Ο ενεργειακός «άξονας» Ρωσίας-Γερμανίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ενεργειακός «άξονας» Ρωσίας-Γερμανίας

Μισός αιώνας στρατηγικής σχέσης*
Περίληψη: 

Ο ρωσογερμανικός ενεργειακός «άξονας» παραμένει μεν ισχυρός, αλλά πλέον η όλη σχέση τους έχει καταστεί «πιο ευμετάβλητη και απρόβλεπτη» σε σχέση με την περίοδο περίπου 1970-2000, όταν και ο ρυθμιστικός ρόλος της ΕΕ ήταν μειωμένος και η ίδια η Γερμανία δεν είχε ακόμη δρομολογήσει την υπερ-φιλόδοξη Energiewende.

Ο ΔΡ ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΙΤΑΡΑΣ είναι στρατηγικός αναλυτής επί θεμάτων άμυνας, ενέργειας και διεθνούς οικονομίας, και επισκέπτης καθηγητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Ενέργεια: στρατηγική, δίκαιο και οικονομία» του ΠΑ.ΠΕΙ. Όλες οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν είναι αυστηρά προσωπικές.

Σε παλαιότερη μελέτη μας είχαμε προσπαθήσει να εκθέσουμε, συνοπτικά, την φύση των διεθνών ενεργειακών σχέσεων, με έμφαση στην πλέον σταθερή εξ αυτών: την εξαγωγή φυσικού αερίου και δη μέσω αγωγών. Και είχαμε καταλήξει στην διαπίστωση ότι «διεθνείς συνεργασίες ενεργειακής φύσεως στηριζόμενες πρωτίστως σε πολιτικά ή συναφή, άσχετα με την αγορά, κριτήρια είναι καταδικασμένες: Δεν θα τελεσφορήσουν, εάν δεν διαθέτουν στέρεες βάσεις βιωσιμότητας. Η πολιτική διάσταση -ιδίως η διάσταση ασφάλειας- των διεθνών ενεργειακών συμφωνιών είναι μεν υπαρκτή, αλλά δεν θα πρέπει να υπερτονίζεται…» [1]. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει πως ορισμένες ενεργειακές συνεργασίες δεν προέκυψαν και από την επιθυμία ενίσχυσης της διεθνούς ασφάλειας, π.χ. από την ανάγκη οικοδόμησης μιας σχέσης αλληλεξάρτησης (βλ. παρακάτω). Όμως η μεγέθυνση και μακροημέρευσή τους δεν μπορεί να συντελεστεί, εφόσον δεν επιβεβαιώνεται στην πράξη και η εμπορική τους βιωσιμότητα, με βάση τον αδήριτο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης.

13022022-1.jpg

Ειδικοί πραγματοποιούν μια σύνδεση το σωλήνα καθώς ολοκληρώνουν την κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 επί της φορτηγίδας Fortuna στην Βαλτική Θάλασσα, στις 8 Σεπτεμβρίου 2021. Nord Stream 2/Handout via REUTERS
---------------------------------------------------------

Η σημαντικότερη διεθνής ενεργειακή συνεργασία, από την άποψη των ποσοτήτων φυσικού αερίου οι οποίες έχουν μεταφερθεί μέχρι τώρα, είναι μεταξύ της Γερμανίας (Δυτικής Γερμανίας έως τον Οκτώβριο του 1990) με την Ρωσία (έως τον Δεκέμβριο του 1991, Σοβιετική Ένωση). Ανάγεται στην πρώτη σύμβαση προμήθειας αερίου (1970), ένα θρίαμβο τόσο της διπλωματίας, όσο και της οικονομίας. Η σχέση αυτή αποδείχτηκε επί μισό αιώνα τόσο στενή, παρά τις κατά καιρούς διαμαρτυρίες τρίτων, ώστε να μην αποτελεί υπερβολή η φράση περί σύμπηξης ενεργειακού «άξονα». Η πρόσφατη ολοκλήρωση του αγωγού Nord Stream 2 δεν μπορεί να ειδωθεί αυτοτελώς: είναι άλλη μια ψηφίδα σε αυτή την συνεργασία. Το δοκίμιο αυτό εκθέτει τόσο την ιστορία όσο και την λογική της προσέγγισης, ενώ για περαιτέρω εμβάθυνση η μονογραφία «Κόκκινο Αέριο» ενός Σουηδού καθηγητή (2013) παραμένει αξεπέραστη [2]. Τέλος, θα επιχειρήσουμε να θίξουμε και τις μελλοντικές προοπτικές της, με δεδομένη την γερμανική Energiewende («ενεργειακή μετάβαση»), η οποία αποσκοπεί να μειώσει πολύ τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου έως το 2050.

ΑΥΣΤΡΙΑ, ΒΑΥΑΡΙΑ, ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΑ… RUHRGAS (1970)

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 η αχανής ΕΣΣΔ, η οποία ούτως ή άλλως διέθετε τα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου στον κόσμο, απέκτησε πλεονάζουσα παραγωγή και αισθάνθηκε έτοιμη να προβεί σε εξαγωγές προς Ευρώπη. Μέχρι τότε, προείχε η ανάπτυξη του εσωτερικού δικτύου μεταφοράς και διανομής, η οποία, σημειωτέον, ήταν στρατηγικής σημασίας για την συνοχή του μεγαλύτερου κράτους στον κόσμο: ειδικότερα, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη του Κομμουνιστικού Κόμματος ΕΣΣΔ, οι αγωγοί φυσικού αερίου -και πετρελαίου- δεν ήταν απλά μέσα διαμετακόμισης ενέργειας: δρούσαν και ως «σταθεροποιητικοί αρμοί» της ίδιας της Ένωσης, δημιουργώντας σχέσεις αλληλεξάρτησης ανάμεσα στις 15 Δημοκρατίες, εξ ου και τα πομπώδη ονόματά τους όπως «Ένωση», «Φιλία», «Αδελφότητα» κλπ. Το 1965, συστάθηκε αυτοτελές Υπουργείο Βιομηχανίας Φυσικού Αερίου, ως μετεξέλιξη της πρώην κρατικής υπηρεσίας Glavgaz. Πρώτος επικεφαλής του, όπως και της Glavgaz από συστάσεώς της, ήταν ο Αλεξέι Κορτούνωφ (1906-1973). Ο εξαγωγικός βραχίονας του Υπουργείου ονομαζόταν Soyuzneftexport και αυτονόητοι πελάτες στην Ευρώπη ήταν καταρχήν οι κομμουνιστικές χώρες-δορυφόροι της COMECON, με το πρώτο συμβόλαιο εξαγωγής αερίου να υπογράφεται με την Τσεχοσλοβακία το Δεκέμβριο του 1964.

Οι εξαγωγές προς την καπιταλιστική Δύση ήταν ακόμη μεγαλύτερο δέλεαρ, καθώς για την οικονομία της ΕΣΣΔ -όπως και σήμερα για εκείνη της Ρωσίας- η ανάγκη εξασφάλισης σκληρού νόμισματος (ξένου συναλλάγματος), μέσω των εξαγωγών υδρογονανθράκων, ήταν τεράστια [3]. Η πρώτη αγορά-στόχος του Κορτούνωφ ήταν η ουδέτερη πολιτικά Αυστρία, όπου η κρατική εταιρεία OMV επεδίωκε από πολλά χρόνια να αναπτύξει έναν περιφερειακό «κόμβο» εμπορίας και διανομής αερίου (gas trading hub) για όλη την Κεντρική Ευρώπη στο Μπαουμγκάρτεν. Το ιστορικό συμβόλαιο προμήθειας σοβιετικού αερίου υπεγράφη στην Βιέννη την 1/6/1968 και αφορούσε μικρή ποσότητα, η οποία θα αυξανόταν σταδιακά στο μέλλον. Μόλις τρεις μήνες αργότερα, την 1/9/1968, εγκαινιάστηκε ο διασυνδετήριος αγωγός Τσεχοσλοβακίας-Αυστρίας κι έτσι το πρώτο «κόκκινο» αέριο έφτασε στην Δύση. Σήμερα, η σχετικά μικρή Αυστρία εισάγει, τόσο για ίδια κατανάλωση όσο και για επανεξαγωγή σε τρίτες χώρες μέσω Μπαουμγκάρτεν, 16,3 δισ. κ.μ. ρωσικού αερίου ετησίως (στοιχεία 2019), υπολειπόμενη μόνο της Γερμανίας (57 δισ. κ.μ.) και της Ιταλίας (22 δισ. κ.μ.).