Η επιστροφή της Pax Americana; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστροφή της Pax Americana;

Ο πόλεμος του Πούτιν ενισχύει την δημοκρατική συμμαχία

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους δεν έχουν αποτρέψει την Ρωσία από το να βιαιοπραγήσει στην Ουκρανία, αλλά μπορούν ακόμα να κερδίσουν τον ευρύτερο αγώνα για να σώσουν την διεθνή τάξη. Η άγρια εισβολή της Ρωσίας έχει αποκαλύψει το χάσμα μεταξύ των αυξανόμενων φιλελεύθερων φιλοδοξιών των Δυτικών χωρών και των πενιχρών πόρων που έχουν αφιερώσει για να τις υπερασπιστούν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κηρύξει τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων στη Μόσχα και στο Πεκίνο, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουν επιστρατεύσει τα χρήματα, την δημιουργικότητα, ή την απαραίτητη αίσθηση του επείγοντος για να επικρατήσουν σε αυτές τις αντιπαλότητες. Ωστόσο, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, έχει κάνει τώρα άθελά του μια τεράστια χάρη στις Ηνωμένες Πολιτείες και στους συμμάχους τους. Με το να τους συγκλονίσει ώστε να εγκαταλείψουν τον εφησυχασμό τους, τους έδωσε μια ιστορική ευκαιρία να ανασυνταχθούν και να αναλάβουν δυνάμεις ξανά για μια εποχή έντονου ανταγωνισμού —όχι μόνο με την Ρωσία αλλά και με την Κίνα— και, τελικά, να επανοικοδομήσουν μια διεθνή τάξη που μόλις πρόσφατα έμοιαζε να κατευθύνεται προς την κατάρρευση.

15032022-2.jpg

Ο πρόεδρος Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο, τον Μάρτιο του 2022. Kevin Lamarque / Reuters
------------------------------------------

Αυτό δεν είναι φαντασία: έχει συμβεί στο παρελθόν. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, η Δύση εισερχόταν σε μια προηγούμενη περίοδο ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, αλλά δεν είχε κάνει τις επενδύσεις ή τις πρωτοβουλίες που απαιτούνταν για να τον κερδίσει. Οι αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ ήταν αξιολύπητα ανεπαρκείς, το ΝΑΤΟ υπήρχε μόνο στα χαρτιά, και ούτε η Ιαπωνία ούτε η Δυτική Γερμανία είχαν ενσωματωθεί ξανά στον ελεύθερο κόσμο. Το κομμουνιστικό μπλοκ φαινόταν να έχει την δυναμική. Τότε, τον Ιούνιο του 1950, μια περίπτωση απρόκλητης αυταρχικής επιθετικότητας -ο πόλεμος της Κορέας- έφερε επανάσταση στην Δυτική πολιτική και έβαλε τα θεμέλια για μια επιτυχημένη στρατηγική ανάσχεσης. Οι πολιτικές που κέρδισαν τον Ψυχρό Πόλεμο και με αυτό τον τρόπο δημιούργησαν την σύγχρονη φιλελεύθερη διεθνή τάξη πραγμάτων ήταν προϊόντα ενός απροσδόκητου θερμού πολέμου. Η καταστροφή στην Ουκρανία θα μπορούσε να παίξει παρόμοιο ρόλο σήμερα.

Η επιθετικότητα του Πούτιν έχει δημιουργήσει ένα παράθυρο στρατηγικής ευκαιρίας για την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της. Οι δημοκρατίες πρέπει τώρα να αναλάβουν ένα μεγάλο πολυμερές πρόγραμμα επανεξοπλισμού και να υψώσουν ισχυρότερες άμυνες –στρατιωτικές και άλλες– ενάντια στο επερχόμενο κύμα της αυταρχικής επιθετικότητας. Πρέπει να εκμεταλλευτούν την τρέχουσα κρίση για να αποδυναμώσουν την ικανότητα των αυταρχικών για καταναγκασμό και υπονόμευση, και να εμβαθύνουν την οικονομική και διπλωματική συνεργασία μεταξύ των φιλελεύθερων κρατών σε όλο τον κόσμο. Η εισβολή στην Ουκρανία σηματοδοτεί μια νέα φάση σε έναν εντεινόμενο αγώνα για την διαμόρφωση της διεθνούς τάξης. Ο δημοκρατικός κόσμος δεν θα έχει καλύτερη ευκαιρία να τοποθετηθεί για επιτυχία.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΟΚ

Εδώ και χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες μιλούν επιθετικά για τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων. Αλλά για να αντιμετωπίσει τους αυταρχικούς αντιπάλους, μια χώρα χρειάζεται κάτι περισσότερο από μια αυτάρεσκη ρητορική. Απαιτεί επίσης τεράστιες επενδύσεις σε στρατιωτικές δυνάμεις προετοιμασμένες για μάχες υψηλής έντασης, διαρκή διπλωματία για να στρατολογήσει και να διατηρήσει συμμάχους, και προθυμία να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους, ακόμη και να διακινδυνεύσει έναν πόλεμο. Τέτοιες δεσμεύσεις δεν προκύπτουν φυσιολογικά, ειδικά στις δημοκρατίες που πιστεύουν ότι η ειρήνη είναι ο κανόνας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι φιλόδοξες στρατηγικές ανταγωνισμού συνήθως μένουν στο ράφι έως ότου ένα συγκλονιστικό γεγονός επιβάλλει την συλλογική θυσία.

Δείτε την ανάσχεση. Ενώ τώρα θεωρείται μια από τις πιο επιτυχημένες στρατηγικές στην διπλωματική ιστορία των ΗΠΑ, η ανάσχεση βρισκόταν στα πρόθυρα της αποτυχίας πριν ξεσπάσει ο πόλεμος της Κορέας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αναλάβει έναν επικίνδυνο, μακροπρόθεσμο ανταγωνισμό εναντίον ενός ισχυρού αυταρχικού αντιπάλου. Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ είχαν θέσει μαξιμαλιστικούς στόχους: την ανάσχεση της σοβιετικής ισχύος, μέχρι εκείνο το καθεστώς να καταρρεύσει ή να γίνει πιο ήπιο, και, σύμφωνα με τα λόγια του προέδρου Χάρι Τρούμαν, την υποστήριξη στους «λαούς που αντιστέκονται στην απόπειρα υποταγής». Ο Τρούμαν είχε αρχίσει να εφαρμόζει πολιτικές-ορόσημα όπως το Σχέδιο Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της Δυτικής Ευρώπης και την υπογραφή της Βορειοατλαντικής Συνθήκης (North Atlantic Treaty). Ωστόσο, πριν από τον Ιούνιο του 1950, η ανάσχεση παρέμενε περισσότερο φιλοδοξία παρά στρατηγική.

Ακόμη και όταν ξέσπασαν οι κρίσεις του Ψυχρού Πολέμου στο Βερολίνο, στην Τσεχοσλοβακία, στο Ιράν, και στην Τουρκία, οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ κατακρημνίσθηκαν από 83 δισεκατομμύρια δολάρια στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου σε 9 δισεκατομμύρια δολάρια το 1948. Η Βορειοατλαντική Συνθήκη ήταν νέα και αδύναμη: από την συμμαχία έλειπε μια ολοκληρωμένη στρατιωτική διοίκηση ή οτιδήποτε [που θα] προσέγγιζε τις δυνάμεις που χρειαζόταν για να υπερασπιστεί την Δυτική Ευρώπη. Οι περιορισμοί των πόρων υποχρέωσαν την Ουάσιγκτον να διαγράψει την Κίνα κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου της, ουσιαστικά μένοντας στο περιθώριο καθώς οι κομμουνιστές του Μάο Τσε Τουνγκ νικούσαν την εθνικιστική κυβέρνηση του Chiang Kai-Shek, και να χαράξει μια αμυντική περίμετρο που αρχικά δεν συμπεριλάμβανε τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν. Η πολιτική των ΗΠΑ συνδύασε τις ουρανομήκεις φιλοδοξίες με μια φθηνή προσέγγιση για την επίτευξή τους.

Οι λόγοι αυτής της ανεπάρκειας θα ακουστούν οικείοι. Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ ήλπιζαν ότι η συνολική στρατιωτική υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών -ειδικά το πυρηνικό μονοπώλιό τους- θα αντιστάθμιζε τις αδυναμίες παντού κατά μήκος του χάσματος Ανατολής-Δύσης. Δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι ακόμη και οι αδίστακτοι, ολοκληρωτικοί εχθροί θα μπορούσαν να καταφύγουν σε πόλεμο. Στην Ουάσιγκτον, επιπλέον, τα παγκόσμια οράματα ανταγωνίζονταν τις εγχώριες προτεραιότητες, όπως ο έλεγχος του πληθωρισμού και η εξισορρόπηση του προϋπολογισμού. Οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ σχεδίαζαν επίσης να εξοικονομήσουν διχάζοντας τους αντιπάλους της χώρας -συγκεκριμένα, καλοπιάνοντας τους κομμουνιστές του Κινέζου ηγέτη Μάο Τσε Τουνγκ μόλις κέρδιζαν τον εμφύλιο πόλεμο της Κίνας [3] και ωθώντας ετούτη την χώρα μακριά από την Σοβιετική Ένωση.

