Η ουκρανική κρίση της Κίνας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ουκρανική κρίση της Κίνας

Τι κερδίζει –και τι χάνει- ο Σι υποστηρίζοντας τον Πούτιν

Η κρίση στην Ουκρανία είναι κατά κύριο λόγο μια αντιπαράθεση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης, αλλά παραδίπλα, ένας άλλος παίκτης στέκεται αμήχανα: η Κίνα. Το Πεκίνο έχει προσπαθήσει να βαδίσει σε μια λεπτή γραμμή για την Ουκρανία. Από τη μια πλευρά, έχει πάρει το μέρος της Ρωσίας, αποδίδοντας την πρόκληση της κρίσης στην επέκταση του ΝΑΤΟ και ισχυριζόμενο ότι οι προβλέψεις των ΗΠΑ για μια επικείμενη εισβολή την επιδεινώνουν. Από την άλλη πλευρά, ειδικά καθώς ο κίνδυνος στρατιωτικής σύγκρουσης έχει αυξηθεί, έχει κάνει έκκληση για διπλωματία αντί για πόλεμο.

22022022-1.jpg

O Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, και ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, στη Μόσχα, τον Φεβρουάριο του 2022. EvgeniaNovozhenina / Reuters
------------------------------------------

Εάν γινόταν ό,τι θέλει το Πεκίνο, θα διατηρούσε ισχυρούς δεσμούς με τη Μόσχα, θα διασφάλιζε την εμπορική του σχέση με την Ουκρανία, θα κρατούσε την ΕΕ στην οικονομική της σφαίρα, και θα απέφευγε τις παράπλευρες συνέπειες από τις κυρώσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ στη Μόσχα -όλα αυτά, ενώ θα απέτρεπε μια σημαντική επιδείνωση των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η διασφάλιση οποιουδήποτε από αυτούς τους στόχους μπορεί κάλλιστα να είναι πιθανή. Η επίτευξη όλων τους δεν είναι.

Εάν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία, το Πεκίνο θα μπορούσε να ρίξει μια σανίδα σωτηρίας στη Μόσχα: οικονομική ανακούφιση για να μετριάσει τις επιπτώσεις των κυρώσεων των ΗΠΑ. Αλλά κάτι τέτοιο θα έβλαπτε τις κινεζικές σχέσεις με την Ευρώπη, θα προκαλούσε σοβαρές επιπτώσεις από την Ουάσιγκτον, και θα οδηγούσε παραδοσιακά αδέσμευτες χώρες όπως η Ινδία περαιτέρω στην αγκαλιά της Δύσης. Αν το Πεκίνο σνομπάρει τη Μόσχα, αντίθετα, μπορεί να αποδυναμώσει την στενότερη στρατηγική συνεργασία του, σε μια στιγμή που, δεδομένης της επιδεινούμενης [κατάστασης] ασφαλείας στην Ασία, έχει περισσότερο ανάγκη την εξωτερική βοήθεια.

Η κρίση στην Ουκρανία αποκαλύπτει τα όρια [1] της εξωτερικής πολιτικής του Κινέζου προέδρου, Σι Τζινπίνγκ. Οι παγκόσμιες φιλοδοξίες του Πεκίνου συγκρούονται τώρα με την επιθυμία του να παραμείνει επιλεκτικά διφορούμενο και απόμακρο. Μολονότι οι Κινέζοι ηγέτες μπορεί να μην το παραδέχονται, η στενότερη ευθυγράμμιση της χώρας τους με τη Ρωσία είναι κάθε άλλο παρά συνετή. Τα πλεονεκτήματα αυτής της κίνησης είναι θεωρητικά και μακροπρόθεσμα: η Ρωσία μπορεί κάποια μέρα να ανταποδώσει την χάρη, στηρίζοντας τις κινεζικές εδαφικές φιλοδοξίες ή συνεργαζόμενη για την αναθεώρηση των δομών της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Το κόστος για την ευρύτερη παγκόσμια στρατηγική της Κίνας, ωστόσο, είναι πραγματικό και άμεσο.

Ένας πιο στενός άξονας Πεκίνου-Μόσχας θα ενθάρρυνε περαιτέρω τους αντιπάλους της Κίνας [2] να αντισταθμίσουν εναντίον του, δίνοντάς τους περισσότερους λόγους να δημιουργήσουν στενότερους οικονομικούς και στρατιωτικούς δεσμούς για να αμυνθούν ενάντια στην κινεζική επιθετικότητα. Στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπου η γοητεία της τεράστιας αγοράς της Κίνας έχει παραδοσιακά αμβλύνει τις προσπάθειες να απωθηθεί η χώρα, το Πεκίνο αντιμετωπίζει ήδη ισχυρότερη πολιτική αντίσταση. Και στις Ηνωμένες Πολιτείες, το κλίμα για την Κίνα έχει γίνει ακόμη σκοτεινότερο. Εάν ξεσπάσει πόλεμος στην Ουκρανία, πολλοί Αμερικανοί πολιτικοί θα κατηγορήσουν το Πεκίνο ότι έχει αίμα στα χέρια του. Η Κίνα παίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι για την Ουκρανία, ένα [παιχνίδι] για το οποίο μπορεί να μετανιώσει.

ΜΙΑ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΗ ΚΡΙΣΗ

Αναμφίβολα, το Πεκίνο θα προτιμούσε να μην υπήρχε η τρέχουσα κρίση. Για αρχή, η Ουκρανία είναι από μόνη της ένας σημαντικός εμπορικός εταίρος για την Κίνα, με διμερείς εμπορικές ροές άνω των 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2020. Η χώρα είναι επίσης μια ζωτικής σημασίας πύλη προς την Ευρώπη και επίσημος εταίρος της Πρωτοβουλίας Ζώνη και Οδός (Belt and Road Initiative, BRI), του γεωπολιτικού εγχειρήματος-ναυαρχίδα του Σι. Τον περασμένο μήνα, ο Σι απηύθυνε χαιρετισμούς στον Ουκρανό πρόεδρο, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, σημειώνοντας: «Από την σύναψη διπλωματικών δεσμών πριν από 30 χρόνια και μετά, οι σχέσεις Κίνας-Ουκρανίας έχουν πάντα διατηρήσει μια υγιή και σταθερή αναπτυξιακή δυναμική». Ιδιωτικά, Κινέζοι εμπειρογνώμονες θλίβονται που το Πεκίνο, ανήσυχο μήπως προσβάλει τη Μόσχα [3], δεν κάνει περισσότερα για να υποστηρίξει έναν σημαντικό εταίρο στην Πρωτοβουλία Ζώνη και Οδός.

Το Πεκίνο επίσης δεν έχει καμία επιθυμία να υποστηρίξει δημόσια μια ρωσική αρπαγή εδάφους, δεδομένων των εδραιωμένων ανησυχιών του ότι άλλοι μπορεί να χρησιμοποιήσουν παρόμοια λογική για να υπονομεύσουν την κινεζική εδαφική κυριαρχία. Φυσικά, η Κίνα δεν είναι σε καμία περίπτωση ένας αξιόπιστος αντίπαλος του εδαφικού αναθεωρητισμού˙ μην κοιτάξετε πιο πέρα από τις ενέργειές της στις Θάλασσες της Ανατολικής Κίνας και της Νότιας Κίνας, την συμπεριφορά της στα σύνορα με την Ινδία, και την όρεξή της για την Ταϊβάν. Αυτό στο οποίο ενίσταται, ωστόσο, είναι ο αναθεωρητισμός που αναλαμβάνουν άλλες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας. Μέχρι σήμερα δεν έχει αναγνωρίσει την προσάρτηση της Κριμαίας [που έγινε] το 2014.

Οι ηγέτες της Κίνας γνωρίζουν σίγουρα ότι οποιαδήποτε υποστήριξη στην Ρωσία έναντι της Ουκρανίας θα επιδείνωνε τις σχέσεις με την ΕΕ και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Κινέζοι στρατηγιστές θεωρούν την Ρωσία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, και την Ευρώπη ως τους πιο σημαντικούς καθοριστικούς παράγοντες της παγκόσμιας ισορροπίας δυνάμεων. Εδώ και καιρό έχουν θεωρήσει τα όνειρα της Ευρώπης για έναν πολυπολικό κόσμο ως ευθυγραμμισμένα με τα δικά τους. Με το να ενισχύσει την ρήξη μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης, μια ρωσική εισβολή στην Ουκρανία θα διακινδύνευε, συνεπώς, να χωρίσει τις πιο σημαντικές δυνάμεις σε δύο μπλοκ –η Ρωσία και η Κίνα στη μια πλευρά και οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη στην άλλη- επαναδημιουργώντας τις διατάξεις ασφαλείας του Ψυχρού Πολέμου στις οποίες η Κίνα ισχυρίζεται ότι αντιτίθεται σθεναρά. Κάνοντας την κατάσταση χειρότερη, η Κίνα θα ευθυγραμμιστεί με την πιο αδύναμη από τις τρεις άλλες δυνάμεις.

Είναι εξαιρετικά απίθανο, λοιπόν, ο Σι να έδωσε στον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, το πράσινο φως για να εισβάλει, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι. Μέσω προσεκτικών διπλωματικών μηνυμάτων, το Πεκίνο έχει υποστηρίξει δημόσια την στάση της Μόσχας κατά της επέκτασης του ΝΑΤΟ, αλλά μολαταύτα τόνισε την ελπίδα του ότι μπορεί να βρεθεί μια διπλωματική λύση. Όπως είπε ο Σι σε τηλεφωνική συνομιλία με τον Γάλλο πρόεδρο, Εμμανουέλ Μακρόν, στις 16 Φεβρουαρίου, «όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη θα πρέπει να τηρήσουν την γενική κατεύθυνση της πολιτικής διευθέτησης, να κάνουν πλήρη χρήση των πολυμερών πλατφορμών… και να αναζητήσουν μια συνολική λύση στο ουκρανικό ζήτημα μέσω του διαλόγου και των διαβουλεύσεων». Τρεις ημέρες αργότερα, ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Wang Yi, επανέλαβε αυτό το μήνυμα, αποκαλώντας την Συμφωνία του Μινσκ, τα δύο Σύμφωνα που υπεγράφησαν το 2014 και το 2015, «την μόνη διέξοδο για το ουκρανικό ζήτημα». Επανέλαβε την υποστήριξη για «την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, και την εδαφική ακεραιότητα οποιασδήποτε χώρας» και σημείωσε ότι «η Ουκρανία δεν αποτελεί εξαίρεση».

ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΛΟ

Εδώ είναι που η θέση του Πεκίνου αρχίζει να γίνεται ασυνάρτητη. Διότι την ίδια στιγμή που κάνει έκκληση για αποκλιμάκωση των εντάσεων, τροφοδοτεί την επιθετικότητα της Μόσχας, υποστηρίζοντας δημοσίως τις απαιτήσεις της και εργαζόμενο για να μειώσει το κόστος της Δυτικής αποτροπής. Η αγορά περισσότερης ρωσικής ενέργειας από το Πεκίνο και η αυξημένη χρήση του κινεζικού ρενμίνμπι (αντί του αμερικανικού δολαρίου) για διμερείς συναλλαγές θα μπορούσαν να προστατεύσουν την Ρωσία από τις κυρώσεις των ΗΠΑ. Ο ισχυρισμός του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών ότι οι προειδοποιήσεις των ΗΠΑ για μια πιθανή ρωσική εισβολή είναι «ψευδείς πληροφορίες» υπονομεύει τις ταυτόχρονες εκκλήσεις του Πεκίνου για διάλογο, δεδομένου ότι αυτές οι προειδοποιήσεις είναι στην πραγματικότητα μια επείγουσα έκκληση για διπλωματία.

Σκόπιμα ή όχι, το Πεκίνο έχει παντρευτεί τον αναθεωρητισμό της Μόσχας. Σε μια αξιοσημείωτη κοινή δήλωση με τον Πούτιν που εκδόθηκε στις 4 Φεβρουαρίου, ο Σι όχι μόνο επιβεβαίωσε μια κοινή ιδεολογική κοσμοθεωρία μεταξύ των δύο αυταρχικών δυνάμεων, αλλά συνέδεσε επίσης την διεύρυνση του ΝΑΤΟ με την ανάγκη τους «να αντισταθούν στις προσπάθειες εξωτερικών δυνάμεων να υπονομεύσουν την ασφάλεια και την σταθερότητα στις κοινές γειτονικές περιοχές τους». Η Κίνα και η Ρωσία, δήλωσαν οι ηγέτες, «αντιτίθενται στην περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ και καλούν την Βορειοατλαντική Συμμαχία να εγκαταλείψει τις ιδεολογικοποιημένες ψυχροπολεμικές προσεγγίσεις της». Συνέχισαν: «Οι πλευρές αντιστέκονται στον σχηματισμό δομών κλειστών μπλοκ και αντίπαλων στρατοπέδων στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού και παραμένουν σε υψηλή επαγρύπνηση σχετικά με τον αρνητικό αντίκτυπο της στρατηγικής των Ηνωμένων Πολιτειών στον Ινδο-Ειρηνικό για την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιοχή».

Το να μπερδεύει τους ρωσικούς φόβους για το ΝΑΤΟ με τις κινεζικές ανησυχίες για την δραστηριότητα των ΗΠΑ στην Ασία μπορεί να έδωσε στον Σι ένα στιγμιαίο αίσθημα συντροφικότητας με τον Πούτιν, αλλά αυτό έχει ως τίμημα τις σχέσεις με την Δύση, η οποία αντέδρασε όπως θα μπορούσε κάποιος να προβλέψει. Όπως είπε στον Τύπο ο Γενς Στόλτενμπεργκ, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, στις 15 Φεβρουαρίου, «βασικά αυτό που βλέπουμε είναι ότι δύο αυταρχικές δυνάμεις, η Ρωσία και η Κίνα, δουλεύουν μαζί». Παρόλο που το Πεκίνο θλίβεται δημοσίως για τη νοοτροπία του Ψυχρού Πολέμου που θεωρεί ότι ωθεί την Δυτική πολιτική, η ολοένα και πιο εγκάρδια σχέση του με τη Μόσχα δεν μπορεί παρά να θυμίζει στους παρατηρητές την σινο-σοβιετική σχέση των αρχών της δεκαετίας του 1950.

Δεν είναι μόνο οι σχέσεις της Κίνας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη που θα πληγούν. Πράγματι, η υποστήριξή της στον ελιγμό του Πούτιν πυροδοτεί φόβους στην αυλή της. Ο Ιάπωνας πρωθυπουργός, Fumio Kishida, έχει δηλώσει: «Πρέπει να εξετάσουμε την πιθανότητα ότι εάν ανεχθούμε την χρήση βίας για να αλλάξει το status quo, αυτό θα έχει αντίκτυπο και στην Ασία» -ένας ελλειπτικός τρόπος για να υποδηλώσει ότι το Πεκίνο μπορεί να αισθανθεί ενθαρρυμένο από τον τυχοδιωκτισμό του Πούτιν. Ο υπουργός Άμυνας της Αυστραλίας, Peter Dutton, έχει προειδοποιήσει ότι μια ρωσική εισβολή θα ενθάρρυνε την Κίνα να εντείνει τον δικό της εξαναγκασμό επί της Ταϊβάν. Προς το παρόν, η Ινδία έχει προσπαθήσει να παραμείνει ουδέτερη, με τον T. S. Tirumurti, πρεσβευτή της στον ΟΗΕ, να κάνει έκκληση για «ήσυχη και εποικοδομητική διπλωματία». Αλλά δεδομένου του αυξανόμενου ανταγωνισμού μεταξύ της Ινδίας και της Κίνας, μια εισβολή στην Ουκρανία με την υποστήριξη της Κίνας σίγουρα θα ωθούσε το Νέο Δελχί ακόμα πιο μακριά από τη Μόσχα και προς την Αυστραλία, την Ιαπωνία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η ΑΠΟΨΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΚΙΝΟ

Δεδομένου του κόστους, γιατί η Κίνα επέλεξε να συμπαραταχθεί με την Ρωσία; Σίγουρα γνώριζε ότι η κίνηση θα επιδείνωνε τις εντάσεις με την Δύση και τις χώρες γύρω από την περιφέρειά της.

Είναι πιθανό πως ο Σι πιστεύει ειλικρινά ότι ο Πούτιν δεν θα εισβάλει στην Ουκρανία, το οποίο σημαίνει ότι η παροχή ρητορικής υποστήριξης δεν θα έχει κανένα κόστος. Ίσως ο Πούτιν έδωσε προσωπικές εγγυήσεις στον Σι ότι οι ενέργειές του είχαν απλώς σκοπό να φέρουν τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο Σι μπορεί επίσης να μην επικαιροποίησε τις απόψεις του με βάση τα όσα συμβαίνουν επί του πεδίου στην Ουκρανία. Η υποστήριξή του στην αντίθεση της Μόσχας στην επέκταση του ΝΑΤΟ φαίνεται να έχει ξεκινήσει τον Δεκέμβριο του 2021, σύμφωνα με τον ρωσικό καταλογισμό της εικονικής συνόδου κορυφής μεταξύ των δύο ηγετών. Τότε μια ρωσική εισβολή δεν φαινόταν πιθανή. Στους μήνες από τότε, ωστόσο, η εικόνα έχει αλλάξει —και η Κίνα ίσως να αισθάνεται εγκλωβισμένη σε μια θέση που δεν θα επέλεγε πλέον.

Είναι επίσης πιθανό ότι ο Σι πιστεύει πως εάν πραγματοποιηθεί μια εισβολή, αυτή θα βλάψει την Ρωσία, την Ευρώπη, και τις Ηνωμένες Πολιτείες περισσότερο από όσο θα βλάψει την Κίνα. Όσο η Κίνα απέχει από την παροχή οποιασδήποτε άμεσης στρατιωτικής βοήθειας στην Ρωσία, θα υποστεί, το πολύ, δευτερεύουσες κυρώσεις για την πολιτική και οικονομική της υποστήριξη. Απασχολημένες με την Ουκρανία και την Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη θα μετατοπίσουν το βλέμμα τους από την Ασία, δίνοντας στην Κίνα μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στην γειτονιά της. Εν ολίγοις, μολονότι μια σύγκρουση στην Ουκρανία θα ήταν κακή για όλους, η Κίνα μπορεί να εξέλθει καλύτερα από τους υπόλοιπους.

Αυτή είναι μια επικίνδυνη και υπερβολικά απλοϊκή γραμμή σκέψης. Οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία είναι υπερβολικά απρόβλεπτες για να δικαιολογήσουν το στοίχημα στην σύγκρουση. Επιπλέον, δεν υπάρχει λόγος να υποπτεύεται κάποιος ότι η Ουάσιγκτον θα πληγεί από έναν πόλεμο στην Ουκρανία. Παρόλο που οι αμερικανικές εκστρατείες στο Αφγανιστάν και το Ιράκ μπορεί να άνοιξαν ένα παράθυρο στρατηγικής ευκαιρίας για την Κίνα πριν από περισσότερο από μια δεκαετία, οι Κινέζοι θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η προσέγγιση της κυβέρνησης Μπάιντεν στην Ουκρανία έχει σχεδιαστεί ακριβώς για να αποφύγει να βαλτώσει σε μια σύγκρουση.

Ο πραγματικός οδηγός της κινεζικής σκέψης για την Ουκρανία πιθανώς έχει να κάνει με κάτι πιο μακροπρόθεσμο: την ελκυστικότητα μιας πιο εγκάρδιας συνεργασίας με την Ρωσία. Αυτό ο Σι το θεωρεί ως την καλύτερη απάντηση σε ένα ζοφερό περιβάλλον ασφαλείας, που χαρακτηρίζεται κυρίως από τις επιδεινούμενες σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες [4]. Παρά τα λόγια του Πεκίνου για την Δυτική παρακμή, η Κίνα θεωρεί ακόμη τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους αρκετά ισχυρούς ώστε οι τριβές μαζί τους να καθορίσουν την επόμενη δεκαετία. Θεωρεί την Ευρώπη ως κλίνουσα ολοένα και περισσότερο προς την κατεύθυνση της θέσης των ΗΠΑ και αισθάνεται τις αυξανόμενες εντάσεις με χώρες στην άμεση γειτονιά της, συμπεριλαμβανομένων της Αυστραλίας και της Ινδίας.

Οι σχέσεις με τη Μόσχα, από την άλλη πλευρά, βελτιώνονται σταθερά εδώ και περισσότερες από τρεις δεκαετίες, με μεγαλύτερη ευθυγράμμιση σε μια σειρά ζητημάτων, όπως η ιδεολογία, η ασφάλεια, ο κυβερνοχώρος, και η παγκόσμια διακυβέρνηση. Εντάσεις εξακολουθούν να υπάρχουν, ειδικά για το διευρυνόμενο χάσμα ισχύος μεταξύ των δύο εθνών. Αλλά οι δύο χώρες έχουν διαχειριστεί τις διαφορές τους αξιοσημείωτα καλά. Μια στενή σχέση μεταξύ του Σι και του Πούτιν [5], μια κοινή εχθρότητα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και ένα επικαλυπτόμενο (αν και όχι ταυτόσημο) ανελεύθερο όραμα για την παγκόσμια τάξη είναι πιθανώς επαρκή ώστε να τροφοδοτήσουν την σχέση τουλάχιστον για την επόμενη δεκαετία.

Χωρίς άλλες διαθέσιμες ηγέτιδες δυνάμεις, πέραν της Ρωσίας, ο Σι μπορεί να έχει βάλει ένα προμελετημένο στοίχημα ότι μια ισχυρή σχέση με τη Μόσχα θα ισοδυναμούσε με καθαρή ωφέλεια (net asset) για το Πεκίνο. Καθώς η Κίνα πιέζει [για] τις πολλές εδαφικές της διεκδικήσεις στην περιφέρειά της, στρέφεται προς την Ρωσία για να αντιμετωπίσει τις προσπάθειες για τον περιορισμό τους. Η Ρωσία μπορεί επίσης να προσφέρει μια κρίσιμη σανίδα σωτηρίας εάν υπάρξουν διεθνείς προσπάθειες να διαταραχθεί η ροή κρίσιμων αγαθών προς την Κίνα. Επίσης έχει υποστηρίξει την κινεζική θέση για την Ταϊβάν και σε περίπτωση πολέμου ΗΠΑ-Κίνας για το νησί, το Πεκίνο μπορεί να αναμένει ρωσική διπλωματική και οικονομική βοήθεια.

Η αυξανόμενη ευθυγράμμιση του Σι με τη Μόσχα παρουσιάζει ένα είδος αναπόφευκτου για την Κίνα. Καθώς ανταγωνίζεται την Δύση για την παγκόσμια τάξη, η Ρωσία γίνεται πιο ελκυστικός εταίρος ασφαλείας. Αλλά αναβαθμίζοντας την σχέση με την Ρωσία -και επιλέγοντας να το κάνει εν μέσω μιας κρίσης που προκλήθηκε από τον Πούτιν- το Πεκίνο προκαλεί μια αντίδραση την οποία δύσκολα μπορεί να αντέξει.

Σύνδεσμοι:
[1]https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-04-20/how-not-win-allies-and-influence-geopolitics
[2]https://www.foreignaffairs.com/articles/china/competition-with-china-without-catastrophe
[3]https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2022-02-07/how-break-cycle-conflict-russia
[4]https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-09-27/kremlins-strange-victory
[5]https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2021-06-14/how-biden-should-deal-putin

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2022-02-21/chinas-ukraine-...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition