Η άστοχη στρατηγική της Ουάσιγκτον για την Κίνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η άστοχη στρατηγική της Ουάσιγκτον για την Κίνα

Για να αντιμετωπίσει το Πεκίνο, η διοίκηση Μπάιντεν πρέπει να αποφασίσει τι θέλει

Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επανειλημμένα ονοματίσει την Κίνα ως την κύρια πρόκληση της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο υπουργός Άμυνας, Lloyd Austin, έχει αναφέρει την Κίνα ως την κορυφαία προτεραιότητα του Πενταγώνου. Ο υπουργός Εξωτερικών, Antony Blinken, έχει περιγράψει την Κίνα ως «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική δοκιμασία» του εικοστού πρώτου αιώνα. Και ο ίδιος ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει δηλώσει ότι διαβλέπει «ακραίο ανταγωνισμό» μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου. Καθώς η κυβέρνησή του προετοιμάζεται να εκδώσει μια σειρά εγγράφων στρατηγικής –συμπεριλαμβανομένων για την εθνική ασφάλεια, την εθνική άμυνα, και τον Ινδο-Ειρηνικό- είναι ευρέως αναμενόμενο ότι θα ξεχωρίσει την Κίνα για [να της αφιερωθεί] ιδιαίτερη προσοχή.

21012022-1.jpg

Στις συνομιλίες ΗΠΑ – Κίνας στο Άνκορατζ, στην Αλάσκα, τον Μάρτιο του 2021. POOL New / Reuters
---------------------------------------------------

Η επίκληση της σινοαμερικανικής αντιπαλότητας ως καθοριστικό χαρακτηριστικό του σημερινού κόσμου είναι πλέον κοινός τόπος, και οι αναλυτές και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε όλο το πολιτικό φάσμα υποστηρίζουν τη μετατόπιση των Ηνωμένων Πολιτειών από την δέσμευση προς τον ανταγωνισμό. Η απόρριψη της προηγούμενης στρατηγικής της Ουάσιγκτον για συνεργασία και εναρμόνιση, όπως ήταν στηριγμένη στον τελικό μετασχηματισμό της κινεζικής συμπεριφοράς, είναι ένα σπάνιο σημείο συμφωνίας μεταξύ των κυβερνήσεων Τραμπ και Μπάιντεν.

Αυτή είναι μια ευπρόσδεκτη μετατόπιση, δεδομένης της έλλειψης θετικών αποτελεσμάτων που να παρήχθησαν από την προηγούμενη προσέγγιση. Η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε μια εν πολλοίς ανταγωνιστική σχέση, και η πολιτική των ΗΠΑ στοχεύει περισσότερο στο να απαντήσει στις κινεζικές ενέργειες παρά στο να τις διαμορφώσει. Μια στρατηγική που βασίζεται σε αυτή την πραγματικότητα -μια [στρατηγική] που συνδυάζει έναν συνασπισμό υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών με στοχευμένες προσπάθειες για συγκεκριμένα ζητήματα ώστε να αμφισβητήσει την κινεζική επιθετικότητα- αναδύεται τώρα για να προστατεύσει τα συμφέροντα και τις αξίες των ΗΠΑ.

Υπάρχει, ωστόσο, μια εξόφθαλμη παράλειψη στη νέα πολιτική: ένας στόχος. Ο ανταγωνισμός είναι απλώς μια περιγραφή των σινοαμερικανικών σχέσεων, όχι αυτοσκοπός. Από τον καταιγισμό των πρόσφατων ανακοινώσεων απουσιάζει εμφανώς το τέλος του παιχνιδιού που επιδιώκει τελικά η Ουάσιγκτον με την Κίνα. Χωρίς έναν σαφώς καθορισμένο στόχο, οποιαδήποτε πρωταρχική στρατηγική πιθανώς θα σπαταλήσει πόρους, θα εμποδίσει τις προσπάθειες παρακολούθησης της προόδου, και δεν θα αποκτήσει την ευρεία υποστήριξη στο εσωτερικό που είναι απαραίτητη για την διατήρησή της. Οι σύμμαχοι και οι εταίροι των ΗΠΑ επιθυμούν -και τους αξίζει- να γνωρίζουν τον στόχο των συνασπισμών στους οποίους η Ουάσιγκτον επιδιώκει ολοένα και περισσότερο να τους στρατολογήσει. Η απουσία ενός σαφούς στόχου για την αυτοαποκαλούμενη κορυφαία προτεραιότητά της αποτελεί εμπόδιο για την κυβέρνηση Μπάιντεν [1] —και ένα [εμπόδιο] το οποίο πρέπει να εργαστεί επειγόντως για να αντιμετωπίσει.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ

Οι καλές στρατηγικές διατυπώνουν μια επιθυμητή τελική κατάσταση και σκιαγραφούν το πώς θα επιτευχθεί. Για παράδειγμα, στο διάσημο άρθρο του, το 1947, στο Foreign Affairs [2], ο διπλωμάτης και ιστορικός George Kennan υποστήριξε ότι «είτε η διάλυση είτε η σταδιακή χαλάρωση της σοβιετικής ισχύος» πρέπει να επιδιωχθεί μέσω μιας πολιτικής περιορισμού και μιας προσπάθειας να αυξηθούν οι πιέσεις υπό τις οποίες λειτουργούσαν οι Σοβιετικοί. Η θέσπιση ενός τέτοιου στόχου, όπως έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου, απέκλεισε ρητά άλλους πιθανούς στόχους, όπως την συνεργασία και πολιτική οικειότητα μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Μόσχας, από τη μια πλευρά, ή την ενεργή ανατροπή του κομμουνισμού, από την άλλη. Έχοντας αναγνωρίσει την κατάρρευση ή την συγκράτηση του καθεστώτος της Μόσχας ως στόχο τους, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι επιδίωξαν τον περιορισμό ως την στρατηγική που ήταν πιο πιθανό να αποφέρει αυτά τα θετικά αποτελέσματα.

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες καθιέρωσαν ένα σύνολο στόχων για την Κίνα και διατύπωσαν θεωρίες για το πώς θα τους επιτύχουν. Το 1997, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον, είπε ότι ο στόχος της Ουάσιγκτον έναντι του Πεκίνου «δεν είναι ο περιορισμός και η σύγκρουση˙ είναι η συνεργασία», σημειώνοντας ότι «μια πραγματιστική πολιτική δέσμευσης» ήταν εξαιρετικά πιθανό να το επιτύχει. Με το να δεσμευτεί με το Πεκίνο, κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά μέσω του εμπορίου, η κυβέρνηση Κλίντον στόχευσε να καλλιεργήσει μια «σταθερή, ανοιχτή, και μη επιθετική» Κίνα. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ υπέθεσαν ότι μια τέτοια ανοικτότητα θα μπορούσε ακόμη και να ενθαρρύνει την φιλελευθεροποίηση και τον πολιτικό πλουραλισμό μέσα στην ίδια την Κίνα.

Η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους [του νεότερου] διατήρησε εν πολλοίς τον στόχο μιας συνεργάσιμης και φιλελευθεροποιημένης Κίνας, προσθέτοντας σε αυτόν την επιθυμία η χώρα να γίνει «υπεύθυνη μέτοχος» στο διεθνές σύστημα. Η Ουάσιγκτον θα αναζητούσε τομείς ενεργούς συνεργασίας με το Πεκίνο, σε όλο το φάσμα των παγκόσμιων προκλήσεων, από την τρομοκρατία έως την εξοικονόμηση ενέργειας, με την ελπίδα ότι οι Κινέζοι ηγέτες θα αφοσιώνονταν και θα δραστηριοποιούνταν στην αντιμετώπισή τους. Ίσως λιγότερο βέβαιη από την προκάτοχό της στις προοπτικές συνεργασίας, η κυβέρνηση Μπους αντιστάθμισε το στοίχημά της με το να ενισχύσει τις στρατιωτικές ικανότητες των ΗΠΑ και να υποστηρίξει συμμαχίες και συνεργασίες σε όλη την Ασία.

Η κυβέρνηση Ομπάμα μοιράστηκε πολλούς από τους στόχους της κυβέρνησης Μπους, αλλά έπαιξε ακόμη περισσότερο εκ του ασφαλούς, καθώς οι αμφιβολίες για την κατεύθυνση και τους στόχους του Πεκίνου αυξάνονταν. Ωστόσο, η υπουργός Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντον, απέρριψε την ιδέα ενός αντίπαλου Πεκίνου, λέγοντας ότι είναι «ουσιώδες» για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα να έχουν «μια θετική, συνεργατική σχέση». Η κυβέρνηση ανακοίνωσε μια «στροφή» ή «επανεξισορρόπηση» στην Ασία, με στόχο την σφυρηλάτηση μιας τέτοιας σχέσης, ενσωματώνοντάς την σε ένα «περιφερειακό πλαίσιο συμμαχιών ασφάλειας, οικονομικών δικτύων, και κοινωνικών διασυνδέσεων» που θα ενδυνάμωνε την θέση των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εισήγαγε μια νέα εποχή στις σινοαμερικανικές σχέσεις. Η κυβέρνησή του ούτε αναζήτησε μια συνεργατική σχέση με το Πεκίνο ούτε επιδίωξε την δέσμευση ως κεντρικό μέσο για την εξασφάλιση των συμφερόντων των ΗΠΑ. Απορρίπτοντας την ιδέα ότι η εναρμόνιση με την παγκόσμια τάξη θα ωθούσε είτε την φιλελευθεροποίηση είτε την υπεύθυνη διεθνή συμπεριφορά στην Κίνα, η κυβέρνηση Τραμπ χαρακτήρισε το Πεκίνο «ρεβιζιονιστική δύναμη», με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες θα είχαν μια ουσιαστικά ανταγωνιστική σχέση. Η στρατηγική του Τραμπ στον Ινδο-Ειρηνικό, η οποία αποχαρακτηρίστηκε τις τελευταίες ημέρες της προεδρίας του, θεωρεί δεδομένη την κακόβουλη κινεζική δραστηριότητα που πρέπει να τύχει αντίστασης, συχνά σε συνεννόηση με εταίρους. Ωστόσο, η κυβέρνηση Τραμπ δεν αποτελούσε μοντέλο πειθαρχίας μηνυμάτων, και οι βασικοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής διαφοροποιούνταν ως προς την επιθυμητή τελική κατάσταση. Ενώ ο Τραμπ προέβλεψε το 2020 ότι η διμερής εμπορική του συμφωνία «θα έφερνε τις ΗΠΑ και την Κίνα πιο κοντά με πολλούς άλλους τρόπους», ο υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, ανακοίνωσε την ίδια χρονιά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες «πρέπει να παρακινήσουν την Κίνα να αλλάξει» και πρότεινε ότι οι προσπάθειες για την αντικατάσταση του καθεστώτος στο Πεκίνο ενδέχεται να είναι στο τραπέζι.

Βεβαίως, οποιαδήποτε σύντομη ανασκόπηση των προηγούμενων πολιτικών πολλών κυβερνήσεων για την Κίνα κινδυνεύει να αποδώσει μια συνοχή και συνέχεια στις στρατηγικές τους που δεν υπήρχαν πάντα. Οι κυβερνήσεις δεν είναι ενιαίοι δρώντες, οι στόχοι και οι προσεγγίσεις αλλάζουν ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες και τους [μεταβαλλόμενους] δρώντες, και οι δημόσιες ανακοινώσεις μπορεί να έρχονται σε σύγκρουση με μυστικούς στόχους. Ωστόσο, για μεγάλο μέρος των ετών από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και ιδιαίτερα κατά τα χρόνια της δέσμευσης των ΗΠΑ με την Κίνα, οι στόχοι της Ουάσιγκτον σε σχέση με το Πεκίνο ήταν γενικά σαφείς. Αυτό απλά δεν συμβαίνει σήμερα.