Αυτή η πολιτική απέτυχε: ο Μάο σφράγισε μια συμμαχία με τη Μόσχα στις αρχές του 1950. Λίγους μήνες νωρίτερα, μια άλλη στρατηγική οπισθοδρόμηση —η πρώτη σοβιετική πυρηνική δοκιμή— είχε βάλει τέλος στο πυρηνικό μονοπώλιο των Ηνωμένων Πολιτειών. Ωστόσο, ακόμη και τότε, ο Τρούμαν ήταν αμετακίνητος. Όταν ο Paul Nitze, ο διευθυντής του Επιτελείου Σχεδιασμού Πολιτικής (Policy Planning Staff) του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, συνέταξε το διάσημο υπόμνημα του, το NSC-68, καλώντας για μια παγκόσμια διπλωματική επίθεση που θα υποστηριζόταν από μια τεράστια στρατιωτική συσσώρευση, ο Τρούμαν αγνόησε ευγενικά το έγγραφο και ανακοίνωσε σχέδια περικοπής του αμυντικού προϋπολογισμού.

Χρειάστηκε μια θρασεία διεθνής αρπαγή εδάφους για να ταρακουνήσει την Ουάσιγκτον από τον λήθαργό της. Η επίθεση του ηγέτη της Βορείου Κορέας, Κιμ Ιλ Σουνγκ, στη Νότιο Κορέα, που αναλήφθηκε σε συνεννόηση με τον Μάο και τον Σοβιετικό ηγέτη Ιωσήφ Στάλιν, άλλαξε τα πάντα. Η εισβολή έπεισε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ ότι οι δικτάτορες έκαναν πρόοδο και ο κίνδυνος παγκόσμιας σύγκρουσης αυξανόταν. Η σύγκρουση διέλυσε επίσης κάθε ελπίδα διχασμού της Μόσχας και του Πεκίνου: η Ουάσιγκτον αντιμετώπιζε τώρα έναν κομμουνιστικό μονόλιθο που ασκούσε πίεση σε όλη την ευρασιατική περιφέρεια. Εν ολίγοις, η εισβολή της Βόρειας Κορέας έκανε την κυβέρνηση Τρούμαν να φοβηθεί ότι ο μεταπολεμικός κόσμος κρέμονταν από μια κλωστή.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ αποφάσισαν όχι απλώς να υπερασπιστούν τη Νότιο Κορέα, αλλά να ξεκινήσουν μια παγκόσμια εκστρατεία για την ενδυνάμωση του μη κομμουνιστικού κόσμου. Η Βορειοατλαντική Συνθήκη έγινε o Οργανισμός Βορειοατλαντικής Συμφωνίας (North Atlantic Treaty Organization, NATO) με μια ενοποιημένη διοικητική δομή και 25 ενεργές μεραρχίες στην διάθεσή της. Η κυβέρνηση Τρούμαν απέστειλε πρόσθετες δυνάμεις στην Ευρώπη, όπου οι σύμμαχοι των ΗΠΑ επιτάχυναν τις στρατιωτικές προετοιμασίες τους και συμφώνησαν, κατ' αρχήν, να επανεξοπλίσουν την Δυτική Γερμανία. Στην [περιοχή] Ασίας-Ειρηνικού, οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν έναν κλοιό συμφώνων ασφαλείας που αφορούσαν την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, την Ιαπωνία, και τις Φιλιππίνες και ανέπτυξαν ναυτικές δυνάμεις για να αποτρέψουν την κατάληψη της Ταϊβάν από την Κίνα.

Ο πόλεμος της Κορέας υπερτροφοδότησε έτσι την ανάδυση του παγκόσμιου δικτύου συμμαχιών και των διαρκών στρατιωτικών αναπτύξεων που αποτέλεσαν την ραχοκοκαλιά της ανάσχεσης. Επιτάχυνε την αναβίωση και τον επανεξοπλισμό των πρώην εχθρών, της Ιαπωνίας και της Δυτικής Γερμανίας, ως βασικά μέλη του ελεύθερου κόσμου. Όλα αυτά στηρίχθηκαν σε μια τεράστια στρατιωτική συσσώρευση που είχε σκοπό να κάνει αδιανόητη την σοβιετική επιθετικότητα. Οι αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ υπερτριπλασιάστηκαν, φτάνοντας το 14% του ΑΕΠ το 1953˙ το πυρηνικό οπλοστάσιο των ΗΠΑ και οι συμβατικές δυνάμεις υπερδιπλασιάστηκαν. «Οι Σοβιετικοί δεν σεβάστηκαν παρά την βία», είπε ο Τρούμαν. «Να οικοδομήσουμε τέτοια ισχύ … είναι ακριβώς αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε τώρα».

Σίγουρα, ο πόλεμος της Κορέας [4] έδειξε επίσης τον κίνδυνο του να τραβήξει κάποιος πολύ το σχοινί. Η κυβέρνηση Τρούμαν έσφαλε θεαματικά στην προσπάθειά της να επανενώσει την Κορεατική Χερσόνησο με την βία στα τέλη του 1950, η οποία προκάλεσε την κομμουνιστική κινεζική παρέμβαση και έναν μακρότερο, πιο δαπανηρό πόλεμο. Η ιδέα ότι μια οπισθοδρόμηση οπουδήποτε θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστροφή παντού προεικόνιζε την αποκαλούμενη θεωρία του ντόμινο (domino theory) και την τραγική επέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών στο Βιετνάμ. Οι απογειωμένες εν καιρώ πολέμου αμυντικές δαπάνες αποδείχθηκαν τελικά πολύ βαριές για να διατηρηθούν. Αλλά συνολικά, η αντίδραση της κυβέρνησης Τρούμαν στον πόλεμο της Κορέας ήταν ζωτικής σημασίας για την σταθεροποίηση ενός εύθραυστου κόσμου και την δημιουργία καταστάσεων ισχύος που επέτρεψαν στην Δύση να θριαμβεύσει στον Ψυχρό Πόλεμο.

ΟΙ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Ο πόλεμος στην Ουκρανία διαφέρει από πολλές απόψεις από τον πόλεμο της Κορέας, κυρίως επειδή τα στρατεύματα των ΗΠΑ δεν εμπλέκονται άμεσα. Η Ρωσία και η Κίνα της δεκαετίας του 2020 δεν είναι η Σοβιετική Ένωση και η μαοϊκή Κίνα της δεκαετίας του 1950, ακόμα κι αν ο Πούτιν και ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, έχουν υιοθετήσει σαφώς σταλινικές τάσεις τελευταία.

Ωστόσο, η ιστορία σίγουρα φαίνεται να μοιάζει σήμερα. Στα τέλη της δεκαετίας του 2010, όπως και στα τέλη της δεκαετίας του 1940, η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της αντιλήφθηκαν τις αυξανόμενες απειλές, αλλά δυσκολεύτηκαν να τις περιορίσουν. Προς τιμήν τους, οι κυβερνήσεις Τραμπ και Μπάιντεν προσδιόρισαν τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων ως στρατηγική προτεραιότητα των Ηνωμένων Πολιτειών. Το ΝΑΤΟ ανέπτυξε αρκετές χιλιάδες επιπλέον στρατιώτες στην Ανατολική Ευρώπη μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2014 και νέοι συνασπισμοί άρχισαν να σχηματίζονται στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού για να ελέγξουν την κινεζική ισχύ. Ωστόσο, μέχρι τον τρέχοντα πόλεμο στην Ουκρανία, η εξισορρόπηση ενάντια στην Ρωσία και την Κίνα ήταν συχνά άτονη.

Αφότου [έκαναν] βουτιά για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 2010, οι αμυντικές δαπάνες σε όλο τον δημοκρατικό κόσμο άρχισαν να αυξάνονται —και μάλιστα ελαφρά— μόνο γύρω στο 2018. Λόγω του πληθωρισμού, οι στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ παραδόξως μειώθηκαν κατά 6% σε πραγματικούς όρους το 2021. Αυτό αντανακλούσε την επικρατούσα δημόσια απάθεια: οι Αμερικανοί αναρωτώντο γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να υπερασπιστούν μακρινούς φίλους όπως τα κράτη της Βαλτικής και η Ταϊβάν [5]. Από την πλευρά τους, πολλοί ψηφοφόροι στην Γαλλία, στην Γερμανία, και στο Ηνωμένο Βασίλειο πίστευαν ότι οι χώρες τους πρέπει να παραμείνουν ουδέτερες στον σινοαμερικανικό ψυχρό πόλεμο.

