Πώς ο εξτρεμισμός έγινε κύρια τάση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς ο εξτρεμισμός έγινε κύρια τάση

Η Ουάσιγκτον χρειάζεται μια νέα προσέγγιση για την πρόληψη της ακροδεξιάς βίας
Περίληψη: 

Η πρώτη εθνική στρατηγική των ΗΠΑ για την καταπολέμηση της εγχώριας τρομοκρατίας υιοθετεί μια προσέγγιση που χαρακτηρίζεται από περισσότερη διυπηρεσιακή συνεργασία, πρόληψη με επίκεντρο την κοινότητα, και νέες επενδύσεις για τον γραμματισμό στα media, στις δεξιότητες κριτικής σκέψης, και στα προγράμματα τεκμηρίωσης για την ενίσχυση της «ανθεκτικότητας των χρηστών στην παραπληροφόρηση και στην λανθασμένη πληροφόρηση από το διαδίκτυο».

Η CYNTHIA MILLER-IDRISS είναι διευθύντρια του Εργαστηρίου Έρευνας και Καινοτομίας για την Πόλωση και τον Εξτρεμισμό (Polarization and Extremism Research and Innovation Lab) στο American University και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Hate in the Homeland: The New Global Far Right [1].

Τους μήνες πριν και μετά τις προεδρικές εκλογές του 2020 στις ΗΠΑ, εκατομμύρια Αμερικανοί περιπλανήθηκαν «κλικάροντας» διαμέσου μιας διαδικτυακής πλημμύρας παραπληροφόρησης, συμπεριλαμβανομένου του ευρέως διαδεδομένου ψεύδους ότι ανεξέλεγκτη εκλογική νοθεία επέτρεψε στον Τζο Μπάιντεν να κλέψει τη νίκη που ανήκε δικαιωματικά στον Ντόναλντ Τραμπ. Στις 6 Ιανουαρίου 2021, οι πραγματικές συνέπειες αυτής της εξαπάτησης και αυταπάτης έγιναν σαφείς, καθώς χιλιάδες ταραχοποιοί υποστηρικτές του Τραμπ εξαπέλυσαν μια βίαιη επίθεση στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ, με σκοπό να σταματήσουν την επικύρωση της νίκης του Μπάιντεν.

04012022-1.jpg

Εισβάλλοντας στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ, στις 6 Ιανουαρίου 2021. Shannon Stapleton / Reuters
---------------------------------------

Η πολιορκία αντανακλούσε δύο σημαντικές τάσεις που θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν την αμερικανική πολιτική τα επόμενα χρόνια. Η πρώτη είναι η κανονικοποίηση του δεξιού εξτρεμισμού. Η πλειοψηφία των ταραχοποιών ήταν μέχρι τότε απλοί Αμερικανοί που μόλις πρόσφατα είχαν ασπασθεί ριζοσπαστικές ιδέες. Τα μονοπάτια τους προς την πολιτική βία δεν περιελάμβαναν μια σαφώς καθορισμένη ιδεολογία ή την προσχώρηση σε συγκεκριμένες ομάδες, αλλά διαμορφώθηκαν από μια εκστρατεία προπαγάνδας που περιέκλεισε όλο το φάσμα της δεξιάς πολιτικής: από τους εκλεγμένους Ρεπουμπλικάνους, τους εξέχοντες συντηρητικούς σχολιαστές, και τα συντηρητικών τάσεων μεγάλα ειδησεογραφικά μέσα, στους νέας κοπής influencers των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τις ελάσσονες ριζοσπαστικές οργανώσεις, και μια αναπτυσσόμενη ομάδα εξειδικευμένων ακροδεξιών επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης.

Ακόμη και πριν από την άνοδο του Τραμπ, αυτές οι δυνάμεις είχαν αποκτήσει ισχύ εδώ και χρόνια, εν μέρει λόγω του αποκαλούμενου πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Όπως έγραψα πέρυσι στο Foreign Affairs [2], η εποχή μετά την 11η Σεπτεμβρίου [2001] ήταν εύφορο έδαφος για την ακροδεξιά, όταν οι Αρχές επιβολής του νόμου και οι υπηρεσίες πληροφοριών εστίασαν σχεδόν αποκλειστικά στην τζιχαντιστική απειλή και ο φόβος των Μουσουλμάνων τρομοκρατών έπαιξε το παιχνίδι των ξενοφοβικών, των ρατσιστών και των Χριστιανών εθνικιστών. Ο Τραμπ εκμεταλλεύθηκε αυτές τις εξελίξεις στην προεκλογική του εκστρατεία το 2016 και μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του, ιδέες που είχαν από καιρό υποβιβασθεί στο περιθώριο της αμερικανικής κοινωνίας έγιναν γρήγορα κεντρικές στο πολιτικό οικοσύστημα της χώρας.

Η κανονικοποίηση του εξτρεμισμού οδήγησε από μόνη της στην δεύτερη τάση: ένα ανακάτεμα και ανασυνδυασμό εξτρεμιστικών ομάδων και ιδεών. Χάρη όχι μόνο στην παραπληροφόρηση για τις εκλογές του 2020 αλλά και στην πόλωση που τροφοδοτήθηκε από την πανδημία [3] και στις διαδηλώσεις του Black Lives Matter, εκείνοι οι ταραχοποιοί της 6ης Ιανουαρίου που ανήκαν σε αναγνωρίσιμες ακροδεξιές ομάδες είχαν συνηθίσει να έχουν παράξενους συντρόφους –όχι μόνο συνωμοσιολόγους ερωτευμένους με το υπέρ του Τραμπ κίνημα QAnon, αλλά και υποστηρικτές της «ευεξίας» που αντιτίθενται στα εμβόλια, ελευθεριακούς που αντιτίθενται στις εντολές [για υποχρεωτική χρήση] μάσκας, υπέρμαχους των δικαιωμάτων [κατοχής] των όπλων που διαμαρτύρονται για τις αντιληπτές απειλές για την Δεύτερη Τροποποίηση [του συντάγματος των ΗΠΑ], και «επιταχυντές» (“accelerationists”) που επιδιώκουν την βίαιη κατάρρευση των πολιτικών, οικονομικών, και κοινωνικών συστημάτων.

Αυτές οι αλλαγές έχουν καταστήσει τα βίαια εξτρεμιστικά κινήματα λιγότερο συνεκτικά και πιο απρόβλεπτα από ποτέ. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τέτοιες ομάδες έχουν γενικά προσδιορισθεί από σχετικά σαφείς ιδεολογικές τάσεις που ευθυγραμμίσθηκαν με συγκεκριμένες στρατηγικές των υπηρεσιών πληροφοριών και επιβολής του νόμου, εκπαιδευτικές ανάγκες, και τομείς εξειδίκευσης. Αλλά τακτικές όπως η παρακολούθηση, η επιτήρηση, και η διείσδυση είναι πιο δύσκολο να εφαρμοσθούν σε ένα περιβάλλον που είναι πιο αυθόρμητο, κατακερματισμένο, και χαρακτηρίζεται από την ταχεία εξέλιξη και τους αναπάντεχους συνασπισμούς. Με απλά λόγια, τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι Αρχές για να καταπολεμήσουν τους εξτρεμιστές γίνονται λιγότερο χρήσιμα όταν η γραμμή μεταξύ του περιθωρίου και του κέντρου αρχίζει να θολώνει.

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει επειγόντως να προσαρμοσθεί σε αυτή τη νέα πραγματικότητα. Ο εξτρεμισμός έχει γίνει κυρίαρχη τάση˙ το ίδιο και οι παρεμβάσεις που απαιτούνται για την αντιμετώπισή του.

ΠΑΡΑΞΕΝΟΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ

Τα βίαια κινήματα αλλάζουν τόσο με στρατηγικούς όσο και με οργανικούς τρόπους καθώς εισχωρούν στην κύρια τάση. Από τη μια πλευρά, ο μετασχηματισμός προκύπτει από προσπάθειες από την κορυφή προς την βάση για «επανασυσκευασία» ιδεολογιών για να διευρυνθεί η ελκυστικότητα των ιδεών που διαφορετικά η κύρια τάση θα μπορούσε να απορρίψει. Αλλά προκαλείται επίσης από τον, από την βάση προς την κορυφή, κατακερματισμό και την επανασυναρμολόγηση ακραίων ιδεών που συμβαίνει καθώς οι άνθρωποι ριζοσπαστικοποιούνται σε ένα τεράστιο και συνεχώς διευρυνόμενο διαδικτυακό οικοσύστημα, μια διαδικασία που συχνά δεν περιλαμβάνει καμία επαφή με συγκεκριμένους οργανισμούς.