Η ουκρανική κρίση της Κίνας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ουκρανική κρίση της Κίνας

Τι κερδίζει –και τι χάνει- ο Σι υποστηρίζοντας τον Πούτιν
Περίληψη: 

Εάν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία, το Πεκίνο θα μπορούσε να ρίξει μια σανίδα σωτηρίας στη Μόσχα: οικονομική ανακούφιση για να μετριάσει τις επιπτώσεις των κυρώσεων των ΗΠΑ. Αλλά κάτι τέτοιο θα έβλαπτε τις κινεζικές σχέσεις με την Ευρώπη, θα προκαλούσε σοβαρές επιπτώσεις από την Ουάσιγκτον, και θα οδηγούσε παραδοσιακά αδέσμευτες χώρες όπως η Ινδία περαιτέρω στην αγκαλιά της Δύσης.

O JUDE BLANCHETTE είναι πρόεδρος της έδρας Κινεζικών Σπουδών Freeman στο Center for Strategic and International Studies.
Η BONNY LIN είναι διευθύντρια του China Power Project και ανώτερη συνεργάτις για θέματα Ασιατικής Ασφάλειας στο Center for Strategic and International Studies.

Η κρίση στην Ουκρανία είναι κατά κύριο λόγο μια αντιπαράθεση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης, αλλά παραδίπλα, ένας άλλος παίκτης στέκεται αμήχανα: η Κίνα. Το Πεκίνο έχει προσπαθήσει να βαδίσει σε μια λεπτή γραμμή για την Ουκρανία. Από τη μια πλευρά, έχει πάρει το μέρος της Ρωσίας, αποδίδοντας την πρόκληση της κρίσης στην επέκταση του ΝΑΤΟ και ισχυριζόμενο ότι οι προβλέψεις των ΗΠΑ για μια επικείμενη εισβολή την επιδεινώνουν. Από την άλλη πλευρά, ειδικά καθώς ο κίνδυνος στρατιωτικής σύγκρουσης έχει αυξηθεί, έχει κάνει έκκληση για διπλωματία αντί για πόλεμο.

22022022-1.jpg

O Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, και ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, στη Μόσχα, τον Φεβρουάριο του 2022. EvgeniaNovozhenina / Reuters
------------------------------------------

Εάν γινόταν ό,τι θέλει το Πεκίνο, θα διατηρούσε ισχυρούς δεσμούς με τη Μόσχα, θα διασφάλιζε την εμπορική του σχέση με την Ουκρανία, θα κρατούσε την ΕΕ στην οικονομική της σφαίρα, και θα απέφευγε τις παράπλευρες συνέπειες από τις κυρώσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ στη Μόσχα -όλα αυτά, ενώ θα απέτρεπε μια σημαντική επιδείνωση των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η διασφάλιση οποιουδήποτε από αυτούς τους στόχους μπορεί κάλλιστα να είναι πιθανή. Η επίτευξη όλων τους δεν είναι.

Εάν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία, το Πεκίνο θα μπορούσε να ρίξει μια σανίδα σωτηρίας στη Μόσχα: οικονομική ανακούφιση για να μετριάσει τις επιπτώσεις των κυρώσεων των ΗΠΑ. Αλλά κάτι τέτοιο θα έβλαπτε τις κινεζικές σχέσεις με την Ευρώπη, θα προκαλούσε σοβαρές επιπτώσεις από την Ουάσιγκτον, και θα οδηγούσε παραδοσιακά αδέσμευτες χώρες όπως η Ινδία περαιτέρω στην αγκαλιά της Δύσης. Αν το Πεκίνο σνομπάρει τη Μόσχα, αντίθετα, μπορεί να αποδυναμώσει την στενότερη στρατηγική συνεργασία του, σε μια στιγμή που, δεδομένης της επιδεινούμενης [κατάστασης] ασφαλείας στην Ασία, έχει περισσότερο ανάγκη την εξωτερική βοήθεια.

Η κρίση στην Ουκρανία αποκαλύπτει τα όρια [1] της εξωτερικής πολιτικής του Κινέζου προέδρου, Σι Τζινπίνγκ. Οι παγκόσμιες φιλοδοξίες του Πεκίνου συγκρούονται τώρα με την επιθυμία του να παραμείνει επιλεκτικά διφορούμενο και απόμακρο. Μολονότι οι Κινέζοι ηγέτες μπορεί να μην το παραδέχονται, η στενότερη ευθυγράμμιση της χώρας τους με τη Ρωσία είναι κάθε άλλο παρά συνετή. Τα πλεονεκτήματα αυτής της κίνησης είναι θεωρητικά και μακροπρόθεσμα: η Ρωσία μπορεί κάποια μέρα να ανταποδώσει την χάρη, στηρίζοντας τις κινεζικές εδαφικές φιλοδοξίες ή συνεργαζόμενη για την αναθεώρηση των δομών της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Το κόστος για την ευρύτερη παγκόσμια στρατηγική της Κίνας, ωστόσο, είναι πραγματικό και άμεσο.

Ένας πιο στενός άξονας Πεκίνου-Μόσχας θα ενθάρρυνε περαιτέρω τους αντιπάλους της Κίνας [2] να αντισταθμίσουν εναντίον του, δίνοντάς τους περισσότερους λόγους να δημιουργήσουν στενότερους οικονομικούς και στρατιωτικούς δεσμούς για να αμυνθούν ενάντια στην κινεζική επιθετικότητα. Στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπου η γοητεία της τεράστιας αγοράς της Κίνας έχει παραδοσιακά αμβλύνει τις προσπάθειες να απωθηθεί η χώρα, το Πεκίνο αντιμετωπίζει ήδη ισχυρότερη πολιτική αντίσταση. Και στις Ηνωμένες Πολιτείες, το κλίμα για την Κίνα έχει γίνει ακόμη σκοτεινότερο. Εάν ξεσπάσει πόλεμος στην Ουκρανία, πολλοί Αμερικανοί πολιτικοί θα κατηγορήσουν το Πεκίνο ότι έχει αίμα στα χέρια του. Η Κίνα παίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι για την Ουκρανία, ένα [παιχνίδι] για το οποίο μπορεί να μετανιώσει.

ΜΙΑ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΗ ΚΡΙΣΗ

Αναμφίβολα, το Πεκίνο θα προτιμούσε να μην υπήρχε η τρέχουσα κρίση. Για αρχή, η Ουκρανία είναι από μόνη της ένας σημαντικός εμπορικός εταίρος για την Κίνα, με διμερείς εμπορικές ροές άνω των 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2020. Η χώρα είναι επίσης μια ζωτικής σημασίας πύλη προς την Ευρώπη και επίσημος εταίρος της Πρωτοβουλίας Ζώνη και Οδός (Belt and Road Initiative, BRI), του γεωπολιτικού εγχειρήματος-ναυαρχίδα του Σι. Τον περασμένο μήνα, ο Σι απηύθυνε χαιρετισμούς στον Ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, σημειώνοντας: «Από την σύναψη διπλωματικών δεσμών πριν από 30 χρόνια και μετά, οι σχέσεις Κίνας-Ουκρανίας έχουν πάντα διατηρήσει μια υγιή και σταθερή αναπτυξιακή δυναμική». Ιδιωτικά, Κινέζοι εμπειρογνώμονες θλίβονται που το Πεκίνο, ανήσυχο μήπως προσβάλει τη Μόσχα [3], δεν κάνει περισσότερα για να υποστηρίξει έναν σημαντικό εταίρο στην Πρωτοβουλία Ζώνη και Οδός.

Το Πεκίνο επίσης δεν έχει καμία επιθυμία να υποστηρίξει δημόσια μια ρωσική αρπαγή εδάφους, δεδομένων των εδραιωμένων ανησυχιών του ότι άλλοι μπορεί να χρησιμοποιήσουν παρόμοια λογική για να υπονομεύσουν την κινεζική εδαφική κυριαρχία. Φυσικά, η Κίνα δεν είναι σε καμία περίπτωση ένας αξιόπιστος αντίπαλος του εδαφικού αναθεωρητισμού˙ μην κοιτάξετε πιο πέρα από τις ενέργειές της στις Θάλασσες της Ανατολικής Κίνας και της Νότιας Κίνας, την συμπεριφορά της στα σύνορα με την Ινδία, και την όρεξή της για την Ταϊβάν. Αυτό στο οποίο ενίσταται, ωστόσο, είναι ο αναθεωρητισμός που αναλαμβάνουν άλλες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας. Μέχρι σήμερα δεν έχει αναγνωρίσει την προσάρτηση της Κριμαίας [που έγινε] το 2014.