Ο ενεργειακός «άξονας» Ρωσίας-Γερμανίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο ενεργειακός «άξονας» Ρωσίας-Γερμανίας

Μισός αιώνας στρατηγικής σχέσης*

Για την Δυτική Γερμανία της εποχής, η στροφή προς την Ανατολή δεν ήταν αυτονόητη απόφαση, καθώς οι πολιτικές σχέσεις της με την Σοβιετική Ένωση παρέμεναν εξαιρετικά τεταμένες μέχρι και την δεκαετία του 1960, με επίκεντρο το αμφισβητούμενο καθεστώς του Δ. Βερολίνου. Επιπλέον, η χώρα βασιζόταν στον εγχωρίως παραγόμενο άνθρακα (55%), η δε διείσδυση του φυσικού αερίου στο «ενεργειακό μείγμα» ήταν ακόμη πολύ μικρή (μόλις 2% το 1965). Εντούτοις, οι δυνάμεις της αγοράς στο πλούσιο κρατίδιο της Βαυαρίας άρχισαν «να καλοβλέπουν» προς την ΕΣΣΔ ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, παράλληλα με τους Αυστριακούς τους γείτονες. Ένθερμος υποστηρικτής τους αποδείχτηκε ο Βαυαρός Υπουργός Οικονομικών-Μεταφορών, Όττο Σεντλ, γνωστός θιασώτης και της ενεργειακής ασφάλειας και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας στον δευτερογενή τομέα, εκείνο της μεταποίησης. Για τον Σεντλ, ο οποίος διατηρούσε σχέσεις με βιομηχανίες όπως η BMW, η Audi κλπ, το φυσικό αέριο έμοιαζε ως το ιδανικό καύσιμο και, επιπλέον, ήταν πιο «καθαρό» περιβαλλοντικά από τον γαιάνθρακα. Αυτή η τελευταία μορφή ενέργειας είχε ένα ακόμη μειονέκτημα: παραγόταν στον γερμανικό Βορρά, με την οποία η βαυαρική βιομηχανία τελούσε σε «εσωτερικό» ανταγωνισμό [4]. Ευθύς, λοιπόν, μόλις πληροφορήθηκε τις διαπραγματεύσεις των Αυστριακών με τους Σοβιετικούς, ο Σεντλ εξέφρασε ενδιαφέρον για την σύναψη ενός κοινού συμβολαίου για όγκο 5 δισ. κ.μ. ετησίως με την ΕΣΣΔ, στην βάση του οποίου η μεν Βαυαρία θα εισήγαγε ετησίως 3 δισ. κ.μ., η δε Αυστρία 2 δισ. κ.μ.

Όμως ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις στο τέλος του 1966 τον πρόλαβαν: Σε ένα ευρύτερο, Ομοσπονδιακό πλαίσιο, ήταν δύσκολη οποιαδήποτε συνεργασία με την «Αρκούδα», όσο Καγκελάριος παρέμενε ο διάδοχος του Αντενάουερ και έντονα αντισοβιετικός, Λούντβιχ Έρχαρτ. Τον Οκτώβριο του 1966, όμως, η κυβέρνηση Έρχαρτ ανετράπη και στο πλαίσιο του «Μεγάλου Συνασπισμού» που ακολούθησε από 1/12/1966 το Υπουργείο Εξωτερικών ανατέθηκε στον Σοσιαλιστή Βίλυ Μπραντ. Ήδη από τότε ο Μπραντ, ο οποίος αργότερα θα γινόταν και καγκελάριος, επεξεργαζόταν τα σπέρματα της περίφημης «Νέας Ανατολικής Πολιτικής» (“Neue Ostpolitik”): αυτή εστίαζε στην προσέγγιση με την Σοβιετική Ένωση και το Ανατολικό Μπλοκ [5]. Ήταν επίσης περιβαλλοντικά ευαίσθητος και είχε από παλιά υποσχεθεί «γαλάζιους ουρανούς πάνω από την Ρηνανία» (δηλαδή χωρίς άνθρακα). Το Δεκέμβριο του 1966, υποβλήθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών του Μπραντ η περίφημη Έκθεση Σλίκερ. Εκεί ο Βίλυ Σλίκερ, εμβληματικός βιομήχανος από τον πανίσχυρο κλάδο του χάλυβα, υποστήριζε ότι το σοβιετικό αέριο θα ήταν φθηνότερο από το υφιστάμενο ολλανδικό αέριο. Επίσης, τους αποκάλυψε τις προθέσεις των Βαυαρών για εισαγωγή αερίου από την ΕΣΣΔ.

Ο Μπραντ και ο σύμβουλός του Ε. Μπαρ ήταν θετικοί στην προοπτική συνεργασίας με τους Σοβιετικούς, όμως δεν ήταν μόνοι τους στην κυβέρνηση. Έτσι, η Έκθεση Σλίκερ προωθήθηκε στο Υπουργείο Οικονομίας, υπεύθυνο και για θέματα ενέργειας, όπου «έπεσε στο τραπέζι» η ιδέα ενός συνδυασμού εισαγωγών αερίου με εξαγωγές γερμανικών ατσαλωλήνων για αγωγούς. Οι ενστάσεις εντός της γερμανικής γραφειοκρατίας ήταν αρκετές, από την ανάγκη προστασίας του εγχώριου άνθρακα (ισχυρό λόμπι την εποχή εκείνη στην Βόννη) μέχρι λόγοι εθνικής ασφαλείας. Τον Ιούνιο του 1967, ο Κορτούνωφ, έχοντας πληροφορηθεί από τις πηγές του την σχετική συζήτηση στην Βόννη, απέστειλε στο Αμβούργο (που φιλοξενούσε διεθνές συνέδριο για το φυσικό αέριο) μια αποστολή 32 ειδικών, με επικεφαλής τον Υφυπουργό Α. Σορόκιν. Εκεί ο Σορόκιν είδε σημαντικούς παράγοντες του κλάδου και στην συνέχεια πραγματοποίησε περιοδεία σε αρκετά βιομηχανικά κέντρα της Δυτικής Γερμανίας. Οι Σοβιετικοί εντυπωσιάστηκαν από το τεχνολογικό επίπεδο της γερμανικής σωληνουργίας στην Ρουρ, της οποίας τα στελέχη τούς είπαν ότι μπορούσαν να τους προμηθεύσουν με 200.000 τόννους σωλήνων ετησίως. Στο Μόναχο συνομίλησαν με τον Σεντλ και του γνώρισαν την ετοιμότητά τους να προμηθεύσουν με αέριο την Βαυαρία. Η επίσκεψη Σορόκιν, σε συνδυασμό με την πρόοδο που σημειώθηκε την ίδια εποχή στην υπόθεση της OMV, μετέβαλαν το κλίμα υπέρ της συνεργασίας.

Ακολούθησαν 2,5 χρόνια επίπονων διαπραγματεύσεων σε όλα τα επίπεδα (εταιρικό, κρατιδιακό, ομοσπονδιακό) μέχρι τελικά να υπογραφεί το συμβόλαιο προμήθειας «κόκκινου» αερίου από την εταιρεία Ruhrgas. Σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση της συμφωνίας με την Soyuzneftexport διαδραμάτισαν οι χειρισμοί του επικεφαλής (CEO) της Ruhrgas, Χέρμπερτ Σέλμπεργκερ. Αυτός παρέκαμψε τους Βαυαρούς από την τελική φάση των συνομιλιών, προς μεγάλη απογοήτευση του Σεντλ. Στο καθαρά εμπορικό σκέλος της συμφωνίας τα δύο κύρια σημεία τριβής ήταν η τιμή -που θα έπρεπε να είναι μικρότερη της ολλανδικής- και η ποσότητα. Και το πολιτικό τοπίο στο μεταξύ είχε καταστεί ευμενέστερο, καθώς στις 21/10/1969 ο Βίλυ Μπραντ ορκίστηκε καγκελάριος, με την στήριξη και των Φιλελεύθερων και έκανε πράξη τη «Neue Ostpolitik». Τα τελευταία προσκόμματα προήλθαν από τις δύο αμερικανικών συμφερόντων εταιρείες Esso και Shell, οι οποίες κατείχαν μαζί μετοχικό μερίδιο 25% επί της Ruhrgas. Ανώτατα στελέχη των Esso και Shell μετέβησαν στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας για άσκηση πιέσεων εναντίον της συμφωνίας με την ΕΣΣΔ, όπου και έλαβαν την απάντηση ότι αυτή θα προχωρούσε σε κάθε περίπτωση «για πολιτικούς λόγους» (το οικονομικό σκέλος ήταν αυτονόητο). Τελικά, την 1η Φεβρουαρίου 1970 υπογράφτηκε στην Έσση η ιστορική συμφωνία, η οποία προέβλεπε την εισαγωγή 3 δισ. κ.μ. σοβιετικού φυσικού αερίου ετησίως από την Ruhrgas, με έναρξη παραδόσεων 1/10/1973. Η επιθυμία του Μπραντ ήταν για 5 - 6 δισ. κ.μ. ετησίως, αλλά στην φάση εκείνη η εν λόγω ποσότητα δεν κατέστη δυνατόν να επιτευχθεί.