30 έτη από την διάλυση της ΕΣΣΔ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

30 έτη από την διάλυση της ΕΣΣΔ

Σε ποια κατάσταση βρίσκονται σήμερα οι πρώην σοβιετικές χώρες

Η πάλαι ποτέ κραταιά, έστω και σε στρατιωτικό-γεωπολιτικό επίπεδο, Σοβιετική Ένωση εξεμέτρησε το ζην πριν από 30 ακριβώς έτη, το Δεκέμβριο του 1991. Σύμφωνα με τον δεύτερο και τελευταίο εθνικό της ύμνο, εκείνο της περιόδου 1944-1991 [1], ήταν «μια αδιάσπαστη ένωση (15 τον αριθμό) ελεύθερων Δημοκρατιών», προορισμένη, υποτίθεται, «να υπάρξει για πάντα»! [2]. Τελικά, το μεγαλύτερο σε έκταση και τρίτο σε πληθυσμό κρατικό μόρφωμα μετά τον Β’ Π.Π. κατέρρευσε ωσάν χάρτινος πύργος μετά από 69 μόλις έτη ύπαρξης [3].

22122021-1.jpg

Ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, ο πρωθυπουργός της Αρμενίας, Νικόλ Πασινιάν, και ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν, Ιλχάμ Αλίεφ, σε συνέντευξη Τύπου μετά την τριμερή τους συνάντηση στο Σότσι της Ρωσίας, στις 26 Νοεμβρίου 2021. Sputnik/Mikhail Klimentyev/Kremlin via REUTERS
---------------------------------------------------------------------

Οι λόγοι της κατάρρευσης -την οποία ελάχιστοι στην Δύση είχαν προβλέψει- είναι γνωστοί και δεν επιθυμούμε να τους θίξουμε εδώ. Σκοπός μας είναι να προβούμε σε μια συνοπτική αποτίμηση της υφιστάμενης σήμερα κατάστασης, συνολικά, στις 12 από τις 15 μετασοβιετικές Δημοκρατίες, δηλαδή σε εκείνες που δεν εισήλθαν (το 2004) στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ούτως ή άλλως, οι τρεις που εισήλθαν, οι μικροσκοπικές Εσθονία, Λεττονία και Λιθουανία της Βαλτικής, υπήρξαν πάντα «ξένο σώμα» και μέσα στην ίδια την ΕΣΣΔ: είχαν προϋπάρξει ως ανεξάρτητα κράτη στο Μεσοπόλεμο -παράλληλα με τις πρώτες δύο δεκαετίες ζωής του ερυθρού γίγαντα στα ανατολικά τους- και μέχρι την προσάρτησή τους από τον Στάλιν το θέρος του 1940, συνεπεία του Συμφώνου Μολότωφ-Ρίμπεντροπ (Αύγουστος 1939).

ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ

Ως γενική επισήμανση, παρατηρούμε ότι πολιτικά -πρωτίστως- δημογραφικά και οικονομικά η πορεία του μετασοβιετικού χώρου δεν εμφανίζεται ευχάριστη. Η κατιούσα τροχιά της ύστερης σοβιετικής περιόδου [4] συνεχίστηκε και μετά το 1991, και τα όποια οφέλη προέκυψαν, ιδίως στα «κράτη-εισοδηματίες» (βλ. παρακάτω) δεν τα καρπώθηκε το σύνολο του πληθυσμού. Την περίπτωση της Ρωσίας, στην οποία κατά την τελευταία απογραφή του 1989 κατοικούσε το 51,4% των κατοίκων της ΕΣΣΔ (147,4 εκ. επί συνόλου 286,74 εκ.), την έχουμε θίξει το 2019, αναδεικνύοντας τις αδυναμίες της [5]. Βεβαίως, το χάος που παρατηρήθηκε στην δεκαετία του 1990, επί προεδρίας Γιέλτσιν, αποτελεί παρελθόν και ο διάδοχός του, Πούτιν, έχει επιτύχει την σταθεροποίηση της κατάστασης, τουλάχιστον οικονομικά. Όμως, τα τελευταία χρόνια και η χώρα αυτή μαστίζεται από έκδηλη οικονομική στασιμότητα, οι δε πολιτικές ελευθερίες τελούν όλο και περισσότερο υπό διωγμό. Εάν η ίδια η Ρωσία, το μακράν ισχυρότερο κράτος της πρώην ΕΣΣΔ, αντιμετωπίζει λίαν σοβαρές προκλήσεις, η υφιστάμενη κατάσταση στα περισσότερα από τα υπόλοιπα 11 δεν είναι καλύτερη.

Η επιβίωση και μετά την κοσμογονία του 1991 της άρχουσας ελίτ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ), δηλαδή της «νομενκλατούρας», σε θέσεις-κλειδιά υπήρξε το πλέον καίριας σημασίας γεγονός, που καθόρισε, εν πολλοίς, και τη μοίρα του μετασοβιετικού κόσμου. Ενώ, δηλαδή, στα πρώην κομμουνιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης αναδύθηκαν νέες ηγεσίες με όραμα για αληθινή δημοκρατία, στην πρώην ΕΣΣΔ κάτι τέτοιο δε φαίνεται να συνέβη και άρα απο-σοβιετοποίηση δεν υπήρξε. Ακόμη και σε κάποιες περιπτώσεις που ιστορικοί ηγέτες είχαν περιπέσει σε δυσμένεια επί Γκορμπατσώφ, επανήλθαν δριμύτεροι και παγίωσαν ένα προσωποπαγές καθεστώς (η περίπτωση του Γκεϊντάρ Αλίγιεφ, ΓΓ του ΚΚ Αζερμπαϊτζάν από το 1969 ως το 1987 και αργότερα Προέδρου από το 1993 έως τον θάνατό του, το 2003). Άνθρωποι οι οποίοι επί σοβιετικού καθεστώτος υπηρετούσαν πιστά τη Μόσχα, φόρεσαν εν μια νυκτί το καπέλο του εθνικισμού και πρωτοστάτησαν πολιτικά στις νεοπαγείς δημοκρατίες. Υπήρξε, γενικά, μια αναίμακτη μετάβαση από το παλαιό στο -θεωρητικά- νέο καθεστώς, με τους «απαράτσικ», ήτοι τα μέλη της παλιάς γραφειοκρατίας, να διατηρούν τις θέσεις-κλειδιά. Η μοναδική χώρα όπου πραγματοποιήθηκε, την εποχή της ανεξαρτησίας, ευρείας κλίμακας εμφύλιος πόλεμος (1992-1997) υπήρξε το ορεινό και περίκλειστο Τατζικιστάν, όπου τελικά επικράτησε η παράταξη υπό το νυν πρόεδρο, Ε. Ραχμόν [6].

Ιδιότυπες περιπτώσεις, στις δεκαετίες του 2000 και 2010, ήταν οι επονομαζόμενες «έγχρωμες» ή «βελούδινες» επαναστάσεις για αλλαγή προσανατολισμού, αλλά με κόστος. Ο ιστορικός ηγέτης της Γεωργίας, Ε. Σεβαρντνάτζε, αντικαταστάθηκε τον Νοέμβριο του 2003 από την «Τριανταφυλλένια Επανάσταση», αλλά η διάδοχη κατάσταση (προεδρία φιλοδυτικού Μ. Σακασβίλι, 2004-2013) οδήγησε σε πορεία σύγκρουσης με την Ρωσία και στην οδυνηρή ήττα το 2008. Στην Ουκρανία, η «Πορτοκαλί Επανάσταση», ακριβώς έναν χρόνο μετά, συνέπεσε με το τέλος εποχής Κούτσμα και κατέδειξε τη μεγάλη πόλωση της κοινωνίας ανάμεσα σε φιλορώσους και φιλοδυτικούς. Η πόλωση κορυφώθηκε, δυστυχώς όχι χωρίς νεκρούς, με την κρίση του Γιεβρομαϊντάν τον χειμώνα 2013/14. Επακολούθησε ακρωτηριασμός της χώρας στην Κριμαία και την ανατολική της επικράτεια, κατόπιν ρωσικής επέμβασης. Στο Κιργιστάν, τον Μάρτιο του 2005 έλαβε χώρα η «Επανάσταση της Τουλίπας» και απέπεμψε τον ιστορικό ηγέτη Ασκάρ Ακάγιεφ (1990-2005). Τέλος, την άνοιξη του 2018, η Αρμενία με την «Βελούδινη Επανάσταση» εναντίον του παλαιού κατεστημένου έφερε τελικά στην εξουσία ως πρωθυπουργό τον πρώην δημοσιογράφο Νικόλ Πασινιάν, αλλά η προσπάθεια του τελευταίου να προσεγγίσει την Δύση δεν άρεσε στην Ρωσία. Τελικά, η χώρα υπέστη ταπεινωτική ήττα από το Αζερμπαϊτζάν στον δεύτερο πόλεμο για το Ορεινό Καραμπάχ (αρμ. Αρτσάχ), το φθινόπωρο του 2020.

Θεσμικά, 9 από τα 12 μετασοβιετικά κράτη [7] διέπονται από ισχυρότατο Προεδρικό (υπερ-προεδρικό) καθεστώς, σε αντιδιαστολή με τον κοινοβουλευτισμό της Δύσης: ο αρχηγός του κράτους είναι στην κυριολεξία πανίσχυρος, ο πρωθυπουργός αποτελεί οιονεί ενεργούμενό του και η διακυβέρνηση ασκείται από την Προεδρική Διοίκηση. Ενδεχομένως, ακόμη και ο, πανίσχυρος επί ΕΣΣΔ, ΓΓ του ΚΚΣΕ, να μην ήταν τόσο κυρίαρχος πολιτικά και με τόσο συγκεντρωτισμό όσο οι νυν Πρόεδροι. Μέχρι και η αχανής εδαφικά Ρωσία, που θεωρητικά αποτελεί Ομοσπονδία, δεν αποτελεί εξαίρεση. Για την ακρίβεια, μέσα από τη μετωπική αντιπαράθεση Γιέλτσιν-Κοινοβουλίου το 1993 και την επικράτηση του πρώτου, προέκυψε το ρωσικό Σύνταγμα που καθιέρωσε ένα τέτοιο σύστημα, πιο Προεδρικό ακόμη και από την Γαλλία της Πέμπτης Δημοκρατίας. Μέσα στο «μαύρο κουτί» της Προεδρικής Διοίκησης υπάρχει ο σκληρός πυρήνας της εξουσίας, που θεωρεί εαυτόν θεματοφύλακα της κρατικής συνέχειας. Βασικός σκοπός είναι η παγίωση ες αεί του status quo και η αντίσταση σε κάθε πολιτική αλλαγή. Το 2005, ο τότε επικεφαλής της Ρωσικής Προεδρικής Διοίκησης και αργότερα Πρόεδρος επί 4 έτη -έστω και σε στενή συνεργασία με τον Πούτιν- Ντ. Μεντβέντεφ είπε: «Εάν δεν μπορέσουμε να διατηρήσουμε την συνοχή της ελίτ, η Ρωσία θα εξαφανιστεί ως κράτος!» Ακόμη, δε, και σε περιπτώσεις που ο αρχηγός του κράτους δεν ήταν παντοδύναμος, στην συνέχεια το Σύνταγμα τροποποιήθηκε, ούτως ώστε να καταστεί τέτοιος (όπως και για να άρχει ισόβια, με κατάργηση των αρχικά προβλεπόμενων περιορισμών επανεκλογής, π.χ. σε Ρωσία, Καζακστάν, Λευκορωσία κλπ).

Οι υπόλοιποι, πλην της Προεδρικής Διοίκησης, πολιτικοί θεσμοί, τόσο εντός της ίδιας της εκτελεστικής εξουσίας, όσο και στις άλλες δύο (νομοθετική και δικαστική), χαρακτηρίζονται από καχεξία. Δεν υπάρχει στην πράξη σαφής διάκριση εξουσιών: η εκτελεστική, δηλαδή σε τελική ανάλυση ο ίδιος ο Πρόεδρος, κυριαρχεί της νομοθετικής, η οποία αποκαλείται «σφραγίδα» (rubber stamp) ειλημμένων άνωθεν αποφάσεων. Η δικαστική, από την άλλη, είναι ελεγχόμενη. Ενώ στην Δύση οι θεσμοί είναι απρόσωποι, εδώ η προσωπολατρία (cult of personality) του «εθνικού ηγέτη» είναι έκδηλη, ενίοτε, δε, αγγίζει σε βαθμό την παραφροσύνη, π.χ. στο σουρεαλιστικό Τουρκμενιστάν του πρώην οδοντιάτρου Γκ. Μπερντιμουχαμέντωφ, όπως και επί του προκατόχου του (1985-2006) Σ. Νιγιάζοφ. Ο τελευταίος αποκαλούσε εαυτόν «Ηγέτη πασών των Τουρκμένων» (Τουρκμενμπάσι), είχε δε μετονομάσει έτσι και το λιμάνι της χώρας στην Κασπία [8]. Ομοίως, η πρωτεύουσα του Καζακστάν έχει λάβει το μικρό όνομα του Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ, που με διάφορες ιδιότητες πρωταγωνιστεί στην χώρα από το 1984.

Ο μεγαλύτερος φόβος της άρχουσας ελίτ με την σοβιετική, ακόμη, νοοτροπία είναι η ανάπτυξη μιας ισχυρής κοινωνίας των πολιτών, ανάλογη εκείνης της Δύσης. Ως εκ τούτου, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις με πολιτική ατζέντα τελούν, κατά κανόνα, υπό απηνή διωγμό. Στην Ρωσία, σημειωτέον, η σχετική κατάσταση ήταν καλύτερη από το 1992 έως το 2012, αλλά η επάνοδος του Β. Πούτιν στον προεδρικό θώκο, μετά το διάλειμμα Μεντβέντεφ, σήμανε την σκλήρυνση της στάσης έναντι ιδίως των πολιτικών ΜΚΟ, οι οποίες συχνά κατηγοριοποιούνται ως «ξένοι πράκτορες». Και η καταστολή είναι εύκολη υπόθεση: οι υπερστελεχωμένες και πανίσχυρες υπηρεσίες ασφαλείας αποτελούν βασικό έρεισμα εξουσίας για τον ηγέτη και, αντίστοιχα, μηχανισμό ανηλεούς καταπίεσης για τους αντιφρονούντες. Μάλιστα, πολλά ανώτερα στελέχη του εν λόγω πυλώνα εξουσίας, γνωστοί και ως «σιλαβίκι» (ισχυροί), υπήρξαν και μέλη του παλαιού, σοβιετικού, μηχανισμού ασφαλείας. Πρόκειται κυριολεκτικά για ένα «κράτος εν κράτει» (security service state), με βασική αποστολή την καλλιέργεια του φόβου. Ο άτυπος νόμος σε όλη την πρώην ΕΣΣΔ είναι εκείνος των πιστολιών Tokarev, Makarov, και PSM: άνανδρες δολοφονίες. όπως εκείνη της γνωστής δημοσιογράφου Άννας Πολιτκόφσκαγια στις 7/10/2006 δεν εξιχνιάστηκαν ποτέ, τουλάχιστον ως προς τους ηθικούς αυτουργούς. Σημειωτέον ότι το 2007 οι «σιλαβίκι» είχαν φτάσει να καταλαμβάνουν πάνω από το 40% των θέσεων στην ρωσική κυβέρνηση.

Μολονότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στις κατατάξεις των χωρών του κόσμου με βάση τους διάφορους «δείκτες δημοκρατίας», υπάρχει σχεδόν ομόφωνη αντίληψη ότι οι σχετικές επιδόσεις ολόκληρου του μετασοβιετικού κόσμου είναι από πάρα πολύ χαμηλές έως απλά χαμηλές. Σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Economist Intelligence Unit, για το έτος 2020 (όπου η Κύπρος ήταν 34η και η Ελλάδα 37η παγκοσμίως) η κατάταξή τους είχε ως εξής: Πέντε χαρακτηρίζονται ως «υβριδικά καθεστώτα», δηλαδή η Ουκρανία (79), η Μολδαβία (80), η Αρμενία (89), η Γεωργία (91), και το Κιργιστάν (107), και επτά ως αμιγώς «αυταρχικά», δηλαδή η Ρωσία (124), το Καζακστάν (128), το Αζερμπαϊτζάν (146), η Λευκορωσία (148), το Ουζμπεκιστάν (155), το Τατζικιστάν (159), και το Τουρκμενιστάν (162) [9]. Η ελευθερία του Τύπου, που στην Δύση αποκαλείται «τέταρτη εξουσία», είναι από μικρή έως μηδαμινή. Το πλέον ανησυχητικό είναι πως οι δημοκρατικές επιδόσεις βαίνουν σε αρκετές χώρες μειούμενες: η Ρωσία, λ.χ., στην πρώτη αξιολόγηση (το 2006) είχε επίδοση 5,02 στα 10, επομένως τότε χαρακτηριζόταν, έστω και οριακά, ως «υβριδικό καθεστώς». Το 2020, είχε διολισθήσει στο 3,31 στα 10. Αξιόλογη βελτίωση από το 2006 έως το 2020 κατέγραψε μόνο η Αρμενία, που ανήλθε από το 4,15 στο 5,35.

Η ίδια η έννοια της αστικής/φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι σήμερα παγερά αδιάφορη στην πλειοψηφία του μετασοβιετικού κόσμου, αρχής γενομένης από την ίδια την Ρωσία. Από το 2006/7, όταν και επήλθε μια ραγδαία επιδείνωση στις σχέσεις με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, οι ιδεολόγοι του Κρεμλίνου με πρωτοστάτη τον Β. Σούρκωφ έχουν εισαγάγει το δόγμα της «κυρίαρχης» ή άλλως «κατευθυνόμενης» (άνωθεν) δημοκρατίας, κατά το πρότυπο τριτοκοσμικών ηγετών του παρελθόντος, όπως ήταν ο σάχης Παχλαβί στο Ιράν και ο Σουκάρνο στην Ινδονησία: ένα κράτος χωρίς σιδηρά πυγμή είναι ακριβώς αυτό που επιδιώκουν οι «εχθροί» μας, προκειμένου να μας αρπάξουν τους φυσικούς μας πόρους, ισχυρίζονται. Τέλος, από τους 5 επιμέρους δείκτες δημοκρατίας της EIU που συνθέτουν τον γενικό δείκτη, ο πλέον σημαντικός μετράει τον πολιτικό πλουραλισμό, δηλ. την ύπαρξη πολυκομματικού συστήματος και την αδιάβλητη εκλογική διαδικασία. Ως προς αυτόν, υπάρχουν τέσσερα μόνο διάδοχα κράτη που έχουν σημειώσει αξιόλογη πρόοδο (Ουκρανία 8,25/10, Γεωργία 7,93, Αρμενία 7,5, και Μολδαβία 7), ενώ η επίδοση των υπολοίπων είναι από κακή έως τραγική, ακόμη και 0! Η Ρωσία, σημειωτέον, βρίσκεται στο 2,17, και η Ελλάδα -για σύγκριση- στο 9,58.

Σε αναπτυξιακό επίπεδο, όπως είχαμε ήδη επισημάνει στη μελέτη μας περί Ρωσίας το 2019, καταρχήν η ίδια η σοβιετική κληρονομιά υπήρξε τροχοπέδη για την οικονομική πορεία του μετασοβιετικού χώρου. Η ΕΣΣΔ χαρακτηριζόταν από κεντρικό σχεδιασμό και έντονη εξειδίκευση στην παραγωγή αγαθών μεταξύ των Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Η έννοια της αλληλεξάρτησης των 15 ήταν θεμελιώδης, διότι το ΚΚΣΕ πίστευε, λανθασμένα, όπως αποδείχτηκε, ότι θα μπορούσε να αποτρέψει την διάλυση. Η διάλυση, όμως, τελικά επήλθε, προκαλώντας προβλήματα, ειδικά όταν οι πολιτικές σχέσεις διαταράχθηκαν σοβαρά (Ρωσία-Ουκρανία, Ρωσία-Γεωργία, Αρμενία-Αζερμπαϊτζάν κλπ), με αποτέλεσμα να επηρεαστούν δραματικά και οι οικονομικές συναλλαγές. Ομοίως, η διαμετακόμιση ενεργειακών πόρων προς την Δύση από τον βασικό παραγωγό εντός της ΕΣΣΔ, την Ρωσία, γινόταν με αγωγούς μέσω Ουκρανίας και, αργότερα, Λευκορωσίας. Τώρα, η ανεξάρτητη πλέον Ρωσική Ομοσπονδία επιθυμεί να τις παρακάμψει αμφότερες μέσω εναλλακτικών αγωγών προς τις Γερμανία και Τουρκία (διότι η οδός μέσω Λευκορωσίας περιλαμβάνει και την άσπονδη Πολωνία…), αποστερώντας τις από σημαντικά τέλη διέλευσης, εκτός κι αν υποκύψουν σε πολιτικές απαιτήσεις της.

Πολύ μεγάλη έμφαση ως το 1991 είχε δοθεί στην βαριά βιομηχανία και, πάνω από όλα, στο «στρατιωτικό - βιομηχανικό σύμπλεγμα», δηλαδή πύραυλοι, άρματα μάχης, πολεμικά αεροσκάφη, πλοία, υποβρύχια κλπ, εις βάρος των διαρκών καταναλωτικών αγαθών [10]. Σε 5.000 τέτοιες επιχειρήσεις και ερευνητικά ινστιτούτα συγκεντρώνονταν όλη η αφρόκρεμα των επιστημόνων [11]. Οι αμυντικές δαπάνες είχαν φτάσει στο 47% του προϋπολογισμού. Βιομηχανικές πόλεις με φαραωνικές υποδομές και χιλιάδες εργάτες η κάθε μία, χτίστηκαν σε απομονωμένες περιοχές, με συνέπεια υψηλό κόστος μεταφοράς, άρα δεν ήταν διεθνώς ανταγωνιστικές. Επειδή στόχος του σοσιαλισμού ήταν η πλήρης απασχόληση, τα εργοστάσια απασχολούσαν περισσότερο προσωπικό από το αναγκαίο και η παραγωγικότητα της εργασίας ήταν χαμηλή. Η μεταποίηση της ΕΣΣΔ ήταν επίσης ενεργοβόρα, καθώς στηρίχθηκε στην υπόθεση εργασίας ότι η ενέργεια θα ήταν πάντα επιδοτούμενη από το κράτος και, επομένως, πάμφθηνη. Τέλος, λόγω της ύφεσης της δεκαετίας του 1980, δεν είχαν πραγματοποιηθεί επενδύσεις για εκσυγχρονισμό των παγίων κεφαλαίων. Το 1991-1992, λοιπόν, τα διάδοχα κράτη κληρονόμησαν «επιχειρήσεις-ζόμπι», δύσκολο να συνεχίσουν να λειτουργούν σε μια καπιταλιστική, πλέον, οικονομία. Αρκετές τελικά έκλεισαν. Τα κουπόνια (vouchers) ιδιοκτησίας που μοίρασε η κυβέρνηση σε όλους τους πολίτες, καταρχήν στην Ρωσία, απαξιώθηκαν και τελικά κατέληξαν σε πάρα πολύ λίγους, είτε μαυραγορίτες της ύστερης σοβιετικής εποχής είτε «απαράτσικι», καθώς ο κόσμος τα πωλούσε για 1-2 μπουκάλια βότκα! Η νέα ολιγαρχία ήταν γεγονός…

Ακολούθησε μια δύσκολη πρώτη δεκαετία «μετάβασης» στην -σχετικά- ελεύθερη αγορά, έως το 2000 περίπου, με ανείπωτη ένδεια παντού, ώσπου τελικά τα πράγματα σταθεροποιήθηκαν κάπως, αλλά και πάλι οι δυσλειτουργίες είναι προφανείς: ο βασικός λόγος πίσω από τις στρεβλώσεις είναι ασφαλώς το γεγονός ότι δεν υφίσταται διαχωρισμός της πολιτικής από την οικονομική σφαίρα δραστηριότητας. Αυτό είναι ένα μείζον χαρακτηριστικό ολόκληρου του μετασοβιετικού κόσμου, απολύτως αναγκαίο για την κατανόησή του. Σε ένα σύστημα πατρωνίας γνωστό ως «καπιταλισμός της παρέας» (crony capitalism), οι οικογένειες και οι έμπιστοι των Προέδρων απολαμβάνουν καθεστώς ασυλίας και νέμονται τους σημαντικούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας. Μόνο τέτοια πρόσωπα είναι επικεφαλής των στρατηγικής σημασίας κλάδων, λ.χ. ενέργεια, εργοληπτικές εταιρείες δημοσίων έργων, τραπεζική και ό,τι αξιόλογο έχει απομείνει από την βαριά βιομηχανία, π.χ. σωληνουργία για αγωγούς, ήτοι ο «επάνω όροφος» (upstairs) της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Εκεί κυριαρχούν τα μονοπώλια ή, έστω, ολιγοπώλια και άρα είναι αδύνατο να υπάρξει υγιής ανταγωνισμός. Ο κρατικός πατερναλισμός είναι έκδηλος, λ.χ. ακόμη και οι μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις γίνονται σύμφωνα με τα κελεύσματα του Προέδρου. Αντίθετα, στον επονομαζόμενο «κάτω όροφο» (downstairs) της επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως η εστίαση, οι μικρές κατασκευαστικές και το λιανεμπόριο, υπάρχουν ακόμη πάρα πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις και λειτουργεί ένας σχετικός, έστω, ανταγωνισμός [12]. Ορισμένοι αναλυτές, μάλιστα, θεωρούν ότι σε κάποιες μετασοβιετικές Δημοκρατίες, π.χ. το Τουρκμενιστάν και το Τατζικιστάν, έχουμε προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα και από τον «καπιταλισμό της παρέας», στον επονομαζόμενο «αρπακτικό καπιταλισμό» (predatory capitalism): σε αυτόν, δεν ασκείται η παραμικρή αναδιανεμητική πολιτική, δηλαδή είναι πλήρης η αδιαφορία της ηγεσίας για το βιοτικό επίπεδο του λαού [13]. Φυσικά, ένα μεγάλο μέρος των «λαφύρων» επενδύεται στο εξωτερικό: ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η Γκουλνάρα Καρίμοβα, κόρη του ιστορικού ηγέτη του Ουζμπεκιστάν (από το 1989 μέχρι το θάνατό του το 2016), Ισλάμ Καρίμοφ, αγόρασε το 2009 στην ακριβότερη περιοχή κατοικιών ολόκληρης της Ελβετίας, το Κολονί της Γενεύης, έπαυλη αξίας, τότε, 25 εκ. δολαρίων [14]. Δεκάδες τέτοιες περιπτώσεις έχουν αποκαλυφθεί και γνωστοποιηθεί ευρέως, λ.χ. στο Διαδίκτυο, από ερευνητές δημοσιογράφους,

Προς το τέλος της εποχής Χρουτσιώφ, η ΕΣΣΔ είχε φτάσει να παράγει το 10,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ένα ποσοστό το οποίο, καίτοι μικρότερο από την έκτασή της (15% επί της παγκόσμιας επιφάνειας), ήταν αναμφισβήτητα σημαντικό. Σήμερα, το ΑΕΠ όλου του μετασοβιετικού χώρου μαζί και με τις 3 Βαλτικές Δημοκρατίες είναι μικρότερο από 3% του παγκόσμιου. Το μέσο βιοτικό επίπεδο παραμένει χαμηλότερο, τηρουμένων των διεθνών αναλογιών, εκείνου της δεκαετίας του 1980 ή, έστω, των αρχών της. «Ο λαός μας απολαμβάνει ακόμη ένα πολύ ταπεινό επίπεδο ζωής», όπως εξομολογήθηκε μπροστά στην κάμερα το 2016 ο ίδιος ο Βλαντιμίρ Πούτιν στον Αμερικανό σκηνοθέτη Όλιβερ Στόουν [15]. Όποιος Δυτικός ταξιδέψει εκτενώς στις 12 Δημοκρατίες, θα εκπλαγεί αρνητικά από το μέγεθος και την ποιότητα των περισσότερων κατοικιών, απομεινάρια της σοβιετικής εποχής. Ορισμένοι, βεβαίως, απέκτησαν μετά το 1991 σημαντικό πλούτο, ειδικά, δε, η άρχουσα ελίτ, η οποία εξασφάλισε άδεια άσκησης προσοδοφόρων δραστηριοτήτων, καθώς και κρατικοί αξιωματούχοι που απλά επιδόθηκαν σε διαφθορά. Αυτοί οι λίγοι ζουν σε υπερπολυτελή διαμερίσματα ή επαύλεις. Έχει, επομένως, δημιουργηθεί μια προκλητική, ως προς τον τρόπο ζωής, ολιγαρχία νεόπλουτων, σε αντιδιαστολή με τον μέσο πολίτη, ο οποίος σχεδόν πένεται. Όπως φαίνεται στον κατωτέρω Πίνακα, η διάμεση/median αξία των «καθαρών» περιουσιακών στοιχείων (net worth) στην πρώην ΕΣΣΔ παραμένει, με βάση στοιχεία του 2020, πάρα πολύ χαμηλή: κυμαίνεται μεταξύ κάτι λιγότερο από 2.000 δολάρια ΗΠΑ (USD) για κάθε ενήλικο στο πάμπτωχο Τατζικιστάν έως περίπου 12.000 USD στο Καζακστάν και την Λευκορωσία, ενώ λ.χ. στην χώρα μας είναι 57.600 USD. Επιπλέον, υπάρχει σημαντικό χάσμα ανάμεσα σε αυτή και την μέση/mean αξία περιουσίας, γεγονός που καταδεικνύει μεγάλη ανισότητα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο δείκτης Gini, που μετράει την ανισότητα, στην Ρωσία φτάνει -πάντα ως προς τη net worth, όχι ως προς το ακαθάριστο εισόδημα- το 88% (Ελλάδα: 65%, ακόμη και μετά τη «μνημονιακή» δεκαετία 2010-2019, που διεύρυνε τις κοινωνικές ανισότητες). Οι εν λόγω ανισότητες είναι ακόμη πιο οξείες στα «κράτη-εισοδηματίες», για τα οποία βλ. το δεύτερο μέρος της ανάλυσης. Επίσης, είναι συγκλονιστική η αναπτυξιακή διαφορά των μεγάλων πόλεων, ιδίως δε της εκάστοτε πρωτεύουσας, και της υπαίθρου: πολλοί κάτοικοι στην τελευταία ζουν σε συνθήκες που παραπέμπουν στο 19ο αιώνα.

22122021-2.jpg

Η πλήρης απαξίωση πολλών μορφωμένων επιστημόνων με προφανή συνεισφορά στο κοινωνικό σύνολο είναι θλιβερή. Ακόμη και κάποιες ειδικότητες που θεωρητικά θα έπρεπε να είναι καλά αμειβόμενες, λ.χ. οι ιατροί στα δημόσια νοσοκομεία, που εξακολουθούν να αποτελούν τον κανόνα, και οι καθηγητές στα κρατικά πανεπιστήμια, λαμβάνουν ψιχία σε σχέση με το μέγεθος της προσφοράς τους. Η αδήριτη ανάγκη για επιβίωση, ειδικά σε γυναίκες επικεφαλής μονογονεϊκών οικογενειών, τις ωθεί ενίοτε σε «σκοτεινές» δραστηριότητες όπως η πορνεία, παράλληλα, συνήθως, με την κύρια απασχόληση (στην Ρωσία εκτιμάται ότι υπάρχουν 3 εκ. ιερόδουλες, ομολογουμένως εντυπωσιακό νούμερο [16]). Γενικά, και η παραοικονομία αλλά και η αμιγώς «μαύρη» -απαγορευμένη- οικονομία ανθούν, ως εναλλακτικές λύσεις στις επίσημες απολαβές. Το προσδόκιμο ζωής είναι σχετικά χαμηλό και οι περισσότερες κοινωνίες, ειδικά στις πόλεις, μαστίζονται από επώδυνα προβλήματα, όπως ο αλκοολισμός των ανδρών και η συναφής ενδοοικογενειακή βία. Η εγκληματικότητα, τόσο η απλή όσο και η οργανωμένη, αποτελεί άλλο ένα σοβαρό θέμα: αναφέρουμε ενδεικτικά ότι η Μόσχα και η Αγία Πετρούπολη είναι σήμερα δύο από τις πιο επικίνδυνες πόλεις της Ευρώπης (200η και 197η αντίστοιχα), σύμφωνα με την έγκριτη λίστα της Mercer [17].

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΟΜΑΔΕΣ

Παρά τα κοινά, εν πολλοίς, χαρακτηριστικά, στα οποία αναφερθήκαμε, θα θέλαμε να προβούμε και σε κάποιες υποκατηγοριοποιήσεις, οι οποίες διαφοροποιούν, εν μέρει, τα μετασοβιετικά κράτη σε επιμέρους μικρές ομάδες, ενίοτε, δε, αλληλεπικαλυπτόμενες (βλ. περίπτωση Καζακστάν). Θα περιοριστούμε εδώ στις πιο βασικές διακρίσεις.

Καταρχήν, μια θεμελιώδης διάκριση είναι «η Ρωσία και όλοι οι άλλοι» ή, αλλιώς, ο δεσπόζων ρόλος της Ρωσικής Ομοσπονδίας στον μετασοβιετικό χώρο, ακόμη και πριν την άνοδο του Πούτιν στην εξουσία. Οι λόγοι είναι πολλοί και δεν έχουν να κάνουν μόνο με το μέγεθος, τον πληθυσμό -έστω και μειούμενο- και τους πλούσιους φυσικούς της πόρους, οι οποίοι, πάντως, εξαντλούνται με ταχύτατο ρυθμό [18]. Βασικός λόγος πρωτοκαθεδρίας είναι ότι η συγκεκριμένη χώρα θεωρείται, τόσο από τον εαυτό της όσο και διεθνώς, ως ο συνεχιστής του κρατικού μορφώματος που ονομαζόταν ΕΣΣΔ (“continuator state”) και όχι απλά διάδοχο κράτος (“successor state”). Αντίθετα, οι υπόλοιπες 14 μετασοβιετικές Δημοκρατίες θεωρούνται ως «διάδοχα» κράτη, ήτοι διαφορετικές οντότητες από τον προκάτοχό τους. Να γιατί η Ρωσία κατέχει τη μόνιμη θέση που κατείχε μέχρι πρότινος η ΕΣΣΔ στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ενώ επίσης της περιήλθαν και όλες οι διπλωματικές αποστολές της ΕΣΣΔ στο εξωτερικό. Στις 24/12/1991, ο Γιέλτσιν απέστειλε σχετική επιστολή στον ΓΓ του ΟΗΕ, η οποία έγινε αποδεκτή υπό τον κίνδυνο να ξεσπάσει μείζων θεσμική κρίση στα ΗΕ, αν δεν γινόταν. Αυτό αποτελεί νομικό παράδοξο από πλευράς δημοσίου διεθνούς δικαίου, το οποίο δεν θα αναλύσουμε εδώ [19]. Υπενθυμίζουμε, μεταξύ άλλων, ότι και το σοβιετικό σύνταγμα του 1977 αναγνώριζε ισότητα μεταξύ των 15 Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών της Ένωσης, ασχέτως του μεγέθους και του πληθυσμού τους. Αφού η ΕΣΣΔ έπαψε να υπάρχει ως γεωπολιτική οντότητα και υποκείμενο του διεθνούς δικαίου, όπως κατηγορηματικά έλεγαν η τριμερής «Συμφωνία της Μπελαβέζα» (έξω από το Μινσκ) της 8/12/1991 και η «Διακήρυξη της Αλμά Ατά» της 21/12/1991 [20], θα έπρεπε να καταργηθεί και η μόνιμη θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας ή να περιέλθει εκ περιτροπής σε όλα τα διάδοχα κράτη.

Επιπροσθέτως, η Ρωσική Ομοσπονδία είναι η μόνη που έχει διατηρήσει στρατηγικό πυρηνικό οπλοστάσιο, καθώς Ουκρανία, Λευκορωσία, και Καζακστάν, οι οποίες διέθεταν όλες πυρηνικές κεφαλές τον χειμώνα του 1991/2, αποφάσισαν να το καταργήσουν. Μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της Ρωσίας παραμένει η ευρύτερη -και για ειρηνικούς σκοπούς- βιομηχανία πυρηνικής ενέργειας, στην οποία ο «εθνικός πρωταθλητής», ROSATOM, είναι ίσως ο ισχυρότερος παίκτης παγκοσμίως [21]. Να υπενθυμίσουμε και την στρατιωτική παρουσία της Μόσχας στον μετασοβιετικό χώρο εκτός των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων της χώρας: στις μη ελεγχόμενες από το Κίεβο περιοχές της Ουκρανίας (Κριμαία και Ντονμπάς), διατηρεί περισσότερους από 35.000 στρατιώτες και «συμβούλους» των εξεγερθέντων αυτονομιστών. Στις αποσχισθείσες περιοχές της Γεωργίας, την Αμπχαζία, και τη Νότια Οσετία, περίπου 7.000. Στο Τατζικιστάν, μεγάλη βάση με περίπου 5.000 άνδρες, ενώ στο Κιργιστάν μισθώνει αεροπορική βάση. Στην επίσης μεγάλη βάση της στην Αρμενία, 3.300. Στο Ορεινό Καραμπάχ, ειρηνευτική δύναμη 1.960 ανδρών, βάσει της τριμερούς συμφωνίας της 9/11/2020 που τερμάτισε τον «πόλεμο των 44 ημερών». Στην Υπερδνειστερία, de facto αποσχισθείσα περιοχή της Μολδαβίας, 1.200 άνδρες συν 400 σε ρόλο ειρηνευτικής δύναμης.

Τέλος, η Ρωσία, ειδικά επί Πούτιν, καλλιεργεί έντονα το αφήγημα ενός υποτιθέμενου «ρωσικού κόσμου» / Русский мир: μιας σφαίρας ρωσόφωνων -όχι κατ’ ανάγκην εθνοτικά Ρώσων ούτε καν Σλάβων [22]- και με ρωσική κουλτούρα ανθρώπων, διασκορπισμένων σε ολόκληρη την πρώην ΕΣΣΔ, ακόμη και στις 3 Βαλτικές-μέλη της ΕΕ. Κεντρικό ρόλο για αυτούς διαδραματίζουν κοινές πνευματικές αξίες και ιδίως εκείνες της Ορθοδοξίας, την οποία ο Πούτιν, μετά την επάνοδό του στην Προεδρία το 2012, έχει εργαλειοποιήσει για πολιτικούς σκοπούς. Σε κάθε περίπτωση, το Πατριαρχείο της Μόσχας συμφωνεί και επαυξάνει. Όλοι οι κοινωνοί αυτής της πνευματικής παράδοσης, και οι ευρισκόμενοι εκτός των ρωσικών συνόρων, τελούν υπό την προστασία της Μόσχας, γεγονός που υπονοεί δικαίωμα επέμβασης στις αντίστοιχες χώρες. Το συλλογιστικό λάθος εδώ είναι ότι σε χώρες όπως η Ουκρανία, η Γεωργία, και η Λευκορωσία, η ορθόδοξη πίστη αποτελεί πρωτίστως μέρος της εθνικής τους ταυτότητας και όχι δεσμό με τη «μητέρα» Ρωσία. Εν κατακλείδι, η μεγάλη ρωσική αντινομία που δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας είναι η εξής: Η πολυπραγμοσύνη της ρωσικής διπλωματίας, ειδικά την εποχή Πούτιν, δεν αποτελεί παρά το «φύλο συκής» πίσω από το οποίο η ηγεσία της προσπαθεί να αποκρύψει την σαθρότητα που επικρατεί στο εσωτερικό, δημιουργώντας ψευδαισθήσεις ισχύος.

Ως προς τις ομάδες κρατών, μια πρώτη και λίαν σημαντική, κατά την άποψή μας, διάκριση ενέχει αναπτυξιακή διάσταση: υπάρχουν 4 μετασοβιετικά κράτη πλούσια σε φυσικούς πόρους και πρωτίστως υδρογονάνθρακες, γνωστά ως «κράτη-εισοδηματίες» (rentier states): η παγκόσμια ενεργειακή υπερδύναμη Ρωσία, το Καζακστάν, το Αζερμπαϊτζάν, και το Τουρκμενιστάν [23]. Το 2019, προ πανδημίας, η ημερήσια παραγωγή πετρελαίου ήταν: Ρωσία 11.186.000 βαρέλια, Καζακστάν 1.903.000, Αζερμπαϊτζάν 702.000, και Τουρκμενιστάν 236.000, αν και το τελευταίο είναι ισχυρό στο φυσικό αέριο [24]. Πολύ μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματά τους, έναντι των άλλων οκτώ, είναι ότι, πρώτον, έχουν εξασφαλισμένη πρόσβαση σε σκληρό νόμισμα χάρη στις εξαγωγές και, δεύτερον, συγκεντρώνουν τη μερίδα του λέοντος ή 88% ως προς τις άμεσες ξένες επενδύσεις (FDI) [25]. Αυτή η σταθερή πρόσοδος (rent) ειδικά την εποχή των υψηλών τιμών υδρογονανθράκων τους επέτρεψε να αποπληρώσουν το εξωτερικό τους χρέος και να συστήσουν Κρατικά Επενδυτικά Ταμεία. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ρωσία, λ.χ., «εκτοξεύθηκε» από το ιστορικό χαμηλό των 1.330 USD το 1999 σε σχεδόν 16.000 USD το 2013, ιστορικό υψηλό, για να μειωθεί σημαντικά έκτοτε. Από το 34% που είχαν τότε διαθέσιμο εισόδημα κατώτερο του ελάχιστου αποδεκτού επιπέδου διαβίωσης, σήμερα το ποσοστό είναι 15%, αν και αυτό το επίσημο νούμερο αμφισβητείται. Γενικά, το γεγονός ότι τα εν λόγω κράτη βρέθηκαν στην «πρώτη αναπτυξιακή ταχύτητα» τους προσέδωσε ισχύ και αύξησε το γεωπολιτικό τους αποτύπωμα. Η αλματώδης ανάπτυξη, όμως, δεν ήταν ισομερώς κατανεμημένη: όπως προαναφέραμε, οι εταιρείες πετρελαίου και αερίου ελέγχονται από το στενό περιβάλλον των Προέδρων (upstairs), οπότε ολίγες τσέπες γέμισαν με πακτωλούς συναλλάγματος, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία του λαού ζει με ολίγα [26]. Επιπλέον, η στροφή στους υδρογονάνθρακες έδρασε, τελικά, ως αντικίνητρο για την επαρκή διαφοροποίηση της οικονομίας τους και ισχυροποίησε έτι περαιτέρω τους αυταρχικούς ηγέτες. Όλα αυτά τα φαινόμενα είναι γνωστά στην διεθνή βιβλιογραφία ως «κατάρα των φυσικών πόρων» (resource curse).

Το 1995/6, σημειωτέον, η Ρωσία είχε ιδιωτικοποιήσει μεγάλο μέρος του κλάδου, όχι όμως με vouchers, όπως στους υπόλοιπους, αλλά με το ακόμη πιο απαράδεκτο σύστημα «δάνεια έναντι μετοχών» (loans for shares): οι τραπεζίτες νέας γενιάς, όπως λ.χ. ο νεαρός τότε Ρομάν Αμπράμοβιτς, χορήγησαν δάνεια στο κράτος με ενέχυρο τις κρατικές μετοχές, οι οποίες γρήγορα περιήλθαν στην ιδιοκτησία τους, καθώς τα δάνεια, όπως αναμενόταν, δεν αποπληρώθηκαν. Τότε είναι που γιγαντώθηκε η μετασοβιετική ολιγαρχία, η οποία, αντί να προβεί σε επενδύσεις, έστελνε περί τα 15 δισ. USD ετησίως στο εξωτερικό. Το αδιαφανές μέρος του «deal» ήταν η χρηματοδότηση της επανεκλογής Γιέλτσιν στις αμφίρροπες εκλογές του 1996: ενώ ο εκλογικός νόμος έθετε όριο δαπανών 3 εκατ. USD ανά υποψήφιο, ο Γιέλτσιν ξόδεψε ίσως και 500 εκατ. Αργότερα, όμως, ο έλεγχος των κοιτασμάτων και των εξαγωγικών οδεύσεων δικαιολογήθηκε με βάση το δόγμα του «εθνικισμού των φυσικών πόρων» (resource nationalism), εξ ου και κάποιες εταιρείες κρατικοποιήθηκαν εκ νέου: π.χ. ο παραγωγός/μεταφορέας αερίου GAZPROM [27]. Από την άλλη, στις Δημοκρατίες χωρίς φυσικούς πόρους και πρωτίστως στις πέντε περίκλειστες (land-locked) Μολδαβία, Αρμενία, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, Κιργιστάν, η οικονομική ανάπτυξη μετά το 1991 ήταν ισχνή, δηλαδή στην «δεύτερη ταχύτητα» [28].

Μια δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει τα κράτη εκείνα που βρίσκονται ακόμη και σήμερα πάρα πολύ κοντά στη «μαμά-αρκούδα», την Ρωσία. Η τελευταία ουδέποτε έπαψε να θεωρεί τις υπόλοιπες 11 Δημοκρατίες πλην των Βαλτικών (ενδεχομένως, δε, και τις Βαλτικές σε κάποιο βαθμό) ως «Εγγύς Εξωτερικό» της, επομένως εντός της σφαίρας επιρροής της. Πλήρως ευθυγραμμισμένα με τη Μόσχα είναι πρωτίστως τα τέσσερα [29] μέλη της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης, δηλαδή το Καζακστάν, η Λευκορωσία, η Αρμενία, και το Κιργιστάν [30]. Ομοίως, πίσω από τη Μόσχα βρίσκονται, σε στρατιωτικό επίπεδο, τα κράτη-μέλη του Οργανισμού της Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας ή CSTO (2002 με βάση την Συνθήκη της Τασκένδης της 15/5/1992), δηλαδή όλα τα παραπάνω της Ευρασιατικής Ένωσης συν το Τατζικιστάν, ενώ και η… βαλκανική Σερβία συμμετέχει ως παρατηρητής από το 2013. Το Αζερμπαϊτζάν, η Γεωργία, και το Ουζμπεκιστάν ήταν πρώην μέλη, αλλά αποχώρησαν το 1999. Κατά την εκτίμησή μας, ο ρόλος του CSTO δεν είναι η προστασία από έξωθεν απειλές, αλλά εσωτερικός, ήτοι η προστασία των ηγετών των εν λόγω κρατών από πιθανή «αλλαγή καθεστώτος» (regime change).

Μια τρίτη υποομάδα αφορά τα σε μεγάλο βαθμό τουρκόφωνα-τουρκογενή μέλη του Τουρκικού Συμβουλίου Συνεργασίας ή απλώς Οργανισμού Τουρκικών Κρατών, ενός περιφερειακού οργανισμού που συστάθηκε τον Οκτώβριο του 2009 στο Ναχιτσεβάν. Περιλαμβάνει, πλην της Τουρκίας, το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Αζερμπαϊτζάν, το Κιργιστάν, και το Τουρκμενιστάν (το τελευταίο δεν είναι πλήρες μέλος και συμμετέχει με καθεστώς παρατηρητή, λόγω της παραδοσιακής του ουδετερότητας). Οι δεσμοί των εν λόγω πέντε κρατών με την υπερ-φιλόδοξη Τουρκία του Ερντογάν είναι στενοί σε όλα τα επίπεδα και τους έχουμε ήδη αναλύσει αλλού [31], εντούτοις δεν έχουν μπορέσει να υποκαταστήσουν την ακόμη μεγαλύτερη επιρροή της Ρωσίας. Όλη η άρχουσα ελίτ στα συγκεκριμένα κράτη παραμένει, μέχρι και σήμερα, ρωσόφωνη και με σοβιετική νοοτροπία [32].

Επιπλέον, μείζων εμπορικός εταίρος στις πιο πολλές εξ αυτών είναι πλέον η Κίνα, ούτε η Ρωσία ούτε η Τουρκία. Η διείσδυση της Κίνας στην Κεντρική Ασία, με πρότζεκτ όπως η BRI (Belt and Road Initiative), είναι τεράστια, αλλά δεν θα την αναλύσουμε εδώ. Επειδή, τέλος, όλες αυτές οι χώρες είναι κατά βάση μουσουλμανικές, έχουν κατά πολύ υψηλότερο ποσοστό γεννήσεων από τις υπόλοιπες και ιδίως από την Ρωσία. Συνεπώς, οι νυν δημογραφικές τάσεις εντός της πρώην ΕΣΣΔ είναι έντονα αποκλίνουσες υπέρ αυτών των κρατών και εις βάρος των σλαβικών, κατά βάση, χωρών: απλά η Ρωσία δέχεται διαρκώς μεταναστευτικές ροές από τις συγκεκριμένες χώρες (12 εκ. περίπου μέχρι σήμερα) και όχι λόγω «φυσικής αύξησης» του πληθυσμού. Οι περισσότεροι εξ αυτών διαβιούν στην τεράστια μητροπολιτική περιοχή της Μόσχας. Τουλάχιστον πέντε από τις περίκλειστες Δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ, ήτοι κατά σειρά εξάρτησης το Τατζικιστάν, το Κιργιστάν, η Αρμενία, το Ουζμπεκιστάν αλλά ακόμη και το πλούσιο σε πετρέλαιο Αζερμπαϊτζάν [33], εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα εμβάσματα (remittances) των οικονομικών μεταναστών τους. Η οικονομική κρίση της Ρωσίας μετά το 2014 και τις Δυτικές κυρώσεις περιόρισε τις συγκεκριμένες ροές και επηρέασε τις ευρύτερες οικογένειες αυτών των προσώπων. Περιττό να ειπωθεί ότι η ύπαρξη των εν λόγω μεταναστών στις μεγάλες ρωσικές πόλεις αποτελεί, παράλληλα, «μοχλό πίεσης» στις εν λόγω Δημοκρατίες: καθώς οι περισσότεροι εξ αυτών δεν διαθέτουν την ρωσική υπηκοότητα, τυχόν απέλασή τους θα προκαλούσε χάος στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.

Μια τέταρτη και τελευταία υποομάδα είναι οι τρεις χώρες που τόλμησαν να κοιτάξουν, έστω και στην δεκαετία του 2010, προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, υπογράφοντας αντίστοιχες Συμφωνίες Σύνδεσης, δηλαδή η Μολδαβία, η Γεωργία, και η Ουκρανία. Σε όλες αυτές, βεβαίως, προηγήθηκαν οι «έγχρωμες επαναστάσεις», οι οποίες είχαν ως κύριο αποτέλεσμα την εν μέρει αντικατάσταση της σοβιετικής ελίτ. Δεν είναι τυχαίο ότι εκεί υφίσταται σήμερα ένας αρκετά ικανοποιητικός πολιτικός πλουραλισμός, σύμφωνα με την κατάταξη της EIU, εξ ου και ο κυρίαρχος λαός μπόρεσε να προσεγγίσει την Δύση, σε αντίθεση με τα κελεύσματα της Μόσχας. Δυστυχώς, όμως, οι ενταξιακές προοπτικές και των τριών παραμένουν εξαιρετικά αμφίβολες, το δε τίμημα το οποίο πλήρωσαν ήταν βαρύ. Το ίδιο συνέβη, μετά την αλλαγή σελίδας του 2018, και στην Αρμενία: οι όποιες σκέψεις προσέγγισης της ΕΕ ναυάγησαν μετά την ήττα του 2020. Η ΕΕ έχει εγκαινιάσει τον Μάιο του 2009 την «Ανατολική Εταιρική Σχέση» (Eastern Partnerhip), ένα πολυεπίπεδο φόρουμ διαλόγου με τις 4 παραπάνω χώρες συν την Λευκορωσία και το Αζερμπαϊτζάν. Η ιδέα αυτή ήταν της Σουηδίας και της Πολωνίας και η έμφαση δίνεται ιδίως σε «κοινές αξίες», όπως η δημοκρατία και η σταθερότητα. Τα αποτελέσματά της εδώ και 12,5 χρόνια είναι μάλλον πενιχρά, ειδικά σε εκείνες που δεν προχώρησαν σε υπογραφή Συμφωνίας Σύνδεσης. Η Λευκορωσία ανέστειλε την συμμετοχή της το θέρος του 2021. Δυστυχώς, ο μετασοβιετικός κόσμος σήμερα στερείται προοπτικής, η οποία ισοδυναμεί με ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Μια πορεία αντίστοιχη των 11 πρώην κομμουνιστικών χωρών της Αν. Ευρώπης οι οποίες έχουν προσχωρήσει στην ΕΕ δεν είναι αδιανόητη [34]. Όποιο κράτος τολμήσει να στραφεί στην Δύση, όμως, αντιμετωπίζει την «Αρκούδα». Να γιατί ο στρατηγικός προσανατολισμός της ίδιας της Ρωσίας είναι εξέχων: εάν το Κρεμλίνο αποφάσιζε κάποτε να ακολουθήσει δυτικόστροφη πορεία, και οι υπόλοιποι θα έπονταν.

Η ΟΨΙΜΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ

Στην υφιστάμενη κατάσταση στην πρώην ΕΣΣΔ συνυπάρχουν, δυστυχώς, «the worst of both worlds», δηλ. τα κακά του υπαρκτού σοσιαλισμού και τα κακά ενός άγριου καπιταλισμού χωρίς καμία ρύθμιση (un-regulated). Δεν είναι τυχαίο ότι η έννοια Δίκαιο Ανταγωνισμού είτε δεν υπάρχει καν είτε δεν εφαρμόζεται από ανάλογες Αρχές. Επειδή προσωπικά θεωρούμε ότι η άποψη του ίδιου του λαού για το παρελθόν του έχει κάποια σημασία, παραθέτουμε τα ευρήματα μιας σφυγμομέτρησης του έγκριτου Levada Center στην Ρωσία τον Μάιο του 2019, που καταδεικνύουν μια κάποια… νοσταλγία για το σοβιετικό παρελθόν, έστω κι αν οι μισοί από τους συμμετέχοντες είτε δεν είχαν καν γεννηθεί τότε είτε οι μνήμες τους περιορίζονταν σε εμπειρίες παιδικής ηλικίας.

Η ερώτηση ήταν: «Τι θεωρείτε ως σημαντικό κατά την πορεία της χώρας μας κατά την περίοδο της ΕΣΣΔ;» Πρώτη, με μεγάλη διαφορά, σε αριθμό προτιμήσεων ήταν η επιλογή «το ενδιαφέρον της κυβέρνησης για τον κοινό πολίτη», με ποσοστό 59%, έναντι 37% το 2000. Πιθανώς αρκετοί από όσους απάντησαν θετικά να υπονοούσαν ότι το ενδιαφέρον αυτό σήμερα δεν υφίσταται... Δεύτερη ήλθε η επιλογή «η φιλία μεταξύ των λαών της ΕΣΣΔ και η απουσία εθνοτικών συγκρούσεων» με 46%, περίπου όσο και το 2000 (44%). Επίσης αρκετά ψηλά και, μάλιστα, υψηλότερα από το 2000, ήταν οι επιλογές «η οικονομική ανάπτυξη και η έλλειψη ανεργίας» με 43% και «η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων» με 39%. Ποσοστό 29% έλαβε η επιλογή «ο καθοδηγητικός ρόλος του ΚΚ ΣΕ», αλλά σημαντικά πιο κάτω από το 41% που είχε λάβει το 2000. Ομοίως η επιλογή «ελλείψεις, ουρές, δελτία σίτισης» έλαβε 24% έναντι 34% το 2000 [35]. Συμπερασματικά, όταν ολοένα και περισσότεροι πολίτες της πρώην ΕΣΣΔ έχουν φτάσει να νοσταλγούν στοιχεία του υπαρκτού σοσιαλισμού, συνάγεται ότι η τωρινή κατάσταση, 30 χρόνια μετά, είναι μάλλον απογοητευτική.

Μια τελευταία παράμετρος χρήζει μνείας, έστω και ιστορικού πλέον χαρακτήρα. Ακόμη και όταν είχε πλέον καταστεί πασιφανές ότι ο «Ψυχρός Πόλεμος» είχε οριστικά κερδηθεί και η Σοβιετική Ένωση κατέρρεε, το 1991/92, οι ηγεσίες της Δύσης και ιδίως των ΗΠΑ (δηλαδή ο Μπους ο πρεσβύτερος, αν και μέσα σε περίοδο οικονομικής ύφεσης και ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου 1992, που τελικά τις έχασε) αποδείχτηκαν ίσως κατώτερες των περιστάσεων. Αντί να σκεφτούν στρατηγικά και να συνδράμουν ουσιαστικά τον παραπαίοντα γίγαντα των 290 εκατ. κατοίκων, η μυωπική στάση τους πλησίασε αρκετά την απαξιωτική έκφραση: «Kick them while they’re down», δηλαδή «κλώτσα τους όσο ακόμη είναι πεσμένοι κάτω». Να θυμίσουμε, μεταξύ άλλων, την απεγνωσμένη έκκληση του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ προς το G7 τον Ιούλιο του 1991 στο Λονδίνο, για χορήγηση πακέτου βοήθειας 30 με 50 δισ. USD ετησίως επί 5 έτη. Απορρίφθηκε πανηγυρικά.

Στις αρχές του επόμενου έτους και με την ΕΣΣΔ να αποτελεί πλέον και τυπικά παρελθόν, παρενέβη ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Μ. Νίξον, από την ίδια πολιτική παράταξη με τον Μπους και γνωστός βιρτουόζος της έμπρακτης Υψηλής Διπλωματίας. Ήταν η περίοδος που στην Ρωσία εφαρμοζόταν μια «θεραπεία-σοκ», με απελευθέρωση τιμών, υπερπληθωρισμό και απαξίωση των αποταμιεύσεων. Καίτοι μεγάλος πλέον σε ηλικία -79 ετών- και καταβεβλημένος, ο Νίξον κυκλοφόρησε προς 50 σημαντικούς διαμορφωτές πολιτικής ένα υπόμνημα, το περιεχόμενο του οποίου αποκάλυψαν οι Νew Υork Τimes στις 10/3/1992. Εκεί, ο Νίξον προειδοποιούσε για την ευκαιρία που κινδύνευε να χαθεί για μεταμόρφωση της πρώην ΕΣΣΔ σε δημοκρατικό χώρο, αν δεν της δινόταν αρκετή οικονομική βοήθεια, πρωτίστως από τις ΗΠΑ: «Είναι πάρα πολύ μεγάλο το διακύβευμα κι εμείς παίζουμε με πενταροδεκάρες … Η δική μας είναι μια παθητικώς ανεπαρκής απάντηση ενόψει των διαφαινόμενων κινδύνων από την κρίση στην πρώην ΕΣΣΔ … Αυτό που φαίνεται πολιτικά επωφελές βραχυπρόθεσμα, μπορεί να αποβεί επιζήμιο μακροπρόθεσμα … Στην δεκαετία του 1950, το μείζον ερώτημα στην Ουάσιγκτον ήταν: “Ποιος έχασε την Κίνα”. Αν πέσει η ρωσική κυβέρνηση, πιο καταστροφικό ερώτημα θα είναι: “Ποιος έχασε την Ρωσία”».

22122021-3.jpg

Ο Σλοβάκος πρόεδρος, Rudolf Schuster (δεξιά), ο πρόεδρος της Τσεχίας, Vaclav Havel (κέντρο), και ο Zbigniew Brzezinski (αριστερά), πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου των ΗΠΑ, Carter, συνομιλούν κατά την διάρκεια ενός διαλείμματος στην σύνοδο κορυφής των υποψηφίων χωρών για το ΝΑΤΟ, στη Μπρατισλάβα, στις 11 Μαΐου 2001. Η στρογγυλή τράπεζα των πρωθυπουργών πραγματοποιήθηκε για να συζητήσουν την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, την ειρήνη και την σταθερότητα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, την διαφθορά και το οργανωμένο έγκλημα. REUTERS
--------------------------------------------------------------------

Το δράμα επιβίωσης που έζησαν οι πρώην Σοβιετικοί πολίτες στην δεκαετία του 1990, καλλιέργησε πρόσφορο έδαφος για την άνοδο ενός αντιδυτικού και ευρασιατικού αφηγήματος, που αποκρυσταλλώθηκε τελικά στον πουτινισμό [36]. Υπήρξαν, παράλληλα, και εξελίξεις επί των διεθνών σχέσεων που έγειραν την πλάστιγγα προς τα εκεί: καταρχήν η απόφαση επέκτασης του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς μετά την Σύνοδο της Μαδρίτης (1997), χωρίς, όμως, να συμπεριληφθεί η Ρωσία, Η προαιώνια ιδέα του «Φρουρίου-Ρωσία», καταδικασμένου να δέχεται εισβολές από Τεύτονες ιππότες, Ναπολέοντα, Χίτλερ κλπ, αναβίωσε δριμύτερη. Επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον, δε, πρωταγωνίστησε σε αντιρωσικό κρεσέντο ο δεινός γεωπολιτικός αναλυτής Ζμπ. Μπρζεζίσνκι, όλως τυχαίως πολωνικής καταγωγής. Τότε ακριβώς ήταν που συνέγραψε το έργο του «Η Μεγάλη Σκακιέρα», όπου αναβίωνε την ψυχροπολεμική ρητορική της ανάσχεσης (containment), και ένα επιδραστικό άρθρο στο αμερικανικό F.A. το Σεπτέμβριο/Οκτώβριο του 1997 [37]. Η συνακόλουθη νατοϊκή επίθεση στην Σερβία το 1999 και η μονομερής απόσυρση των ΗΠΑ από την Συνθήκη ΑΒΜ/Περιορισμού των Αντιβαλλιστικών Πυραύλων [38] εντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο. Ως θεμελιώδης πυλώνας στρατηγικής σταθερότητας επί τριάντα έτη, η Συνθήκη ΑΒΜ δημιουργούσε στην ΕΣΣΔ και κατόπιν στην Ρωσία ένα αίσθημα ασφάλειας, που εν μια νυκτί εξανεμίσθηκε.

Αρκετά επιφανή πρώην στελέχη της αμερικανικής γραφειοκρατίας έχουν, βεβαίως, αναγνωρίσει τα λάθη εκείνης της περιόδου, όπως λ.χ. ο Richard Haass, νυν επικεφαλής του Council of Foreign Relations το οποίο εκδίδει το F.A., και πρώην σύμβουλος του προέδρου Μπους του πρεσβύτερου: «Αγνοήσαμε ως προς την Ρωσία την αρχή της Aretha Franklin: δεν τους δείξαμε αρκετό σεβασμό», δήλωσε. Ακόμη και ο πάλαι ποτέ ιέραξ Μπρζεζίνσκι, στο τελευταίο έργο του, Strategic Vision (2012), δέχτηκε ότι η αποτυχία της Αμερικής να εμπλακεί εποικοδομητικά με την Ρωσία αμέσως μετά το 1991 τελικά λειτούργησε ως μπούμερανγκ (backfired), καθώς ευνόησε την άνοδο του αυταρχισμού. Είναι όμως αργά πλέον για τύψεις… Εν κατακλείδι, ναι μεν ο Ρώσος πρόεδρος της περιόδου 1991-1999 Μπ. Γιέλτσιν υπήρξε μια προβληματική φιγούρα με πολύ άσχημη παρακαταθήκη, αλλά την πρώην ΕΣΣΔ την έχασε η Δύση, με τα πολυάριθμα λάθη-παραλείψεις της, τόσο κατά το κρίσιμο 1991/2, όσο και κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια [39].

Σύνδεσμοι:
[1] Ο πρώτος ήταν η περίφημη «Διεθνής» / Интернационал στην ρωσική της απόδοση.
[2] Союз нерушимый республик свободных Сплотила навеки Великая Русь…
[3] Υπενθυμίζουμε ότι το προλεταριακό κράτος των μπολσεβίκων είχε επισήμως συσταθεί στις 30/12/1922, πέντε έτη μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917.
[4] Ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της ΕΣΣΔ ήταν 3,6% ετησίως κατά την εικοσαετία από τον θάνατο του Στάλιν έως το 1973, κάτω από 1% την ενδεκαετία από το 1974 έως το 1984 («γεροντοκρατία» ή «στασιμότητα»), και αρνητικός, ήτοι ύφεση 1,3%, από το 1985 ως το 1991 («περεστρόικα»).
[5] Βασίλης Σιταράς, Η ακτινογραφία της σύγχρονης Ρωσίας, Foreign Affairs Ν. 58, 2019, σελ. 107-131
[6] Επίσης πρώην «απαράτσικ» επί ΕΣΣΔ, αν και όχι τόσο επιφανής. Βρίσκεται στην Προεδρία της χώρας από το 1994.
[7] Μικρή κάμψη της προεδρικής παντοκρατορίας υιοθέτησε καταρχήν η Ουκρανία με το Σύνταγμα της 28/6/1996, το οποίο έκτοτε έχει τροποποιηθεί πολλάκις, ανάλογα με την επικρατούσα παράταξη: εκεί εισήχθη τελικά ένα υβριδικό σύστημα διακυβέρνησης, ημιπροεδρικό και ημικοινοβουλευτικό, όπου στο μεν εκτελεστικό επίπεδο ο Πρόεδρος είναι ισχυρότερος του πρωθυπουργού, αλλά το Εθνικό Κοινοβούλιο (Ράντα) των 450 βουλευτών ορίζεται ως η ανώτατη εξουσία. Πολλά χρόνια αργότερα, η «έγχρωμη» και η «βελούδινη» επανάσταση σε Κιργιστάν και Αρμενία, αντίστοιχα, έφεραν επίσης στο προσκήνιο τον κοινοβουλευτισμό. Για την ακρίβεια, στην δεύτερη χώρα είχε προηγηθεί ένα κομβικό δημοψήφισμα, στο τέλος του 2015, που μείωσε τις εξουσίες του Προέδρου.
[8] Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ορισμένοι από τους πλέον δριμείς επικριτές των καθεστώτων αυτών στην Δύση τα έχουν χαρακτηρίσει ως νεοφασιστικά. Ακόμη κι αν κάτι τέτοιο είναι υπερβολή για τα περισσότερα, έχει ίσως νόημα ως προς κάποια…
[9] Democracy Index 2020 - Economist Intelligence Unit (eiu.com), https://www.eiu.com/n/campaigns/democracy-index-2020/
[10] Κλασικό παράδειγμα η τεράστια λίστα αναμονής για το Ι.Χ. αυτοκίνητο Lada, που παραγόταν σε ένα μόνο εργοστάσιο στην Σαμάρα.
[11] Ειδικά στην ίδια την Ρωσία, το «στρατιωτικό - βιομηχανικό σύμπλεγμα» παραμένει μέχρι και σήμερα ένας ισχυρός κλάδος της οικονομίας, αν και υπολείπεται σαφώς της ύστερης σοβιετικής εποχής ως προς την παραγωγική δραστηριότητα. Στις άλλες Δημοκρατίες, οι μονάδες απλά έκλεισαν, λ.χ. το εργοστάσιο της Sukhoi στην Τιφλίδα που παρήγαγε το επιθετικό αεροπλάνο Su-25.
[12] Ο όρος αποδίδεται στον πολιτικό επιστήμονα Gerald Easter και δη στο δοκίμιο “Revenue Imperatives - State over Markets” που δημοσίευσε το 2013 εντός του συλλογικού έργου “The Political Economy of Russia” (Neil Robinson ed.).
[13] Μια εναλλακτική ονομασία της κατάστασης αυτής είναι, βεβαίως, ο όρος «κλεπτοκρατία».
[14] Σήμερα η κα Καρίμοβα εκτίει ποινή 13τους κάθειρξης… Βλ. αναλυτικά τα πεπραγμένα της εδώ https://www.letemps.ch/economie/lexprincesse-ouzbeke-gulnara-karimova-co...
[15] https://www.sho.com/the-putin-interviews
[16] https://www.amnesty.org/en/latest/news/2018/06/irina-maslova-human-right...
[17] https://www.themoscowtimes.com/2019/03/14/moscow-st-petersburg-named-eur...
[18] Η ΒΡ στην Ετήσια Έκθεση του 2021 εκτιμά ότι με τον σημερινό ρυθμό άντλησης το ρωσικό πετρέλαιο, από το οποίο προέρχονται και τα περισσότερα εξαγωγικά έσοδα, θα εξαντληθεί σε 27,5 χρόνια.
[19] Βλ την εν λόγω διδακτορική διατριβή του 1992 https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/2295
[20] Στην Αλμά Ατά του Καζακστάν, οι ηγέτες των 11 Δημοκρατιών της ετοιμοθάνατης ΕΣΣΔ, πλην των τριών Βαλτικών και της Γεωργίας, ανακήρυξαν το τέλος της ΕΣΣΔ για χάρη της ΚΑΚ (Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών). Παράλληλα, όμως, δέχτηκαν να παραχωρήσουν στην Ρωσία τη μόνιμη θέση που μέχρι τότε κατείχε η ΕΣΣΔ στο Σύστημα των ΗΕ. Εν ολίγοις δέχτηκαν ότι η Ρωσία είναι συνέχεια της ΕΣΣΔ, αναλαμβάνοντας πλήρως τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της. Βλ. ολόκληρη την Διακήρυξη εδώ https://www.venice.coe.int/webforms/documents/?pdf=CDL(1994)054-e
[21] Η ρωσική διπλωματία της ατομικής ενέργειας | Foreign Affairs - Hellenic Edition, https://foreignaffairs.gr/articles/71285/basilis-sitaras/i-rosiki-diplom...
[22] Οι εθνοτικά Ρώσοι εκτός Ρωσικής Ομοσπονδίας έχουν μειωθεί από 25 εκ. το 1989 σε 15 εκ. το 2019.
[23] Και το Ουζμπεκιστάν έχει φυσικούς πόρους, ιδίως αέριο, αλλά πλέον δεν εξάγει μεγάλες ποσότητες.
[24] https://foreignaffairs.gr/articles/71734/basilis-sitaras/oi-agnostoi-ene...
[25] Στο τέλος του 2020, το απόθεμα (inward FDI stock) της Ρωσίας ήταν περίπου 446 δισ. USD, του Καζακστάν 151 δισ. USD, του Τουρκμενιστάν 39 δισ. USD και του Αζερμπαϊτζάν 33 διςσ. USD, επί συνόλου 761 δισ. σε ολόκληρη την μετασοβιετική επικράτεια.
[26] Ειδικά στο Αζερμπαϊτζάν, μετά τις δύο τεράστιες υποτιμήσεις του 2015 και σε συνδυασμό με την κάμψη, μετά το 2010, της παραγωγής αργού πετρελαίου, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους USD μειώθηκε 40% σε σχέση με το ιστορικό υψηλό του (ήταν σχεδόν 8.000 USD το 2014).
[27] Το μοντέλο αυτό το υπερασπίστηκε σε θεωρητικό επίπεδο ο ίδιος ο Πούτιν στην (αμφιλεγόμενης πρωτοτυπίας) διδακτορική διατριβή του, το 1997. Την εκπόνησε στο Μεταλλευτικό Ινστιτούτο Αγίας Πετρούπολης και ο τίτλος της αποδίδεται στα αγγλικά ως “Strategic Planning of the Reproduction of the Mineral Resource Base of a Region, Under Conditions of the Formation of Market Relations”.
[28] Η Λευκορωσία, αν και επίσης περίκλειστη και χωρίς κοιτάσματα, είναι σε καλύτερη κατάσταση, επειδή διαθέτει εύφορο έδαφος και παραγωγική βάση, εξ ου και είναι πρώτη χώρα σε διάμεση αξία περιουσίας.
[29] Εκτός, φυσικά, από την ίδια η Ρωσία.
[30] Ειδικά, δε, η Λευκορωσία αποτελεί οιονεί «παράρτημα» της Ρωσίας, καθώς τις συνδέει πολύ στενά η Συνθήκη Ένωσης (Treaty on the Creation of a Union State) του Δεκ. 1999.
[31] https://foreignaffairs.gr/articles/72296/basilis-sitaras/i-toyrkia-kai-o...
[32] Πρωτίστως «αδελφό έθνος» με τους Τούρκους της Ανατολίας θεωρεί εαυτόν το αζερικό, όπως φάνηκε ανάγλυφα και στον πόλεμο του 2020 με την Αρμενία για το Ορεινό Καραμπάχ.
[33] Στο Αζερμπαϊτζάν η εξάρτηση, ως ποσοστό του ΑΕΠ, μειώθηκε μετά το 2006 και την λειτουργία του βασικού εξαγωγικού αγωγού πετρελαίου Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϊχάν. Εντούτοις, η μετανάστευση προς Ρωσία συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όχι τόσο για οικονομικούς, όσο για πολιτικούς πλέον λόγους.
[34] Όλα τα πρώην σοβιετικά κράτη είναι, άλλωστε, μέλη της UNECE, Οικονομικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Ευρώπη, που λειτουργεί από το 1947 με τη συμμετοχή, ως το 1991, της ΕΣΣΔ.
[35] https://www.levada.ru/en/tag/the-ussr/
[36] Εκπληκτικό είναι το βιβλίο του Brian Taylor, The Code of Putinism, Oxford University Press 2018
[37] Γράφει ο Μπρζεζίνσκι: “Failure to widen NATO, now that the commitment has been made, would shatter the concept of an expanding Europe and demoralize the Central Europeans. Worse, it could reignite dormant Russian political aspirations in Central Europe … Accordingly, while fostering a cooperative relationship with Russia is desirable, it is important for America to send a clear message about its global priorities. If a choice must be made between a larger Europe-Atlantic system and a better relationship with Russia, the former must rank higher”. A Geostrategy for Eurasia, F.A., Sept.-Oct. 1997
[38] Αnti-Βallistic Μissile Treaty (σε ισχύ από το 1972 έως το 2002)
[39] Το εξαίρετο Φινλανδικό Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων / FIIA εξέδωσε στις αρχές του 2019 το παρακάτω συλλογικό έργο για την τρέχουσα κατάσταση στον μετασοβιετικό χώρο, που συνιστάται ανεπιφύλακτα https://www.fiia.fi/en/publication/what-has-remained-of-the-ussr

Copyright © 2021 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition