Η Αμερική χρειάζεται έναν τολμηρότερο Μπάιντεν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Αμερική χρειάζεται έναν τολμηρότερο Μπάιντεν

Έναν χρόνο από την ανάληψη των καθηκόντων του, η εξωτερική πολιτική του είναι υπερβολικά προσεκτική και συμβατική
Περίληψη: 

Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ακολουθήσει μια εξωτερική πολιτική που είναι ασαφής σε βασικά ζητήματα. Ταλαντεύεται ανάμεσα σε υπαινιγμούς ότι η εξωτερική πολιτική δεν είναι τόσο σημαντική και σε ζωηρές δηλώσεις ότι η παγκόσμια ηγεσία των ΗΠΑ επέστρεψε.

Η EMMA ASHFORD είναι ανώτερη συνεργάτις στο New American Engagement Initiative του Atlantic Council και επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Georgetown.

Στις 31 Αυγούστου 2021, λίγο περισσότερο από δύο εβδομάδες αφότου έπεσε η κυβέρνηση της Καμπούλ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, εκφώνησε μια πύρινη υπεράσπιση της απόσυρσης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν. «Όσους ζητούν μια τρίτη δεκαετία πολέμου στο Αφγανιστάν, τους ρωτάω: Ποιο είναι το ζωτικής σημασίας εθνικό συμφέρον;» Και συνέχισε: «Η θεμελιώδης υποχρέωση ενός Προέδρου, κατά τηn γνώμη μου, είναι να υπερασπιστεί και να προστατεύσει την Αμερική –όχι από τις απειλές του 2001, αλλά από τις απειλές του 2021 και του αύριο». Παρά την χαοτική απόσυρση, [ο Μπάιντεν] επέμενε στην απόφασή του να φύγει και κατέκρινε τους επικριτές του με ωμή, συναισθηματική γλώσσα.

27012022-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στον Λευκό Οίκο, τον Ιανουάριο του 2022. Kevin Lamarque / Reuters
----------------------------------------------

Ωστόσο, αυτή η τολμηρή απόφαση -να αψηφήσει τους επικριτές του και να βάλει τέλος στον μακρότερο πόλεμο στην ιστορία των ΗΠΑ- ήταν μια παρέκκλιση, στον πρώτο χρόνο του Μπάιντεν στην εξουσία. Αντίθετα, η κυβέρνησή του έχει ακολουθήσει μια εξωτερική πολιτική που είναι ασαφής σε βασικά ζητήματα. Ταλαντεύεται ανάμεσα σε υπαινιγμούς ότι η εξωτερική πολιτική δεν είναι τόσο σημαντική και σε ζωηρές δηλώσεις ότι η παγκόσμια ηγεσία των ΗΠΑ επέστρεψε˙ μεταξύ της ιδέας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν μια ιστορική πρόκληση από την Κίνα και της διαδικαστικής επιθυμίας να διατηρήσουν την πορεία τους σε όλες τις περιοχές˙ μεταξύ της αντίληψης ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να προσαρμοστούν σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο στρατηγικό περιβάλλον και της νοσταλγικής επιθυμίας για το status quo στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ [όπως ήταν] πριν από τον Ντόναλντ Τραμπ.

Η ρητορική του προέδρου συχνά υποδηλώνει ότι θα μπορούσε να είναι ένας οραματιστής στις διεθνείς σχέσεις: το είδος του ηγέτη που χρειάζονται οι Ηνωμένες Πολιτείες για να κάνει τις σκληρές στρατηγικές επιλογές που αντιμετωπίζει η χώρα, είτε για την πυρηνική στάση [και] τους πολέμους στη Μέση Ανατολή είτε για την στροφή προς την Ασία. Αλλά αν πρόκειται να το κάνει, η κυβέρνησή του πρέπει να ξεφύγει από την αμυντική συσπείρωσή της, να κάνει δύσκολες επιλογές και [αυτές] να είναι κτήμα της. Ο πρόεδρος έκανε την σωστή επιλογή για το Αφγανιστάν: να αφήσει στην άκρη τις πολιτικές σκέψεις και να επιδιώξει, αντί γι’ αυτές, «το θεμελιώδες συμφέρον εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής». Είναι καιρός να εφαρμόσει ευρύτερα αυτή την αποφασιστική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική.

ΔΙΦΟΡΟΥΜΕΝΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ

Ως πρώην γερουσιαστής και αντιπρόεδρος, ο Μπάιντεν έχει περισσότερη σχετική εμπειρία στην εξωτερική πολιτική από οποιονδήποτε σύγχρονο πρόεδρο, με εξαίρεση τον Τζορτζ Μπους [τον πρεσβύτερο]. Ο Μπάιντεν έχει αυξήσει αυτή την εμπειρία, προσλαμβάνοντας μια ισχυρή ομάδα στελεχών εξωτερικής πολιτικής -και, ίσως πιο σημαντικό, αποφεύγοντας την χάραξη πολιτικής μέσω tweet. Πράγματι, σε σύγκριση με τον προκάτοχό του, σχεδόν κάθε πρόεδρος θα φαινόταν ικανός στην εξωτερική πολιτική.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι μυστηριώδες [το γεγονός] ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει απολαύσει τόσες λίγες ανεπιφύλακτες επιτυχίες στον πρώτο χρόνο της. Ο χειρισμός της New START -μιας βασικής μεταψυχροπολεμικής Συνθήκης με την Ρωσία για τον έλεγχο των όπλων- είναι μια τέτοια επιτυχία, με τον Πρόεδρο να υπογράφει μια πενταετή επέκταση που θα διατηρήσει τις επιθεωρήσεις της Συνθήκης και τα όρια στα στρατηγικά πυρηνικά όπλα της Ρωσίας και των ΗΠΑ. Η αργή αλλά σταθερή πρόοδος για τον τερματισμό του εμπορικού πολέμου του πρώην προέδρου με την Ευρώπη είναι μια άλλη [επιτυχία]. Και μολονότι τα συντηρητικά γεράκια επέκριναν τον Μπάιντεν για την έναρξη συνομιλιών για τον έλεγχο των όπλων και τον κυβερνοχώρο με την Ρωσία [1], τον Ιούνιο του 2021, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το να ανοίξουν ξανά οι γραμμές επικοινωνίας για τον έλεγχο των εξοπλισμών με την άλλη πυρηνική υπερδύναμη του κόσμου είναι μια έξυπνη κίνηση. Πράγματι, ακόμη και αν η Ρωσία πραγματοποιήσει την απειλή της να εισβάλει στην Ουκρανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να επωφελούνται από την συνεχιζόμενη συνεργασία για τον έλεγχο των όπλων, όπως κάναμε σε όλη την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Ωστόσο, σχεδόν όλα τα άλλα επιτεύγματα της κυβέρνησης ήταν πιο περιορισμένα. Για παράδειγμα, μολονότι η αποχώρηση από το Αφγανιστάν ήταν αναμφίβολα η σωστή απόφαση, ο χαοτικός και κακώς σχεδιασμένος χειρισμός της εκκένωσης, στήριξε την συναινετική άποψη στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και στην ελίτ της εξωτερικής πολιτικής ότι ήταν μια τεράστια γκάφα. Αυτή η διαίρεση αντικατοπτρίστηκε στις δημοσκοπήσεις: η πλειοψηφία των Αμερικανών υποστήριξε την απόφαση του Μπάιντεν να αποσυρθεί από το Αφγανιστάν, αλλά μόνο περίπου το ένα τέταρτο πίστευε ότι η κυβέρνηση έκανε καλή δουλειά στην διαχείριση της απόσυρσης. Το γεγονός ότι το ποσοστό αποδοχής του Μπάιντεν είναι έκτοτε βυθισμένο, σίγουρα κάνει την κυβέρνηση πιο συνεσταλμένη στην προσέγγισή της στις διεθνείς σχέσεις.