Κρατήστε ανοιχτή την πόρτα του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κρατήστε ανοιχτή την πόρτα του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία

Η Ουάσιγκτον δεν πρέπει να παραχωρήσει στον Πούτιν την σφαίρα επιρροής που επιθυμεί

Ένα από τα ελάχιστα θετικά αποτελέσματα των πρόσφατων συζητήσεων μεταξύ Αμερικανών, Ευρωπαίων, και Ρώσων διπλωματών ήταν η σθεναρή απόρριψη από την κυβέρνηση Μπάιντεν και τους συμμάχους της των απαιτήσεων του Κρεμλίνου ότι το ΝΑΤΟ «ποτέ, ποτέ, ποτέ» δεν θα εντάξει την Ουκρανία ως μέλος. Η συναίνεση σε μια τέτοια απαίτηση θα άφηνε την Ουκρανία και την Γεωργία σε μια επικίνδυνη γκρίζα ζώνη, [να μην είναι] ούτε με το ΝΑΤΟ ούτε με την Ρωσία. Θα παραβίαζε την ιδρυτική χάρτα του ΝΑΤΟ [1], η οποία διατηρεί μια πολιτική ανοιχτών θυρών προς τα υποψήφια ευρωπαϊκά κράτη˙ την ιδρυτική χάρτα των Ηνωμένων Εθνών˙ και την Χάρτα για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια (Charter for European Security) [2] του 1999, η οποία επικαιροποίησε την Χάρτα των Παρισίων του 1990 και επαναλαμβάνει «το εγγενές δικαίωμα κάθε συμμετέχοντος κράτους να είναι ελεύθερο να επιλέγει ή να αλλάζει τις συμφωνίες ασφαλείας του, συμπεριλαμβανομένων των Συνθηκών συμμαχίας». Όπως η Χάρτα του Παρισιού, [έτσι και] η Χάρτα για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια -την οποία η Ρωσία υπέγραψε και είναι υποχρεωμένη να τηρεί- δηλώνει ότι κανένα κράτος «δεν μπορεί να θεωρήσει οποιοδήποτε μέρος του [ευρωπαϊκού] χώρου ως σφαίρα επιρροής του».

01022022-1.jpg

Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Jens Stoltenberg, και η Ουκρανή αναπληρωτής πρωθυπουργός για την Ευρωπαϊκή και την Ευρωατλαντική Ολοκλήρωση, Olga Stefanishyna, στις Βρυξέλλες, τον Ιανουάριο του 2022. Yves Herman / Reuters
-------------------------------------------

Και όμως μια σφαίρα επιρροής είναι ακριβώς αυτό που επιδιώκει ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν. Ορισμένοι Δυτικοί αναλυτές φαίνεται να παίρνουν το μέρος του, υποστηρίζοντας ότι το ΝΑΤΟ πρέπει να κλείσει την πόρτα του (όπως έκανε πρόσφατα ο Michael Kimmage [3] στο Foreign Affairs) και να μην φέρει πλέον εις πέρας την υπόσχεση που έδωσε το 2008 ότι η Ουκρανία, μαζί με την Γεωργία, θα γίνουν τελικά μέλη της συμμαχίας. Ούτως ή άλλως η Ουκρανία δεν πρόκειται να ενταχθεί σύντομα, υποστηρίζουν αυτοί οι αναλυτές, οπότε γιατί να μην γίνει αυτή η παραχώρηση στον Πούτιν, με την ελπίδα ότι θα μείωνε την πιθανότητα μιας ρωσικής στρατιωτικής επίθεσης; Άλλωστε, διαβεβαιώνουν, η παρείσφρηση του ΝΑΤΟ στα σύνορα της Ρωσίας στην διάρκεια των ετών ήταν μια από τις κύριες πηγές τριβής στις σχέσεις με τη Μόσχα.

Αυτά τα επιχειρήματα είναι εσφαλμένα και πρέπει να απορριφθούν μια για πάντα. Το να ακολουθήσει κάποιος τις συστάσεις τους θα σήμαινε να ανταμείψει τον Πούτιν για την επιθετικότητά του και να αποδώσει την ευθύνη για την τρέχουσα κατάσταση όχι στον Ρώσο ηγέτη, στον οποίο ανήκει, αλλά στην διεύρυνση του ΝΑΤΟ, η οποία έχει βοηθήσει να σταθεροποιηθεί η ευρωπαϊκή ήπειρος για περισσότερες από επτά δεκαετίες. Ο Πούτιν επικαλείται την διεύρυνση του ΝΑΤΟ ως μια βολική δικαιολογία, όταν ο πραγματικός του φόβος είναι η ανάδυση επιτυχημένων, δημοκρατικών χωρών, με Δυτικό προσανατολισμό, κατά μήκος των συνόρων της Ρωσίας —ιδίως της Ουκρανίας. Πράγματι, όταν ξεκίνησε η εισβολή της Ρωσίας το 2014, δεν υπήρχε ούτε ένα τανκ των ΗΠΑ στην Ευρώπη και καμία προοπτική για ανάπτυξη πυραύλων των ΗΠΑ ή του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία (ακόμα και όταν το Κρεμλίνο ανέπτυξε πυραύλους Iskander στο Καλίνινγκραντ). Το να εστιάζει κάποιος στο ενδιαφέρον άλλων χωρών για ένταξη στο ΝΑΤΟ, ως αιτία της επιθετικότητας του Πούτιν, [σημαίνει ότι] το αντιλαμβάνεται ανάποδα: οι γείτονες της Ρωσίας αισθάνονται την ανάγκη να κοιτάξουν προς την Δύση, συμπεριλαμβανομένου του ΝΑΤΟ, λόγω της ρεβανσιστικής επιθετικότητας του Πούτιν.

Πάνω απ' όλα, είναι λάθος να υποθέτουμε ότι ο Πούτιν θα κατευνάζετο από τις διαβεβαιώσεις ότι η ένταξη της Ουκρανίας (και της Γεωργίας) στο ΝΑΤΟ δεν είναι στο τραπέζι. Αντίθετα, οι παραχωρήσεις πιθανώς θα τον οδηγούσαν να ανεβάσει την ένταση, καθώς θα θεωρούσε τέτοιες δεσμεύσεις ως ένδειξη αδυναμίας και θα μπορούσε να αυξήσει το διακύβευμα, ώστε να μην συμπεριληφθεί ούτε η ένταξη [των χωρών] στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Άλλωστε, ήταν οι στενότεροι δεσμοί με την ΕΕ, όχι με το ΝΑΤΟ, που οδήγησαν στην επέμβαση του Πούτιν στην Ουκρανία το 2013 και το 2014.

Το γεγονός ότι επιπλέον χώρες θέλουν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ είναι απόδειξη του κόστους της επιθετικότητας του Πούτιν [4] και της επιτυχίας της συμμαχίας, με το σχεδόν απαράμιλλο ιστορικό αποτροπής επιθέσεων στα μέλη της. Γι' αυτούς τους λόγους ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντιμίρ Ζελένσκι, έχει καταστήσει την επιδίωξη της ένταξης στο ΝΑΤΟ βασικό στοιχείο της εξωτερικής του πολιτικής, ακόμη κι αν δεν είναι επικείμενη η πρόσκληση για ένταξη. Το κλείσιμο της πόρτας του ΝΑΤΟ, ειδικά τώρα, θα αποθάρρυνε την Ουκρανία, θα την έκανε πιο ευάλωτη στα σχέδια του Πούτιν και θα χώριζε την συμμαχία.

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

Μολονότι το Κρεμλίνο δεν ενθουσιάστηκε ποτέ με την διεύρυνση του ΝΑΤΟ, ήταν ο Πούτιν που άρχισε πραγματικά να την επικαλείται ως την αιτία της ρωσικής ανασφάλειας, ειδικά σε μια ομιλία του 2007 στο Μόναχο [5]. Αυτή η εστίαση ήρθε στον απόηχο των «έγχρωμων επαναστάσεων» στην Γεωργία το 2003, στην Ουκρανία το 2004, και στο Κιργιστάν το 2005, γεγονός που έκανε τον Πούτιν όλο και πιο νευρικό για την λαβή του στην εξουσία, στο εσωτερικό. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ έγινε ένα βολικό αντίβαρο, ένα επιχείρημα για την ανάσχεση της Δυτικής επιρροής και για την αιτιολόγηση της ολοένα και πιο καταπιεστικής διακυβέρνησής του.

Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ ήταν μια διαδικασία που ωθήθηκε από την ζήτηση. Πράγματι, οι Δυτικοί ηγέτες ήταν αρχικά χλιαροί σχετικά με τα αιτήματα για ένταξη από ηγέτες όπως ο Βάτσλαβ Χάβελ της Τσεχικής Δημοκρατίας και ο Λεχ Βαλέσα της Πολωνίας. Η συμμαχία, η οποία είχε διευρυνθεί πέρα από τον αρχικό αριθμό μελών της, του 1949, συμπεριλαμβάνοντας την Ελλάδα και την Τουρκία το 1952 και την Ισπανία το 1982, άρχισε να μεγαλώνει ξανά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, επειδή χώρες που προηγουμένως ήταν υποτελείς στην σοβιετική κυριαρχία πίστευαν ότι η ένταξη στην συμμαχία θα τους επέτρεπε να γίνουν μέρος μιας Ευρώπης «ολόκληρης και ελεύθερης». Ήταν ένα βασικό βήμα προς την ένταξη στις οικονομικές [δομές] και στις δομές ασφάλειας της Ευρώπης και την απόκτηση ασφάλειας έναντι της πιθανότητας μιας ρεβανσιστικής Ρωσίας. (Οι ισχυρισμοί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύτηκαν να μην επεκταθούν ποτέ προς τα ανατολικά έχουν απορριφθεί τόσο από τον τότε Σοβιετικό ηγέτη, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, όσο και από τον τότε Υπουργό Εξωτερικών, Τζέιμς Μπέικερ.)

Ο πρώτος μετασοβιετικός πρόεδρος της Ρωσίας, Μπόρις Γέλτσιν, έστειλε ανάμεικτα μηνύματα σχετικά με την διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς και την προοπτική ένταξης της Ρωσίας στην συμμαχία. Κατά την διάρκεια μιας επίσκεψης στην Βαρσοβία το 1993, ο Γέλτσιν είπε ότι κατανοούσε την επιθυμία της Πολωνίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και είπε ότι δεν απειλούσε τα ρωσικά συμφέροντα. Έναν μήνα αργότερα, έστειλε μια επιστολή στον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον [6], αντιτιθέμενος στην διεύρυνση, αλλά υπενθυμίζοντας στον Αμερικανό ομόλογό του το εκπεφρασμένο ενδιαφέρον του για ένταξη της Ρωσίας.

Το 1999, το πρώτο κύμα της μεταψυχροπολεμικής διεύρυνσης έφερε την Τσεχική Δημοκρατία, την Ουγγαρία, και την Πολωνία στο ΝΑΤΟ. Οι λαοί αυτών των χωρών θα κοιμόντουσαν καλύτερα τη νύχτα με τις εγγυήσεις ασφαλείας του άρθρου 5, ειδικά αφότου ο Πούτιν, ένας πρώην αξιωματικός της KGB, αντικατέστησε τον Γέλτσιν στη Μόσχα. Λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, ο Πούτιν, ο οποίος εκτελούσε τότε καθήκοντα προέδρου, αναφέρθηκε στην πιθανότητα ότι και η Ρωσία ίσως ενδιαφερόταν να ενταχθεί [στο ΝΑΤΟ]. «Γιατί όχι; Γιατί όχι;» είπε στον δημοσιογράφο του BBC, David Frost, όταν ρωτήθηκε για την ρωσική ένταξη. «Δεν αποκλείω ένα τέτοιο ενδεχόμενο... ότι θα ληφθούν υπόψη τα συμφέροντα της Ρωσίας, εάν πρόκειται να είναι ισότιμη εταίρος».

Το πρόβλημα ήταν ότι ο Πούτιν ήθελε η Ρωσία να μπορεί να ενταχθεί με τους όρους της Ρωσίας, ως ισότιμη, και να μην είναι υποχρεωμένη να πληροί τα κριτήρια για τα νέα μέλη. Η Ρωσία βρισκόταν επίσης στη μέση μιας βίαιης εκστρατείας κατά της επαναστατημένης δημοκρατίας της Τσετσενίας, η οποία αντικατόπτριζε μια περιφρόνηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αντιφατική με την ένταξη στο ΝΑΤΟ. Τελικά, το Κρεμλίνο δεν αναζήτησε ποτέ σοβαρά την ένταξη και το ΝΑΤΟ δεν την επιδίωξε ενεργά. Ούτε η Ρωσία έκανε ποτέ μια σοβαρή προσπάθεια να χρησιμοποιήσει το Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας (NATO – Russia Council), τον συμβουλευτικό μηχανισμό που δημιουργήθηκε από σεβασμό στις ρωσικές ευαισθησίες και ανησυχίες για την διαδικασία της διεύρυνσης.

Το επόμενο κύμα διεύρυνσης, το 2004, περιελάμβανε τα τρία κράτη της Βαλτικής (Εσθονία, Λετονία, και Λιθουανία), μαζί με την Βουλγαρία, την Ρουμανία, την Σλοβακία, και την Σλοβενία. Η Ρωσία ήταν δυσαρεστημένη με αυτή την εξέλιξη, παρόλο που δεν προκάλεσε επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας της Ρωσίας. Στην πραγματικότητα, τα πιο σταθερά και ασφαλή σύνορα της Ρωσίας είναι αυτά με τα κράτη της Βαλτικής, τα οποία δεν αποτελούν απολύτως καμία απειλή για τη Μόσχα – αν και αυτό δεν εμπόδισε την Ρωσία από το να ενθαρρύνει μια μαζική κυβερνοεπίθεση εναντίον της Εσθονίας το 2007.

Ο ΧΑΡΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ

Το 2008, η Ουκρανία και η Γεωργία αιτήθηκαν ένα σχέδιο δράσης για την ένταξη (Membership Action Plan, MAP) ως ένα βήμα προς την τελική προσχώρηση. Η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, ήταν σθεναρά αντίθετη και επεξεργάστηκε έναν συμβιβασμό με τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους [τον νεότερο] στην δήλωση της συνόδου κορυφής του Βουκουρεστίου, η οποία ανέφερε ότι οι δύο χώρες θα γίνονταν μέλη, χωρίς να διευκρινίζει πότε και πώς. Πέντε μήνες αργότερα, τα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Γεωργία, παρόλο που σε ετούτη την χώρα δεν είχε προσφερθεί MAP. Οι επικριτές της δήλωσης του Βουκουρεστίου ισχυρίζονται ότι προκάλεσε τον Πούτιν να λάβει μέτρα, κυρίως κατέχοντας τμήματα της Γεωργίας τον Αύγουστο του 2008, για να διασφαλίσει ότι η δέσμευση δεν θα πραγματοποιείτο ποτέ. Στην πραγματικότητα, το λάθος του Βουκουρεστίου ήταν ότι δεν πήγε αρκετά μακριά. Έδωσε στον Πούτιν τόσο μια δικαιολογία για να δημιουργήσει εντάσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αλλαγή καθεστώτος στη Γεωργία -μισούσε τον Γεωργιανό ηγέτη Mikheil Saakashvilli και φοβόταν την αυξανόμενη απόσταση της Γεωργίας από τη Μόσχα– όσο και να υποδηλώσει ότι η Δυτική υποστήριξη προς την Γεωργία ήταν διστακτική. Επιπλέον, η πολύπλοκη διαμόρφωση της διακήρυξης της συνόδου κορυφής ίσως υποδήλωσε στο Κρεμλίνο ότι είχε ένα μικρό παράθυρο για να επιβάλλει την αλλαγή στην Τιφλίδα. Είναι, φυσικά, αδύνατο να αποδείξει κάποιος το αντίθετο: ότι η προσφορά ενός MAP θα είχε αποτρέψει τον Πούτιν από το να εισβάλει στους γείτονές του. Αλλά είναι σαφές ότι η ρωσική εχθρότητα προς την Γεωργία και την Ουκρανία και ο φόβος της κλίσης τους προς την Ευρώπη, ήταν ήδη ιδιαιτέρως υπερκαθορισμένοι πριν από το Βουκουρέστι, και [είναι] απίθανο ότι μια αόριστη επαναδιατύπωση της υπάρχουσας πολιτικής ανοιχτών θυρών του ΝΑΤΟ έκανε την διαφορά.

Παρά την πρόσφατη εστίαση του Πούτιν στο Βουκουρέστι, [αυτή] παρομοίως δεν είχε σχέση με την επιθετικότητά του προς την Ουκρανία το 2014. Στην πραγματικότητα, υπήρχε μικρή δυναμική για την υποστήριξη της ιδέας της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Μετά τις εκλογές του 2010, ο τότε πρόεδρος της Ουκρανίας, ο φιλορώσος Βίκτορ Γιανουκόβιτς, υπέγραψε νομοθεσία που έκανε την Ουκρανία αδέσμευτο κράτος και αποκήρυξε οποιοδήποτε ενδιαφέρον να επιδιώξει την ένταξη˙ η υποστήριξη [για ένταξη] μεταξύ του πληθυσμού ήταν μεταξύ 10% - 15%. Τι ενθάρρυνε λοιπόν την απόφαση του Πούτιν, το 2014, να εισβάλει στην Ουκρανία και να προσαρτήσει παράνομα την Κριμαία; Το 2013, ο Γιανουκόβιτς ήταν στα πρόθυρα της υπογραφής συμφωνιών με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο Πούτιν, ανησυχώντας ότι τέτοιες συμφωνίες θα μείωναν την επιρροή της Μόσχας στην Ουκρανία και θα εμβάθυναν τις σχέσεις με την ΕΕ, πίεσε την τελευταία στιγμή τον Γιανουκόβιτς να μην υπογράψει. Αυτό, με την σειρά του, πυροδότησε την Επανάσταση της Αξιοπρέπειας (Revolution of Dignity) της Ουκρανίας στα τέλη του 2013, με αποκορύφωμα την φυγή του Γιανουκόβιτς στη Μόσχα λίγους μήνες αργότερα. Η εισβολή του Πούτιν ξεκίνησε αμέσως μετά.

Ο Πούτιν δεν ωθήθηκε από το ΝΑΤΟ, αλλά από το γεγονός ότι οι Ουκρανοί είχαν απορρίψει έναν φιλορώσο ηγέτη και απαιτούσαν τον τερματισμό της διαφθοράς και μια ζωντανή δημοκρατία που θα εναρμονιζόταν στενότερα με την ευρωατλαντική κοινότητα. Αν οι Ουκρανοί επιτύγχαναν να πραγματοποιήσουν αυτούς τους στόχους, ανησύχησε ο Πούτιν, οι Ρώσοι ίσως απαιτούσαν τα ίδια. Έτσι, προσπάθησε να ανατρέψει την επανάσταση, ξεκινώντας με την προσάρτηση της Κριμαίας και στην συνέχεια προχωρώντας στην περιοχή της Ντονμπάς, όπου η ρωσική επιθετικότητα είναι υπεύθυνη για περισσότερους από 14.000 θανάτους. Όπως σχολίασε ο πρωθυπουργός της Λετονίας, Arturs Krisjanis Karins [7], τον Ιανουάριο, «η Μόσχα δεν φοβάται τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ αλλά την ουκρανική δημοκρατία».

Όχι αναπάντεχα, μετά την εισβολή της Ρωσίας, η υποστήριξη για ένταξη στο ΝΑΤΟ μεταξύ των Ουκρανών έχει εκτιναχθεί σε περίπου 60%. Και όμως, η πίεση του Ζελένσκι για δεσμεύσεις ένταξης από τους Δυτικούς ηγέτες έχει σε μεγάλο βαθμό απευθυνθεί εις ώτα μη ακουόντων. Ο πρόεδρος Τζόζεφ Μπάιντεν έχει εκφράσει «ακλόνητη υποστήριξη» στην Ουκρανία στον αγώνα της με τη Μόσχα, αλλά έχει αναφέρει τα προβλήματα διαφθοράς ως ότι εμποδίζουν τις φιλοδοξίες της Ουκρανίας για το ΝΑΤΟ. Ελάχιστοι παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων στη Μόσχα, πιστεύουν ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι πιθανή σύντομα. Σε μια συνέντευξη Τύπου, στις 19 Ιανουαρίου, ο Μπάιντεν ενίσχυσε αυτή την εντύπωση: «Η πιθανότητα να ενταχθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ στο εγγύς μέλλον δεν είναι πολύ μεγάλη, με βάση την πολύ περισσότερη δουλειά που πρέπει να κάνουν όσον αφορά την δημοκρατία και μερικά άλλα πράγματα που συμβαίνουν εκεί, και το εάν οι μεγάλοι σύμμαχοι στην Δύση θα ψήφιζαν να εντάξουν την Ουκρανία αυτή την στιγμή ή όχι». Ο Μπάιντεν, σύμφωνα με πληροφορίες, επανέλαβε την έλλειψη υποστήριξής του για ένταξη στο ΝΑΤΟ σε συνομιλία με τον Ζελένσκι, στις 27 Ιανουαρίου.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΟΙΧΤΩΝ ΘΥΡΩΝ

Σε ένα ξέσπασμα 7.000 λέξεων που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του Κρεμλίνου τον περασμένο Ιούλιο, ο Πούτιν υποστήριξε ότι η Ουκρανία ήταν μέρος της Ρωσίας και όχι πραγματικό έθνος. Ανέφερε δύο φορές το ΝΑΤΟ, αλλά καμία αναφορά δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με την πιθανή ένταξη της Ουκρανίας. Μόνο πιο πρόσφατα Ρώσοι αξιωματούχοι έκαναν μεγάλο θέμα το ενδιαφέρον της Ουκρανίας για ένταξη, σε σημείο να απαιτούν νομικές εγγυήσεις ότι το ΝΑΤΟ θα κλείσει με δύναμη την πόρτα του σε οποιαδήποτε νέα μέλη στην γειτονιά της Ρωσίας. Πιθανώς το θεώρησαν ως άλλη μια σφήνα που θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν για να σπείρουν διαιρέσεις εντός της Ευρώπης, μεταξύ της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών, και, σύμφωνα με πληροφορίες, ακόμη και εντός της ίδιας της κυβέρνησης Μπάιντεν. (Το Υπουργείο Εξωτερικών είναι πιο απρόθυμο να εγκαταλείψει την παραδοσιακή πολιτική των ανοιχτών θυρών και να διαπραγματευτεί τα όρια στις στρατιωτικές δραστηριότητες του ΝΑΤΟ από όσο είναι μέρη του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας).

Η Ουκρανία και η Γεωργία έχουν κριτήρια που πρέπει να ικανοποιήσουν προτού προκριθούν για ένταξη, αλλά αμφότερες έχουν ήδη συνεισφέρει περισσότερο στις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ, ειδικά στο Αφγανιστάν, από όσο ορισμένα σημερινά μέλη. Αμφότερες έχουν επίσης, ως θύματα της ρωσικής στρατιωτικής επιθετικότητας, εκτενή εμπειρία μάχης με τις ρωσικές δυνάμεις και τους πληρεξουσίους τους, κάτι που θα μπορούσε να δώσει στο ΝΑΤΟ χρήσιμα διδάγματα.

Το κλείσιμο της πόρτας του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία και την Γεωργία -ενώ πολλά ρωσικά όπλα είναι στραμμένα στην Ουκρανία- θα ήταν τρομερό λάθος, τιμωρώντας δύο χώρες που έχουν ήδη υποφέρει χάρη στον Πούτιν, ενώ θα ανταμείψει τον Ρώσο ηγέτη για την επιθετικότητά του [8]. Καμία από τις δύο [χώρες] μπορεί να μην ενταχθεί άμεσα στην συμμαχία, αλλά το να διατηρηθεί ζωντανή η πιθανότητα σηματοδοτεί ότι το ΝΑΤΟ δεν αναγνωρίζει την αξίωση του Πούτιν για μια σφαίρα επιρροής. Αντί να επισημαίνει πόσο μακρινές είναι οι ελπίδες της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, η κυβέρνηση Μπάιντεν [9] πρέπει να ακολουθήσει μια πολύ διαφορετική προσέγγιση: να επαναλάβει την παραδοσιακή πολιτική των ανοιχτών θυρών˙ να επισημάνει ότι μια δημοκρατική Ρωσία θα ήταν ένα δυνητικό μέλος˙ να κάνει δηλώσεις που αντιμετωπίζουν τις ανησυχίες της Σουηδίας και της Φινλανδίας σχετικά με το εάν η πόρτα παραμένει ανοιχτή γι' αυτές˙ και να επιμείνει ότι η Ρωσία πρέπει να τηρήσει τις υπάρχουσες διεθνείς υποχρεώσεις της, πριν διαπραγματευτεί οποιαδήποτε πρόσθετα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ή περιορισμούς των συμβατικών δυνάμεων.

Η αποτυχία να παραμείνει ανοιχτή η πόρτα του ΝΑΤΟ απλώς θα ενθαρρύνει τον Πούτιν να εμπλακεί σε περισσότερες αρπαγές εδαφών, με την υπόθεση ότι μπορεί να σκοτώσει τις πιθανότητες των επίδοξων για ένταξη χωρών, δημιουργώντας εδαφικές διαφορές. Το ΝΑΤΟ πρέπει να αποδείξει ότι ο Πούτιν κάνει λάθος, επαναβεβαιώνοντας ότι δεν έχει βέτο για την ένταξη στο ΝΑΤΟ και ότι η επιθετικότητα θα σκληρύνει την αποφασιστικότητα της συμμαχίας [10] να τηρήσει τις δεσμεύσεις της και να κάνει πιο πιθανό αυτό ακριβώς που ισχυρίζεται ότι φοβάται.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.nato.int/cps/en/natolive/official_texts_17120.htm
[2] https://www.osce.org/mc/17502
[3] https://www.foreignaffairs.gr/articles/73535/michael-kimmage/einai-kairo...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2021-04-01/vladimir-p...
[5] http://en.kremlin.ru/events/president/transcripts/24034
[6] https://www.nytimes.com/1993/10/02/world/yeltsin-opposes-expansion-of-na...
[7] https://kyivindependent.com/opinion/timothy-ash-putin-is-preparing-for-war/
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2021-06-14/how-biden-...
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-01-23/why-ame...
[10] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2020-06-09/pi...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-01-31/keep-natos-do...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition