Η εξόπλιση της Ουκρανίας αξίζει το ρίσκο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εξόπλιση της Ουκρανίας αξίζει το ρίσκο

Η Δύση μπορεί να αυξήσει το κόστος της ρωσικής επιθετικότητας
Περίληψη: 

Εάν το Κίεβο πέσει και ο ουκρανικός στρατός εκδιωχθεί από το πεδίο, οι μεταφορές όπλων θα αποδειχθούν χρήσιμες: μπορούν να διευκολύνουν μια εξέγερση που θα αμφισβητήσει την ρωσική κυριαρχία στην χώρα και θα δώσει στους Ουκρανούς μια ευκαιρία να εκδιώξουν την κατοχική δύναμη και να αποκαταστήσουν την αυτοδιακυβέρνηση.

O STEPHEN BIDDLE είναι καθηγητής Διεθνών και Δημόσιων Σχέσεων στο Columbia University και επίκουρος ανώτερος συνεργάτης για την Αμυντική Πολιτική στο Council on Foreign Relations.

Η εισβολή του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, στην Ουκρανία έχει προκαλέσει ένα παλιρροϊκό κύμα μεταφοράς όπλων από την Δύση στην πολιορκημένη χώρα. Φέτος, μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δεσμεύσει όπλα αξίας 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων για την Ουκρανία. Περισσότερες από άλλες 20 χώρες έχουν υποσχεθεί, στείλει, ή βοηθήσει στη μεταφορά όπλων και εξοπλισμού στην Ουκρανία. Ορισμένες από αυτές τις δεσμεύσεις έχουν απαιτήσει ιλιγγιώδεις ανατροπές μακροχρόνιων πολιτικών: για παράδειγμα, λίγες μέρες μετά την αρχική επίθεση του Πούτιν στην Ουκρανία, η Γερμανία έκανε στροφή, από την απαγόρευση μεταφοράς όπλων γερμανικής κατασκευής στην χώρα, στην παράδοση 1.000 αντιαρματικών όπλων και 500 δικών της αντιαεροπορικών πυραύλων για να βοηθήσει την Ουκρανία να αμυνθεί.

15032022-1.jpg

Διεξάγοντας στρατιωτικά γυμνάσια στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022. Handout / Reuters
----------------------------------------

Η μεταφορά στρατιωτικών πόρων και βοήθειας από την Δύση στην Ουκρανία, μια χώρα που δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τον κίνδυνο μιας κλιμάκωσης με τη Μόσχα. Αυτά τα όπλα, που στέλνονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, προορίζονται για να σκοτώσουν Ρώσους. Πώς μπορούν οι Δυτικές χώρες να συνεχίσουν να παρέχουν στην Ουκρανία όπλα και υλικό χωρίς να προκαλέσουν αντίποινα από τον Πούτιν; Πόσο σοβαρά μπορεί να είναι αυτό το αντίποινα; Και η υλική υποστήριξη της Δύσης θα κάνει πραγματικά μεγάλη διαφορά στην προσπάθεια της Ουκρανίας να αποκρούσει την ρωσική εισβολή; Άλλες συζητήσεις σχετικά με την παροχή στρατιωτικών πόρων στην Ουκρανία —για παράδειγμα, η απόρριψη από την Ουάσιγκτον της πολωνικής πρότασης να στείλει μαχητικά αεροσκάφη στην Ουκρανία μέσω μιας βάσης των ΗΠΑ στην Γερμανία— υποδεικνύουν τους διαρκείς φόβους εντός της συμμαχίας του ΝΑΤΟ ότι μια πολύ τολμηρή παρέμβαση στην σύγκρουση θα οδηγήσει σε άμεση αντιπαράθεση με την Ρωσία. Είναι δικαιολογημένοι αυτοί οι φόβοι;

Η στρατηγική της Δύσης για τη μεταφορά πόρων στην Ουκρανία δεν είναι κάτι καινούργιο: τα όπλα από τρίτα μέρη είναι εξαιρετικά συνηθισμένα στον σύγχρονο πόλεμο. Μια κλιμάκωση της σύγκρουσης είναι πάντα πιθανή, αλλά οι μεταφορές όπλων συνήθως δεν εμπλέκουν τους προμηθευτές στον πόλεμο. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι οι μεταφορές όπλων είναι σπανίως από μόνες τους αποφασιστικές στον πόλεμο. Ούτε μπορούν τώρα να εξασφαλίσουν μια αποφασιστική νίκη της Ουκρανίας έναντι της Ρωσίας. Μπορούν σίγουρα να βοηθήσουν, και χωρίς αυτές ο ουκρανικός στρατός είναι απίθανο να μπορέσει να εφοδιαστεί για έναν μακρό πόλεμο. Αλλά οι ανώτερες ικανότητες της Ρωσίας θα επέτρεπαν στον Πούτιν να συντρίψει τις ουκρανικές δυνάμεις, εάν η Μόσχα μπορέσει να ξεπεράσει τα προβλήματα επιμελητείας, διοίκησης, και τακτικής που έχουν ταλαιπωρήσει την εισβολή της μέχρι τώρα. Εάν η Ρωσία καταφέρει να καταλάβει πώς να αξιοποιήσει σωστά τα πλεονεκτήματά της, θα μπορούσε τελικά να καταλάβει αρκετό έδαφος για να υποχρεώσει τους Ουκρανούς [να καταφύγουν] σε αντάρτικο. Ένα καλύτερο αποτέλεσμα για την Ουκρανία θα απαιτήσει είτε μια συνεχιζόμενη ανικανότητα του ρωσικού στρατού είτε μια Δυτική επέμβαση που θα αναλάβει ένα επίπεδο ρίσκου, το οποίο το ΝΑΤΟ είναι απρόθυμο να ανεχθεί. Αυτό που μπορούν να κάνουν οι μεταφορές όπλων είναι να γεφυρώσουν αυτές τις δύο επιλογές, αντιπροσωπεύοντας έναν τρόπο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους να συνεισφέρουν στην άμυνα της Ουκρανίας, να αυξήσουν το κόστος της ρωσικής επιθετικότητας χωρίς να εμπλακούν απευθείας με την Ρωσία [1], και να δώσουν στην Ουκρανία μια ευκαιρία να αποκρούσει τις ρωσικές δυνάμεις χωρίς να υπερβούν την ανοχή ρίσκου (risk tolerance) του ΝΑΤΟ.

Η εισβολή του Πούτιν αυξάνει τo διακύβευμα ασφαλείας για όλους –τους Ουκρανούς, τους Δυτικούς, και τους Ρώσους εξίσου. Δεν υπάρχει πλέον διαθέσιμη μια πολιτική μηδενικού ρίσκου, αν υπήρξε ποτέ. Προς το παρόν, οι μεταφορές όπλων μπορεί να είναι η λιγότερο επικίνδυνη από μια λίστα επικίνδυνων επιλογών.

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΟΙΝΩΝ

Για τους Αμερικανούς, το πιο γνωστό παράδειγμα εξόπλισης ενός συμμάχου είναι η υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ηνωμένο Βασίλειο στα πρώτα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσω προγραμμάτων δανεισμού και μίσθωσης (lend-lease programs) που επέτρεψαν στην Ουάσιγκτον να παράσχει στους συμμάχους της πολεμικό υλικό ενώ απέφευγαν την άμεση ανάμειξη στην σύγκρουση, οι Ηνωμένες Πολιτείες μετέφεραν εξοπλισμούς αξίας άνω των 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε έναν ενεργό εμπόλεμο με τον οποίο δεν είχαν καμία συμμαχία μέσω Συνθήκης. Αυτή η πρακτική είναι σχεδόν πανταχού παρούσα στον σύγχρονο πόλεμο: έχουν γίνει πάνω από 900 μεμονωμένες πράξεις αρωγής ασφαλείας, που περιλαμβάνουν μεταφορές όπλων, εκπαίδευση, ή άλλη στρατιωτική βοήθεια από τρίτα μέρη προς μαχητές σε πολέμους από το 1945 και μετά.

Η ίδρυση εξωτερικών καταφυγίων —στα οποία οι αντάρτες στήνουν στρατόπεδα βάσης και κόμβους επιμελητείας σε γειτονικές χώρες—είναι επίσης συνηθισμένη, [κάτι] που συμβαίνει ίσως στα δύο τρίτα όλων των εμφυλίων πολέμων από το 1945 και μετά. Αυτή η τακτική μπορεί να πυροδοτήσει αντίποινα εναντίον των χωρών καταφυγής που φιλοξενούν επιτιθέμενους στην άλλη πλευρά των συνόρων: το Ισραήλ, για παράδειγμα, εισέβαλε στον Λίβανο το 1982 για να τερματίσει τις επιθέσεις που εξαπέλυσε η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (Palestine Liberation Organization) κατά του Ισραήλ από λιβανικό έδαφος. Η Ρουάντα εισέβαλε στην Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό το 1996 για να σταματήσει τις επιθέσεις των Χούτου που εξαπολύθηκαν από εκεί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλαν στο Αφγανιστάν [2] το 2001 για να καταστρέψουν τα καταφύγια της Αλ Κάιντα [3].