Η Αμερική χρειάζεται έναν τολμηρότερο Μπάιντεν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Αμερική χρειάζεται έναν τολμηρότερο Μπάιντεν

Έναν χρόνο από την ανάληψη των καθηκόντων του, η εξωτερική πολιτική του είναι υπερβολικά προσεκτική και συμβατική

Στις 31 Αυγούστου 2021, λίγο περισσότερο από δύο εβδομάδες αφότου έπεσε η κυβέρνηση της Καμπούλ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, εκφώνησε μια πύρινη υπεράσπιση της απόσυρσης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν. «Όσους ζητούν μια τρίτη δεκαετία πολέμου στο Αφγανιστάν, τους ρωτάω: Ποιο είναι το ζωτικής σημασίας εθνικό συμφέρον;» Και συνέχισε: «Η θεμελιώδης υποχρέωση ενός Προέδρου, κατά τηn γνώμη μου, είναι να υπερασπιστεί και να προστατεύσει την Αμερική –όχι από τις απειλές του 2001, αλλά από τις απειλές του 2021 και του αύριο». Παρά την χαοτική απόσυρση, [ο Μπάιντεν] επέμενε στην απόφασή του να φύγει και κατέκρινε τους επικριτές του με ωμή, συναισθηματική γλώσσα.

27012022-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στον Λευκό Οίκο, τον Ιανουάριο του 2022. Kevin Lamarque / Reuters
----------------------------------------------

Ωστόσο, αυτή η τολμηρή απόφαση -να αψηφήσει τους επικριτές του και να βάλει τέλος στον μακρότερο πόλεμο στην ιστορία των ΗΠΑ- ήταν μια παρέκκλιση, στον πρώτο χρόνο του Μπάιντεν στην εξουσία. Αντίθετα, η κυβέρνησή του έχει ακολουθήσει μια εξωτερική πολιτική που είναι ασαφής σε βασικά ζητήματα. Ταλαντεύεται ανάμεσα σε υπαινιγμούς ότι η εξωτερική πολιτική δεν είναι τόσο σημαντική και σε ζωηρές δηλώσεις ότι η παγκόσμια ηγεσία των ΗΠΑ επέστρεψε˙ μεταξύ της ιδέας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν μια ιστορική πρόκληση από την Κίνα και της διαδικαστικής επιθυμίας να διατηρήσουν την πορεία τους σε όλες τις περιοχές˙ μεταξύ της αντίληψης ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να προσαρμοστούν σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο στρατηγικό περιβάλλον και της νοσταλγικής επιθυμίας για το status quo στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ [όπως ήταν] πριν από τον Ντόναλντ Τραμπ.

Η ρητορική του προέδρου συχνά υποδηλώνει ότι θα μπορούσε να είναι ένας οραματιστής στις διεθνείς σχέσεις: το είδος του ηγέτη που χρειάζονται οι Ηνωμένες Πολιτείες για να κάνει τις σκληρές στρατηγικές επιλογές που αντιμετωπίζει η χώρα, είτε για την πυρηνική στάση [και] τους πολέμους στη Μέση Ανατολή είτε για την στροφή προς την Ασία. Αλλά αν πρόκειται να το κάνει, η κυβέρνησή του πρέπει να ξεφύγει από την αμυντική συσπείρωσή της, να κάνει δύσκολες επιλογές και [αυτές] να είναι κτήμα της. Ο πρόεδρος έκανε την σωστή επιλογή για το Αφγανιστάν: να αφήσει στην άκρη τις πολιτικές σκέψεις και να επιδιώξει, αντί γι’ αυτές, «το θεμελιώδες συμφέρον εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής». Είναι καιρός να εφαρμόσει ευρύτερα αυτή την αποφασιστική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική.

ΔΙΦΟΡΟΥΜΕΝΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ

Ως πρώην γερουσιαστής και αντιπρόεδρος, ο Μπάιντεν έχει περισσότερη σχετική εμπειρία στην εξωτερική πολιτική από οποιονδήποτε σύγχρονο πρόεδρο, με εξαίρεση τον Τζορτζ Μπους [τον πρεσβύτερο]. Ο Μπάιντεν έχει αυξήσει αυτή την εμπειρία, προσλαμβάνοντας μια ισχυρή ομάδα στελεχών εξωτερικής πολιτικής -και, ίσως πιο σημαντικό, αποφεύγοντας την χάραξη πολιτικής μέσω tweet. Πράγματι, σε σύγκριση με τον προκάτοχό του, σχεδόν κάθε πρόεδρος θα φαινόταν ικανός στην εξωτερική πολιτική.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι μυστηριώδες [το γεγονός] ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει απολαύσει τόσες λίγες ανεπιφύλακτες επιτυχίες στον πρώτο χρόνο της. Ο χειρισμός της New START -μιας βασικής μεταψυχροπολεμικής Συνθήκης με την Ρωσία για τον έλεγχο των όπλων- είναι μια τέτοια επιτυχία, με τον Πρόεδρο να υπογράφει μια πενταετή επέκταση που θα διατηρήσει τις επιθεωρήσεις της Συνθήκης και τα όρια στα στρατηγικά πυρηνικά όπλα της Ρωσίας και των ΗΠΑ. Η αργή αλλά σταθερή πρόοδος για τον τερματισμό του εμπορικού πολέμου του πρώην προέδρου με την Ευρώπη είναι μια άλλη [επιτυχία]. Και μολονότι τα συντηρητικά γεράκια επέκριναν τον Μπάιντεν για την έναρξη συνομιλιών για τον έλεγχο των όπλων και τον κυβερνοχώρο με την Ρωσία [1], τον Ιούνιο του 2021, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το να ανοίξουν ξανά οι γραμμές επικοινωνίας για τον έλεγχο των εξοπλισμών με την άλλη πυρηνική υπερδύναμη του κόσμου είναι μια έξυπνη κίνηση. Πράγματι, ακόμη και αν η Ρωσία πραγματοποιήσει την απειλή της να εισβάλει στην Ουκρανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να επωφελούνται από την συνεχιζόμενη συνεργασία για τον έλεγχο των όπλων, όπως κάναμε σε όλη την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Ωστόσο, σχεδόν όλα τα άλλα επιτεύγματα της κυβέρνησης ήταν πιο περιορισμένα. Για παράδειγμα, μολονότι η αποχώρηση από το Αφγανιστάν ήταν αναμφίβολα η σωστή απόφαση, ο χαοτικός και κακώς σχεδιασμένος χειρισμός της εκκένωσης, στήριξε την συναινετική άποψη στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και στην ελίτ της εξωτερικής πολιτικής ότι ήταν μια τεράστια γκάφα. Αυτή η διαίρεση αντικατοπτρίστηκε στις δημοσκοπήσεις: η πλειοψηφία των Αμερικανών υποστήριξε την απόφαση του Μπάιντεν να αποσυρθεί από το Αφγανιστάν, αλλά μόνο περίπου το ένα τέταρτο πίστευε ότι η κυβέρνηση έκανε καλή δουλειά στην διαχείριση της απόσυρσης. Το γεγονός ότι το ποσοστό αποδοχής του Μπάιντεν είναι έκτοτε βυθισμένο, σίγουρα κάνει την κυβέρνηση πιο συνεσταλμένη στην προσέγγισή της στις διεθνείς σχέσεις.

Παρομοίως, η κυβέρνηση ήλπιζε ότι η αποκαλούμενη Συμφωνία AUKUS (Αυστραλία–Ηνωμένο Βασίλειο–Ηνωμένες Πολιτείες) —στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες διευκόλυναν την πώληση βρετανικών πυρηνικών υποβρυχίων στην Αυστραλία— θα επιδείκνυε την δέσμευση του Μπάιντεν στην οικοδόμηση ισχυρότερων συνεργασιών στην [περιοχή] Ασίας -Ειρηνικού. Αλλά τα όποια θετικά οφέλη που θα μπορούσε να φέρει η Συμφωνία επισκιάστηκαν από τις διπλωματικές συνέπειες που προκάλεσε με την Γαλλία, της οποίας η βιομηχανία κατασκευής υποβρυχίων ξαφνικά στερήθηκε 66 δισεκατομμύρια δολάρια από αυστραλιανά συμβόλαια, εξοργίζοντας το Ελιζέ και δημιουργώντας ένα νέο σημείο διαμάχης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και ενός από τους κυριότερους Ευρωπαίους εταίρους τους. Εν τω μεταξύ, άλλα μέτρα που η κυβέρνηση προσπάθησε να παρουσιάσει ως επιτυχίες ήταν περισσότερο ρητορικά παρά ουσιαστικά: η σύνοδος κορυφής για το κλίμα COP26 (26η Διάσκεψη των Μερών) απέτυχε να καταλήξει σε συμφωνία για βασικά κλιματικά ζητήματα και η υπόσχεση της κυβέρνησης να γίνει το οπλοστάσιο των εμβολίων στον παγκόσμιο αγώνα κατά της COVID-19 ήταν ως επί το πλείστον πολύ λίγη, πολύ αργά.

ΕΝΑ ΚΑΚΟ ΦΥΛΛΟ

Ασφαλώς, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν ήταν υπεύθυνη για όλα τα δεινά της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο πρόεδρος κληρονόμησε ένα βαθιά φθαρμένο πολίτευμα, κλονισμένο από τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου [2021] και τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού. Στο πλαίσιο της πολιτικής διαμάχης στο εσωτερικό της χώρας, η επιθυμία της κυβέρνησης να συνδέσει την εσωτερική και την εξωτερική πολιτική μέσω «μιας εξωτερικής πολιτικής για τη μεσαία τάξη» φαίνεται λογική. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για στρατηγικά ζητήματα. Σήμερα, η στρατιωτική ισχύς των ΗΠΑ βρίσκεται σε σχετική παρακμή και η Κίνα, η Ρωσία, και άλλα κράτη είναι ολοένα και πιο διεκδικητικά στις τοπικές περιοχές τους. Από πολλές απόψεις, στον Μπάιντεν έχει δοθεί το άχαρο καθήκον να οδηγήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια νέα εποχή της παγκόσμιας πολιτικής.

Η καταστροφική κληρονομιά της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ έχει φέρει επίσης την κυβέρνηση Μπάιντεν σε σοβαρό μειονέκτημα. Βήματα όπως η απόσυρση του πρώην προέδρου από την πυρηνική συμφωνία του Ιράν ή ο εμπορικός πόλεμος του με την Κίνα έχουν αφήσει την κυβέρνηση Μπάιντεν με περιορισμένες επιλογές. Ο Τραμπ σπατάλησε, επίσης, τέσσερα χρόνια σε άσκοπες εκστρατείες «μέγιστης πίεσης» για να παρακινήσει το Ιράν και την Βόρεια Κορέα να παραιτηθούν από την περαιτέρω πυρηνική ανάπτυξη. Το απρόβλεπτο του Τραμπ θα κάνει επίσης πολύ δυσκολότερο για τον Μπάιντεν να δεσμεύσει αξιόπιστα τους δικούς του διαδόχους στις διεθνείς συμφωνίες.

Η κληρονομιά του Τραμπ, ωστόσο, είναι ένας μόνο λόγος που η εξωτερική πολιτική του Μπάιντεν έχει σημειώσει τόσο λίγες επιτυχίες. Η ομάδα του Μπάιντεν έχει επιδιώξει αυτο-υπονομευτικές πρωτοβουλίες, όπως η διοργάνωση μιας «συνόδου κορυφής για την δημοκρατία» κατά την διάρκεια του πρώτου έτους της, ακόμη και παρά τις ενστάσεις κάποιων από τους υποστηρικτές της. Οι αναπόφευκτες ειδήσεις περί υποκρισίας και δυσαρεστημένων συμμάχων που αποκλείστηκαν από την σύνοδο κορυφής δεν ενίσχυσαν την φήμη των Ηνωμένων Πολιτειών. Ούτε [την ενίσχυσε] η συμφωνία AUKUS ή η ακατανόητη σύγχυση του Μπάιντεν σχετικά με την φύση της δέσμευσης ασφάλειας των ΗΠΑ στην Ταϊβάν [2], την οποία έχει χαρακτηρίσει λανθασμένα σε πολλές περιπτώσεις, αφήνοντας τους κυβερνητικούς αξιωματούχους να μαζέψουν τα σπασμένα. Εν τω μεταξύ, βασικές θέσεις εθνικής ασφάλειας στην κυβέρνηση έχουν παραμείνει ακάλυπτες για μήνες, μια καθυστέρηση που οφείλεται μόνο εν μέρει στην αδιαλλαξία του Κογκρέσου.

Αυτή η αναποφασιστικότητα αντανακλάται επίσης στα μπερδεμένα μηνύματα της κυβέρνησης σε βασικά ερωτήματα εξωτερικής πολιτικής. Είναι ασαφές εάν ο Μπάιντεν θέλει να αποπροτεραιοποιήσει την εξωτερική πολιτική για να εστιάσει στην εσωτερική πολιτική, όπως έχουν αναλογιστεί δημοσίως ορισμένοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Ο Μπάιντεν έχει υπαινιχθεί ότι θέλει να απομακρυνθεί από τη Μέση Ανατολή, συρρικνώνοντας την διεύθυνση Μέσης Ανατολής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (National Security Council) και βάζοντας περιφερειακά ζητήματα και συμμάχους σε δεύτερη μοίρα. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν έχει αντιστοιχίσει αυτή την ρητορική με ενέργειες όπως η μείωση του επιπέδου των στρατευμάτων. Το αποκαλούμενο τέλος της αποστολής μάχης των ΗΠΑ στο Ιράκ, για παράδειγμα, δεν ήταν κάτι παραπάνω από φλυαρία˙ οι περίπου 2.500 στρατιώτες σε αυτή την χώρα θα παραμείνουν εκεί σε «υποστηρικτικούς ρόλους». Στην Συρία, όπου η αποστολή παραμένει ασαφής, σχεδόν χίλιοι στρατιώτες των ΗΠΑ παραμένουν σε μια ενεργή ζώνη σύγκρουσης.

Ακόμη και όταν οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης έχουν κάνει βήματα για την διόρθωση της πορείας, στον απόηχο των καταστροφών της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ, έχουν φανεί συχνά διστακτικοί. Για παράδειγμα, παρά την προεκλογική υπόσχεση του Μπάιντεν να επανέλθει στην πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, η κυβέρνηση πέρασε μήνες συζητώντας εάν θα το πράξει ή εάν θα επιδιώξει μια νέα συμφωνία. Αυτή η καθυστέρηση, η οποία είχε στόχο να κατευνάσει τα γεράκια του Κογκρέσου, σπατάλησε ένα πολύτιμο παράθυρο πρώτων διαπραγματεύσεων, πριν από τις εκλογές στο Ιράν που έφεραν τους σκληροπυρηνικούς στην εξουσία. Οποιαδήποτε συμφωνία συναφθεί τώρα πιθανώς θα είναι πολύ χειρότερη από όσο θα μπορούσε να είναι, και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ενός αποτελέσματος «χωρίς συμφωνία». Η κυβέρνηση έχει ήδη αρχίσει να σχεδιάζει μια εκστρατεία δημοσίων σχέσεων, κατηγορώντας την κυβέρνηση Τραμπ για αυτό το αποτέλεσμα.

Μεγάλο μέρος αυτής της αμυντικής συσπείρωσης φαίνεται να προκύπτει από τον φόβο της κριτικής από τους Ρεπουμπλικάνους και τις εγχώριες ομάδες συμφερόντων. Παρατηρήστε την περιπλοκή σχετικά με την αναθεώρηση της πυρηνικής στάσης, η οποία οδήγησε την αξιωματούχο που ήταν επιφορτισμένη με την υλοποίησή της, Leonor Tomero, να εγκαταλείψει την θέση της υπό την πίεση των Ρεπουμπλικανών στο Καπιτώλιο. Από κάθε άποψη, η Τομέρο ήταν ευθυγραμμισμένη με τις απόψεις του Μπάιντεν σχετικά με την πολιτική για τα πυρηνικά όπλα. Ωστόσο, ο πρόεδρος διέκοψε την θητεία της, σύμφωνα με πληροφορίες επειδή φοβήθηκε ότι το Κογκρέσο θα απωθούσε τις συστάσεις της. Η αναθεώρηση της πυρηνικής στάσης αναμένεται τώρα να κάνει μόνο σταδιακές αλλαγές στην προσέγγιση της κυβέρνησης Τραμπ.

ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ο φόβος της πιθανής εγχώριας κριτικής φαίνεται να έχει περιορίσει, επίσης, την πολιτική της κυβέρνησης για την Ασία. Τα στελέχη για την Ασία έχουν υποστηρίξει εδώ και καιρό ότι —σε μια περιοχή όπου τα οικονομικά και το εμπόριο είναι η κεντρική προτεραιότητα για πολλά κράτη— η οικονομική πολιτική των ΗΠΑ θα είναι εξίσου σημαντική ως πολιτική ασφάλειας για την αντιμετώπιση μιας ανερχόμενης Κίνας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Δια-Ειρηνική Συνεργασία (Trans-Pacific Partnership, TPP) [3] αποτέλεσε τον πυρήνα της επιχειρούμενης στροφής της κυβέρνησης Ομπάμα προς την Ασία. Ωστόσο, η TPP συγκρούστηκε με εγχώριες ομάδες συμφερόντων, τόσο στα αριστερά όσο και στα δεξιά, που υποστήριξαν ότι θα κόστιζε θέσεις εργασίας. Οι εμπορικές συμφωνίες είναι πλέον ευρέως αντιληπτές ως αντιδημοφιλείς στο εκλογικό σώμα των ΗΠΑ. Ακόμη και η Χίλαρι Κλίντον, η οποία υπηρετούσε ως Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ όταν γινόταν η διαπραγμάτευση της TPP, δεν υποστήριξε την πρωτοβουλία κατά την διάρκεια της αποτυχημένης προεδρικής της εκστρατείας.

Μπροστά σε αυτό το αντιεμπορικό αίσθημα, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ενστερνιστεί αυτό που περιγράφει ως «εργατοκεντρική» εμπορική πολιτική. Το αποτέλεσμα ήταν η πολιτική ασυναρτησία: αντί να παρέχει ένα πρωταρχικό πλαίσιο, η εμπορική πολιτική της κυβέρνησης για την Ασία είναι ένας αχταρμάς από ελάσσονα θέματα, όπως το ψηφιακό εμπόριο, που είναι πολύ ασήμαντα για να εξοργίσουν οποιονδήποτε. Ομοίως, η κυβέρνηση έχει αυτοσυγκρατηθεί για την απόσυρση από τις συγκρούσεις στο Ιράκ και στην Συρία, τη μείωση των πωλήσεων όπλων σε αυταρχικούς στη Μέση Ανατολή, και την καταπολέμηση της κλεπτοκρατίας σε όλο τον κόσμο. Σε κάθε περίπτωση, έχει υπονοήσει στους υποστηρικτές [της] ότι σημειώνει πρόοδο, ενώ επιδιώκει μια οριοθετημένη προσέγγιση.

Το δίδαγμα είναι σαφές: εάν η ομάδα του Μπάιντεν θέλει να είναι κάτι περισσότερο από μια ιστορική υποσημείωση στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, πρέπει να είναι πιο αποφασιστική. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση πρέπει να αναλάβει δράση για τις αποφάσεις που έχει ενστερνιστεί ρητορικά. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να τηρήσει την προεκλογική υπόσχεση του προέδρου να «τερματίσει τους αέναους πολέμους στο Αφγανιστάν και τη Μέση Ανατολή [4]», απομακρύνοντας επιχειρησιακές στρατιωτικές μονάδες από ζώνες μάχης στο Ιράκ και την Συρία και μειώνοντας δραματικά τα επίπεδα στρατευμάτων στην περιοχή.

Ο Μπάιντεν πρέπει επίσης να προωθήσει μια πρακτική οικονομική πολιτική για την [περιοχή] Ασίας-Ειρηνικού. Όπως το έθεσε ο Kurt Campbell, συντονιστής του Λευκού Οίκου για τον Ινδο-Ειρηνικό, σε μια πρόσφατη εκδήλωση, «Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να είναι καθοριστικές στην πλαισίωση της οικονομικής και εμπορικής δέσμευσης και των εμπορικών πρακτικών στον Ινδο-Ειρηνικό, καθώς αυξάνεται η επιρροή της Κίνας». Αντί για την τρέχουσα ad hoc προσέγγισή της, η κυβέρνηση πρέπει να φέρει εις πέρας αυτή την υπόσχεση, ενστερνιζόμενη μια ευρύτερη σύλληψη για το οικονομικό κράτος που περιλαμβάνει την βοήθεια, τις υποδομές, ακόμη και τη μετανάστευση, καθώς και το εμπόριο, και αναγνωρίζοντας ότι τα συμφέροντα ασφαλείας ίσως απαιτήσουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες να ενστερνιστούν εμπορικές συμφωνίες που δεν είναι αποκλειστικά εμμονικές με τα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ, είτε πρόκειται για την προσπάθεια επανένταξης στην Συνολική και Προοδευτική Συμφωνία για την Δια-Ειρηνική Συνεργασία (Comprehensive and Progressive Agreement for Trans-Pacific Partnership, η διάδοχη συμφωνία της αποτυχημένης TPP) είτε για την είσοδο σε άλλες οικονομικές συμφωνίες στην περιοχή.

