Η πανδημία και το τέλος της διεθνούς οικονομικής «κανονικότητας» | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πανδημία και το τέλος της διεθνούς οικονομικής «κανονικότητας»

Οι κίνδυνοι για την κοινωνική συνοχή και την ποιότητα της δημοκρατίας*
Περίληψη: 

Αυτό που φαίνεται επί του παρόντος να προτάσσεται, είναι η πρόκληση ενός ήπιου και ελεγχόμενου πληθωρισμού που θα μείωνε τα επίπεδα του παγκόσμιου χρέους και θα συμβάδιζε με την σταδιακή αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι τα επιτόκια, μάλλον θα παραμείνουν χαμηλά για αρκετό ακόμη διάστημα.

Ο Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στη Διεθνή Πολιτική Οικονομία και στις Διεθνείς Σχέσεις. Υπήρξε για μια πενταετία ερευνητής και συντονιστής έρευνας στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου και πρώην επιστημονικός συνεργάτης και Γενικός Διευθυντής του Ελληνικού Ινστιτούτου Πολιτιστικής Διπλωματίας. Εργάζεται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.

Διανύουμε το δεύτερο πανδημικό έτος και η έξοδος από τον υγειονομικό, οικονομικό και κοινωνικό «εφιάλτη» που έχει επιβάλει η [ασθένεια] Covid-19 δεν είναι ακόμη ορατή. Οι συνεχείς μεταλλάξεις του ιού, τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού που επικρατούν σε αρκετές χώρες –ιδιαίτερα στις φτωχότερες- αλλά και η μερική μόνο αποτελεσματικότητα των εμβολίων, είναι παράγοντες που δείχνουν ότι θα χρειαστούν αρκετός χρόνος και πόροι για να επανέλθουμε σε μια σχετική «κανονικότητα». Είναι, όμως, η επιστροφή σε αυτήν την κανονικότητα εφικτή ή έχουν ήδη συσσωρευτεί πολυετείς αρνητικοί οικονομικοί παράγοντες που απλώς επιδεινώθηκαν από την δυσάρεστη συγκυρία της πανδημίας και οδηγούν αναπόφευκτα στην διαμόρφωση ενός νέου διεθνούς οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος;

ΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ ΔΙΕΥΡΥΝΟΝΤΑΙ

Σε σχέση με τις οικονομικές ανισότητες, θα πρέπει να παρατηρήσουμε δύο αντίθετες μακροπρόθεσμες τάσεις. Από τη μια πλευρά, οι διεθνείς οικονομικές ανισότητες -δηλαδή οι ανισότητες μεταξύ χωρών- έχουν μειωθεί, καθώς κράτη με μεγάλους πληθυσμούς, όπως η Κίνα και η Ινδία γνωρίζουν τις τελευταίες δεκαετίες υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να μειώνεται το εισοδηματικό χάσμα μεταξύ των κατοίκων τους και των κατοίκων των Δυτικών χωρών. Από την άλλη πλευρά, παρατηρείται διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων στο εσωτερικό των κρατών, τόσο στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, όσο και στις χώρες της ασιατικής ηπείρου [1].

06012022-1.jpg

Διαδηλωτές συγκρούονται με την αστυνομία σε διαμαρτυρίες που απαιτούν κυβερνητική δράση για την αντιμετώπιση της φτώχειας, της αστυνομικής βίας, και των ανισοτήτων στα συστήματα υγείας και εκπαίδευσης, στη Μαδρίτη της Κολομβίας, στις 28 Μαΐου 2021. REUTERS/Santiago Mesa
----------------------------------------------------

Ενδεικτική της οικονομικής ανισότητας που επικρατεί διεθνώς, είναι η πυραμίδα του παγκόσμιου πλούτου, όπως αυτή αποτυπώθηκε σε σχετική έρευνα της ελβετικής τράπεζας Credit Suisse που δημοσιεύτηκε το 2021 [2]. H πυραμίδα αυτή δείχνει ότι το 1,1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 45,8% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ το 12,2% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει περίπου το 85% του παγκόσμιου πλούτου. Η εμφάνιση της Covid-19 φαίνεται να ενίσχυσε περαιτέρω τις δύο προαναφερθείσες διακριτές τάσεις. Σύμφωνα με μελέτη του ΔΝΤ [3], η διεθνής οικονομική ανισότητα μειώθηκε το 2020 καθώς οι χώρες της Ασίας -και ιδιαίτερα η Κίνα- ανέκαμψαν γρηγορότερα από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ από το πρώτο κύμα της νόσου. Το συμπέρασμα αυτό, όμως, αντιστρέφεται αν γίνει στάθμιση των χωρών βάσει του πληθυσμού τους, λόγω των ιδιαίτερα αρνητικών επιπτώσεων που επέφερε ο ιός στην Ινδία.

Όσον αφορά το εσωτερικό των κρατών, τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι η Covid-19 διεύρυνε περαιτέρω τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ διαφορετικών εισοδηματικών τάξεων, πλήττοντας κυρίως τα άτομα χαμηλών επαγγελματικών προσόντων και εκπαίδευσης, αυτούς που δεν είχαν την δυνατότητα να εργαστούν εξ αποστάσεως, τις γυναίκες, τις μειονότητες, καθώς και τους ανθρώπους με χαμηλό ή μηδαμινό απόθεμα πλούτου [4]. Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε ότι στις ΗΠΑ, μεταξύ Μαρτίου 2020 και Αυγούστου 2021, ο πλούτος των Αμερικανών δισεκατομμυριούχων αυξήθηκε κατά 1,76 τρισ. δολάρια, με τους 5 πλουσιότερους δισεκατομμυριούχους της χώρας να μεγεθύνουν τον πλούτο τους κατά 107%, ενώ αύξηση παρατηρήθηκε και στη διαφορά μεταξύ αμοιβών διευθυντικών στελεχών και απλών εργαζομένων.

Όμως, και σε παγκόσμιο επίπεδο παρατηρούνται ανάλογες τάσεις. Σύμφωνα με μελέτη της Oxfam [5], από τα μέσα Μαρτίου του 2020 μέχρι το τέλος του ίδιου έτους, ο πλούτος των δισεκατομμυριούχων του πλανήτη αυξήθηκε κατά 3,9 τρισ. δολάρια, ενώ το εισόδημα των εργαζομένων, με βάση τα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO) μειώθηκε κατά 3,7 τρισ. δολάρια (προ των μέτρων στήριξης) [6]. Η μελέτη της Oxfam [7] υπογραμμίζει ότι χρειάστηκαν μόλις εννέα μήνες στους 1000 πλουσιότερους δισεκατομμυριούχους του κόσμου να ανακτήσουν τις απώλειες που επέφερε η πανδημία (αποκομίζοντας και υψηλότατα κέρδη στην συνέχεια, όπως είδαμε ανωτέρω), ενώ για τους φτωχότερους ανθρώπους η διαδικασία ανάκτησης αναμένεται να διαρκέσει τουλάχιστον μια δεκαετία.

ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΧΡΕΟΣ ΕΧΕΙ ΕΚΤΟΞΕΥΘΕΙ ΣΕ ΠΡΩΤΟΓΝΩΡΑ ΥΨΗ

Ο οίκος αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Moody’s [8], υπολόγισε ότι το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε κατά 32 τρισεκατομμύρια δολάρια εντός του 2020 εξαιτίας της πανδημικής κρίσης. Τα κυβερνητικά χρέη ανήλθαν στο 105% του παγκόσμιου ΑΕΠ, από το 88% που βρίσκονταν πριν την έλευση του ιού, που αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο που υπήρξε ποτέ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το συνολικό χρέος των νοικοκυριών αυξήθηκε από 61% σε 66% του παγκόσμιου ΑΕΠ, τα μη χρηματοπιστωτικά εταιρικά χρέη αυξήθηκαν από το 93% στο 102% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ και τα χρηματοπιστωτικά εταιρικά χρέη αυξήθηκαν από 80% σε 86% του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Σε χειρότερη μοίρα, σύμφωνα με αναφορά της Παγκόσμιας Τράπεζας [9], φαίνεται να βρίσκονται οι αναδυόμενες αγορές και οι υπερχρεωμένες χώρες, οι οποίες παρουσίαζαν σοβαρές αδυναμίες ήδη από την εποχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτική κρίσης του 2008. Αρκετά από τα κράτη αυτά, έχουν συσσωρεύσει υψηλά επίπεδα χρέους και δεν έχουν ακόμη πτωχεύσει χάρη στα πολύ χαμηλά επιτόκια που επικρατούν διεθνώς, ως αποτέλεσμα της άφθονης ρευστότητας που παρείχαν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη. Κάποια στιγμή, όμως, τα επιτόκια θα αυξηθούν –υπό την πίεση και των αυξητικών πληθωριστικών τάσεων- οδηγώντας σ’ ένα σπιράλ χρεοστασίων, ισχυρών χρηματιστηριακών πτώσεων, υψηλής ανεργίας και κοινωνικών αναταραχών.