Η μείωση της αμυντικής χρηματοδότησης επιδεινώθηκε από την έλλειψη στρατηγικής σοβαρότητας. Οι κυβερνήσεις Τραμπ και Μπάιντεν «φόρτωσαν» τον στρατό των ΗΠΑ με περιττές αποστολές, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης της εκλογικής νοθείας, της παράνομης μετανάστευσης, της κλιματικής αλλαγής, και των πανδημιών. Οι στρατοί της Δυτικής Ευρώπης δαπάνησαν τις πενιχρές αυξήσεις του προϋπολογισμού τους σε αυξήσεις μισθών και σε συντάξεις. Στην Ανατολική Ασία, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ αφιέρωσαν αμυντικά κεφάλαια σε αποστολές που δεν είχαν καμία σχέση με την ανάσχεση της Κίνας, όπως η διεξαγωγή αντιεξέγερσης στις Φιλιππίνες ή η απόκτηση ευάλωτων πλατφορμών γοήτρου. Σχεδόν το ένα τέταρτο του αμυντικού προϋπολογισμού της Ταϊβάν για το 2021 προοριζόταν για φανταχτερά πολεμικά πλοία και μαχητικά αεροσκάφη που μπορεί να μην καταφέρουν να βγουν από τις βάσεις τους σε έναν πόλεμο.

Η άμυνα δεν ήταν ο μόνος τομέας στον οποίο η αποφασιστική ρητορική συνόδευσε την σπασμωδική πολιτική. Οι κυβερνήσεις Τραμπ και Μπάιντεν μίλησαν για την Κίνα ως μια πρόκληση καθοριστική για τον αιώνα και στην συνέχεια αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την καλύτερη πρωτοβουλία για την αντιμετώπιση της κινεζικής οικονομικής επιρροής: την Συνεργασία Εκατέρωθεν του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership, TPP) [6], μια τεράστια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου που αρχικά διαπραγματεύτηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και 12 οικονομίες του Γύρου του Ειρηνικού (Pacific Rim). Η Ευρώπη, εν τω μεταξύ, εμβάθυνε την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο. Υπήρξαν δημιουργικές, ενεργητικές πολιτικές, όπως η χρήση κυρώσεων στην τεχνολογία ώστε να εκτροχιαστεί η ώθηση της Huawei για κυριαρχία στα δίκτυα 5G του κόσμου, αλλά τίποτα όπως η αίσθηση του επείγοντος σε όλο το φάσμα όπως θα περίμενε κάποιος σε μια μάχη για τη μοίρα της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων.

Αυτός ο στρατηγικός λήθαργος είχε πολλές αιτίες -τα οικονομικά κατάλοιπα από τη Μεγάλη Ύφεση και την κρίση της ευρωζώνης, η κληρονομιά των εξαντλητικών πολέμων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, και ο αντίκτυπος του ραγδαία αυξανόμενου λαϊκισμού, άφησαν τα σημάδια τους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι ψηφοφόροι πίεσαν τις κυβερνήσεις να εστιάσουν στην οικοδόμηση του έθνους στο εσωτερικό και όχι στον ανταγωνισμό στο εξωτερικό. Ουσιαστικά, ωστόσο, οι δημοκρατικές κοινωνίες που είχαν εφησυχάσει εν μέσω της ειρήνης των μεγάλων δυνάμεων στη μεταψυχροπολεμική εποχή, δυσκολεύτηκαν να κατανοήσουν πόσο σοβαρός είχε γίνει ο κίνδυνος ενός μεγάλου πολέμου.

