Το τελικό παιχνίδι του Ερντογάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το τελικό παιχνίδι του Ερντογάν

Θα υπονομεύσει την τουρκική δημοκρατία για να παραμείνει στην εξουσία;

Στην δεύτερη δεκαετία της θητείας του, ο Ερντογάν κατέφυγε σε πιο σκληρές τακτικές για να διατηρήσει την εξουσία. Το 2013, χρησιμοποίησε βία για να καταστείλει τις διαδηλώσεις του [πάρκου] Γκεζί, στις οποίες εκατομμύρια αντικυβερνητικοί διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και άλλων τουρκικών πόλεων. Μετά τις διαδηλώσεις, η κυβέρνηση έσφιξε τα λουριά στην κοινωνία των πολιτών και ο χώρος για πολιτικό ακτιβισμό στένεψε. Στην συνέχεια, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, ο Ερντογάν χρησιμοποίησε μια παρατεταμένη κατάσταση έκτακτης ανάγκης για να καταπιέσει περαιτέρω τις αντιληπτές απειλές κατά της διακυβέρνησής του. Εξαπέλυσε μια σαρωτική εκστρατεία αντιποίνων εναντίον των πρώην συμμάχων του στο κίνημα του Γκιουλέν, εκκαθαρίζοντας χιλιάδες φερόμενους και γνωστούς Γκιουλενιστές από κυβερνητικές θέσεις και ρίχνοντάς τους στην φυλακή. Και [στους Γκιουλενιστές] προστέθηκε αυξανόμενος αριθμός σοσιαλιστών, σοσιαλδημοκρατών, Αλεβιτών (μια φιλελεύθερη μουσουλμανική σέκτα), φιλελεύθερων, αριστεριστών, Τούρκων και Κούρδων εθνικιστών, κεντρώων, ακόμη και κάποιων συντηρητικών που αντιτέθηκαν στον λαϊκισμό του Ερντογάν.

Εν τω μεταξύ, ο Ερντογάν άρχισε να απομακρύνεται από τους μακροχρόνιους δεσμούς της Τουρκίας με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2013, κατηγόρησε τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα για το πραξικόπημα του στρατηγού Αμπντέλ Φατάχ Ελ Σίσι στην Αίγυπτο, ευθυγραμμιζόμενος όλο και περισσότερο με τις πολιτικές ισλαμιστικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή, ιδιαίτερα με την Μουσουλμανική Αδελφότητα. Μολονότι βρίσκονταν αρχικά στις αντίθετες πλευρές του συριακού εμφυλίου πολέμου, ο Ερντογάν και ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, κατέληξαν επίσης σε σύμπνοια. Αφότου τον προσέγγισε ο Πούτιν στον απόηχο της απόπειρας πραξικοπήματος του 2016, ο Πούτιν συμφώνησε να επιτρέψει στην Τουρκία να καταδιώξει τις Λαϊκές Μονάδες Προστασίας των Κούρδων της Συρίας (Syrian Kurdish People’s Protection Units, YPG), στις οποίες είχαν βασιστεί οι Ηνωμένες Πολιτείες για να πολεμήσουν το Ισλαμικό Κράτος (ή ISIS) και ο Ερντογάν δεσμεύτηκε να αγοράσει το ρωσικής κατασκευής αντιπυραυλικό αμυντικό σύστημα S-400. Κατά το 2020, ο Ερντογάν αντιμετώπισε σκληρές κυρώσεις από τις ΗΠΑ για την ρωσική αμυντική συμφωνία, και η συμμαχία επτά δεκαετιών μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας εισερχόταν στη μεγαλύτερη κρίση των τελευταίων ετών.

Η ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΟΥΛΤΑΝΟΥ

Για χρόνια, καθώς ο Ερντογάν προωθούσε τον αυταρχικό λαϊκισμό του, μπορούσε να βασίζεται σε μια διχασμένη αντιπολίτευση. Το αμοιβαίο μίσος ανάμεσα στην σχεδόν μισή ντουζίνα φατρίες που τον αμφισβητούσαν τακτικά στις κάλπες, οι οποίες εκτείνονταν από τους Τούρκους εθνικιστές έως τους Κούρδους εθνικιστές και από τους κοσμικούς έως τους πολιτικούς Ισλαμιστές, συνήθως υπερέβαινε την κοινή τους αντίθεση στην εξουσία του ΑΚΡ. Αυτές οι διαιρέσεις σήμαιναν ότι το κόμμα του Ερντογάν μπορούσε να κερδίζει εύκολα τις εκλογές, όπως έκανε συνεχώς τα πρώτα 15 χρόνια της διακυβέρνησής του.

Το 2017, όμως, ο Ερντογάν έκανε ένα μοιραίο λάθος. Πέτυχε να επιβάλλει μια συνταγματική τροποποίηση που αντικατέστησε το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας από κοινοβουλευτική δημοκρατία σε εκτελεστική προεδρική [δημοκρατία]. Εκτός από την κατάργηση του αξιώματος του πρωθυπουργού, η τροπολογία έδωσε στον Ερντογάν πιο άμεσο έλεγχο της κρατικής γραφειοκρατίας και αποδυνάμωσε σημαντικά τις εξουσίες του νομοθετικού σώματος. Ουσιαστικά, ο Ερντογάν έστεψε τον εαυτό του ως τον νέο σουλτάνο της Τουρκίας —γινόμενος ταυτόχρονα επικεφαλής του κράτους, επικεφαλής της κυβέρνησης, επικεφαλής του κυβερνώντος κόμματος, και επικεφαλής της αστυνομίας (η οποία είναι μια εθνική δύναμη στην Τουρκία).

Ωστόσο, παρόλο που έδωσε στον Ερντογάν περισσότερη εξουσία, η συνταγματική μεταρρύθμιση ενίσχυσε ακούσια την αντιπολίτευση. Σύμφωνα με το κοινοβουλευτικό σύστημα, οι εκλογές διεξάγονταν μεταξύ όλων των κομμάτων ταυτόχρονα, δίνοντας στο AKP ένα φυσικό πλεονέκτημα έναντι των πολλαπλών αντιπάλων του. Όμως το νέο προεδρικό σύστημα απαιτεί δεύτερο γύρο μεταξύ των δύο πρώτων υποψηφίων. Αυτό σημαίνει ότι ο πρώτος υποψήφιος της αντιπολίτευσης έχει πλέον την δυνατότητα να ενώσει έναν ευρύ συνασπισμό κατά του Ερντογάν κάτω από ένα λάβαρο.

Το σημερινό μπλοκ της αντιπολίτευσης εξαρτάται από μια συμμαχία μεταξύ δύο βασικών φατριών: του κοσμικού, αριστερίστικου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (Republican People’s Party, CHP) και του κεντρώου, τουρκικού εθνικιστικού Καλού Κόμματος (Good Party, IYI). Το φιλοκουρδικό, φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (Peoples’ Democratic Party, HDP) έχει υποστηρίξει άτυπα αυτή την συμμαχία, όπως [την έχουν υποστηρίξει] και ορισμένες άλλες μικρότερες, κεντρώες και δεξιές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένου του Κόμματος Ευτυχίας (Felicity Party, SP), ενός πολιτικού ισλαμικού κόμματος που αντιτίθεται στο AKP, μεταξύ άλλων λόγων, για την διαφθορά του. Πολιτικά, αυτά τα κόμματα απέχουν πολύ μεταξύ τους σε πολλά θέματα, αλλά είναι όλο και πιο ενωμένα στην επιθυμία τους να νικήσουν τον Ερντογάν.

Εν τω μεταξύ, η προεδρική βάση του ΑΚΡ παραπαίει. Η υποστήριξη για το κυβερνητικό λαϊκιστικό μπλοκ, που περιλαμβάνει το AKP και το μικρότερο Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (Nationalist Action Party, MHP), ένας σύμμαχος του Ερντογάν από το 2018, έχει μειωθεί σε περίπου 30% με 40% στις δημοσκοπήσεις, από 52% στις προεδρικές εκλογές του 2018. Κάποιοι πρώην υποστηρικτές του AKP έχουν συρρεύσει στο MHP και άλλοι έχουν πάει σε πιο πρόσφατα ιδρυθέντα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως το DEVA, με επικεφαλής τον πρώην υπουργό Οικονομίας, Ali Babacan. Αυτό σημαίνει ότι ο Ερντογάν πρέπει τώρα να βασισθεί σε μια μειοψηφία για να καταπιέσει την πλειοψηφία, κάτι που, με το νέο επαναληπτικό σύστημα, θα είναι όλο και πιο δύσκολο να γίνει.

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΥΟ ΠΟΛΕΩΝ