Μια εναλλακτική για την Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια εναλλακτική για την Ουκρανία

Η ρωσική πολιτική των καταστροφών έναντι της αμερικανικής ηγεμονίας

Ανεξάρτητα από τον σημαντικό, ενθαρρυμένο από το κράτος, αναθεωρητισμό και την διαστρέβλωση των ιστορικών πεπραγμένων από τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, η κυβέρνηση Μπους [του πρεσβύτερου] είχε δεσμευθεί όντως στη Μόσχα ότι σε αντάλλαγμα για την δέσμευση των Σοβιετικών να μην εμποδίσουν την επανένωση της Γερμανίας στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ δεν θα επέκτειναν το ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά. Αυτή η δέσμευση αθετήθηκε γρήγορα από τις κυβερνήσεις Κλίντον και Μπους [του νεότερου], οι οποίες υπέθεσαν κυνικά και νομικίστικα ότι οι ΗΠΑ δεν δεσμεύονταν από καμία τέτοια υπόσχεση επειδή η συμφωνία δεν επισημοποιήθηκε ποτέ μέσω επίσημης Συνθήκης. Η επακόλουθη επέκταση του ΝΑΤΟ στα κράτη του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, η επιθετική αναδιαμόρφωση της επίσημης αποστολής της Δυτικής Συμμαχίας, και το ανοιχτά διατυπωμένο σχέδιο της αμερικανικής ηγεμονίας, παρήγαγαν, όχι απροσδόκητα, μια αναδιαμόρφωση της αμυντικής στρατηγικής της Μόσχας. Υπό τον υπάκουο και ανήμπορο Γέλτσιν, η Μόσχα αγνόησε σε μεγάλο βαθμό τις προκλήσεις της Ουάσιγκτον. Αντίθετα, με την ηγεσία του Πούτιν, ο κατευνασμός και η παθητικότητα της Ρωσίας ενώπιον του αυξανόμενου ανταγωνισμού των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ αντικαταστάθηκαν από μια πιο αντιδραστική και επιθετική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια.

Παρά το βαθύ αίσθημα προδοσίας, ταπείνωσης, και αυξανόμενης ανασφάλειας που προκάλεσε στη Μόσχα η επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, η Ρωσία δεν διαμαρτυρήθηκε με μνησικακία ούτε απάντησε με απειλές. Επιπλέον, ακόμη και με την ώθηση των θέσεων εμπροσθοφυλακής του ΝΑΤΟ σε απόσταση 75 μιλίων από την Αγία Πετρούπολη και την επακόλουθη μετατόπιση στην ισορροπία ασφαλείας της περιοχής, η Μόσχα αποδέχθηκε την ενσωμάτωση των κρατών της Βαλτικής στην Δυτική Συμμαχία. Ωστόσο, αυτή η περιττή προώθηση των ΗΠΑ στην Βαλτική τερμάτισε την προθυμία της Μόσχας να συνεχίσει να μην αντιστέκεται στην επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα εθνικά της σύνορα. Η απορρόφηση των χωρών της Βαλτικής στην σφαίρα των ΗΠΑ, ταυτόχρονα με την υπολογισμένη αναβίωση της ρητορικής του Ψυχρού Πολέμου από την Ουάσιγκτον και την οπλοποίηση της επί μακρόν έμφυτης Δυτικής ρωσοφοβίας για να υποστηρίξει την επέκταση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, οδήγησε τον Πούτιν στον καθορισμό κόκκινων γραμμών στην περιοχή.

Εν ολίγοις, ο Πούτιν κατέστησε σαφές ότι οποιεσδήποτε μελλοντικές απόπειρες επέκτασης του ΝΑΤΟ στον συνοριακό χώρο της Ρωσίας θα τορπιλιστούν με την εφαρμογή μιας πολιτικής [σταδιακών] καταστροφών. Η πολιτική των καταστροφών οραματιζόταν την συντονισμένη και ταυτόχρονη ανάπτυξη άμεσης, αλλά περιφερειακής, στρατιωτικής επέμβασης, την χρήση συνοριακών αποσχιστικών κινημάτων, και άλλες καταστρεπτικές ενέργειες ώστε να παραχθεί επαρκής αποσταθεροποίηση και διχόνοια για να παραλύσει το κράτος που δεχόταν επίθεση και να καταστρέψει την ενιαία εξουσία και κυριαρχία του. Εν ολίγοις, αυτή η αποτρεπτική στρατηγική στόχευε να διασφαλίσει ότι τα γειτονικά κράτη θα παραμείνουν εκτός ΝΑΤΟ, απειλώντας ουσιαστικά να διαλύσουν –όχι να κατακτήσουν– οποιοδήποτε τέτοιο κράτος θα μπορούσε να επιδιώξει την ένταξή του στο ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με μια τέτοια στρατηγική, με το να καθιστά τις συνέπειες οποιουδήποτε σοβαρού φλερτ με το ΝΑΤΟ τόσο δαπανηρές, τα γειτονικά στην Ρωσία διάδοχα σοβιετικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης (Λευκορωσία, Μολδαβία, και Ουκρανία) και του Καυκάσου (Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, και Γεωργία) θα είχαν κίνητρα να διατηρούν είτε την φιλορωσική είτε την ουδέτερη εξωτερική πολιτική τους και έτσι να συνεχίσουν να λειτουργούν ως de facto εδαφικά «μαξιλάρια» για την άμυνα της Ρωσίας ενάντια στην καταπάτηση και την προβολή ισχύος των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Αν και η ρωσική πολιτική των καταστροφών είναι ένας ασήμαντος παράγοντας στις επιλογές εξωτερικής πολιτικής που αντιμετωπίζουν οι φιλορωσικές ή οι ουδέτερες κυβερνήσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών διαδόχων σοβιετικών κρατών, έχει γίνει ένας προβληματικός περιορισμός για τις αντιρωσικές κυβερνήσεις, ένας περιορισμός που, στην πραγματικότητα, μόνο οι υπερεθνικιστικές κυβερνήσεις που έχουν εγκατασταθεί με την εμπλοκή των ΗΠΑ και με αντιδημοκρατικά μέσα έχουν στοιχηματίσει εναντίον του. Σε κάθε περίπτωση, στην Γεωργία το 2008 και στην Ουκρανία από το 2014, οι υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ κυβερνήσεις που ανήλθαν ή κατέλαβαν την εξουσία, αντίστοιχα, με την πρόθεση να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ υπό την ενθάρρυνση της Ουάσιγκτον, υπέστησαν την ρωσική αντίθεση και αντίδραση με την μορφή των καταστροφών. Ως αποτέλεσμα, τόσο η Γεωργία όσο και η Ουκρανία παραμένουν διαλυμένες, διχασμένες, και εξασθενημένες.

Σε μια κατά μέτωπο πρόκληση στην ρωσική περιφερειακή επιρροή και το δόγμα της καταστροφής, ο ρόλος της Ουάσιγκτον στο ουκρανικό πραξικόπημα/επανάσταση του 2013-2014, που ανέτρεψε μια διεφθαρμένη αλλά δημοκρατικά εκλεγμένη φιλορωσική κυβέρνηση και την αντικατέστησε με μια διεφθαρμένη μη δημοκρατικά εκλεγμένη αντιρωσική κυβέρνηση, αντιπροσώπευε μια θρασεία, υψηλού ρίσκου περιπέτεια που είχε ως αποτέλεσμα την αποτυχία, την αστάθεια, και το στρατηγικό αδιέξοδο. Η διεκδικητική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ υπό, και αμέσως μετά, την εξαιρετικά επιθετική και φιλόδοξη υπουργό Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντον, αποκάλυψε την προθυμία να εκθέσει την Ουκρανία στον κίνδυνο των ρωσικών αντιποίνων και της καταστροφής, επειδή η ευκαιρία να υπαχθεί η Ουκρανία στην σφαίρα του ΝΑΤΟ ήταν πολύ δελεαστική για να αντισταθούν οι λιγότερο συγκρατημένοι δρώντες. Σε τελική ανάλυση, η ευθυγράμμιση του Κιέβου με το ΝΑΤΟ θα είχε θέσει σε κίνδυνο τα μακρά, ανυπεράσπιστα σύνορα της Ρωσίας με την Ουκρανία, καθιστώντας τη Μόσχα αβοήθητη έναντι άμεσης βίας των ΗΠΑ, και εξασφαλίζοντας μια κρίσιμη νίκη στην επιδίωξη της ευρασιατικής ηγεμονίας των ΗΠΑ.