Οι δημοκρατικοί πληθυσμοί πίστευαν ότι η παγκοσμιοποίηση είχε καταστήσει παρωχημένα την παλιομοδίτικη κατάκτηση και τον ιμπεριαλισμό. Υπέθεταν ότι ο Πούτιν και ο Σι ήταν γνωστικοί, προσεκτικοί ηγέτες που επιδίωκαν περιορισμένους στόχους –να παραμείνουν στην εξουσία, να μεγιστοποιήσουν την οικονομική ανάπτυξη, και να αποκτήσουν μεγαλύτερο λόγο εντός της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Οι ρωσικές και κινεζικές παραστρατιωτικές δυνάμεις μπορεί να εμπλέκονταν σε επιχειρήσεις «γκρίζας ζώνης» κάτω από το κατώφλι του πολέμου. Όμως, εάν τα πράγματα έφταναν στα άκρα, η Μόσχα και το Πεκίνο θα έκαναν συμφωνίες και θα αποκλιμάκωναν τις κρίσεις. Και αν άρχιζαν να ενεργούν πιο επιθετικά, θα υπήρχε χρόνος για την Δύση να συγκεντρωθεί. Μέχρι τότε, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα μπορούσαν να εστιάσουν στο να τακτοποιήσουν τα του οίκου τους και να μαλώνουν μεταξύ τους.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία διέλυσε αυτούς τους βολικούς μύθους. Ξαφνικά, ο πόλεμος των μεγάλων δυνάμεων φαίνεται όχι μόνο δυνατός αλλά ίσως και πιθανός. Οι Δυτικοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανακάλυψαν ξανά την αξία της σκληρής ισχύος και άρχισαν να παίρνουν τοις μετρητοίς τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες του Πούτιν και του Σι. Η ιδέα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να εστιάσουν στην Κίνα ενώ επιδιώκουν «σταθερούς και προβλέψιμους» δεσμούς με την Ρωσία έχει γίνει γελοία: η κινεζο-ρωσική συνεννόηση θα μπορούσε να αμφισβητήσει βίαια την ισορροπία δυνάμεων σε αμφότερα τα άκρα της Ευρασίας ταυτόχρονα. Ως αποτέλεσμα, κινήσεις που προηγουμένως θεωρούνταν αδύνατες –ο επιταχυνόμενος επανεξοπλισμός της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, οι μεταφορές όπλων της ΕΕ στην Ουκρανία, η σχεδόν πλήρης οικονομική απομόνωση μιας μεγάλης δύναμης- βρίσκονται για τα καλά σε εξέλιξη.

Αυτή η έντονη κινητικότητα ήρθε πολύ αργά για να γλιτώσει την Ουκρανία από την επιθετικότητα του Πούτιν. Αλλά μπορεί να έφτασε ακριβώς στην ώρα για να εδραιώσει μια παγκόσμια συμμαχία που θα ενώσει τις δημοκρατίες εναντίον της Ρωσίας και της Κίνας και θα διασφαλίσει έτσι τον ελεύθερο κόσμο για την επόμενη γενιά. Για να αξιοποιήσουν στο έπακρο αυτήν την κρίσιμη στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να λάβουν υπόψη τρία βασικά μαθήματα από τον πόλεμο της Κορέας.

ΕΝΑ ΚΑΛΕΣΜΑ ΣΤΑ ΟΠΛΑ

Πρώτον, σκεφτείτε μεγαλόπνοα. Ο Τρούμαν δεν περιόρισε την απάντησή του στην επιθετικότητα της Βορείου Κορέας στην Κορεατική Χερσόνησο ή ακόμα και στην Ασία. Αντί γι’ αυτό, επιδίωξε να ενισχύσει τον ευρύτερο ελεύθερο κόσμο. Σήμερα, η ρωσική επιθετικότητα έχει δημιουργήσει παρόμοιες προοπτικές, οξύνοντας τις διαφορές μεταξύ των δημοκρατιών που υποστηρίζουν την φιλελεύθερη τάξη και των ισχυρών αυταρχικών που προσπαθούν να την καταστρέψουν. Σχεδόν οκτώ στους δέκα κατοίκους των ΗΠΑ θεωρούν την κρίση στην Ουκρανία ως μέρος ενός ευρύτερου αγώνα για την παγκόσμια δημοκρατία. Βραχυπρόθεσμα, η κρίση στην Ευρώπη μπορεί να τραβήξει την προσοχή των ΗΠΑ μακριά από τον Ινδο-Ειρηνικό [7]. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της μπορούν να χρησιμοποιήσουν την κατακραυγή που έχει εκκολαφθεί από τη Μόσχα για να γίνουν πιο σκληροί με το Πεκίνο. Πράγματι, ο πρωταρχικός στόχος των Ηνωμένων Πολιτειών θα πρέπει να είναι να οικοδομήσουν έναν διαπεριφερειακό συνασπισμό δημοκρατιών που να μπορεί να αντιμετωπίσει την Ρωσία και την Κίνα με μια βασική πρόταση: η τοπική επιθετικότητα θα προκαλέσει μια γρήγορη και καταστρεπτική παγκόσμια απάντηση.

Δεύτερον, κινηθείτε γρήγορα. Ο Τρούμαν γνώριζε ότι οι στιγμές της συμμαχικής αλληλεγγύης και της εσωτερικής ενότητας μπορεί να είναι φευγαλέες, έτσι η κυβέρνησή του έσπευσε να θέσει σε πλήρη λειτουργία μέσα σε λίγους μήνες μια ολοκληρωμένη στρατηγική ανάσχεσης. «Μέχρι το 1951», παρατήρησε ο πολιτικός επιστήμονας Robert Jervis, «όλα τα στοιχεία που έχουμε καταλήξει να συσχετίζουμε με τον ψυχρό πόλεμο ήταν παρόντα ή εν εξελίξει». Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να οικοδομήσουν επί του συνασπισμού που έχει σχηματιστεί για να χειριστεί την κρίση της Ουκρανίας και να είναι έτοιμες να τον αναπτύξουν εκ νέου εναντίον της Κίνας.

Για παράδειγμα, οι συνεργασίες που απέκοψαν την πρόσβαση της Ρωσίας στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στις βασικές τεχνολογίες θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως πρότυπο για παρόμοιες κυρώσεις κατά της Κίνας εάν εισβάλει στην Ταϊβάν. Οι συνεχιζόμενες προσπάθειες να περικοπεί η ευρωπαϊκή εξάρτηση από την ρωσική ενέργεια θα πρέπει να επεκταθούν σε μια ευρύτερη ώθηση για την αποσύνδεση των οικονομιών του ελεύθερου κόσμου από την Ρωσία και την Κίνα σε κρίσιμους τομείς, όπως οι προηγμένες τεχνολογίες, οι σπάνιες γαίες, και οι ιατρικές προμήθειες έκτακτης ανάγκης. Η δημιουργία αλληλεπικαλυπτόμενων τεχνολογικών συνασπισμών, στους οποίους οι δημοκρατίες θα συγκεντρώνουν χρήματα και πόρους για να προπορευθούν σε βασικούς τομείς, όπως οι ημιαγωγοί ή η τεχνητή νοημοσύνη, ενώ θα αρνούνται κρίσιμες συνεισφορές και κεφάλαια στις απολυταρχίες, θα είναι κρίσιμη. Κεντρικό σημείο αυτής της προσέγγισης θα ήταν μια κίνηση των ΗΠΑ να επανενταχθούν στην TPP (τώρα ονομάζεται Συνολική και Προοδευτική Συμφωνία για την Συνεργασία Εκατέρωθεν του Ειρηνικού [Comprehensive and Progressive Agreement for Trans-Pacific Partnership, CPTPP]) —ίσως το καλύτερο παράδειγμα μιας πρωτοβουλίας της οποίας η στρατηγική αξία είναι αδιαμφισβήτητη και το πολιτικό κόστος της θα πρέπει να μειωθεί καθώς το τίμημα του εφησυχασμού αυξάνεται. Εάν οι δημοκρατίες δεν σπαταλήσουν την ευκαιρία, τότε ένα διαρκές αποτέλεσμα της κρίσης στην Ουκρανία θα μπορούσε να είναι ένα πιο σφικτό οικονομικό μπλοκ του ελεύθερου κόσμου, που θα δυσκολεύει περισσότερο τα αυταρχικά καθεστώτα να καταναγκάζουν ή να σαγηνεύουν.

Ωστόσο, η οικονομική ισχύς φτάνει μέχρι ενός σημείου, επομένως ο δημοκρατικός κόσμος χρειάζεται επίσης ένα ταχύ πολυμερές πρόγραμμα επανεξοπλισμού για να στηρίξει μια στρατιωτική ισορροπία που διαβρώνεται στην Ευρώπη και στον Ινδο-Ειρηνικό. Αυτό θα περιλαμβάνει ενισχυμένες προωθημένες αναπτύξεις καλά οπλισμένων δυνάμεων -ειδικά τεθωρακισμένων και αεροπορικών δυνάμεων στην Ανατολική Ευρώπη και μια συστάδα σκοπευτικών και αισθητήρων στον Δυτικό Ειρηνικό- που μπορούν να μετατρέψουν τις απόπειρες αρπαγής εδάφους σε παρατεταμένα, αιματηρά τέλματα. Είναι επίσης απαραίτητη η ταχεία εντατικοποίηση του λεπτομερούς επιχειρησιακού σχεδιασμού για το πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι βασικοί σύμμαχοί τους, όπως η Αυστραλία και η Ιαπωνία, θα απαντούσαν στην κινεζική επιθετικότητα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι μεγάλοι σύμμαχοί τους θα πρέπει επίσης να επιτρέψουν τις μεταφορές όπλων σε δυνητικά κράτη πρώτης γραμμής, όπως η Πολωνία και η Ταϊβάν, υπό τον όρο ότι αυτές οι χώρες θα δεσμευτούν για σημαντικές αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες τους και θα υιοθετήσουν στρατιωτικές στρατηγικές κατάλληλες στο να κερδίσουν χρόνο για μια ευρύτερη πολυμερή απάντηση.

Όλα αυτά θα απαιτήσουν το είδος των χρημάτων που οι δημοκρατίες δυσκολεύονται να βρουν σε περιόδους ειρήνης, αλλά δεν διστάζουν να δαπανήσουν υπό την απειλή του πολέμου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να σχεδιάσουν να δαπανήσουν περίπου το 5% του ΑΕΠ τους για την άμυνα την επόμενη δεκαετία (σε σύγκριση με περίπου 3,2% σήμερα), για να της αφήσουν περιθώριο να ανταποκριθεί στην επιθετικότητα σε ένα θέατρο, χωρίς να αφήνεται γυμνή σε άλλα. Οι βασικοί σύμμαχοι σε αμφότερες τις πλευρές της Ευρασίας θα πρέπει να δεσμευτούν για παρόμοιες αναλογικές αυξήσεις.

Αλλά εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους πρέπει να κινηθούν γρήγορα, ένα τελευταίο δίδαγμα είναι ότι πρέπει να αποφύγουν να ξεπεράσουν τα όρια. Η κλιμάκωση της κορεατικής σύγκρουσης και ο εναγκαλισμός μιας εκδοχής ανάσχεσης που δεν γνώριζε γεωγραφικά όρια, οδήγησαν στην υπερέκταση και στην τραγωδία. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή μεταξύ της αίσθησης του επείγοντος και της απερισκεψίας.

Η Ουάσιγκτον θα πρέπει επομένως να αποφύγει την άμεση στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία. Θα πρέπει να αγνοήσει τις παθιασμένες εκκλήσεις να επιδιώξει την αλλαγή καθεστώτος στην Ρωσία ή στην Κίνα –ένας στόχος που ο δημοκρατικός κόσμος δεν έχει την ισχύ να επιτύχει με κόστος που μπορεί να ανεχθεί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να παραμείνουν επιλεκτικές ως προς το πού θα ανταγωνίζονται πιο σθεναρά τη Μόσχα και το Πεκίνο: η Ανατολική Ευρώπη και η Ανατολική Ασία έχουν τεράστια σημασία, ενώ τμήματα της Κεντρικής Ασίας και της Αφρικής δεν έχουν. Πάνω από όλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους πρέπει να παραμείνουν υπομονετικοί. Ο Τρούμαν αναγνώρισε, το 1953, ότι ο Ψυχρός Πόλεμος δεν θα τελείωνε σύντομα, αλλά υποστήριξε ότι «έχουμε καθορίσει την πορεία με την οποία μπορούμε να τον κερδίσουμε». Αυτό είναι ένα λογικό πρότυπο για την πολιτική των ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 2020.

Ακόμη και μια οικονομικά κατεστραμμένη, στρατιωτικά περιορισμένη Ρωσία θα διατηρήσει την ικανότητα να δημιουργεί γεωπολιτικά προβλήματα. Η Κίνα θα είναι ένας τρομερός αντίπαλος για δεκαετίες, ακόμα κι αν εμποδιστεί από το να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων στον Ινδο-Ειρηνικό και πέρα από αυτόν. Η επίθεση του ελεύθερου κόσμου κατά την διάρκεια του Πολέμου της Κορέας ήταν ένα πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης, αλλά δημιούργησε διαρκή στρατηγικά πλεονεκτήματα που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την έκβαση του Ψυχρού Πολέμου. Η κρίση στην Ουκρανία μπορεί να έχει παρόμοια επίδραση σε άλλον έναν αγώνα στις σκιές (twilight struggle), εάν παρακινήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους να ασχοληθούν σοβαρά με την υπεράσπιση της παγκόσμιας τάξης που τους έχει υπηρετήσει τόσο καλά.

Σύνδεσμοι:
[1]https://www.amazon.com/Unrivaled-America-Superpower-Cornell-Security/dp/1501724789
[2]https://www.amazon.com/Twilight-Struggle-Teaches-Great-Power-Rivalry/dp/0300250789
[3]https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-04-20/how-not-win-allies-and-influence-geopolitics
[4]https://www.foreignaffairs.com/articles/south-korea/2021-10-14/korean-invasion
[5]https://www.foreignaffairs.com/articles/taiwan/2021-10-12/how-prevent-accidental-war-over-taiwan
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-06-03/china-taiwan-wa...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/taiwan/2021-10-12/how-prevent-ac...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2022-03-14/return-pax...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition