηνωμένες Πολιτείες βασικά ασφαλείς και αυτάρκεις, γιατί χρειάζεται να εμπλακούν σε συγκρούσεις χιλιάδες μίλια από τις ακτές τους; Και τι δικαίωμα είχαν γι’ αυτό;

Η υπόθεση για μια πολιτική που στοχεύει στην δημιουργία και την διατήρηση μιας φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης τέθηκε για πρώτη φορά από τον Theodore Roosevelt και τον Woodrow Wilson κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Όπως υποστήριξαν, με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις να μην είναι πλέον σε θέση να διατηρήσουν την τάξη, και όπως έδειξε ο πόλεμος, εναπόκειτο στις Ηνωμένες Πολιτείες να δημιουργήσουν και να υπερασπιστούν μια νέα φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη. Αυτός ήταν ο σκοπός του «Παγκόσμιου Συνδέσμου για την Ειρήνη της Δικαιοσύνης» (“World League for the Peace of Righteousness”), που πρότεινε ο Ρούσβελτ στην αρχή του πολέμου, και της Κοινωνίας των Εθνών (League of Nations), την οποία ο Ουίλσον τελικά υπερασπίστηκε μετά από αυτόν: να δημιουργήσει μια νέα ειρηνική τάξη με την αμερικανική ισχύ στο κέντρο της. Ο Ουίλσον πίστευε ότι ήταν η μόνη εφικτή εναλλακτική απέναντι σε μια επανάληψη της σύγκρουσης και του χάους που είχε καταστρέψει την Ευρώπη. Αν οι Αμερικανοί επιστρέψουν [5] στους «στενούς, εγωιστικούς, επαρχιακούς σκοπούς», προειδοποίησε, η ειρήνη θα καταρρεύσει, η Ευρώπη θα χωριστεί και πάλι σε «εχθρικά στρατόπεδα», ο κόσμος θα περιπέσει και πάλι σε «απόλυτο σκοτάδι» και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συρθούν και πάλι σε πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν συμφέρον για μια ειρηνική και κατά κύριο λόγο φιλελεύθερη Ευρώπη, μια ειρηνική Ασία και ανοιχτούς και ασφαλείς ωκεανούς στους οποίους οι Αμερικανοί και τα αγαθά τους μπορούσαν να ταξιδέψουν με ασφάλεια. Αλλά ένας τέτοιος κόσμος δεν μπορούσε να οικοδομηθεί παρά μόνο γύρω από την αμερικανική δύναμη. Έτσι, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν συμφέρον για την παγκόσμια τάξη.

Αυτά τα επιχειρήματα αντιμετώπισαν ισχυρή αντίσταση. Ο γερουσιαστής των Ρεπουμπλικανών, Henry Cabot Lodge, και άλλοι επικριτές καταδίκασαν την ομάδα του Wilson ως περιττή και ως προδοσία του οράματος των ιδρυτών [του έθνους]. Το να ασχοληθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες με την παγκόσμια τάξη ήταν σαν να παραβιάζουν τις βασικές αρχές που τις έκαναν ένα εξαιρετικό, ειρηνικό έθνος σε έναν εμπόλεμο κόσμο. Δύο δεκαετίες αργότερα, καθώς οι Αμερικανοί συζητούσαν εάν θα εισέλθουν σε άλλον έναν παγκόσμιο πόλεμο, ένας άλλος Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής, ο Robert Taft, γελοιοποίησε την ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ήταν απολύτως ασφαλείς από επίθεση, θα πρέπει να «καλύπτουν τον κόσμο, σαν περιπλανώμενος ιππότης, προστατεύοντας την δημοκρατία και τα καλοπροαίρετα ιδανικά, επιτιθέμενες, όπως ο Δον Κιχώτης, ενάντια στους ανεμόμυλους του φασισμού». Ο πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ ισχυρίστηκε ότι, ακόμη και αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν απειλούνταν άμεσα από τη ναζιστική Γερμανία ή την αυτοκρατορική Ιαπωνία, ένας κόσμος στον οποίο αυτές οι ισχυρές δικτατορίες θα κυριαρχούσαν στις περιοχές τους θα ήταν [6] ένα «άθλιο και επικίνδυνο μέρος για να ζει κανείς». Ήταν μόνο θέμα χρόνου πριν οι δικτατορίες συγκεντρωθούν για μια τελική επίθεση στο εναπομείναν οχυρό της δημοκρατίας, πίστευε ο Ρούσβελτ, αλλά ακόμη και πριν έρθει αυτή η στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να γίνουν «ένα μοναχικό νησί» δημοκρατίας σε έναν κόσμο από δικτάτορες, και η ίδια η δημοκρατία μπορούσε απλώς να χαθεί. Αλλά οι αντίπαλοι της αμερικανικής παρέμβασης στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ανησυχούσαν το ίδιο για τις συνέπειες της νίκης όσο και για το κόστος της παρέμβασης. Δεν ήθελαν η χώρα τους να υποταχθεί στα συμφέροντα των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών, αλλά ούτε ήθελαν να αντικαταστήσουν αυτές τις αυτοκρατορίες ως η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη. Επικαλούμενοι τον υπουργό Εξωτερικών [στμ: και μετέπειτα Πρόεδρο], John Quincy Adams, προειδοποίησαν ότι με το να γίνουν «δικτάτορας του κόσμου», οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χάσουν την ψυχή τους.

Η επίθεση της Ιαπωνίας στο Περλ Χάρμπορ έκοψε την συζήτηση, αλλά την άφησε αναστατωμένη. Ο Ρούσβελτ μπήκε στον πόλεμο με το βλέμμα του στη μεταπολεμική τάξη που ήλπιζε να δημιουργήσει, αλλά οι περισσότεροι Αμερικανοί είδαν τον πόλεμο ως πράξη αυτοάμυνας, απόλυτα συνεπείς με μια ηπειρωτική προοπτική. Όταν τελείωσε, περίμεναν να επιστρέψουν στο σπίτι τους.

Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέληξαν να κυριαρχούν στον κόσμο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ως εκ τούτου οι Αμερικανοί υπέφεραν από ένα είδος γνωστικής ασυμφωνίας. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ανέλαβαν ανήκουστες παγκόσμιες ευθύνες, αναπτύσσοντας στρατεύματα σε μακρινά θέατρα κατά εκατοντάδες χιλιάδες και πολέμησαν δύο πολέμους, στην Κορέα και στο Βιετνάμ, που ήταν 15 φορές πιο δαπανηροί από την άποψη των θανάτων στη μάχη από όσο θα ήταν οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Προώθησαν ένα διεθνές καθεστώς ελεύθερων συναλλαγών που μερικές φορές πλούτισε άλλους περισσότερο από τις ίδιες [τις ΗΠΑ]. Παρενέβησαν οικονομικά, πολιτικά, διπλωματικά και στρατιωτικά σε κάθε γωνιά του κόσμου. Και είτε το συνειδητοποιούσαν είτε όχι, δημιούργησαν μια φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη, ένα σχετικά ειρηνικό διεθνές περιβάλλον που με την σειρά του κατέστησε δυνατή μια έκρηξη παγκόσμιας ευημερίας και μια ιστορικά άνευ προηγουμένου εξάπλωση της δημοκρατικής κυβέρνησης.

Αυτός ήταν ο συνειδητός στόχος του Ρούσβελτ κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και των διαδόχων του στην διοίκηση του Τρούμαν. Πίστευαν ότι μια παγκόσμια τάξη βασισμένη σε φιλελεύθερες πολιτικές και οικονομικές αρχές ήταν το μόνο αντίδοτο στην αναρχία της δεκαετίας του 1930. Για να υπάρξει μια τέτοια τάξη, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούσαν να «καθίσουν στο σαλόνι με ένα όπλο, περιμένοντας», υποστήριξε ο Dean Acheson, υπουργός Εξωτερικών του προέδρου Harry Truman. Έπρεπε να είναι έξω στον κόσμο διαμορφώνοντάς τον ενεργά, αποτρέποντας μερικές δυνάμεις και ενισχύοντας άλλες. Έπρεπε να δημιουργήσουν [7] «καταστάσεις ισχύος» σε κρίσιμους κόμβους, διαδίδοντας σταθερότητα, ευημερία και δημοκρατία, ειδικά στις βασικές βιομηχανικές περιοχές του κόσμου στην Ευρώπη και την Ασία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να είναι «η ατμομηχανή επικεφαλής της ανθρωπότητας», είπε ο Acheson, που θα τραβούν τον κόσμο μαζί τους.

Η ΑΜΕΡΙΚΗ ΕΡΜΑΙΗ

Ωστόσο, ακόμη και όταν δημιούργησαν αυτήν την τάξη, λίγοι Αμερικανοί κατανόησαν ποτέ την παγκόσμια τάξη ως στόχο. Για τους περισσότερους, ήταν η απειλή του κομμουνισμού που δικαιολόγησε αυτές τις εξαιρετικές προσπάθειες, που δικαιολόγησε την ίδρυση του ΝΑΤΟ και την υπεράσπιση της Ιαπωνίας, της Κορέας και, τελικά, του Βιετνάμ. Η αντίσταση στον κομμουνισμό έγινε συνώνυμη με το εθνικό συμφέρον, γιατί ο κομμουνισμός θεωρήθηκε απειλή για τον αμερικανικό τρόπο ζωής. Όταν οι Αμερικανοί δίστασαν να υποστηρίξουν την Ελλάδα και την Τουρκία το 1947, ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Arthur Vandenberg είπε στους αξιωματούχους της κυβέρνησης Τρούμαν να «τρομάξουν αδυσώπητα τον αμερικανικό λαό» και ο Άτσεσον είδε την σκοπιμότητα του να κάνει τα πράγματα, όπως παραδέχτηκε [8] στα απομνημονεύματά του, «καθαρότερα από την αλήθεια». Με τον κομμουνισμό ως τον μοναδικό εχθρό, όλα είχαν σημασία. Κάθε πράξη ήταν σαν μια πράξη άμυνας.

