Η Αμερική χρειάζεται έναν τολμηρότερο Μπάιντεν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Αμερική χρειάζεται έναν τολμηρότερο Μπάιντεν

Έναν χρόνο από την ανάληψη των καθηκόντων του, η εξωτερική πολιτική του είναι υπερβολικά προσεκτική και συμβατική

Μεγάλο μέρος αυτής της αμυντικής συσπείρωσης φαίνεται να προκύπτει από τον φόβο της κριτικής από τους Ρεπουμπλικάνους και τις εγχώριες ομάδες συμφερόντων. Παρατηρήστε την περιπλοκή σχετικά με την αναθεώρηση της πυρηνικής στάσης, η οποία οδήγησε την αξιωματούχο που ήταν επιφορτισμένη με την υλοποίησή της, Leonor Tomero, να εγκαταλείψει την θέση της υπό την πίεση των Ρεπουμπλικανών στο Καπιτώλιο. Από κάθε άποψη, η Τομέρο ήταν ευθυγραμμισμένη με τις απόψεις του Μπάιντεν σχετικά με την πολιτική για τα πυρηνικά όπλα. Ωστόσο, ο πρόεδρος διέκοψε την θητεία της, σύμφωνα με πληροφορίες επειδή φοβήθηκε ότι το Κογκρέσο θα απωθούσε τις συστάσεις της. Η αναθεώρηση της πυρηνικής στάσης αναμένεται τώρα να κάνει μόνο σταδιακές αλλαγές στην προσέγγιση της κυβέρνησης Τραμπ.

ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ο φόβος της πιθανής εγχώριας κριτικής φαίνεται να έχει περιορίσει, επίσης, την πολιτική της κυβέρνησης για την Ασία. Τα στελέχη για την Ασία έχουν υποστηρίξει εδώ και καιρό ότι —σε μια περιοχή όπου τα οικονομικά και το εμπόριο είναι η κεντρική προτεραιότητα για πολλά κράτη— η οικονομική πολιτική των ΗΠΑ θα είναι εξίσου σημαντική ως πολιτική ασφάλειας για την αντιμετώπιση μιας ανερχόμενης Κίνας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Δια-Ειρηνική Συνεργασία (Trans-Pacific Partnership, TPP) [3] αποτέλεσε τον πυρήνα της επιχειρούμενης στροφής της κυβέρνησης Ομπάμα προς την Ασία. Ωστόσο, η TPP συγκρούστηκε με εγχώριες ομάδες συμφερόντων, τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά, που υποστήριξαν ότι θα κόστιζε θέσεις εργασίας. Οι εμπορικές συμφωνίες είναι πλέον ευρέως αντιληπτές ως αντιδημοφιλείς στο εκλογικό σώμα των ΗΠΑ. Ακόμη και η Χίλαρι Κλίντον, η οποία υπηρετούσε ως Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ όταν γινόταν η διαπραγμάτευση της TPP, δεν υποστήριξε την πρωτοβουλία κατά την διάρκεια της αποτυχημένης προεδρικής της εκστρατείας.

Μπροστά σε αυτό το αντιεμπορικό αίσθημα, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ενστερνιστεί αυτό που περιγράφει ως «εργατοκεντρική» εμπορική πολιτική. Το αποτέλεσμα ήταν η πολιτική ασυναρτησία: αντί να παρέχει ένα πρωταρχικό πλαίσιο, η εμπορική πολιτική της κυβέρνησης για την Ασία είναι ένας αχταρμάς από ελάσσονα θέματα, όπως το ψηφιακό εμπόριο, που είναι πολύ ασήμαντα για να εξοργίσουν οποιονδήποτε. Ομοίως, η κυβέρνηση έχει αυτοσυγκρατηθεί για την απόσυρση από τις συγκρούσεις στο Ιράκ και στην Συρία, τη μείωση των πωλήσεων όπλων σε αυταρχικούς στη Μέση Ανατολή, και την καταπολέμηση της κλεπτοκρατίας σε όλο τον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση, έχει υπονοήσει στους υποστηρικτές [της] ότι σημειώνει πρόοδο, ενώ επιδιώκει μια οριοθετημένη προσέγγιση.

Το δίδαγμα είναι σαφές: εάν η ομάδα του Μπάιντεν θέλει να είναι κάτι περισσότερο από μια ιστορική υποσημείωση στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, πρέπει να είναι πιο αποφασιστική. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση πρέπει να αναλάβει δράση για τις αποφάσεις που έχει ενστερνιστεί ρητορικά. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να τηρήσει την προεκλογική υπόσχεση του προέδρου να «τερματίσει τους αέναους πολέμους στο Αφγανιστάν και τη Μέση Ανατολή [4]», απομακρύνοντας επιχειρησιακές στρατιωτικές μονάδες από ζώνες μάχης στο Ιράκ και την Συρία και μειώνοντας δραματικά τα επίπεδα στρατευμάτων στην περιοχή.

Ο Μπάιντεν πρέπει επίσης να προωθήσει μια πρακτική οικονομική πολιτική για την [περιοχή] Ασίας-Ειρηνικού. Όπως το έθεσε ο Kurt Campbell, συντονιστής του Λευκού Οίκου για τον Ινδο-Ειρηνικό, σε μια πρόσφατη εκδήλωση, «Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να είναι καθοριστικές στην πλαισίωση της οικονομικής και εμπορικής δέσμευσης και των εμπορικών πρακτικών στον Ινδο-Ειρηνικό, καθώς αυξάνεται η επιρροή της Κίνας». Αντί για την τρέχουσα ad hoc προσέγγισή της, η κυβέρνηση πρέπει να φέρει εις πέρας αυτή την υπόσχεση, ενστερνιζόμενη μια ευρύτερη σύλληψη για το οικονομικό κράτος που περιλαμβάνει την βοήθεια, τις υποδομές, ακόμη και τη μετανάστευση, καθώς και το εμπόριο, και αναγνωρίζοντας ότι τα συμφέροντα ασφαλείας ίσως απαιτήσουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες να ενστερνιστούν εμπορικές συμφωνίες που δεν είναι αποκλειστικά εμμονικές με τα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ, είτε πρόκειται για την προσπάθεια επανένταξης στην Συνολική και Προοδευτική Συμφωνία για την Δια-Ειρηνική Συνεργασία (Comprehensive and Progressive Agreement for Trans-Pacific Partnership, η διάδοχη συμφωνία της αποτυχημένης TPP) είτε για την είσοδο σε άλλες οικονομικές συμφωνίες στην περιοχή.

Σε μια σειρά από άλλα σημαντικά ζητήματα, η κυβέρνηση δεν έχει κάνει ακόμη επακόλουθες επιλογές —και πρέπει να τις κάνει σύντομα. Για παράδειγμα, πρέπει να αποφασίσει εάν η στρατηγική της για την Κίνα θα συνεχίσει την ασαφή, μηδενικού αθροίσματος κληρονομιά του Τραμπ για τον «ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων». Μέρος αυτού είναι να αποφασίσει τον στόχο της στον ανταγωνισμό με την Κίνα: εξωτερικοί αναλυτές έχουν υποστηρίξει τα πάντα, από την αλλαγή καθεστώτος στο Πεκίνο έως την αποφυγή ενός πολέμου μεγάλων δυνάμεων μέσω της «ανταγωνιστικής συνύπαρξης». Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση δεν έχει επιδείξει ξεκάθαρη στάση.

Η ομάδα του Μπάιντεν πρέπει επίσης να επινοήσει την προσέγγισή της στην ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία [5]. Έχει ενστερνιστεί τη Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία, ή αλλιώς PESCO, την αμυντική πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και αξιωματούχοι έχουν καλέσει την Ευρώπη να γίνει «πιο ικανή στρατιωτικά». Ταυτόχρονα, ωστόσο, η προσέγγιση της κυβέρνησης στην κρίση της Ουκρανίας ήταν να υποκαταστήσει την Γερμανία και την Γαλλία στις διαπραγματεύσεις με την Ρωσία και να δεσμευθεί για περισσότερη στρατιωτική υποστήριξη στην Ανατολική Ευρώπη -στην ουσία, επιβεβαιώνοντας την πρωτοκαθεδρία της ομπρέλας ασφαλείας των ΗΠΑ. Τέλος, πρέπει να αποφασίσει τι θα κάνει για το πυρηνικό οπλοστάσιο των ΗΠΑ: Ο Μπάιντεν θα πρέπει να φέρει εις πέρας την προεκλογική του υπόσχεση να μειώσει «την εξάρτησή μας και τις υπερβολικές δαπάνες μας για πυρηνικά όπλα». Ωστόσο, αυτό θα απαιτούσε την άσκηση πίεσης στο Πεντάγωνο, κάτι που η κυβέρνηση φαίνεται απρόθυμη να κάνει.