Η επόμενη σινο-ρωσική ρήξη; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επόμενη σινο-ρωσική ρήξη;

Το Πεκίνο θα μετανιώσει τελικά την υποστήριξή του στη Μόσχα

Το μεγαλύτερο δίδαγμα από την τελευταία σινο-ρωσική συμμαχία είναι πιθανώς το εξής: η ανάπτυξη της σχέσης είναι πολύ περισσότερο εξαρτώμενη από την εσωτερική δυναμική στις δύο χώρες και από τη μεταξύ τους σχέση, παρά από οτιδήποτε μπορούν να κάνουν ή να πουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η καλύτερη στρατηγική για τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι να παρακολουθούν και να περιμένουν, αλλά να είναι έτοιμες να εξερευνήσουν τις ρωγμές στην συμμαχία μόλις εμφανιστούν. Η Δύση θα τιμωρήσει την Ρωσία για τον επιθετικό της πόλεμο και θα συνεχίσει να ανταγωνίζεται την Κίνα, ενώ θα επιδιώκει συμφωνίες κοινής λογικής μαζί της, ιδίως με οικονομικούς όρους. Ως μακροπρόθεσμη στρατηγική, αυτό είναι πιθανώς το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε.

Διότι η Ρωσία και η Κίνα δεν είναι φυσικοί εταίροι. Υπάρχουν πάρα πολλά ζητήματα που τις χωρίζουν. Σήμερα, οι διανοούμενοι του Πούτιν για την εξωτερική πολιτική μακρηγορούν για το πώς η Ρωσία έχει λάβει μια θεμελιώδη απόφαση για την συνεργασία με την Κίνα τώρα και στο μέλλον. Αλλά οποιοσδήποτε έχει μιλήσει μαζί τους μπορεί να ανιχνεύσει, υπογείως, πολλές ανησυχίες τους σχετικά με αυτή την επιλογή. Γι' αυτούς, η συμμαχία με την Κίνα υπάρχει λόγω της ανάγκης να ενοχλήσουν την Δύση, όχι λόγω της φυσικής συνοχής μεταξύ των δύο δυνάμεων. Ο ίδιος ο Πούτιν μπορεί να σκέφτεται διαφορετικά, αλλά, αν είναι έτσι, δεδομένης της αυξανόμενης αδυναμίας της Ρωσίας, το να συνδεθεί με μια ανερχόμενη γειτονική δύναμη μπορεί να του κοστίσει περισσότερο από όσο υπολογίζει.

ΕΝΑ ΧΑΛΑΣΜΕΝΟ ΜΠΛΟΚ

Ένα σημαντικό επιχείρημα εναντίον αυτής της ερμηνείας, ειδικά στην Ουάσιγκτον αυτές τις μέρες, είναι ότι υπάρχει περισσότερη μακροπρόθεσμη συνοχή στην σημερινή σινο-ρωσική συμμαχία από όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά. Ορισμένοι παρατηρητές θεωρούν τον σημερινό πόλεμο στην Ουκρανία ως τον πρώτο πυροβολισμό ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, ο οποίος φέρνει σε αντιπαράθεση δύο μπλοκ ισχύος. Όπως και στον αρχικό Ψυχρό Πόλεμο, υποστηρίζει αυτή η άποψη, σήμερα υπάρχουν ιδεολογικά χάσματα μεταξύ των δύο μπλοκ καθώς και διαφορές στα οικονομικά συστήματα. Η μάχη του νέου Ψυχρού Πολέμου είναι επομένως μεταξύ της δημοκρατίας και του αυταρχισμού και μεταξύ των προσανατολισμένων στην αγορά και των επικεντρωμένων στο κράτος οικονομικών.

Αλλά η Κίνα και η Ρωσία έχουν σήμερα πολύ διαφορετικά πολιτικά συστήματα και πολύ διαφορετικές οικονομίες. Η Κίνα είναι ένα κομμουνιστικό κράτος, όπου το κόμμα κυβερνά για λογαριασμό του λαού με έναν τρόπο που ισχυρίζεται ότι είναι αξιοκρατικός. Η Ρωσία είναι μια προσωποπαγής κλεπτοκρατική δικτατορία που έχει μεταμφιεστεί σε δημοκρατία. Αμφότερες οι οικονομίες ελέγχονται όλο και περισσότερο από την κυβέρνηση, αλλά αυτό δεν εξασφαλίζει οποιαδήποτε αντιστοιχία. Αντίθετα, ο Ψυχρός Πόλεμος δείχνει ότι οι κατευθυνόμενες από το κράτος οικονομίες είναι συνήθως λιγότερο συμβατές μεταξύ τους από όσο είναι οι καπιταλιστικές οικονομίες. Επιπλέον, στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση οικονομίες, τα πάντα γίνονται πολιτικά, περιπλέκοντας συχνά περαιτέρω τις διμερείς σχέσεις. Στην ρωσο-κινεζική περίπτωση, οι βαθιές πολιτισμικές διαφορές προσθέτουν στην εικόνα.

Δεδομένων όλων αυτών, ο ευρύτερος ιστορικός παραλληλισμός που έρχεται στο μυαλό δεν είναι τόσο ο Ψυχρός Πόλεμος όσο η Γερμανία και η Αυστρία στις αρχές του εικοστού αιώνα. Η Γερμανία τότε, όπως και η Κίνα σήμερα, ήταν μια ανερχόμενη μεγάλη δύναμη με ένα ταχέως αυξανόμενο βιομηχανικό και τεχνολογικό δυναμικό και ένα σύνολο αιτιάσεων για την υπάρχουσα διεθνή τάξη πραγμάτων. Η σύμμαχος της Γερμανίας, η Αυστρία, ήταν, όπως η Ρωσία σήμερα, μια αυτοκρατορία σε παρακμή, με άφθονες διαμάχες με τους γείτονές της και πολλές εσωτερικές συγκρούσεις. Μέχρι το καλοκαίρι του 1914, οι Γερμανοί ηγέτες πίστευαν ότι θα μπορούσαν να διαχειριστούν την Αυστρία προς όφελός τους. Αντίθετα, αυτό που πήραν ήταν μια αλληλουχία γεγονότων στα οποία οι αυστριακές ανησυχίες οδήγησαν την Γερμανία σε πόλεμο. Η Κίνα θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική για να μην επαναλάβει εκείνο τον κύκλο γεγονότων. Μερικές φορές το να φροντίζεις τα δικά σου συμφέροντά σημαίνει να προσδιορίζεις αυτά τα συμφέροντα πληρέστερα, ειδικά όταν προκύπτουν ευκαιρίες για σύνδεση με μεγάλες αλλά προβληματικές γειτονικές αυτοκρατορίες.

Ενώ το Πεκίνο μετράει τις επιλογές του, τι πρέπει να κάνει τώρα η Δύση; Κάποιες ενέργειες είναι προφανείς. Θα πρέπει να εξοπλιστεί καλύτερα, όπως αρχίζει να κάνει τώρα η Ευρώπη. Θα πρέπει να υποστηρίξει την ουκρανική αντίσταση. Θα πρέπει να ενδυναμώσει τις σχέσεις με φίλους κατά μήκος των συνόρων της Ρωσίας και της Κίνας. Θα πρέπει να ασκήσει τη μέγιστη πίεση στο καθεστώς Πούτιν, εξαιρουμένης της συμμετοχής των δυνάμεών της στον πόλεμο. Κατά την επικοινωνία με Κινέζους αξιωματούχους, θα πρέπει να υπογραμμίσει ότι οι Δυτικοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής τούς θεωρούν τουλάχιστον εν μέρει υπεύθυνους για τα αδικήματα του Πούτιν.

Οι επικλήσεις στις αρχές δεν θα βοηθήσουν με το Πεκίνο [6]. Ακόμη και η σημαντική διεθνής αμηχανία της Κίνας, την οποία παράγουν καθημερινά τα ψέματα και οι αδιάκριτες δολοφονίες του Πούτιν, δεν θα κάνει πολλά. Το να ενισχύσουμε την πίεση κατά της Ρωσίας, δείχνοντας παράλληλα στην Κίνα το πώς η στενή σχέση της με τον Πούτιν λειτουργεί ενάντια στην σταθεροποίηση των σινο-αμερικανικών ή σινο-ευρωπαϊκών σχέσεων είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε. Ίσως να μην είναι αρκετό για να σώσει την Ουκρανία από περαιτέρω καταστροφή. Αλλά μπορεί να καταστήσει λιγότερο πιθανό τον πόλεμο των μεγάλων δυνάμεων, πείθοντας τουλάχιστον ορισμένους Κινέζους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ότι τα συμφέροντα του Πούτιν και τα δικά τους δεν είναι τόσο εύκολα συμβατά όσο φαίνεται να πιστεύουν τώρα αμφότερες οι πλευρές.