Όταν τελείωσε ο Ψυχρός Πόλεμος, ο διαχωρισμός μεταξύ του πραγματικού ρόλου των Αμερικανών και της αυτο-αντίληψης των Αμερικανών έγινε αβάσταχτος. Χωρίς την παγκόσμια απειλή του κομμουνισμού, οι Αμερικανοί αναρωτήθηκαν ποιος πρέπει να είναι ο σκοπός της εξωτερικής πολιτικής τους. Ποιο ήταν το νόημα να έχουμε ένα παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας, ένα ηγεμονικό ναυτικό, μακρινές συμμαχίες με δεκάδες έθνη, και ένα διεθνές καθεστώς ελεύθερων συναλλαγών;

Η ανταρσία ξεκίνησε αμέσως. Όταν ο Ιρακινός δικτάτορας Σαντάμ Χουσεΐν εισέβαλε στο Κουβέιτ το 1990, ο πρόεδρος George H. W. Bush έκανε αρχικά την υπόθεση να τον ανατρέψει για λόγους παγκόσμιας τάξης. «Ένας κόσμος στον οποίο επιτρέπεται η βιαιότητα και η ανομία να προχωρούν χωρίς έλεγχο δεν είναι το είδος του κόσμου που θα θέλαμε να ζήσουμε», είπε ο Μπους σε τηλεοπτική ομιλία του από το Οβάλ Γραφείο, αναφέροντας τον στρατηγό που διοικούσε τους πεζοναύτες των ΗΠΑ που πολεμούσαν τις δυνάμεις του Σαντάμ. Αλλά όταν ρεαλιστές και συντηρητικοί επέκριναν το όραμα του Μπους για μια «νέα παγκόσμια τάξη» ως υπερβολικά φιλόδοξο και ιδεαλιστικό, η διοίκηση επέστρεψε πίσω στο είδος της στενής, ηπειρωτικής λογικής που οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να κατανοήσουν καλύτερα -«δουλειές, δουλειές, δουλειές» ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο υπουργός Εξωτερικών, Τζέιμς Μπέικερ, εξήγησε τι ήταν ο Πόλεμος του Κόλπου. Όταν ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον παρενέβη δύο φορές στα Βαλκάνια και στην συνέχεια επέκτεινε το ΝΑΤΟ, υπερασπίστηκε την παγκόσμια τάξη, τόσο για να εξαλείψει την εθνοκάθαρση στην Ευρώπη όσο και για να αποδείξει την συνεχιζόμενη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών σε αυτό που ο Μπους είχε αποκαλέσει [9] μια «Ευρώπη ολόκληρη και ελεύθερη». Και ο Κλίντον δέχθηκε επίσης επίθεση από ρεαλιστές -για συμμετοχή σε «διεθνή κοινωνική εργασία».

Στην συνέχεια ήρθε ο πρόεδρος George W. Bush. Ο δεύτερος πόλεμος με το Ιράκ αποσκοπούσε επίσης πρωτίστως στην διατήρηση της παγκόσμιας τάξης -για να απαλλάξει τη Μέση Ανατολή και τον Περσικό Κόλπο από έναν κατά συρροήν επιτιθέμενο που φανταζόταν τον εαυτό του ως τον νέο Saladin. Αλλά οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 είχαν κάνει τους στόχους της παγκόσμιας τάξης να μπερδευτούν και πάλι με την ηπειρωτική άμυνα, ακόμη και για τους υποστηρικτές του πολέμου. Όταν οι πληροφορίες σχετικά με τα εξοπλιστικά προγράμματα του Σαντάμ αποδείχτηκαν λανθασμένες, πολλοί Αμερικανοί θεώρησαν ότι τους είχαν πει ψέματα για την άμεση απειλή που έθετε το Ιράκ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ανέβηκε στην εξουσία εν μέρει λόγω της οργισμένης απογοήτευσης που διαμορφώνει ακόμα τις αμερικανικές στάσεις μέχρι σήμερα. Κατά ειρωνικό τρόπο, με την αποδοχή του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης, ο Ομπάμα παρατήρησε ότι η αμερικανική προθυμία να «αναλάβει την παγκόσμια ασφάλεια» έφερε την σταθερότητα στον μεταπολεμικό κόσμο και ότι αυτό ήταν το «φωτισμένο ίδιον συμφέρον» των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, έγινε γρήγορα σαφές ότι οι Αμερικανοί ενδιαφέρονται περισσότερο για την οικοδόμηση έθνους εγχωρίως. Στο τέλος, ο ρεαλισμός του Ομπάμα, όπως και του Ταφτ, συνίστατο στην αποδοχή του «κόσμου όπως είναι», όχι όπως ίσως θα εύχονταν οι υποστηρικτές της παγκόσμιας τάξης να είναι.

05122021-2.jpg

Διαδήλωση για τον πόλεμο του Ιράκ στην Ουάσιγκτον, τον Σεπτέμβριο του 2007. Jim Young / Reuters
----------------------------------------------------

Το 1990, η πρώην πρέσβειρα των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη, Jeane Kirkpatrick, υποστήριξε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επιστρέψουν στο να είναι ένα «φυσιολογικό» έθνος με κανονικά συμφέροντα, να εγκαταλείψουν τα «αμφίβολα οφέλη του καθεστώτος της υπερδύναμης», να τερματίσουν την «αφύσικη εστίαση» στην εξωτερική πολιτική , και να επιδιώκουν τα εθνικά τους συμφέροντα ως «συμβατικά κατανοητά». Αυτό σήμαινε την προστασία των πολιτών τους, της επικράτειάς τους, του πλούτου τους και της πρόσβασης σε «απαραίτητα» αγαθά. Δεν σήμαινε την διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων στην Ευρώπη ή την Ασία, την προώθηση της δημοκρατίας ή την ανάληψη ευθύνης για προβλήματα στον κόσμο που δεν άγγιζαν άμεσα τους Αμερικανούς. Αυτή είναι η ηπειρωτική προοπτική που κυριαρχεί ακόμα και σήμερα. Δεν αρνείται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν συμφέροντα, αλλά προτείνει ότι είναι απλώς τα συμφέροντα που έχουν όλα τα έθνη.

Το πρόβλημα είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν ένα κανονικό έθνος για πάνω από έναν αιώνα, ούτε είχαν κανονικά συμφέροντα. Η μοναδική τους ισχύς τούς δίνει έναν μοναδικό ρόλο. Στο κάτω-κάτω, και οι Μπαγκλαντεσιανοί και οι Βολιβιανοί ενδιαφέρονται επίσης για την παγκόσμια σταθερότητα και ενδέχεται να υποφέρουν εάν μια άλλη Γερμανία φθάσει να κυριαρχήσει στην Ευρώπη ή εάν μια άλλη Ιαπωνία καταλήξει να κυριαρχεί στην Ασία. Αλλά κανείς δεν θα πρότεινε ότι θα ήταν προς το εθνικό τους συμφέρον να το εμποδίσουν να συμβεί αυτό, επειδή δεν έχουν την ικανότητα να το πράξουν, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν την ικανότητα το 1798, όταν απειλήθηκαν περισσότερο από την προοπτική ενός ευρωπαϊκού ηγεμόνα. Η παγκόσμια τάξη έγινε η ανησυχία των Ηνωμένων Πολιτειών όταν η παλιά τάξη κατέρρευσε στις αρχές του εικοστού αιώνα και η χώρα έγινε η μόνη δύναμη που ήταν ικανή να δημιουργήσει μια νέα [τάξη] στην οποία θα μπορούσαν να προστατευθούν τα συμφέροντά της.

Αυτό εξακολουθεί να ισχύει σήμερα, και όμως, ακόμα περισσότερο από όσο στην εποχή της Kirkpatrick, ο ηπειρωτισμός παραμένει η κυρίαρχη άποψη. Ενημερώνει την γλώσσα που χρησιμοποιούν οι Αμερικανοί για να μιλήσουν για την εξωτερική πολιτική και τα θεωρητικά πρότυπα με τα οποία κατανοούν έννοιες όπως το εθνικό συμφέρον και η ασφάλεια. Παραμένει επίσης γεμάτη ηθικολογία. Οι προσκλήσεις για «συγκράτηση» εξακολουθούν να απαγγέλλουν την σοφία των ιδρυτών [του έθνους] και να κηρύττουν την προδοσία της ως πράξη ύβρεως, μεσσιανισμού, και ιμπεριαλισμού. Πολλοί διεθνιστές εξακολουθούν να πιστεύουν ότι αυτό που θεωρούν ως αδικαιολόγητη άσκηση της αμερικανικής ισχύος είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για έναν καλύτερο και πιο δίκαιο κόσμο. Τα μικτά αποτελέσματα των πολέμων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ δεν είναι απλώς λάθη κρίσης και εκτέλεσης, αλλά μαύρα σημάδια στην αμερικανική ψυχή.

Οι Αμερικανοί λαχταρούν ακόμα να δραπετεύσουν σε ένα πιο αθώο και απλούστερο παρελθόν. Σε βαθμό που μάλλον δεν αναγνωρίζουν, λαχταρούν να έχουν λιγότερη δύναμη. Οι ρεαλιστές έχουν καταλάβει εδώ και πολύ καιρό ότι όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι τόσο ισχυρές, θα είναι δύσκολο να αποφύγουν αυτό που οι πολιτικοί επιστήμονες Robert Tucker και David Hendrickson αποκάλεσαν κάποτε [10] «ο αυτοκρατορικός πειρασμός». Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο οι ρεαλιστές πάντα επέμεναν ότι η αμερικανική ισχύς βρίσκεται σε παρακμή ή απλά δεν ανταποκρίνεται στο καθήκον. Ο αρθρογράφος Walter Lippmann και ο διπλωμάτης George Kennan διατύπωσαν αυτό το επιχείρημα στα τέλη της δεκαετίας του 1940, όπως έκανε κι ο Kissinger στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και ο ιστορικός Paul Kennedy στην δεκαετία του 1980, και πολλοί ρεαλιστές το κάνουν ακόμα σήμερα. Οι ρεαλιστές αντιμετωπίζουν κάθε αποτυχημένο πόλεμο, από το Βιετνάμ έως το Ιράκ, σαν να ήταν το ισοδύναμο της αποστολής της Σικελίας, η τελική πράξη της τρέλας που οδήγησε στην ήττα της Αθήνας στον πόλεμο εναντίον της Σπάρτης τον πέμπτο αιώνα π.Χ. Μια ολόκληρη γενιά Αμερικανών έχει μεγαλώσει πιστεύοντας ότι η έλλειψη ξεκάθαρων νικών στο Αφγανιστάν και το Ιράκ αποδεικνύει ότι η χώρα τους δεν μπορεί πλέον να επιτύχει τίποτα με την βία. Η άνοδος της Κίνας, το μειωμένο μερίδιο των Ηνωμένων Πολιτειών στην παγκόσμια οικονομία, η πρόοδος των νέων στρατιωτικών τεχνολογιών, και μια γενική διάχυση της ισχύος σε όλο τον κόσμο -όλα σηματοδότησαν το λυκόφως, για άλλη μια φορά, της αμερικανικής τάξης.

Ωστόσο, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν τόσο αδύναμες όσο ισχυρίζονται τόσοι πολλοί άνθρωποι, δεν θα χρειαζόταν να ασκήσουν αυτοσυγκράτηση. Είναι ακριβώς επειδή η χώρα εξακολουθεί να είναι σε θέση να ακολουθήσει μια στρατηγική παγκόσμιας τάξης, που οι επικριτές πρέπει να εξηγήσουν γιατί δεν πρέπει να το κάνει. Το γεγονός είναι ότι η βασική διαμόρφωση της διεθνούς ισχύος δεν έχει αλλάξει όσο φαντάζονται πολλοί. Η γη είναι ακόμα στρογγυλή˙ οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να βρίσκονται στην απέραντη, απομονωμένη ήπειρο, περιτριγυρισμένες από ωκεανούς και ασθενέστερες δυνάμεις˙ οι άλλες μεγάλες δυνάμεις εξακολουθούν να ζουν σε περιοχές γεμάτες με άλλες μεγάλες δυνάμεις˙ και όταν μια δύναμη σε αυτές τις περιοχές αυξάνεται πολύ έντονα για να ισορροπήσουν οι άλλες, τα υποψήφια θύματα εξακολουθούν να κοιτάζουν προς τις απομακρυσμένες Ηνωμένες Πολιτείες για βοήθεια.

Αν και η Ρωσία διαθέτει ένα τεράστιο πυρηνικό οπλοστάσιο, είναι ακόμη περισσότερο μια «Άνω Βόλτα με ρουκέτες» σήμερα από όσο όταν επινοήθηκε αυτό το ευφυολόγημα, στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου. Οι Σοβιετικοί ήλεγχαν τουλάχιστον τη μισή Ευρώπη. Η Κίνα έχει πάρει την θέση της Ιαπωνίας, ισχυρότερη από άποψη πλούτου και πληθυσμού, αλλά με μη αποδεδειγμένες στρατιωτικές δυνατότητες και πολύ λιγότερο ευνοϊκή στρατηγική θέση. Όταν η αυτοκρατορική Ιαπωνία επεκτάθηκε την δεκαετία του 1930, δεν αντιμετώπισε τρομερούς περιφερειακούς ανταγωνιστές και οι Δυτικές δυνάμεις ήταν απασχολημένες με την γερμανική απειλή. Σήμερα, η Ασία είναι γεμάτη με άλλες μεγάλες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων τριών των οποίων οι στρατοί συγκαταλέγονται μεταξύ των δέκα κορυφαίων στον κόσμο -Ινδία, Ιαπωνία, και Νότια Κορέα- που είναι είτε σύμμαχοι είτε εταίροι των Ηνωμένων Πολιτειών. Εάν το Πεκίνο, πιστεύοντας στην αδυναμία της Ουάσιγκτον, χρησιμοποιήσει την δική του αυξανόμενη δύναμη για να προσπαθήσει να αλλάξει την στρατηγική κατάσταση της Ανατολικής Ασίας, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει όχι μόνο τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και έναν παγκόσμιο συνασπισμό προηγμένων βιομηχανικών εθνών, εν πολλοίς όπως ανακάλυψαν οι Σοβιετικοί.

Τα χρόνια του Trump ήταν μια δοκιμασία για την αμερικανική παγκόσμια τάξη, και η τάξη, αξιοσημείωτα, την πέρασε. Αντιμέτωποι με τον εφιάλτη μιας αδίστακτης υπερδύναμης που διαλύει το εμπόριο και άλλες συμφωνίες, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ κατεύνασαν και καλόπιασαν, φέρνοντας προσφορές στο θυμωμένο ηφαίστειο και περιμένοντας, ελπίζοντας για καλύτερες εποχές. Οι αντίπαλοι προχώρησαν επίσης προσεκτικά. Όταν ο Τραμπ διέταξε τον φόνο [11] του Ιρανού διοικητή Κασέμ Σολεϊμανί, ήταν λογικό να περιμένουμε από το Ιράν να προχωρήσει σε αντίποινα, και ίσως να το κάνει, αλλά όχι με τον Τραμπ ως πρόεδρο. Οι Κινέζοι υπέφεραν από έναν μακρύ δασμολογικό πόλεμο που τους έπληξε περισσότερο από όσο έπληξε τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά προσπάθησαν να αποφύγουν την πλήρη κατάρρευση της οικονομικής σχέσης από την οποία εξαρτώνται. Ο Ομπάμα ανησυχούσε ότι η παροχή επιθετικών όπλων στην Ουκρανία θα μπορούσε να οδηγήσει σε πόλεμο με την Ρωσία, αλλά όταν η κυβέρνηση Τραμπ προχώρησε με τις παραδόσεις όπλων, η Μόσχα το αποδέχθηκε με ελάχιστη μουρμούρα. Πολλές από τις πολιτικές του Τραμπ ήταν εκκεντρικές και λανθασμένες. Στα χρόνια του Ομπάμα, αξιωματούχοι υπολόγιζαν 50 φορές πριν αποφασίσουν να προχωρήσουν, πάντοτε φοβούμενοι ότι άλλες δυνάμεις θα κλιμακώσουν μια αντιπαράθεση. Στα χρόνια του Trump, ήταν οι άλλες χώρες που ανησυχούσαν για το πού θα μπορούσε να οδηγήσει μια αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

ΜΕΓΑΛΗ ΔΥΝΑΜΗ, ΜΕΓΑΛΗ ΕΥΘΥΝΗ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες «παίζουν τεμπέλικα με ένα κλάσμα της αμέτρητης δύναμης τους» -έτσι σχολίασε κάπως θλιβερά ο Βρετανός ιστορικός Arnold Toynbee στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Εκείνη την εποχή, οι αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ ήταν μεταξύ 2% και 3% του ΑΕΠ. Σήμερα, είναι λίγο πάνω από το 3% [12]. Στην δεκαετία του 1950, κατά την διάρκεια της διοίκησης του Eisenhower -που συχνά θεωρείται ως μια εποχή αξιοθαύμαστης αυτοσυγκράτησης στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ- οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν σχεδόν ένα εκατομμύριο στρατιώτες που είχαν αναπτυχθεί στο εξωτερικό, από έναν συνολικό αμερικανικό πληθυσμό 170 εκατομμυρίων. Σήμερα, σε μια εποχή που οι Ηνωμένες Πολιτείες λέγεται ότι είναι υπερβολικά υπερεκτεταμένες, υπάρχουν περίπου 200.000 Αμερικανοί στρατιώτες που αναπτύσσονται στο εξωτερικό, από έναν πληθυσμό 330 εκατομμυρίων. Βάζοντας στην άκρη το εάν αυτό αποτελεί «τεμπέλικο παιχνίδι με ένα κλάσμα» της αμερικανικής ισχύος, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται τώρα σε κατάσταση ειρήνης. Εάν επρόκειτο οι Αμερικανοί να στραφούν σε πόλεμο, ή ακόμη και σε έναν τύπο Ψυχρού Πολέμου, ως απάντηση σε κάποια κινεζική δράση -για παράδειγμα, μια επίθεση στην Ταϊβάν- οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μοιάζουν με ένα πολύ διαφορετικό πράγμα.

Στο αποκορύφωμα του ύστερου Ψυχρού Πολέμου, υπό τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξόδεψαν 6% του ΑΕΠ για την άμυνα και η αμυντική βιομηχανία τους παρήγαγε όπλα σε τέτοια ποσότητα και τέτοια ποιότητα που οι Σοβιετικοί απλά δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν. Οι Κινέζοι θα μπορούσαν να βρεθούν σε μια παρόμοια κατάσταση. Μπορεί [13] να «προχωρήσουν ορμητικά για τους πρώτους έξι μήνες ή έναν χρόνο», όπως προέβλεπε ο ναύαρχος Isoroku Yamamoto, διοικητής του ιαπωνικού στόλου κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά μακροπρόθεσμα, όπως προειδοποίησε επίσης, ενάντια σε μια προκληθείσα Αμερική και τους συμμάχους της, θα μπορούσαν να συναντήσουν την ίδια μοίρα με άλλους αντιπάλους των ΗΠΑ.

Το ερώτημα δεν είναι εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να μπορούν να επικρατήσουν σε μια παγκόσμια αντιπαράθεση, είτε θερμή είτε ψυχρή, με την Κίνα ή οποιαδήποτε άλλη ρεβιζιονιστική δύναμη. Μπορούν. Το πραγματικό ερώτημα είναι εάν μπορούν να αποφευχθούν τα χειρότερα είδη εχθροπραξιών, εάν η Κίνα και άλλες δυνάμεις μπορούν να ενθαρρυνθούν να επιδιώξουν τους στόχους τους ειρηνικά, να περιορίσουν τον παγκόσμιο ανταγωνισμό στις οικονομικές και πολιτικές σφαίρες και, συνεπώς, να ελευθερώσουν τον εαυτό τους και τον κόσμο από τις φρίκες του επόμενου μεγάλου πολέμου ή και τις ακόμα τρομακτικές αντιπαραθέσεις ενός άλλου ψυχρού πολέμου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αποφύγουν τέτοιες κρίσεις με το να συνεχίζουν να εμμένουν σε μια άποψη του εθνικού συμφέροντος του 19ου αιώνα. Κάτι τέτοιο θα παρήγαγε αυτό που παρήγαγε στο παρελθόν: περιόδους αδιαφορίας και περισυλλογής που ακολουθούνται από πανικό, φόβο και ξαφνική κινητοποίηση. Ήδη, οι Αμερικανοί είναι διχασμένοι ανάμεσα σε αυτές τις δύο παρορμήσεις. Από τη μια πλευρά, η Κίνα καταλαμβάνει τώρα εκείνη την θέση που κάποτε είχαν η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση στο αμερικανικό μυαλό: ένας ιδεολογικός αντίπαλος που έχει την ικανότητα να χτυπήσει άμεσα στην αμερικανική κοινωνία και που έχει ισχύ και φιλοδοξίες που απειλούν την θέση των Ηνωμένων Πολιτειών σε μια περιοχή-κλειδί και ίσως παντού αλλού. Από την άλλη πλευρά, πολλοί Αμερικανοί πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε παρακμή και ότι η Κίνα θα φθάσει αναπόφευκτα να κυριαρχήσει στην Ασία. Πράγματι, οι αντιλήψεις των Αμερικανών και των Κινέζων είναι απόλυτα συμμετρικές. Οι Κινέζοι, όπως και οι Αμερικανοί, πιστεύουν ότι ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή τους τα τελευταία 75 χρόνια ήταν αφύσικος και ως εκ τούτου παροδικός. Οι Κινέζοι, όπως και πολλοί Αμερικανοί, πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε παρακμή. Ο κίνδυνος είναι ότι καθώς το Πεκίνο επιταχύνει τις προσπάθειες για να εκπληρώσει αυτό που έχει ξεκινήσει να αποκαλεί «το κινέζικο όνειρο», οι Αμερικανοί θα αρχίσουν να πανικοβάλλονται. Είναι σε τέτοιες στιγμές που γίνονται οι εσφαλμένοι υπολογισμοί.

Ίσως οι Κινέζοι, προσεκτικοί μαθητές της ιστορίας όπως είναι, δεν θα κάνουν το λάθος που άλλοι έχουν κάνει κρίνοντας εσφαλμένα τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, το αν οι Αμερικανοί έχουν μάθει τα μαθήματα της ιστορίας τους, μένει να φανεί. Ένα εκατονταετές μοτίβο ταλάντευσης θα είναι δύσκολο να αλλάξει. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν ειδικοί επί της εξωτερικής πολιτικής όλων των παρατάξεων θεωρούν την υποστήριξη μιας φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης αδύνατη και ανήθικη. Μεταξύ άλλων προβλημάτων, οι συνταγές τους πάσχουν από αδικαιολόγητη αισιοδοξία σχετικά με τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις σε μια υπό την ηγεσία των ΗΠΑ τάξη. Οι ρεαλιστές, οι φιλελεύθεροι διεθνιστές, οι συντηρητικοί εθνικιστές, και οι προοδευτικοί φαίνεται να φαντάζονται ότι χωρίς την Ουάσιγκτον να διαδραματίζει τον ρόλο που έχει παίξει αυτά τα τελευταία 75 χρόνια, ο κόσμος θα είναι εντάξει και τα συμφέροντα των ΗΠΑ θα προστατεύονται εξίσου καλά. Αλλά ούτε η πρόσφατη ιστορία ούτε οι παρούσες συνθήκες δικαιολογούν έναν τέτοιο ιδεαλισμό. Η εναλλακτική λύση στην αμερικανική παγκόσμια τάξη δεν είναι η σουηδική παγκόσμια τάξη. Δεν θα είναι ένας κόσμος δικαίου και διεθνών θεσμών ή ο θρίαμβος των ιδανικών του Διαφωτισμού ή το τέλος της ιστορίας. Θα είναι ένας κόσμος κενών ισχύος, χάους, συγκρούσεων, και λανθασμένων υπολογισμών -πράγματι ένα άθλιο μέρος.

Η πικρή αλήθεια είναι ότι στον πραγματικό κόσμο, η μόνη ελπίδα για την διατήρηση του φιλελευθερισμού εγχωρίως και στο εξωτερικό είναι η διατήρηση μιας παγκόσμιας τάξης που ευνοεί τον φιλελευθερισμό, και η μόνη δύναμη που μπορεί να υποστηρίξει μια τέτοια τάξη είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό δεν είναι μια έκφραση ύβρης, αλλά μια πραγματικότητα που βασίζεται στις διεθνείς συνθήκες. Και είναι σίγουρα μια μικτή ευλογία. Στην προσπάθεια διατήρησης αυτής της τάξης, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ασκήσει και θα ασκήσουν δύναμη, μερικές φορές ασυνήθιστα και αναποτελεσματικά, με απρόβλεπτο κόστος και ηθικά διφορούμενες συνέπειες. Αυτό σημαίνει η άσκηση δύναμης. Οι Αμερικανοί φυσικά προσπάθησαν να απεκδυθούν αυτού του βάρους. Έχουν προσπαθήσει να εκχωρήσουν την ευθύνη, κρυπτόμενοι μερικές φορές πίσω από τον ονειρικό διεθνισμό, άλλες φορές πίσω από μια αποφασιστική παραίτηση του να αποδεχτούν τον κόσμο «όπως είναι», και πάντα με την άποψη ότι δεν υπάρχει σαφής και παρών κίνδυνος (clear and present danger), μπορούν να παραμείνουν πίσω στο φανταστικό τους φρούριο.

Ήρθε η ώρα να πούμε στους Αμερικανούς ότι δεν υπάρχει διαφυγή από την παγκόσμια ευθύνη, ότι πρέπει να σκεφτούν πέρα από την προστασία της πατρίδας. Πρέπει να καταλάβουν ότι ο σκοπός του ΝΑΤΟ και άλλων συμμαχιών είναι να υπερασπιστούν όχι ενάντια σε άμεσες απειλές για τα αμερικανικά συμφέροντα, αλλά ενάντια στην κατάρρευση της τάξης που εξυπηρετεί καλύτερα αυτά τα συμφέροντα. Πρέπει να ειπωθεί ειλικρινά ότι το καθήκον της διατήρησης μιας παγκόσμιας τάξης είναι ατελείωτο και γεμάτο με κόστος αλλά προτιμάται από την όποια εναλλακτική. Η αποτυχία εναρμόνισης με τον αμερικανικό λαό οδήγησε την χώρα στην τρέχουσα δυσχέρειά της, με ένα μπερδεμένο και θυμωμένο κοινό να είναι πεπεισμένο ότι οι ηγέτες του προδίδουν τα αμερικανικά συμφέροντα για τους δικούς τους άθλιους, «παγκοσμιοποιημένους» σκοπούς. Το αντίδοτο σε αυτό δεν είναι να το τρομάξουν για την Κίνα και για άλλες απειλές, αλλά να γίνει προσπάθεια να εξηγηθεί, πάλι, γιατί η παγκόσμια τάξη που δημιούργησαν εξακολουθεί να έχει σημασία. Αυτή είναι η δουλειά για τον Joe Biden και τη νέα του διοίκηση.

*Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 71 (Αύγουστος - Σεπτέμβριος 2021) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Jungle-Grows-Back-America-Imperiled/dp/0525521658
[2] https://www.ft.com/content/6d4b5fb8-285a-11dd-8f1e-000077b07658
[3] https://oll.libertyfund.org/title/mcdowell-the-american-commonwealth-vol-1
[4] https://wwi.lib.byu.edu/index.php/XXII_THE_BALFOUR_MISSION_TO_THE_UNITED...
[5] http://presidentwilson.org/items/show/22126
[6] http://www.let.rug.nl/usa/presidents/franklin-delano-roosevelt/state-of-...
[7] https://www.brookings.edu/research/building-situations-of-strength/
[8] https://carnegieendowment.org/1998/09/14/how-dean-acheson-won-cold-war-s...
[9] https://usa.usembassy.de/etexts/ga6-890531.htm
[10] https://www.cambridge.org/core/journals/ethics-and-international-affairs...
[11] https://www.cnn.com/2020/01/02/middleeast/baghdad-airport-rockets/index....
[12] https://www.brookings.edu/policy2020/votervital/is-us-defense-spending-t...
[13] https://www.historynet.com/ten-minutes-at-midway.htm

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-02-16/superpo...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition