Οι πόλεμοι του Κρεμλίνου με το φυσικό αέριο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Οι πόλεμοι του Κρεμλίνου με το φυσικό αέριο

Πώς μπορεί η Ευρώπη να προστατευθεί από ρωσικό εκβιασμό
Περίληψη: 

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες γνωρίζουν ότι η Μόσχα θα προσπαθήσει να κατακερματίσει και να αποδυναμώσει την απάντηση της ΕΕ στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Ευρώπη πρέπει να ανταποκριθεί στην πρόκληση και να αρθρώσει μια συνεκτική απάντηση στην στρατηγική «διαίρει και βασίλευε» του Πούτιν.

Ο NICLAS POITIERS είναι ερευνητικός συνεργάτης στο Bruegel.
O SIMONE TAGLIAPETRA είναι ανώτερος συνεργάτης στο Bruegel και επίκουρος καθηγητής στο Catholic University of Milan.
Ο GUNTRAM B. WOLFF είναι διευθυντής του Bruegel και μερικής απασχόλησης καθηγητής στη Σχολή Solvay του Universite Libre de Bruxelles.
O GEORG ZACHMANN είναι ανώτερος συνεργάτης στο Bruegel.

Τις ημέρες πριν από την εισβολή του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, στην Ουκρανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους ανακοίνωσαν αυστηρές οικονομικές κυρώσεις στην Ρωσία, συμπεριλαμβανομένου του ενεργειακού της τομέα. Η Γερμανία, από την πλευρά της, ανέστειλε επισήμως την έγκριση του νέου αγωγού Nord Stream 2, ιδιοκτησίας της ρωσικής κρατικής εταιρείας φυσικού αερίου, που σχεδιάστηκε για την παράδοση ρωσικού φυσικού αερίου στην Γερμανία. Το ερώτημα τώρα είναι εάν και πώς θα ανταποδώσει η Μόσχα. Υπάρχει ένας αυξανόμενος φόβος σε όλη την ήπειρο ότι η Ρωσία θα μπορούσε να αντεπιτεθεί στην Ευρώπη εκεί όπου πονάει περισσότερο: θα αποκόψει τις χώρες που εξαρτώνται περισσότερο από το ρωσικό φυσικό αέριο.

01032022-1.jpg

Ένας αγωγός φυσικού αερίου κοντά στην [πόλη] Sudzha, στην Ρωσία, τον Ιανουάριο του 2009. Denis Sinyakov / Reuters
----------------------------------------------

Για πολλά ευρωπαϊκά κράτη, η απειλή να απολέσουν την πρόσβαση στην ενέργεια της Ρωσίας δεν είναι μια ανούσια ανησυχία. Η Ευρώπη εισάγει το 40% του φυσικού της αερίου από την Ρωσία και πολλά κράτη έχουν σημαντική εμπορική και επενδυτική έκθεση στις ρωσικές αγορές. Το ίδιο σημαντικό [είναι ότι], αυτοί οι ενεργειακοί και οικονομικοί δεσμοί δεν επηρεάζουν εξίσου όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Το Κρεμλίνο αναμφίβολα θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί αυτές τις διαφορές για να σπείρει διχόνοια στην απάντηση της ΕΕ στην εισβολή. Εάν η Ρωσία μπορέσει να χρησιμοποιήσει την ενεργειακή της μόχλευση για να πείσει, ας πούμε, την Γερμανία ή την Ιταλία να αναβάλλει την υποστήριξη [της] στις πιο σκληρές κυρώσεις, θα μπορούσε να δώσει στη Μόσχα έναν τρόπο να αντέξει τις οικονομικές συνέπειες της εισβολής της.

Αλλά η επιτυχία αυτής της στρατηγικής του «διαίρει και βασίλευε» δεν είναι προκαθορισμένη. Με την πρόθεση να κάνουν τη Μόσχα να λογοδοτήσει για την παράνομη επιθετικότητά της, τα ευρωπαϊκά κράτη μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον Πούτιν. Για να το κάνει αυτό, η ΕΕ θα πρέπει να ενισχύσει εκείνα τα μέλη που είναι πιο ευάλωτα στον ρωσικό εκβιασμό και δυνητικά να επανεξετάσει την δομή των ευρωπαϊκών αγορών ενέργειας.

ΔΙΑΙΡΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕ

Στην θεωρία, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα στην οικονομική της σχέση με την Ρωσία. Η Ρωσία βασίζεται στις ευρωπαϊκές αγορές για περισσότερες από τις μισές εξαγωγές της, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση στέλνει μόνο το 5% των εξαγωγών της στην Ρωσία. Αυτή η ανομοιότητα αντικατοπτρίζει την διαφορά μεγέθους —η οικονομία της ΕΕ είναι δέκα φορές μεγαλύτερη από εκείνη της Ρωσίας— και την διαφορετική έκθεση στο διεθνές εμπόριο. Η Ρωσία έχει ενσωματωθεί ελάχιστα στην παγκόσμια οικονομία και, παρά τον θόρυβο γύρω από την αυξανόμενη προσέγγιση μεταξύ Πεκίνου και Μόσχας, θα δυσκολευόταν να αντικαταστήσει τα χαμένα έσοδα από τις εξαγωγές στην ΕΕ με έσοδα από τις κινεζικές αγορές.

Αντίθετα, καμία χώρα της ΕΕ δεν στέλνει περισσότερο από το 20% των εξαγωγών της στην Ρωσία. Μολονότι η Βουλγαρία, η Εσθονία, και η Λιθουανία είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε εμπορικούς κραδασμούς, οι εξαγωγές τους στην Ρωσία αντιστοιχούν μόνο στο 3%, 3%, και 6% του ΑΕΠ τους, αντίστοιχα. Η Ρωσία είναι ακόμη λιγότερο σημαντική για μεγάλες οικονομίες όπως αυτές της Γαλλίας, της Γερμανίας, και της Ιταλίας, αντιστοιχώντας μεταξύ 1% και 2% των συνολικών εξαγωγών τους. Οποιεσδήποτε πιθανές ρωσικές αντικυρώσεις [1] που στοχεύουν τις εισαγωγές από την ΕΕ θα είχαν επομένως μόνο οριακά αποτελέσματα.

Ωστόσο, η ενέργεια είναι μια διαφορετική ιστορία. Το φυσικό αέριο έχει αναγνωριστεί εδώ και καιρό ως ο ισχυρότερος οικονομικός μοχλός της Ρωσίας στην Ευρώπη, και παραμένει τέτοιος παρά τις προσπάθειες της ΕΕ να μειώσει την εξάρτησή της από τις ρωσικές προμήθειες. Η ικανότητα της Μόσχας να εκμεταλλευτεί αυτή την εξάρτηση θα μπορούσε να επιδεινωθεί από τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των αναγκών των κρατών-μελών. Το Βέλγιο, η Γαλλία, και η Ολλανδία εισάγουν λιγότερο από το 10% του φυσικού τους αερίου από την Ρωσία. Η Ισπανία και η Πορτογαλία δεν εισάγουν καθόλου. Η Γερμανία, αντίθετα, βασίζεται στη Μόσχα για περίπου το ήμισυ των εισαγωγών φυσικού αερίου της και η Ιταλία για περίπου το 40%. Για την Αυστρία, την Ουγγαρία, την Σλοβενία, και την Σλοβακία, ο αριθμός είναι περίπου 60% και για την Πολωνία 80%. Η Βουλγαρία βασίζεται στην Ρωσία για όλο το φυσικό της αέριο.

Αυτές οι διαφορές στην κατανάλωση ενέργειας αντιπροσωπεύουν ένα πλεονέκτημα για τη Μόσχα, καθώς οι πιο εκτεθειμένες χώρες της ΕΕ ενδέχεται να είναι απρόθυμες να υποστηρίξουν ισχυρότερες αντιρωσικές στο αέριο [της Ρωσίας] κυρώσεις, φοβούμενες ότι η Ρωσία [2] θα μπορούσε ως αντίποινα να διαταράξει ή να διακόψει τον εφοδιασμό τους με αέριο. Αυτές οι ανησυχίες μπορεί, για παράδειγμα, να εξηγούν την αρχική αντίθεση της Γερμανίας και της Ιταλίας στην αναστολή της πρόσβασης της Ρωσίας στο παγκόσμιο σύστημα διατραπεζικών πληρωμών SWIFT.