Η αμυντική βιομηχανία ως «κλειδί» της ανάπτυξης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η αμυντική βιομηχανία ως «κλειδί» της ανάπτυξης

Οι εξοπλισμοί, οι γεωπολιτικές πιέσεις, η δωροδοκία, και το χρέος*

Το Ισραήλ μείωσε δραστικά το δημόσιο χρέος του τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και ως ποσοστό του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ). Παράλληλα, στο πλαίσιο της στρατηγικής ανάπτυξης που επέλεξε και έχοντας υπόψη τους περιορισμούς γεωπολιτικής υφής που αντιμετωπίζει, στράφηκε στην παραγωγή πολεμικού υλικού περιορίζοντας ταυτόχρονα τις εισαγωγές του.

13032022-1.jpg

Drone της Dassault στην παραγωγή του οποίου έχει συμμετάσχει και η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ). Πηγή: haicorp.com
-------------------------------------------------------

Η ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας στο Ισραήλ δημιούργησε έναν σημαντικό τεχνολογικό πόλο με διάχυση σε όλη την εγχώρια παραγωγή παίζοντας, στον βαθμό που της αναλογεί, τον ρόλο της ατμομηχανής της οικονομίας. Παρόμοιες εξελίξεις κατέγραψε η Νότια Κορέα και η Τουρκία. Η Τουρκία διαθέτει τέσσερις ειδικούς λογαριασμούς εκτός κρατικού προϋπολογισμού, που ενισχύουν την εγχώρια πολεμική βιομηχανία [1].

Στην χώρα μας οι γεωπολιτικοί περιορισμοί που συνδέονται με την τουρκικό επεκτατισμό δε συγκίνησαν τις εδώ πολιτικές ηγεσίες κατ’ όμοιο βαθμό. Έτσι, αντί να οδηγηθούμε στην ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας μειώσαμε το βάρος της στην εγχώρια παραγωγή διαχρονικά, δίνοντας προτεραιότητα στις πανάκριβες εισαγωγές οπλικών συστημάτων.

Ενώ από το 1974 δεχόμαστε διαρκείς προκλήσεις με αφορμή την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, το Κυπριακό, και τόσα άλλα, εμείς θυμόμαστε τις ανάγκες μας σε εξοπλισμούς μόνο όταν αντιμετωπίζουμε όξυνση κρίσεων με την Τουρκία. Αντίθετα, η Τουρκία, από την αρχή της δεκαετίας του 1990, μεθοδεύει συστηματικά την ανάπτυξη της αεροναυπηγικής και της πολεμικής της βιομηχανίας, δημιουργώντας πόλους τεχνολογίας που συμβάλλουν, εκτός των άλλων, στην ανάπτυξη του κλάδου της ηλεκτρομηχανικής και των μεταφορικών μέσων.

Εμείς στρεφόμαστε στις εισαγωγές τελικών προϊόντων για να καλύψουμε τις άμεσες ανάγκες της άμυνάς μας. Οι βεβιασμένες, όμως, αποφάσεις και οι προκλήσεις της στιγμής εύλογα οδηγούν σε αγορές ακριβών οπλικών συστημάτων, καθώς πιέζουμε και για γρήγορες παραδόσεις. Όταν περάσει η όποια κρίση, η άμυνα μπαίνει σε δεύτερη μοίρα.
Λόγοι του μη προσανατολισμού των δημοσίων δαπανών υπέρ της εγχώριας βιομηχανίας θα μπορούσαν να είναι:

Πρώτος, έλλειψη εμπιστοσύνης στα ελληνικά οπλικά συστήματα. Αυτά, όμως, για να βελτιωθούν χρειάζεται να γίνουν παραγγελίες και να δοθούν χρήματα εκ μέρους του κράτους, όπως γίνεται παντού στον πλανήτη. Από την άλλη, πώς είναι δυνατόν πολλά από αυτά να κατακτούν ξένες αγορές και να μην έχουν πρόσβαση στην εγχώρια;

Δεύτερος λόγος είναι οι κακές αναπτυξιακές επιλογές με επίκεντρο την βιομηχανία και ειδικότερα τον τομέα των εξοπλισμών. Στο θέμα της μη στήριξης της εγχώριας παραγωγής πολεμικού υλικού έρχεται η μονοπωλιακή θέση του προμηθευτή να δώσει την δική της ερμηνεία ως υπόθεση για έρευνα, θέτοντας πολλά ερωτήματα στο πλαίσιο μιας ενδιαφέρουσας προσέγγισης.

Αναλυτικότερα, όταν δεν υπάρχει ανταγωνισμός και εισάγεται ένα σύνολο ευνοϊκών ρυθμίσεων υπέρ ενός πωλητή-προμηθευτή τότε είναι πιθανό να αναπτυχθεί ένα σύστημα χρηματισμού εκ μέρους του ευνοούμενου και υπέρ των ατόμων που συνδέονται με την ανωτέρω μεταχείριση. Ως εύνοια θα μπορούσε να θεωρηθεί, λόγου χάριν, μια απευθείας ανάθεση προμήθειας πολεμικού υλικού βάσει μιας ρύθμισης ή νόμου.

Η απουσία ανταγωνισμού, λοιπόν, είναι φυσικό να οδηγήσει σε υψηλές τιμές πώλησης. Στις τιμές αυτές πέραν του κόστους υπάρχει και ένα υπερκέρδος, μέρος του οποίου μπορεί να δοθεί ακολούθως από τον μονοπωλητή ως δώρο σε κάθε εμπλεκόμενο που πρωταγωνιστεί στην παραπάνω εύνοια.

Στον χώρο των εξοπλισμών, μια μεγάλη ξένη εταιρία ή μια μεσαίου μεγέθους με διεθνή εμβέλεια και υψηλούς τζίρους βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από μια αναδυόμενη εγχώρια στο θέμα της δωροδοκίας των ατόμων εκείνων που ευθύνονται για την εν λόγω εύνοια. Διαθέτει, λοιπόν, περισσότερους πόρους για χρηματισμό κάθε εμπλεκόμενου στις σχετικές αποφάσεις.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η δύναμη της δωροδοκίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τρίτη αιτία μη ανάπτυξης της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας, ερμηνεύοντας έτσι την στροφή προς τους ξένους προμηθευτές. Επιπλέον η αγορά ενός τελικού προϊόντος (αεροσκάφους, πλοίου, κλπ) από μια εταιρία του εξωτερικού δίνει μεγαλύτερη άνεση στην άνθιση της δωροδοκίας από ότι μια «μπερδεμένη» συμπαραγωγή όπου συμμετέχει τουλάχιστον και μια εγχώρια εταιρία.

Το ζητούμενο, βέβαια, είναι ο προσδιορισμός του αποδέκτη αυτών των χρημάτων. Η οικονομική θεωρία από μόνη της θέτει τα ερωτήματα και συχνά την βεβαιότητα ή την πιθανότητα ύπαρξης πεδίου διαφθοράς. Είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης. Η περαιτέρω έρευνα (δικαστική κ.λπ) είναι αυτή που οφείλει να ονοματίσει τον αποδέκτη τέτοιων χρημάτων προβαίνοντας σε επιβεβαιώσεις ή απορρίψεις.

ΟΠΛΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΡΕΟΣ

H ελληνική βιομηχανία οπλικών συστημάτων -ή ορθότερα ό,τι έχει απομείνει από αυτήν- δείχνει συχνά τις δυνατότητές της. Τεθωρακισμένα οχήματα που δεν έχουν να ζηλέψουν το παραμικρό από τα αντίστοιχα τουρκικά, όπλα anti-drone, καινοτόμα προϊόντα, αλεξίσφαιρα γιλέκα, και τόσα άλλα επιτεύγματα της εγχώριας παραγωγής φιγουράριζαν ανταγωνιζόμενα τα αντίστοιχα ξένα.

Πλην του αναπτυξιακού χαρακτήρα, των θετικών επιπτώσεων στην απασχόληση, την τεχνολογία και την διάχυση της τελευταίας στην βιομηχανική παραγωγή (βλ. Ισραήλ και Ν. Κορέα), τα εγχωρίως παραγόμενα οπλικά συστήματα, οι συμπαραγωγές –όπου παρουσιάζουμε μεγάλη υστέρηση– και οτιδήποτε σχετικό που δημιουργεί προστιθέμενη αξία εδώ, θα ελαφρύνουν δυο ελλείμματα.

Το πρώτο αναφέρεται στο εμπορικό ισοζύγιο και σχετίζεται με τη μείωση του ελλείμματός του μέσω της κάμψης των πανάκριβων εισαγωγών οπλικών συστημάτων και της αύξησης των εξαγωγών εγχωρίως παραγομένων τέτοιων προϊόντων. Η μείωση των εισαγωγών μπορεί να γίνει και για τις στολές, τζάκετ κ.λπ αρκεί το Υπουργείο της Άμυνας να διαβάσει προσεκτικά την σχετική Οδηγία της ΕΕ (2009/81) που δίνει μια τέτοια δυνατότητα [2].

Το δεύτερο έλλειμμα σχετίζεται με το δημόσιο χρέος. Αυτό έχει επιβαρυνθεί από τις υψηλές δαπάνες εξοπλιστικών προγραμμάτων, οι οποίες χάνονται στις εισαγωγές. Βέβαια, οι ανάγκες της χώρας σε πολεμικό υλικό θα βαρύνουν για καιρό, απ’ ό,τι φαίνεται, τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού, ασκώντας πιέσεις στο χρέος. Η στροφή, όμως, σημαντικού μέρους των δαπανών υπέρ της εγχώριας παραγωγής θα απαλύνει αυτήν την επίπτωση, μέσω της δημιουργίας εισοδημάτων εντός της χώρας, της αύξησης του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ), και κατ’ επέκταση της αύξησης των φόρων που θα ενισχύσουν τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού.

Το 2009 όταν εισερχόμασταν στο τούνελ της κρίσης, την μερίδα του λέοντος στο τότε χρέος της Κεντρικής Διοίκησης την είχαν οι ένοπλες δυνάμεις και τα εξοπλιστικά προγράμματα. Σε σύνολο χρέους τότε 299 δισ. ευρώ (125% του ΑΕΠ) τα ομολογιακά δάνεια των Ενόπλων Δυνάμεων ανέρχονταν σε 254 δισ. ευρώ.

Ως προς το χρέος της χώρας σήμερα, αυτό ανερχόταν στα 387,3 δισ. ευρώ στις 30 Ιουνίου του τρέχοντος έτους, (236% του ΑΕΠ) όταν λίγους μήνες πριν, με στοιχεία Μαρτίου του 2021 ήταν στα 380,79 δισ. ευρώ. Πρώτη δύσκολη χρονιά αποπληρωμής του χρέους μας είναι το 2023 και επόμενες υψηλές κορυφές αποπληρωμής του στο εγγύς μέλλον είναι το 2028, το 2030, το 2033, το 2035, και το 2037.

Πρωταγωνιστές στο μερίδιο του χρέους των εν λόγω περιόδων είναι τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), και τα διμερή δάνεια από ευρωπαϊκές χώρες. Ετήσιο ποσό της αποπληρωμής του για τις ανωτέρω ημερομηνίες κείται από 10,4 δισ. ως 12,2 δισ. ευρώ, περίπου όσο θα στοιχίσει το νέο κανάλι του Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη. Οπότε εύκολα αντιλαμβάνεται ο καθένας τι χάνει η χώρα μας σε όρους ανάπτυξης με την αιμορραγία δισεκατομμυρίων κάθε έτος για τόκους και χρεολύσια. Ακατάλληλες επιλογές αναπτυξιακού χαρακτήρα και η έκταση της διαφθοράς στην χώρα μπορούν να δώσουν από την πλευρά τους επαρκείς ερμηνείες για το ύψος του χρέους.

Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ

Ειδικότερα ως προς την διαφθορά, αδυνατώντας να βρεθούμε στις ελάχιστα διεφθαρμένες χώρες του πλανήτη (η Ελλάδα το 2020 ήταν η 3η πιο διεφθαρμένη χώρα εντός της ΕΕ) και παλεύοντας εδώ και μια δεκαετία την 57η-67η θέση ως πιο διεφθαρμένο κράτος σε σύνολο 180 χωρών σύμφωνα με την Διεθνή Διαφάνεια, η χώρα δέχεται ραπίσματα από παντού. Και η διαφθορά κινείται σε ένα πολιτικό περιβάλλον το οποίο αποφασίζει να την στιγματίσει περιπτωσιακά, και μόνο όταν ξεπεράσει κάποια υπερβολικά υψηλά όρια. Είναι ένας κύριος ανασταλτικός παράγοντας, ικανός να ερμηνεύσει πολλά κενά της χώρας, παιδεύοντας την οικονομική της ζωή για δεκαετίες. Από την 49η θέση πιο διεφθαρμένης χώρας που κατείχαμε το 2004, βρεθήκαμε στην 94η το 2012 για να σταθεροποιηθούμε στα νούμερα που προαναφέρθηκαν.

Διάφοροι ορισμοί δόθηκαν για τον προσδιορισμό της έννοιας της διαφθοράς. Ενδεικτικά ορίζεται ως η «Κατάχρηση της εξουσίας για όφελος ενός ή περισσοτέρων ατόμων» ή σε επίπεδο κράτους «η κατάχρηση της κρατικής περιουσίας και των κρατικών πόρων από πολιτικούς ή υψηλόβαθμους κρατικούς υπαλλήλους» [3].

Η διαφθορά είναι σύμφωνα με άλλον ορισμό «Η δύναμη που έχει κάποιος να απαιτεί και να συλλέγει ένα ποσό ως παράνομη αμοιβή για κρατικές υπηρεσίες» [4] ή άλλως «είναι η σκόπιμη συμπεριφορά μη συμμόρφωσης με το γράμμα του νόμου που αποσκοπεί στην αποκόμιση οφέλους για ένα ή περισσότερα άτομα» [5].

Κύριες γενεσιουργικές αιτίες της διαφθοράς είναι οι εμπορικοί περιορισμοί, οι κρατικές επιδοτήσεις όπως και οι κρατικές προμήθειες, ο έλεγχος των τιμών και οι μισθοί στο δημόσιο. Επίσης εδώ συγκαταλέγονται το πολύπλοκο και αναποτελεσματικό νομικό θεσμικό καθεστώς, η γραφειοκρατία και το φορολογικό σύστημα, όπως και οι επαφές μεταξύ φορολογουμένων και ελεγκτών, καταστάσεις που μπορούν να οδηγήσουν, λοιπόν, στην δωροδοκία. Τέλος, η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και η διαδικασία ιδιωτικοποίησης δημοσίων αγαθών αποτελούν δυνητικά μέσο παράνομου πλουτισμού.

13032022-2.jpg

Εργαζόμενος της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας σε τμήμα αεροσκάφους. Πηγή: haicorp.com
------------------------------------------------------------

Η θέση μας στην κλίμακα της διαφθοράς στοιχίζει σε όρους απώλειας ΑΕΠ ένα ποσό που εκτιμάται περίπου στα 14 δισ. ευρώ ετησίως, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Διεθνούς Διαφάνειας στο άμεσο παρελθόν. Να σημειωθεί ότι ένα μαχητικό αεροσκάφος F-35 τιμάται περίπου στα 90 εκατ. ευρώ!

Τα προαναφερθέντα που σχετίζονται κατά κύριο λόγο με την οργάνωση του κράτους και τις αντιλήψεις των κυβερνώντων περί της διοίκησης δημιουργούν, εκτός των άλλων, και ένα μη φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, κατάσταση που αντανακλάται στην φτωχή αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.

Το τελευταίο σκιαγραφείται και στην τελική έκθεση Πισσαρίδη του Νοεμβρίου 2020, που χρησιμοποιήθηκε για την σύνταξη του «Ελληνικού Σχέδιου» στο πλαίσιο της Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ. Για ακόμη μια φορά, η έκθεση σημειώνει την υστέρηση των παγίων εταιρικών επενδύσεων στην Ελλάδα. Το κενό αυτό των επενδύσεων, υπολογισμένο με βάση την απόκλιση από τον μέσο όρο της Ε.Ε. κατά την περίοδο 2010-2019, υπολογίσθηκε περί τα 130 δισ. ευρώ.

Σε όμοια αποτελέσματα κατέληξε και το πρόγραμμα Penn World Tables, που ξεκίνησε από το πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Αυτό προσδιόρισε πιο συγκεκριμένα, την καταστροφή του φυσικού κεφαλαίου στην χώρας μας (λόγω αποσβέσεων κ.λπ) σε κόστος 90 δισ. ευρώ, στο διάστημα 2010-2016.

Συμπερασματικά, από τα προαναφερθέντα και την διεθνή εμπειρία εύλογα συνάγεται ο αποφασιστικός ρόλος της πολεμικής βιομηχανίας και η διάχυση των επιπτώσεών της σε όλη την οικονομία, από την βιομηχανική παραγωγή, την δημιουργία πόλων τεχνολογίας, το χρέος και φυσικά την συγκράτηση ενός αξιόλογου ανθρωπίνου κεφαλαίου, που αναγκάζεται σήμερα να μεταναστεύσει.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

*Το άρθρο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 73 (Δεκέμβριος 2021 - Ιανουάριος 2022) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

[1] http://mardas.eu/2021/07/14/ελλάδα-τουρκία-και-άμυνα-προχειρότητ/
[2] http://mardas.eu/2020/09/21/κρατικές-προμήθειες-και-όμως-μπορούν/
[3] Gray C.W, and Kaufmann D., (1998), Corruption and Development, Finance and Development, March, pp. 7-10. και Barham P. (1997), Corruption and Development: A Review of Issues, Journal of Economic Literature, September. pp. 1320-1346
[4] Ahlin C.R., (2001) Corruption: Political Determinants and Macroeconomic Effects, Working Paper No 01-W26, Department of Economics, Vanderbilt University, Nashville.
[5] Tanzi V., and Davoordi R, (1997), Corruption Public Investment and Growth, IMF Working Paper, October.

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition