Κρατήστε ανοιχτή την πόρτα του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κρατήστε ανοιχτή την πόρτα του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία

Η Ουάσιγκτον δεν πρέπει να παραχωρήσει στον Πούτιν την σφαίρα επιρροής που επιθυμεί

Παρά την πρόσφατη εστίαση του Πούτιν στο Βουκουρέστι, [αυτή] παρομοίως δεν είχε σχέση με την επιθετικότητά του προς την Ουκρανία το 2014. Στην πραγματικότητα, υπήρχε μικρή δυναμική για την υποστήριξη της ιδέας της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Μετά τις εκλογές του 2010, ο τότε πρόεδρος της Ουκρανίας, ο φιλορώσος Βίκτορ Γιανουκόβιτς, υπέγραψε νομοθεσία που έκανε την Ουκρανία αδέσμευτο κράτος και αποκήρυξε οποιοδήποτε ενδιαφέρον να επιδιώξει την ένταξη˙ η υποστήριξη [για ένταξη] μεταξύ του πληθυσμού ήταν μεταξύ 10% - 15%. Τι ενθάρρυνε λοιπόν την απόφαση του Πούτιν, το 2014, να εισβάλει στην Ουκρανία και να προσαρτήσει παράνομα την Κριμαία; Το 2013, ο Γιανουκόβιτς ήταν στα πρόθυρα της υπογραφής συμφωνιών με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Πούτιν, ανησυχώντας ότι τέτοιες συμφωνίες θα μείωναν την επιρροή της Μόσχας στην Ουκρανία και θα εμβάθυναν τις σχέσεις με την ΕΕ, πίεσε την τελευταία στιγμή τον Γιανουκόβιτς να μην υπογράψει. Αυτό, με την σειρά του, πυροδότησε την Επανάσταση της Αξιοπρέπειας (Revolution of Dignity) της Ουκρανίας στα τέλη του 2013, με αποκορύφωμα την φυγή του Γιανουκόβιτς στη Μόσχα λίγους μήνες αργότερα. Η εισβολή του Πούτιν ξεκίνησε αμέσως μετά.

Ο Πούτιν δεν ωθήθηκε από το ΝΑΤΟ, αλλά από το γεγονός ότι οι Ουκρανοί είχαν απορρίψει έναν φιλορώσο ηγέτη και απαιτούσαν τον τερματισμό της διαφθοράς και μια ζωντανή δημοκρατία που θα εναρμονιζόταν στενότερα με την ευρωατλαντική κοινότητα. Αν οι Ουκρανοί επιτύγχαναν να πραγματοποιήσουν αυτούς τους στόχους, ανησύχησε ο Πούτιν, οι Ρώσοι ίσως απαιτούσαν τα ίδια. Έτσι, προσπάθησε να ανατρέψει την επανάσταση, ξεκινώντας με την προσάρτηση της Κριμαίας και στην συνέχεια προχωρώντας στην περιοχή της Ντονμπάς, όπου η ρωσική επιθετικότητα είναι υπεύθυνη για περισσότερους από 14.000 θανάτους. Όπως σχολίασε ο πρωθυπουργός της Λετονίας, Arturs Krisjanis Karins [7], τον Ιανουάριο, «η Μόσχα δεν φοβάται τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ αλλά την ουκρανική δημοκρατία».

Όχι αναπάντεχα, μετά την εισβολή της Ρωσίας, η υποστήριξη για ένταξη στο ΝΑΤΟ μεταξύ των Ουκρανών έχει εκτιναχθεί σε περίπου 60%. Και όμως, η πίεση του Ζελένσκι για δεσμεύσεις ένταξης από τους Δυτικούς ηγέτες έχει σε μεγάλο βαθμό απευθυνθεί εις ώτα μη ακουόντων. Ο πρόεδρος Τζόζεφ Μπάιντεν έχει εκφράσει «ακλόνητη υποστήριξη» στην Ουκρανία στον αγώνα της με τη Μόσχα, αλλά έχει αναφέρει τα προβλήματα διαφθοράς ως ότι εμποδίζουν τις φιλοδοξίες της Ουκρανίας για το ΝΑΤΟ. Ελάχιστοι παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων στη Μόσχα, πιστεύουν ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι πιθανή σύντομα. Σε μια συνέντευξη Τύπου, στις 19 Ιανουαρίου, ο Μπάιντεν ενίσχυσε αυτή την εντύπωση: «Η πιθανότητα να ενταχθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ στο εγγύς μέλλον δεν είναι πολύ μεγάλη, με βάση την πολύ περισσότερη δουλειά που πρέπει να κάνουν όσον αφορά την δημοκρατία και μερικά άλλα πράγματα που συμβαίνουν εκεί, και το εάν οι μεγάλοι σύμμαχοι στην Δύση θα ψήφιζαν να εντάξουν την Ουκρανία αυτή την στιγμή ή όχι». Ο Μπάιντεν, σύμφωνα με πληροφορίες, επανέλαβε την έλλειψη υποστήριξής του για ένταξη στο ΝΑΤΟ σε συνομιλία με τον Ζελένσκι, στις 27 Ιανουαρίου.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΟΙΧΤΩΝ ΘΥΡΩΝ

Σε ένα ξέσπασμα 7.000 λέξεων που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του Κρεμλίνου τον περασμένο Ιούλιο, ο Πούτιν υποστήριξε ότι η Ουκρανία ήταν μέρος της Ρωσίας και όχι πραγματικό έθνος. Ανέφερε δύο φορές το ΝΑΤΟ, αλλά καμία αναφορά δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με την πιθανή ένταξη της Ουκρανίας. Μόνο πιο πρόσφατα Ρώσοι αξιωματούχοι έκαναν μεγάλο θέμα το ενδιαφέρον της Ουκρανίας για ένταξη, σε σημείο να απαιτούν νομικές εγγυήσεις ότι το ΝΑΤΟ θα κλείσει με δύναμη την πόρτα του σε οποιαδήποτε νέα μέλη στην γειτονιά της Ρωσίας. Πιθανώς το θεώρησαν ως άλλη μια σφήνα που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν για να σπείρουν διαιρέσεις εντός της Ευρώπης, μεταξύ της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, και, σύμφωνα με πληροφορίες, ακόμη και εντός της ίδιας της κυβέρνησης Μπάιντεν. (Το Υπουργείο Εξωτερικών είναι πιο απρόθυμο να εγκαταλείψει την παραδοσιακή πολιτική των ανοιχτών θυρών και να διαπραγματευτεί τα όρια στις στρατιωτικές δραστηριότητες του ΝΑΤΟ από όσο είναι μέρη του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας).

Η Ουκρανία και η Γεωργία έχουν κριτήρια που πρέπει να ικανοποιήσουν προτού προκριθούν για ένταξη, αλλά αμφότερες έχουν ήδη συνεισφέρει περισσότερο στις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ, ειδικά στο Αφγανιστάν, από όσο ορισμένα σημερινά μέλη. Αμφότερες έχουν επίσης, ως θύματα της ρωσικής στρατιωτικής επιθετικότητας, εκτενή εμπειρία μάχης με τις ρωσικές δυνάμεις και τους πληρεξουσίους τους, κάτι που θα μπορούσε να δώσει στο ΝΑΤΟ χρήσιμα διδάγματα.

Το κλείσιμο της πόρτας του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και την Γεωργία -ενώ πολλά ρωσικά όπλα είναι στραμμένα στην Ουκρανία- θα ήταν τρομερό λάθος, τιμωρώντας δύο χώρες που έχουν ήδη υποφέρει χάρη στον Πούτιν, ενώ θα ανταμείψει τον Ρώσο ηγέτη για την επιθετικότητά του [8]. Καμία από τις δύο [χώρες] μπορεί να μην ενταχθεί άμεσα στην συμμαχία, αλλά το να διατηρηθεί ζωντανή η πιθανότητα σηματοδοτεί ότι το ΝΑΤΟ δεν αναγνωρίζει την αξίωση του Πούτιν για μια σφαίρα επιρροής. Αντί να επισημαίνει πόσο μακρινές είναι οι ελπίδες της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, η κυβέρνηση Μπάιντεν [9] πρέπει να ακολουθήσει μια πολύ διαφορετική προσέγγιση: να επαναλάβει την παραδοσιακή πολιτική των ανοιχτών θυρών˙ να επισημάνει ότι μια δημοκρατική Ρωσία θα ήταν ένα δυνητικό μέλος˙ να κάνει δηλώσεις που αντιμετωπίζουν τις ανησυχίες της Σουηδίας και της Φινλανδίας σχετικά με το εάν η πόρτα παραμένει ανοιχτή γι' αυτές˙ και να επιμείνει ότι η Ρωσία πρέπει να τηρήσει τις υπάρχουσες διεθνείς υποχρεώσεις της, πριν διαπραγματευτεί οποιαδήποτε πρόσθετα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ή περιορισμούς των συμβατικών δυνάμεων.