Σε μια σειρά από άλλα σημαντικά ζητήματα, η κυβέρνηση δεν έχει κάνει ακόμη επακόλουθες επιλογές —και πρέπει να τις κάνει σύντομα. Για παράδειγμα, πρέπει να αποφασίσει εάν η στρατηγική της για την Κίνα θα συνεχίσει την ασαφή, μηδενικού αθροίσματος κληρονομιά του Τραμπ για τον «ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων». Μέρος αυτού είναι να αποφασίσει τον στόχο της στον ανταγωνισμό με την Κίνα: εξωτερικοί αναλυτές έχουν υποστηρίξει τα πάντα, από την αλλαγή καθεστώτος στο Πεκίνο έως την αποφυγή ενός πολέμου μεγάλων δυνάμεων μέσω της «ανταγωνιστικής συνύπαρξης». Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση δεν έχει επιδείξει ξεκάθαρη στάση.

Η ομάδα του Μπάιντεν πρέπει επίσης να επινοήσει την προσέγγισή της στην ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία [5]. Έχει ενστερνιστεί τη Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία, ή αλλιώς PESCO, την αμυντική πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και αξιωματούχοι έχουν καλέσει την Ευρώπη να γίνει «πιο ικανή στρατιωτικά». Ταυτόχρονα, ωστόσο, η προσέγγιση της κυβέρνησης στην κρίση της Ουκρανίας ήταν να υποκαταστήσει την Γερμανία και την Γαλλία στις διαπραγματεύσεις με την Ρωσία και να δεσμευθεί για περισσότερη στρατιωτική υποστήριξη στην Ανατολική Ευρώπη -στην ουσία, επιβεβαιώνοντας την πρωτοκαθεδρία της ομπρέλας ασφαλείας των ΗΠΑ. Τέλος, πρέπει να αποφασίσει τι θα κάνει για το πυρηνικό οπλοστάσιο των ΗΠΑ: Ο Μπάιντεν θα πρέπει να φέρει εις πέρας την προεκλογική του υπόσχεση να μειώσει «την εξάρτησή μας και τις υπερβολικές δαπάνες μας για πυρηνικά όπλα». Ωστόσο, αυτό θα απαιτούσε την άσκηση πίεσης στο Πεντάγωνο, κάτι που η κυβέρνηση φαίνεται απρόθυμη να κάνει.

Τα καλά νέα για τα στελέχη της κυβέρνησης είναι ότι αυτές οι αποφάσεις ενδέχεται να είναι λιγότερο πολιτικά δαπανηρές από όσο ίσως υποθέτουν. Υπάρχουν πολλά μειονεκτήματα στην εγχώρια πόλωση, αλλά υπάρχει κι ένα πλεονέκτημα, και αυτό είναι η σχετική ελευθερία δράσης. Σε τελική ανάλυση, εάν ο Μπάιντεν πρόκειται να επικριθεί ούτως ή άλλως - για παράδειγμα, για τις διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά του Ιράν- τότε θα μπορούσε κάλλιστα να ακολουθήσει τις επιλογές που πιστεύει ότι θα παραγάγουν τα καλύτερα αποτελέσματα, όχι απλώς εκείνες που ενδέχεται να προκαλέσουν τα λιγότερο καυστικά σχόλια από το αντιπάλους.

Όπως το έθεσε η Ενδιάμεση Στρατηγική Καθοδήγηση Εθνικής Ασφάλειας (Interim National Security Strategic Guidance) της ίδιας της κυβέρνησης τον Μάρτιο, «αυτή η στιγμή μας καλεί να κλίνουμε προς τα εμπρός, να μην οπισθοχωρήσουμε —να δεσμεύσουμε με τόλμη τον κόσμο να κρατήσει τους Αμερικανούς ασφαλείς, ευημερούντες, και ελεύθερους». Μια πιο επιτυχημένη εξωτερική πολιτική θα απαιτήσει από τον Μπάιντεν να ανταποκρίνεται πιο συχνά σε αυτό το πρότυπο.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2021-12-28/what-putin...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/american-support-t...
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-04-20/how-not-win-all...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/afghanistan/2020-02-10/how-good-...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2022-01-05/europe-str...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2022-01-20/america-needs-b...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition