Η Ευρώπη ισχυρή και ασφαλής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ευρώπη ισχυρή και ασφαλής

Για να αποτρέψει την Ρωσία, η Αμερική πρέπει να βοηθήσει να αναβιώσει η αρχιτεκτονική ασφαλείας της περιοχής
Περίληψη: 

Η Ρωσία έχει το δικαίωμα να μην φοβάται μια εισβολή από την Δύση. Τα μέλη του ΝΑΤΟ έχουν το δικαίωμα να μην φοβούνται μια εισβολή από την Ρωσία. Και η Ουκρανία έχει το δικαίωμα να επιδιώκει ένα δημοκρατικό μέλλον, απαλλαγμένο από την ρωσική παρέμβαση και τον εκφοβισμό.

Ο IVO H. DAALDER είναι πρόεδρος του Chicago Council on Global Affairs) και υπηρέτησε ως πρέσβυς των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ από το 2009 έως το 2013.
Ο JAMES M. GOLDGEIER είναι επισκέπτης υπότροφος στο Κέντρο Διεθνούς Ασφάλειας και Συνεργασίας του Πανεπιστημίου Στάνφορντ και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο American University.

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν θέλει ο κόσμος να πιστέψει ότι οι σπόροι της σημερινής σύγκρουσης στην ανατολική Ουκρανία φυτεύτηκαν το 2008. Σε μια σύνοδο κορυφής στο Βουκουρέστι εκείνο το έτος, οι ηγέτες του ΝΑΤΟ εξέτασαν τα αιτήματα της Γεωργίας και της Ουκρανίας για ένταξη στην συμμαχία. Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες και πολλά από τα νεότερα μέλη του ΝΑΤΟ υποστήριξαν σθεναρά την προώθηση της προετοιμασίας της Γεωργίας και της Ουκρανίας για πιθανή μελλοντική ένταξη, άλλα μέλη -με επικεφαλής την Γερμανία και την Γαλλία- αντιτάχθηκαν στην ιδέα. Μια διχασμένη συμμαχία προώθησε έναν συμβιβασμό που υποσχόταν και στις δύο χώρες ότι μια μέρα θα εντάσσονταν στο ΝΑΤΟ, αλλά αρνήθηκε να υποστηρίξει ένα σχέδιο για να τις προετοιμάσει να το κάνουν. Η δήλωση της Συνόδου Κορυφής του Βουκουρεστίου αποδείχθηκε βαθιά επιζήμια για το ΝΑΤΟ, για τις δύο υποψήφιες χώρες, και για τις σχέσεις του ΝΑΤΟ με την Ρωσία.

07012022-1.jpg

Ουκρανοί στρατιώτες κοντά στα σύνορα με την Ρωσία, τον Ιανουάριο του 2022. Maksim Levin / Reuters
--------------------------------------------

Αλλά ούτε το αποτέλεσμα της συνόδου κορυφής του Βουκουρεστίου ούτε η γεωγραφική εμβέλεια της συμμαχίας είναι ο πραγματικός λόγος που η Ρωσία έχει συσσωρεύσει περισσότερους από 100.000 στρατιώτες στα ουκρανικά σύνορα. Ο πραγματικός στόχος του Πούτιν είναι να περιορίσει την ικανότητα της Ουκρανίας και άλλων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης να ελέγχουν τη μοίρα τους. [Ο Πούτιν] θέλει να αρνηθεί στην Ουκρανία την ανεξαρτησία της και την ικανότητά της να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, γενικότερα, να ευθυγραμμιστεί με την Δύση. Θέλει επίσης να εμποδίσει την Ουκρανία να γίνει μια επιτυχημένη δημοκρατία, γιατί αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα πολιτικό μοντέλο στην διπλανή πόρτα της Ρωσίας το οποίο φοβάται ότι θα μπορούσε να εμπνεύσει τους δικούς του πολίτες. Γι’ αυτό ο Πούτιν εισέβαλε στην Ουκρανία και προσάρτησε την Κριμαία το 2014 και γι’ αυτό έχει χορηγήσει και υποστηρίξει τους αντάρτες στην περιοχή της Ντονμπάς τα τελευταία οκτώ χρόνια. Θέλει να γυρίσει το ρολόι πίσω στα τέλη της δεκαετίας του 1990, πριν από τότε που το ΝΑΤΟ πρόσθεσε νέα μέλη από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη -αν όχι στα τέλη της δεκαετίας του 1980, πριν η Σοβιετική Ένωση διαλυθεί και η Μόσχα κυριαρχήσει σε αυτό το τμήμα της Ευρώπης.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους δεν μπορούν να το αφήσουν να συμβεί. Αντιμέτωποι με την ρωσική επιθετικότητα, πρέπει να σταθούν όρθιοι και να σταθούν ενωμένοι. Αλλά πρέπει επίσης να κάνουν ό,τι είναι δυνατό για να αποφύγουν έναν πόλεμο. Αυτό θα απαιτήσει δημιουργική πολυμερή διπλωματία —παρά την επιθυμία της Μόσχας να αντιμετωπίσει απευθείας την Ουάσιγκτον. Οι συνομιλίες πρέπει να εστιάσουν στην ανοικοδόμηση της ευρωπαϊκής διάρθρωσης ασφάλειας που προέκυψε από την πρώτη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (Conference on Security and Cooperation in Europe), που πραγματοποιήθηκε στο Ελσίνκι το 1975. Εκεί, το ΝΑΤΟ, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, και άλλες ευρωπαϊκές χώρες συνήψαν την Τελική Πράξη του Ελσίνκι (Helsinki Final Act), η οποία κατοχύρωσε τις αρχές ότι τα σύνορα δεν πρέπει να αλλάζουν με την βία και ότι οι χώρες είναι ελεύθερες να επιλέγουν τις δικές τους συμμαχίες. Η Τελική Πράξη οδήγησε σε δεκαετίες διπλωματίας που παρήγαγαν συμφωνίες για τον έλεγχο των όπλων και άλλα ζητήματα ασφάλειας, τα οποία συνέβαλαν στη μείωση των εντάσεων στην Ανατολική Ευρώπη. Αλλά αυτές οι συμφωνίες έχουν σχεδόν όλες εγκαταλειφθεί τα τελευταία χρόνια. Ήρθε η ώρα να αποκατασταθούν και να μεταρρυθμιστούν για την σημερινή εποχή και να αναβιώσει η προσέγγιση της διπλωματίας που βοήθησε στο να εμποδιστεί ο Ψυχρός Πόλεμος να γίνει θερμός.

ΚΑΛΛΙΟ ΠΕΝΤΕ ΚΑΙ ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ

Η ιδέα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ γράφτηκε στην Συνθήκη που δημιούργησε την συμμαχία το 1949. Το άρθρο 10 της Βορειοατλαντικής Συνθήκης (North Atlantic Treaty) [1] ορίζει ότι άλλες ευρωπαϊκές χώρες μπορούν να προσκληθούν να συμμετάσχουν στην συμμαχία εάν μπορούν «να συμβάλουν στην ασφάλεια της περιοχής του Βορείου Ατλαντικού». Πολύ πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, το ΝΑΤΟ προσέφερε την ένταξη στην Ελλάδα και στην Τουρκία, το 1952, για να ενισχύσει τη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ, έφερε την Δυτική Γερμανία, το 1955, για να διασφαλίσει ότι ο επανεξοπλισμός της χώρας θα γινόταν υπό αυστηρή επίβλεψη και έλεγχο, και πρόσθεσε την Ισπανία το 1982 για να την βοηθήσει να εδραιώσει την δημοκρατία της μετά την πτώση του δικτάτορά της, του στρατηγού Φρανσίσκο Φράνκο. Και το 1990, η Ουάσιγκτον εξασφάλισε την συναίνεση της Μόσχας για να κρατήσει σταθερά την Γερμανία στο ΝΑΤΟ μετά την ένωσή της, με τον Σοβιετικό ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να αναγνωρίζει [2] ότι η Τελική Πράξη έδωσε στις χώρες την ελευθερία να επιλέγουν τις δικές τους συμμαχίες.

Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την επακόλουθη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και της Σοβιετικής Ένωσης, τα πρόσφατα απελευθερωμένα και ανεξάρτητα κράτη της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης επιδίωξαν την ασφάλεια και την ευημερία που απολάμβαναν οι Δυτικοί γείτονές τους και υπέβαλαν αίτηση να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ΝΑΤΟ και η ΕΕ εξάρτησαν την ένταξη των αιτούντων από την πραγματοποίηση εκτεταμένων πολιτικών και οικονομικών αλλαγών [3], παρέχοντάς τους έτσι ένα ισχυρό κίνητρο να μετατραπούν σε, βασισμένες στην αγορά, δημοκρατίες. Η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Ουγγαρία, και η Πολωνία ήταν οι πρώτες [χώρες] που ικανοποίησαν τα κριτήρια και εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ το 1999. Τις ακολούθησαν άλλες επτά χώρες το 2004, συμπεριλαμβανομένων των τριών χωρών της Βαλτικής που είχαν ενσωματωθεί βίαια στην Σοβιετική Ένωση κατά την έναρξη του Παγκοσμίου Πολέμου II.