ΑΠΟ ΚΑΤΩ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΝΩ

Η μοίρα της σχέσης ΗΠΑ-Κίνας έχει βαθιές παγκόσμιες επιπτώσεις, και έτσι ο στόχος της πολιτικής των ΗΠΑ θα πρέπει να πηγάζει από το είδος της τάξης που επιθυμεί να αποκτήσει η Ουάσιγκτον -και το είδος της απειλής που θέτει η Κίνα σε αυτήν την τάξη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες γενικά επιδιώκουν να διατηρήσουν μια παγκόσμια τάξη που να διέπεται από κανόνες και όχι από ωμή δύναμη, μια τάξη στην οποία οι χώρες απολαμβάνουν κυριαρχίας, οι διαφορές επιλύονται ειρηνικά, οι αγορές είναι ανοιχτές στο εμπόριο, τα ανθρώπινα δικαιώματα θεωρούνται καθολικά, και η δημοκρατία μπορεί να ανθίσει. Αν και το ιστορικό των Ηνωμένων Πολιτειών όσον αφορά την τήρηση τέτοιων αρχών δεν είναι καθόλου τέλειο, η χώρα ωστόσο τις έχει υποστηρίξει ως ιδανικά που πρέπει να διέπουν την διεθνή συμπεριφορά. Από την δεκαετία του 1940, η Ουάσιγκτον αντιτάχθηκε στις εχθρικές σφαίρες επιρροής που αναδύονται στην Ευρασία ακριβώς επειδή απειλούν την επιθυμητή βασισμένη σε κανόνες τάξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο πρωταρχικός στόχος της πολιτικής των ΗΠΑ σήμερα θα πρέπει να είναι η διατήρηση των βασικών πυλώνων της διεθνούς τάξης, ακόμη και όταν συγκεκριμένοι κανόνες και θεσμοί αλλάζουν και προσαρμόζονται.

Από αυτόν τον πρωταρχικό στόχο θα πρέπει να πηγάζει ο στόχος της πολιτικής των ΗΠΑ έναντι της Κίνας. Δεδομένης της αυξανόμενης στρατιωτικής και τεχνολογικής ισχύος της Κίνας, της διεκδικητικής συμπεριφοράς της, της οικονομικής αλληλεξάρτησής της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, και την ασυμβατότητα [3] πολλών κινεζικών ενεργειών με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, έχει περάσει ο καιρός για την Ουάσιγκτον ώστε να διατυπώσει έναν στόχο που να είναι τόσο ρεαλιστικός όσο και προστατευτικός για τους ανθρώπους της. Ο στόχος της πολιτικής των ΗΠΑ έναντι της Κίνας πρέπει να είναι να διασφαλίσει ότι το Πεκίνο είτε δεν επιθυμεί είτε δεν μπορεί να ανατρέψει την περιφερειακή και παγκόσμια τάξη πραγμάτων.

Η Κίνα ίσως να σταματήσει να προσπαθεί να ανατρέψει στοιχεία της φιλελεύθερης τάξης εάν οι ηγέτες της καταλάβουν την δύναμη των χωρών που είναι αφοσιωμένες σε αυτές και το σθένος με το οποίο αντιτίθενται στις προσπάθειες της Κίνας να τα διαταράξει. Το Πεκίνο ίσως κάποια μέρα να δει ακόμη και το δικό του μέλλον στην διατήρηση της φιλελεύθερης τάξης. Και ακόμα κι αν δεν το κάνει, θα μπορούσε να καταστεί ανίκανο να υπονομεύσει την τάξη για διάφορους λόγους: λόγω των αδυναμιών του ίδιου του Πεκίνου, του δυσάρεστου αυταρχικού του οράματος σε άλλες χώρες, ή μιας σχετικής ενίσχυσης των δυνάμεων που έχουν δεσμευτεί στο φιλελεύθερο status quo.

Μια Κίνα που δεν επιθυμεί ή δεν μπορεί να υπονομεύσει την περιφερειακή και παγκόσμια τάξη πραγμάτων είναι ένας αρκετά αφηρημένος στόχος για την πολιτική των ΗΠΑ, αλλά παρόλα αυτά θα απέκλειε πολλούς άλλους πιθανούς στόχους. Η Ουάσιγκτον δεν θα είχε ως στόχο να μετατρέψει την Κίνα σε μια φιλελεύθερη δύναμη ή σε υπεύθυνο μέτοχο στο διεθνές σύστημα. Η Ουάσιγκτον δεν θα εργαζόταν για τον περιορισμό ή την αλλαγή καθεστώτος στο Πεκίνο στο στυλ του Ψυχρού Πολέμου. Και δεν θα είχε ως στόχο να σταματήσει την άνοδο της Κίνας, αλλά μάλλον να αντιταχθεί στις προσπάθειες του Πεκίνου να διαταράξει τις υφιστάμενες διεθνείς διευθετήσεις με τρόπους που βλάπτουν τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους εταίρους τους.

Η πρόοδος προς αυτόν τον στόχο θα ήταν σχεδόν σίγουρα ένα θέμα βαθμού, αλλά θα μπορούσε να μετρηθεί (σε αντίθεση με την πρόοδο προς την ευρεία έννοια του ανταγωνισμού). Ωστόσο, η προσέγγιση της Κίνας στους παγκόσμιους κανόνες και τα πρότυπα ποικίλλει. Το Πεκίνο δεν επιδιώκει απλώς να καταργήσει και να αντικαταστήσει αυτό που υπάρχει σήμερα, αλλά μάλλον να απορρίψει κάποιες αρχές, να αποδεχτεί άλλες, και να ξαναγράψει τις υπόλοιπες. Μια τέτοια πονηριά θα βοηθήσει στον καθορισμό των προτεραιοτήτων των ΗΠΑ, καθώς η Ουάσιγκτον θα πρέπει να επικεντρωθεί στην διατήρηση εκείνων των στοιχείων της φιλελεύθερης τάξης που έχουν ταυτόχρονα μεγαλύτερη σημασία για τα συμφέροντα των ΗΠΑ και βρίσκονται υπό την μεγαλύτερη απειλή από την κινεζική συμπεριφορά.

Μια νέα μεσοπρόθεσμη πολιτική ατζέντα θα απορρέει φυσικά από έναν τέτοιο στόχο: οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επιδιώξουν να βελτιώσουν την στρατιωτική τους θέση στον Ινδο-Ειρηνικό σε σχέση με την Κίνα˙ να αμφισβητήσουν την χρήση οικονομικού καταναγκασμού από την Κίνα [4], μεταξύ άλλων μέσω μιας φιλόδοξης περιφερειακής εμπορικής πολιτικής που στοχεύει στη μείωση της εξάρτησης των χωρών από την κινεζική αγορά˙ να δημιουργήσουν νέες τεχνολογικές συνεργασίες για να εξασφαλίσουν την ελεύθερη ροή πληροφοριών˙ και να εστιάσουν τις υπάρχουσες συμμαχίες στην προστασία των δημοκρατιών από εξωτερικές παρεμβάσεις. Η Ουάσιγκτον, με άλλα λόγια, θα πρέπει να συνεχίσει πολλές από τις προσπάθειες που επί του παρόντος εμπίπτουν στην ευρεία ομπρέλα του ανταγωνισμού, αλλά θα τις διοχετεύσει προς την αντίσταση στις κινεζικές προσπάθειες να ανατρέψουν βασικά στοιχεία της φιλελεύθερης τάξης.

Όλα αυτά θα συνεπάγονταν μια αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση Μπάιντεν επικοινωνεί –και σκέφτεται– την πολιτική της για την Κίνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα ανταγωνίζονταν αυστηρά την Κίνα, αλλά θα εργάζονταν μάλλον για την διατήρηση και επέκταση των βασικών διεθνών αξιών που εξυπηρετούν καλά πολλά άλλα έθνη. Οι εταίροι των ΗΠΑ δεν θα έπρεπε να διακόψουν τους δεσμούς τους με την Κίνα για να ενταχθούν σε ένα ενιαίο μπλοκ, αλλά να ενθαρρυνθούν να συμμετάσχουν σε συνασπισμούς που στοχεύουν στην αντίσταση στο Πεκίνο σε συγκεκριμένα ζητήματα, όπως ο οικονομικός καταναγκασμός, η στρατιωτική επίθεση [5], η εξάπλωση αντιφιλελεύθερων τεχνολογιών, και οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το συνοδευτικό μήνυμα, παρά τους ισχυρισμούς του Πεκίνου για το αντίθετο, θα ήταν ότι η Ουάσιγκτον δεν επιδιώκει να καταστείλει την άνοδο της Κίνας αλλά μάλλον να δημιουργήσει μια ισορροπία ΗΠΑ-Κίνας μακροπρόθεσμα.

H ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο κόσμος μπορούν να ζήσουν με μια ισχυρή Κίνα που δεν θα προσπαθεί να ανατρέψει βασικές αρχές της φιλελεύθερης τάξης. Προς το παρόν, ωστόσο, αυτή η πιθανότητα φαίνεται μακρινή. Η στρατιωτική ισορροπία στον Ινδο-Ειρηνικό μετατοπίζεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους προς το Πεκίνο. Η Κίνα γίνεται ολοένα πιο οικονομικά κυρίαρχη στην Ασία, με την Ουάσιγκτον να απουσιάζει από οποιαδήποτε πραγματική ηγεσία στο εμπόριο. Η κινεζική διπλωματία γίνεται πιο καταναγκαστική και επικεντρώνεται περισσότερο στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών, υπονομεύοντας την κυριαρχία και την ανεξαρτησία τους. Αν και η συνεργασία με το Πεκίνο [6] είναι επιθυμητή και θεωρητικά δυνατή, είναι πολύ μικρή, ακόμη και σε τομείς στους οποίους τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Κίνας φαίνεται να αλληλοκαλύπτονται, όπως η κλιματική αλλαγή και η πανδημία. Η συνολική εικόνα είναι αρκετά ελκυστική για το Πεκίνο: ένας σταθερά διαβρωμένος ρόλος των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό και πέραν αυτού, συνοδευόμενος από μια σταθερά αυξανόμενη κινεζική παρουσία.

Η αντιστροφή αυτής της τάσης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Θα πάρει χρόνια και θα ενέχει κινδύνους. Η διπλωματία μπορεί να βοηθήσει στον μετριασμό αυτών των κινδύνων, αλλά μόνο σε περιορισμένο βαθμό˙ οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αποδεχθούν την αύξηση της έντασης μεσοπρόθεσμα προκειμένου να επιτύχουν μια πιο σταθερή ισορροπία με την Κίνα μακροπρόθεσμα.

Κάθε μήνα, όπως φαίνεται, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την σχέση ΗΠΑ-Κίνας με μεγαλύτερη ένταση. Σε όλες τις κομματικές γραμμές και τους κλάδους της κυβέρνησης, πολλοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής υποστηρίζουν τώρα μια σημαντική απάντηση στην πρόκληση της Κίνας. Τα σύνθημα είναι περισσότεροι πόροι, περισσότερη ταχύτητα, περισσότερο σθένος. Όλα αυτά είναι κατάλληλα. Αλλά η Ουάσιγκτον θα έκανε καλά να διευκρινίσει τι ακριβώς στοχεύει να πετύχει αυτή η εθνική προσπάθεια.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-01-23/why-ame...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/1947-07-01/so...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-06-03/china-taiwan-wa...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-04-20/how-not-win-all...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/taiwan/2021-10-05/taiwan-and-fig...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2020-12-04/chinese-communi...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2022-01-14/washingtons-mis...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition