Μια εναλλακτική για την Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια εναλλακτική για την Ουκρανία

Η ρωσική πολιτική των καταστροφών έναντι της αμερικανικής ηγεμονίας

Τόσο η Μόσχα όσο και η Ουάσιγκτον υπήρξαν κακόβουλοι παράγοντες στην Ουκρανία. Αν και υπάρχει διαφορά οπτικής μεταξύ των ειδικών της περιοχής και της εκτός κυβέρνησης ελίτ της εξωτερικής πολιτικής σχετικά με το τρίγωνο Ρωσίας-Ουκρανίας-ΗΠΑ, υπάρχει ουσιαστικά μια κοινή θέση μεταξύ των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης και των κομματικών γραμμών. Το επίσημο αφήγημα της Ουάσιγκτον, το οποίο έχει διαμορφώσει την λαϊκή αντίληψη, είναι το εξής: η σύγκρουση στην Ουκρανία είναι εξ ολοκλήρου το αποτέλεσμα της ρωσικής επιθετικότητας, του μοχθηρού χαρακτήρα και του επεκτατικού οπορτουνισμού του Βλαντιμίρ Πούτιν, της οικοδόμησης ρωσικής αυτοκρατορίας, της περιφρόνησης της Μόσχας για την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα των γειτονικών κρατών και, στον κρίσιμο πυρήνα του, η αποκρυστάλλωση μιας παγκόσμιας κρίσης και μάχης για το μέλλον μεταξύ της δημοκρατίας, από τη μια, και του αυταρχισμού, από την άλλη. Αυτό το αφήγημα έχει επαναληφθεί και διαδοθεί άκριτα από τα κύρια αμερικανικά μέσα ενημέρωσης.

21122021-1.jpg

Η μεγαλύτερη εθνική σημαία της Ουκρανίας στον ψηλότερο ιστό της χώρας και το γιγάντιο μνημείο «Μητέρα Πατρίδα» φαίνονται σε ένα συγκρότημα του μουσείου για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στο Κίεβο της Ουκρανίας, στις 16 Δεκεμβρίου 2021. Η φωτογραφία τραβήχτηκε με drone. REUTERS/Valentyn Ogirenko
-------------------------------------------------------------

Αυτά τα σημεία του αφηγήματος χρήζουν κριτικής συζήτησης, αλλά στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης κρίσης στην Ουκρανία θα πρέπει να γίνουν κατανοητά ως προς τον λειτουργικό σκοπό και την χρήση τους στην υπηρεσία της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, η οποία δεν ήταν λιγότερο αποσταθεροποιητική και προκλητική από την ρωσική πολιτική. Από αυτή την άποψη, είναι αξιοσημείωτο ότι τα [αφηγήματα στα] αμερικανικά μέσα ενημέρωσης και τα κρατικά αφηγήματα για την Ρωσία και την Ουκρανία αγνοούν σταθερά τις ΗΠΑ ως παράγοντα στην περιφερειακή κρίση. Συνήθως, σε εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις που η προσοχή των μέσων ενημέρωσης επεκτείνεται πέρα από αυτόν τον επαναλαμβανόμενο καταλογισμό ώστε να αναλογιστούν την σύνδεση των ΗΠΑ με την Ουκρανία, είναι για να υποστηρίξουν την διευρυμένη στρατιωτική υποστήριξη στην Ουκρανία, τις σκληρότερες τιμωρητικές ενέργειες εναντίον της Ρωσίας και μια πιο «μυώδη», διεκδικητική προσέγγιση στην αντιμετώπιση του Πούτιν. Αυτές οι συζητήσεις έχουν σκοπό να επηρεάσουν περαιτέρω την κοινή γνώμη και, ως εκ τούτου, να οικοδομήσουν αξιοπιστία και υποστήριξη για τους νεοσυντηρητικούς αρχιτέκτονες της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ –υπέρμαχους που ζητούν ανοιχτά αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα, σχεδιαστές πολιτικής που έχουν συμβάλλει καθοριστικά στην πρόκληση και την τροφοδότηση της κρίσης στην Ουκρανία ως ένα μέσο για να επιτύχουν τις μεγαλύτερες περιφερειακές και παγκόσμιες φιλοδοξίες τους, και τους παράλογους και επικίνδυνους ζηλωτές που είναι πεπεισμένοι ότι η στρατιωτική ισχύς των ΗΠΑ μπορεί να χρησιμοποιηθεί με θετικό αποτέλεσμα σε έναν περιορισμένο, περιχαρακωμένο πόλεμο εναντίον μιας πυρηνικής Ρωσίας.

Η επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία (με τη μορφή υποστήριξης σε εθνοτικά ρωσικά αποσχιστικά κινήματα στην [περιοχή] Ντονμπάς, ανάπτυξης στρατιωτικών μέσων στις [περιοχές] Ντόνετσκ και Λουχάνσκ, προσάρτησης της Κριμαίας, θαλάσσιου αποκλεισμού στην Αζοφική Θάλασσα κ.λπ.) συνιστά εξωφρενική παραβίαση της ουκρανικής κυριαρχίας και του διεθνούς δικαίου. Ωστόσο, το να εντάσσονται οι συγκεκριμένες ενέργειες και να ερμηνεύεται η κρίση στην Ουκρανία μέσω του προηγούμενου αφηγήματος είναι μια τακτική συγκάλυψης που αποσκοπεί στην υποβάθμιση μιας πολύπλοκης και πολυμερώς παραγόμενης κρίσης σε μια απλή και ψευδή ιστορία «καλού εναντίον κακού», «δημοκρατίας εναντίον αυταρχισμού». Οι ενέργειες της Μόσχας στην Ουκρανία είναι συνάρτηση μιας ξεκάθαρης, καλά εδραιωμένης θέσης για την αμυντική εξωτερική πολιτική, που ήταν προβλέψιμη και που δεν είναι το υποπροϊόν του μανιχαϊστικού αφηγήματος που προωθείται από την Ουάσιγκτον και το Κίεβο.

Οι ενέργειες του Πούτιν στην Ουκρανία αντιπροσωπεύουν την εφαρμογή αυτού που μπορεί να ταυτοποιηθεί ως η «πολιτική των καταστροφών» (policy of wreckage) από τη Μόσχα. Η πολιτική της καταστροφής, που αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στην Γεωργία το 2008, είναι αμυντική ως προς τον στρατηγικό της σκοπό, αλλά βασίζεται στην απειλή ή την χρήση επιθετικών ενεργειών για την επίτευξη των στόχων της. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ έχουν καταστήσει σαφές το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, τόσο με λόγια όσο και με πράξεις, ότι η Ουάσιγκτον έχει δεσμευθεί σε μια μεγάλη στρατηγική παγκόσμιας ηγεμονίας. Στον βαθμό που αυτή η στρατηγική βασίζεται στην χρήση του ΝΑΤΟ ως πολυμερούς μέσου για την επίτευξη αυτού του στόχου, και επειδή η Ρωσία παραμένει εμπόδιο στο έργο της ηγεμονίας των ΗΠΑ στον εναπομείναντα ευρασιατικό χώρο που δεν βρίσκεται ακόμη υπό την κυριαρχία της Ουάσιγκτον, η επέκταση του ΝΑΤΟ λειτουργεί ως δύναμη πίεσης η οποία θα χρησιμοποιηθεί εναντίον οποιουδήποτε ρωσικού καθεστώτος που, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με την κυβέρνηση του Μπόρις Γέλτσιν, δεν υποτάσσεται στα συμφέροντα των ΗΠΑ.

Ανεξάρτητα από τον σημαντικό, ενθαρρυμένο από το κράτος, αναθεωρητισμό και την διαστρέβλωση των ιστορικών πεπραγμένων από τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, η κυβέρνηση Μπους [του πρεσβύτερου] είχε δεσμευθεί όντως στη Μόσχα ότι σε αντάλλαγμα για την δέσμευση των Σοβιετικών να μην εμποδίσουν την επανένωση της Γερμανίας στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ δεν θα επέκτειναν το ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά. Αυτή η δέσμευση αθετήθηκε γρήγορα από τις κυβερνήσεις Κλίντον και Μπους [του νεότερου], οι οποίες υπέθεσαν κυνικά και νομικίστικα ότι οι ΗΠΑ δεν δεσμεύονταν από καμία τέτοια υπόσχεση επειδή η συμφωνία δεν επισημοποιήθηκε ποτέ μέσω επίσημης Συνθήκης. Η επακόλουθη επέκταση του ΝΑΤΟ στα κράτη του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, η επιθετική αναδιαμόρφωση της επίσημης αποστολής της Δυτικής Συμμαχίας, και το ανοιχτά διατυπωμένο σχέδιο της αμερικανικής ηγεμονίας, παρήγαγαν, όχι απροσδόκητα, μια αναδιαμόρφωση της αμυντικής στρατηγικής της Μόσχας. Υπό τον υπάκουο και ανήμπορο Γέλτσιν, η Μόσχα αγνόησε σε μεγάλο βαθμό τις προκλήσεις της Ουάσιγκτον. Αντίθετα, με την ηγεσία του Πούτιν, ο κατευνασμός και η παθητικότητα της Ρωσίας ενώπιον του αυξανόμενου ανταγωνισμού των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ αντικαταστάθηκαν από μια πιο αντιδραστική και επιθετική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια.

Παρά το βαθύ αίσθημα προδοσίας, ταπείνωσης, και αυξανόμενης ανασφάλειας που προκάλεσε στη Μόσχα η επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, η Ρωσία δεν διαμαρτυρήθηκε με μνησικακία ούτε απάντησε με απειλές. Επιπλέον, ακόμη και με την ώθηση των θέσεων εμπροσθοφυλακής του ΝΑΤΟ σε απόσταση 75 μιλίων από την Αγία Πετρούπολη και την επακόλουθη μετατόπιση στην ισορροπία ασφαλείας της περιοχής, η Μόσχα αποδέχθηκε την ενσωμάτωση των κρατών της Βαλτικής στην Δυτική Συμμαχία. Ωστόσο, αυτή η περιττή προώθηση των ΗΠΑ στην Βαλτική τερμάτισε την προθυμία της Μόσχας να συνεχίσει να μην αντιστέκεται στην επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα εθνικά της σύνορα. Η απορρόφηση των χωρών της Βαλτικής στην σφαίρα των ΗΠΑ, ταυτόχρονα με την υπολογισμένη αναβίωση της ρητορικής του Ψυχρού Πολέμου από την Ουάσιγκτον και την οπλοποίηση της επί μακρόν έμφυτης Δυτικής ρωσοφοβίας για να υποστηρίξει την επέκταση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, οδήγησε τον Πούτιν στον καθορισμό κόκκινων γραμμών στην περιοχή.

Εν ολίγοις, ο Πούτιν κατέστησε σαφές ότι οποιεσδήποτε μελλοντικές απόπειρες επέκτασης του ΝΑΤΟ στον συνοριακό χώρο της Ρωσίας θα τορπιλιστούν με την εφαρμογή μιας πολιτικής [σταδιακών] καταστροφών. Η πολιτική των καταστροφών οραματιζόταν την συντονισμένη και ταυτόχρονη ανάπτυξη άμεσης, αλλά περιφερειακής, στρατιωτικής επέμβασης, την χρήση συνοριακών αποσχιστικών κινημάτων, και άλλες καταστρεπτικές ενέργειες ώστε να παραχθεί επαρκής αποσταθεροποίηση και διχόνοια για να παραλύσει το κράτος που δεχόταν επίθεση και να καταστρέψει την ενιαία εξουσία και κυριαρχία του. Εν ολίγοις, αυτή η αποτρεπτική στρατηγική στόχευε να διασφαλίσει ότι τα γειτονικά κράτη θα παραμείνουν εκτός ΝΑΤΟ, απειλώντας ουσιαστικά να διαλύσουν –όχι να κατακτήσουν– οποιοδήποτε τέτοιο κράτος θα μπορούσε να επιδιώξει την ένταξή του στο ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με μια τέτοια στρατηγική, με το να καθιστά τις συνέπειες οποιουδήποτε σοβαρού φλερτ με το ΝΑΤΟ τόσο δαπανηρές, τα γειτονικά στην Ρωσία διάδοχα σοβιετικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης (Λευκορωσία, Μολδαβία, και Ουκρανία) και του Καυκάσου (Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, και Γεωργία) θα είχαν κίνητρα να διατηρούν είτε την φιλορωσική είτε την ουδέτερη εξωτερική πολιτική τους και έτσι να συνεχίσουν να λειτουργούν ως de facto εδαφικά «μαξιλάρια» για την άμυνα της Ρωσίας ενάντια στην καταπάτηση και την προβολή ισχύος των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.

Αν και η ρωσική πολιτική των καταστροφών είναι ένας ασήμαντος παράγοντας στις επιλογές εξωτερικής πολιτικής που αντιμετωπίζουν οι φιλορωσικές ή οι ουδέτερες κυβερνήσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών διαδόχων σοβιετικών κρατών, έχει γίνει ένας προβληματικός περιορισμός για τις αντιρωσικές κυβερνήσεις, ένας περιορισμός που, στην πραγματικότητα, μόνο οι υπερεθνικιστικές κυβερνήσεις που έχουν εγκατασταθεί με την εμπλοκή των ΗΠΑ και με αντιδημοκρατικά μέσα έχουν στοιχηματίσει εναντίον του. Σε κάθε περίπτωση, στην Γεωργία το 2008 και στην Ουκρανία από το 2014, οι υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ κυβερνήσεις που ανήλθαν ή κατέλαβαν την εξουσία, αντίστοιχα, με την πρόθεση να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ υπό την ενθάρρυνση της Ουάσιγκτον, υπέστησαν την ρωσική αντίθεση και αντίδραση με την μορφή των καταστροφών. Ως αποτέλεσμα, τόσο η Γεωργία όσο και η Ουκρανία παραμένουν διαλυμένες, διχασμένες, και εξασθενημένες.

Σε μια κατά μέτωπο πρόκληση στην ρωσική περιφερειακή επιρροή και το δόγμα της καταστροφής, ο ρόλος της Ουάσιγκτον στο ουκρανικό πραξικόπημα/επανάσταση του 2013-2014, που ανέτρεψε μια διεφθαρμένη αλλά δημοκρατικά εκλεγμένη φιλορωσική κυβέρνηση και την αντικατέστησε με μια διεφθαρμένη μη δημοκρατικά εκλεγμένη αντιρωσική κυβέρνηση, αντιπροσώπευε μια θρασεία, υψηλού ρίσκου περιπέτεια που είχε ως αποτέλεσμα την αποτυχία, την αστάθεια, και το στρατηγικό αδιέξοδο. Η διεκδικητική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ υπό, και αμέσως μετά, την εξαιρετικά επιθετική και φιλόδοξη υπουργό Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντον, αποκάλυψε την προθυμία να εκθέσει την Ουκρανία στον κίνδυνο των ρωσικών αντιποίνων και της καταστροφής, επειδή η ευκαιρία να υπαχθεί η Ουκρανία στην σφαίρα του ΝΑΤΟ ήταν πολύ δελεαστική για να αντισταθούν οι λιγότερο συγκρατημένοι δρώντες. Σε τελική ανάλυση, η ευθυγράμμιση του Κιέβου με το ΝΑΤΟ θα είχε θέσει σε κίνδυνο τα μακρά, ανυπεράσπιστα σύνορα της Ρωσίας με την Ουκρανία, καθιστώντας τη Μόσχα αβοήθητη έναντι άμεσης βίας των ΗΠΑ, και εξασφαλίζοντας μια κρίσιμη νίκη στην επιδίωξη της ευρασιατικής ηγεμονίας των ΗΠΑ.

Ανεξαρτήτως αν οι ΗΠΑ έχουν τροποποιήσει ή ακόμα και εγκαταλείψει από το 2014 τον στόχο τους για παγκόσμια ηγεμονία, μια τέτοια αλλαγή δεν έχει επηρεάσει τις συνθήκες στο έδαφος της Ουκρανίας που προκλήθηκαν από την σύγκρουση της αμερικανικής πολιτικής και της ρωσικής αντίδρασης. Τόσο η Μόσχα όσο και η Ουάσιγκτον είναι πλέον εγκλωβισμένες σε μια αυξανόμενα επικίνδυνη σύγκρουση, η οποία έχει την δυνατότητα, εάν αντιμετωπισθεί τόσο άσχημα όσο [αντιμετωπίσθηκαν] οι αρχικές ενέργειες που προκάλεσαν την συνεχιζόμενη κρίση, να κλιμακωθεί από μια τοπική σύγκρουση σε μια καταστροφική πύρινη λαίλαπα. Και τα δύο μέρη —η Ρωσία και οι ΗΠΑ— που είναι άμεσα υπεύθυνα για την κρίση στην Ουκρανία δεν είναι, ωστόσο, δέσμια ενός δύσκολου προβλήματος που δεν μπορούν να επιλύσουν.

ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΦΙΝΛΑΝΔΙΑΣ

Λύσεις για την κρίση στην Ουκρανία υπάρχουν. Μια τέτοια ρεαλιστική και βιώσιμη λύση, που θα μπορούσε να αποκαταστήσει την ουκρανική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα στη Ντονμπάς, να ικανοποιήσει τις ανησυχίες ασφαλείας τόσο της Ρωσίας όσο και της Ουκρανίας, και να προωθήσει την συμφιλίωση και την ειρήνη στην περιοχή (ειδικά μεταξύ των αδελφών ρωσικών και ουκρανικών εθνών) και να περιορίσει την αυξανόμενα επικίνδυνη μετακίνηση προς την εχθρότητα και την αντιπαράθεση μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον, θα περιλάμβανε την «φινλανδοποίηση» της Ουκρανίας.

Μετά τα σύνορα 1.200 μιλίων της Ουκρανίας με την Ρωσία, τα σχεδόν 850 μιλίων σύνορα της Φινλανδίας αντιπροσωπεύουν τα μακρύτερα ευρωπαϊκά κρατικά σύνορα με την Ρωσία. Η Φινλανδία, όπως και η Ουκρανία ήταν κάποτε μέρος της μεγάλης Ρωσίας. Η Φινλανδία, όπως και η Ουκρανία, έχει υπάρξει ένας εδαφικός χώρος από τον οποίο τα αυτοκρατορικά, δημοκρατικά, και φασιστικά κράτη έχουν εισβάλει στην Ρωσία σε διαφορετικές περιόδους του περασμένου αιώνα. Στην Φινλανδία, όπως και στην Ουκρανία, οι ιστορικά ριζωμένες ανησυχίες για την ασφάλεια και την άμυνα είχαν στο παρελθόν οδηγήσει την Ρωσία να εμπλακεί σε επιθετικότητα εναντίον του δυτικού γείτονά της.

Ωστόσο, στην Φινλανδία, σε αντίθεση με την Ουκρανία, καμία ανησυχία σχετικά με τον υποτιθέμενο ρωσικό επεκτατισμό, την επιθετικότητα, ή την ανακατάκτηση και προσάρτηση δεν σχετίζεται με την θέση ασφαλείας του Ελσίνκι ή τις σχέσεις του με τη Μόσχα. Από το τέλος της συμμαχίας της Φινλανδίας με τη Ναζιστική Γερμανία κατά της Σοβιετικής Ένωσης το 1944, και την καθιέρωση μιας συνθήκης ειρήνης και διπλωματικών σχέσεων συνεργασίας μεταξύ του Ελσίνκι και της Μόσχας, η Φινλανδία και η Ρωσία απολαμβάνουν αδιάκοπη ειρήνη, σταθερότητα, και αμοιβαία επωφελή συνεργασία. Αυτή η βολικά αγνοημένη σχεδόν ογδοηκονταετής σχέση, η οποία δεν δείχνει σημάδια αλλαγής, θέτει υπό αμφισβήτηση τους χαρακτηρισμούς των ΗΠΑ για την Ρωσία ως περιφερειακού νταή που σκοπεύει να αποκαταστήσει την κυριαρχία στα πρώην σοβιετικά και τσαρικά εδάφη.

Η επιτυχία του φινλανδο-ρωσικού παραδείγματος συμφιλίωσης και ειρήνης έγκειται στην αμοιβαία επωφελή ρύθμιση ασφαλείας που βασίζεται στην ουδετερότητα της Φινλανδίας και στον σεβασμό της Ρωσίας για την ανεξαρτησία της Φινλανδίας. Στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Φινλανδία δεσμεύτηκε σε μια πολιτική μόνιμης ουδετερότητας, να μην εισέλθει σε καμία στρατιωτική συμμαχία -όπως αυτή που μοιραζόταν με τη ναζιστική Γερμανία- και να μην επιτρέψει την χρήση του εδάφους της εναντίον της Ρωσίας από οποιονδήποτε ξένη πλευρά. Σε αντάλλαγμα, η Σοβιετική Ένωση δεσμεύθηκε να σεβαστεί την εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία της Φινλανδίας, να σεβαστεί την δημοκρατία της, και να μην ασκήσει στρατιωτική βία ή απειλή βίας κατά του Ελσίνκι. Μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσική Ομοσπονδία επαναβεβαίωσε τις συμβατικές υποχρεώσεις της Μόσχας προς την Φινλανδία. Εν τη απουσία οποιασδήποτε διαταραχής αυτής της κατανόησης, η ειρήνη και η αμοιβαία διευθέτηση έχουν επικρατήσει, συνθήκες που ενδεχομένως θα είχαν καταλήξει σε αμοιβαία καχυποψία και εχθρότητα εάν η Φινλανδία είχε ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Πράγματι, υπό το πρόσχημα των εκκλήσεων του ΝΑΤΟ για επέκταση της συλλογικής ασφάλειας και παρεμβατισμό, οι φιλοδοξίες της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ έχουν επανειλημμένως παραγάγει αποτελέσματα αντίθετα με τους στόχους της ειρήνης και της σταθερότητας, όπως έχει δείξει η ιστορία της Δυτικής Συμμαχίας από τον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας την δεκαετία του 1990 και μετά.

Η σύγκρουση στην Ουκρανία μπορεί να επιλυθεί με την εφαρμογή του πολύ επιτυχημένου μοντέλου της φινλανδικής ουδετερότητας και των ρωσικών εγγυήσεων στις σχέσεις Κιέβου-Μόσχας. Μια δέσμευση από την ουκρανική κυβέρνηση να αφοσιωθεί σε μια πολιτική ουδετερότητας με αντάλλαγμα την αποκατάσταση της ουκρανικής κυριαρχίας στη Ντονμπάς (το καθεστώς της Κριμαίας είναι πιο περίπλοκο και απαιτεί έναν πιο περίπλοκο συμβιβασμό), ένα τέλος στην ρωσική καταστροφή του ουκρανικού κράτους και των θεσμών, και οι αμοιβαίες εγγυήσεις ειρήνης μπορούν να παραγάγουν τις απαραίτητες συνθήκες για την επίλυση της σύγκρουσης και την συμφιλίωση μεταξύ των κρατών της Ρωσίας και της Ουκρανίας, των οποίων οι λαοί και οι ιστορίες είναι πιο κοντά και πιο αλληλένδετες από ίσως οποιωνδήποτε δύο άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών εθνών.

ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΓΙΑ ΔΥΟ

Η Ουάσιγκτον μπορεί να παίξει αποφασιστικό και εποικοδομητικό ρόλο στην παραγωγή ενός τέτοιου ειρηνικού αποτελέσματος, παρέχοντας, μεταξύ άλλων, μια σειρά κινήτρων στο Κίεβο ώστε να εγκαταλείψει την τρέχουσα προσέγγισή του της μαξιμαλιστικής αδιαλλαξίας. Γενικότερα, η Ουάσιγκτον πρέπει να δεσμευτεί για μια ξεκάθαρη, ορθολογική αποτίμηση της αξίας της Ουκρανίας για τα αμερικανικά συμφέροντα στην Ευρώπη και την Ευρασία. Η εμμονή της Αμερικής στην πιθανή ενσωμάτωση της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι ένας σοβαρός γεωπολιτικός λανθασμένος υπολογισμός από δύο απόψεις: πρώτον, οι νεοψυχροπολεμικές συνθήκες θα χρησιμεύσουν μόνο για να ενισχύσουν την φθίνουσα πολιτική τύχη του Πούτιν στο εσωτερικό, με το ρωσικό κοινό να έχει κουραστεί από την αυταρχική διακυβέρνηση του˙ και δεύτερον, η εσφαλμένη κατεύθυνση πολύτιμων πόρων προς την Ρωσία αποδυναμώνει την ικανότητα της Αμερικής για μια στιβαρή απάντηση στην πιο σοβαρή απειλή για τα Δυτικά συμφέροντα, δηλαδή την Κίνα.

Ούτε η Ρωσία ούτε οι ΗΠΑ είναι καλοπροαίρετοι δρώντες στην Ουκρανία. Αυτό μπορεί να αλλάξει εάν και τα δύο μέρη είναι πρόθυμα να αναγνωρίσουν τα όρια και τις δυνατότητες που έχουν στην διάθεσή τους, για την επιτυχή επίλυση της διαφοράς τους για την Ουκρανία και την αξιοποίηση ενός τέτοιου αποτελέσματος, ως άνοιγμα για την αποκατάσταση μιας αμοιβαία επωφελούς, αλλά και ρεαλιστικής, σχέσης, χωρίς περιττές και απερίσκεπτες διαφωνίες. Αμφότερα τα κράτη δημιούργησαν και περιέπλεξαν την κρίση στην Ουκρανία, αλλά, τελικά, μόνο ένα κράτος έχει την ισχύ να παραγάγει μια αποφασιστική λύση. Η Ρωσία δεν έχει την ικανότητα, είτε την στρατιωτική δύναμη είτε την οικονομική ισχύ, να επιβάλει πλήρως την βούλησή της και να παραγάγει ένα αποφασιστικό αποτέλεσμα στην Ουκρανία. Μπορεί μόνο να τορπιλίσει τις συνθήκες και να λειτουργήσει ως «χαλαστής» (spoiler) για να προστατεύσει ό,τι θεωρεί κρίσιμες ανάγκες εθνικής ασφαλείας. Αντίθετα, οι ΗΠΑ δεν καθοδηγούνται από τέτοια ανασφάλεια ή απόγνωση ούτε περιορίζονται από συγκρίσιμα ελλείμματα ισχύος. Όχι μόνο έχουν πολύ μεγαλύτερο στρατηγικό περιθώριο από την Ρωσία για να οδηγήσουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη σε έναν βιώσιμο συμβιβασμό, αλλά διαθέτουν τόσο τους πόρους ήπιας και σκληρής ισχύος όσο και την ικανότητα να παραγάγουν μια αποδεκτή, νομιμοποιημένη και διαρκή λύση. Δυστυχώς, μέχρι τώρα, η Ουάσιγκτον δεν έχει δείξει την βούληση να επαναξιολογήσει τους στρατηγικούς υπολογισμούς της και την προτεραιοποίησή της στην ηγεμονία έναντι της ειρήνης και της σταθερότητας.

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition