Ο πειρασμός της Ουκρανίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο πειρασμός της Ουκρανίας

Ο Μπάιντεν πρέπει να αντισταθεί στις εκκλήσεις να πολεμήσει έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο
Περίληψη: 

Ο πόλεμος στην Ουκρανία προσφέρει μια ευκαιρία να ενθαρρυνθεί η Ευρώπη να ισορροπήσει έναντι της Ρωσίας, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επικεντρώνονται στην ασφάλεια στην Ασία και στην ανανέωση στο εσωτερικό. Ένας τέτοιος καταμερισμός θα έφερνε τις Ηνωμένες Πολιτείες στην καλύτερη θέση να περιορίσουν τις επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία και να επιτύχουν μακροπρόθεσμη ειρήνη και σταθερότητα στην Ευρώπη και πέρα από αυτήν.

O STEPHEN WERTHEIM είναι ανώτερος συνεργάτης στο American Statecraft Program του Carnegie Endowment for International Peace και επισκέπτης συνεργάτης στο Center for Global Challenges του Yale Law School. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Tomorrow The World: The Birth of U.S. Global Supremacy [1].

Επί τρεις δεκαετίες, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ έχει λειτουργήσει με την αδράνεια και το έχει ονομάσει στρατηγική. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε τελειώσει, αλλά, παρόλα αυτά, οι Ηνωμένες Πολιτείες διατήρησαν τις ψυχροπολεμικές συμμαχίες τους. Η Σοβιετική Ένωση είχε εξαφανιστεί, αλλά η απουσία μιας μεγάλης απειλής παρήγαγε την ίδια συνταγή με αυτήν που είχε [παραγάγει] η παρουσία μιας μεγάλης απειλής: ακριβώς όπως ο στρατός των ΗΠΑ είχε υπερασπιστεί «τον ελεύθερο κόσμο», τώρα θα γινόταν ο φύλακας όλου του κόσμου. Όταν εμφανίζονταν προβλήματα, διαδοχικές κυβερνήσεις τα θεωρούσαν γενικά ως λόγους για να επεκτείνουν τις αναπτύξεις των ΗΠΑ. Ακόμα κι αν η προσπάθειά της για την πρωτοκαθεδρία είχε δημιουργήσει ή επιδεινώσει αυτά τα προβλήματα, η Ουάσιγκτον είχε την λύση: περισσότερη και καλύτερη πρωτοκαθεδρία.

14042022-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στην Ουάσιγκτον, τον Απρίλιο του 2022. Kevin Lamarque / Reuters
-------------------------------------------

Τώρα ο πόλεμος στην Ουκρανία δελεάζει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να επαναλάβουν αυτό το σφάλμα με εξαιρετικά επακόλουθο τρόπο. Ακριβώς όταν ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν προσπαθούσε να προτεραιοποιήσει την ασφάλεια στην Ασία και την ευημερία για την αμερικανική μεσαία τάξη, οι υποστηρικτές της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ αδράχνουν αυτή την συναισθηματικά φορτισμένη στιγμή για να επιμείνουν ότι η εξάρτηση στη μεταψυχροπολεμική οδό υπερέχει. Υποστηρίζουν ότι αντί να στραφούν στην Ασία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει τώρα να αυξήσουν την στρατιωτική τους παρουσία στην Ευρώπη για να ανασχέσουν μια διεκδικητική Ρωσία, ακόμη και όταν ενδυναμώνουν τις άμυνες στον Ινδο-Ειρηνικό για να ανασχέσουν μια ανερχόμενη Κίνα. Παραδέχονται ότι η πρότασή τους θα κόστιζε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια επιπλέον σε αμυντικές δαπάνες και θα έθετε τις δυνάμεις των ΗΠΑ στην πρώτη γραμμή δύο δυνητικών πολέμων [μεταξύ] μεγάλων δυνάμεων, αλλά πιστεύουν ότι το τίμημα αξίζει τον κόπο.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να αρνηθεί αυτή την πρόσκληση να διεξάγει έναν ριψοκίνδυνο παγκόσμιο ψυχρό πόλεμο. Μολονότι η εισβολή στην Ουκρανία έχει αποκαλύψει την προθυμία του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν [2], να αναλάβει ρίσκα στην επιδίωξη της επιθετικότητας, έχει επίσης αποκαλύψει την αδυναμία του ρωσικού στρατού και της οικονομίας. Αν μη τι άλλο, ο πόλεμος έχει ενισχύσει τα επιχειρήματα υπέρ της στρατηγικής πειθαρχίας, με το να προσφέρει μια ευκαιρία να ενθαρρυνθεί η Ευρώπη να ισορροπήσει έναντι της Ρωσίας, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επικεντρώνονται στην ασφάλεια στην Ασία και στην ανανέωση στο εσωτερικό. Ένας τέτοιος καταμερισμός εργασίας είναι δίκαιος και βιώσιμος. Θα έφερνε τις Ηνωμένες Πολιτείες στην καλύτερη θέση να περιορίσουν τις επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία και να επιτύχουν μακροπρόθεσμη ειρήνη και σταθερότητα στην Ευρώπη και πέρα από αυτήν. Το δέλεαρ της πρωτοκαθεδρίας είναι ισχυρό στην Ουάσιγκτον, αλλά μια πιο συγκρατημένη προσέγγιση είναι καλύτερη.

DÉJÀ VU

Από τότε που ξεκίνησε η εισβολή της Ρωσίας, οι υπέρμαχοι της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ έχουν υποστηρίξει ότι ο πόλεμος απαιτεί όχι μόνο μια άμεση απάντηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και μια ανθεκτική μετατόπιση υψηλής στρατηγικής. Επωφελούμενοι από το αντιρωσικό αίσθημα, θέλουν η κυβέρνηση Μπάιντεν να παραμερίσει τη νέα ασιο-κεντρική στάση που αναμενόταν να παρουσιάσει. «Δεν μπορούμε προσποιούμαστε άλλο ότι η εστίαση της εθνικής ασφάλειας πρωτίστως στην Κίνα θα προστατεύσει τα πολιτικά και οικονομικά [συμφέροντα] και τα συμφέροντα ασφαλείας μας», έγραψε [3] ο πρώην υπουργός Άμυνας, Robert Gates. «Όπως έχουμε δει στην Ουκρανία, ένας απερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος δικτάτορας στην Ρωσία (ή αλλού) μπορεί να είναι εξίσου [μεγάλη] πρόκληση για τα συμφέροντά μας και την ασφάλειά μας». Για να μην αφήσει τον πόλεμο να επεκταθεί, η κυβέρνηση Μπάιντεν αύξησε τον αριθμό των αμερικανικών στρατιωτών στην Ευρώπη σε περίπου 100.000 -ένα επίπεδο που δεν έχει παρατηρηθεί εδώ και δεκαετίες.

Αλλά η απόπειρα να αποκατασταθεί η παγκόσμια στρατιωτική πρωτοκαθεδρία δεν αξίζει σήμερα περισσότερο από όσο άξιζε πριν από την εισβολή. Η φρικτή επίθεση του Πούτιν έχει κάνει την ρωσική απειλή ενστικτώδη, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει αυξήσει την απειλή ούτε έχει παραγάγει άλλα πειστικά στοιχεία για την ανάληψη νέων δεσμεύσεων ή αποστολών. Ο Gates φαίνεται να μπερδεύει τον ανθρωπιστικό όλεθρο με την απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως έχει υποστηρίξει η κυβέρνηση Μπάιντεν, τα ζωτικά συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ δεν διακυβεύονται στην Ουκρανία, και έτσι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα επέμβουν άμεσα εναντίον των ρωσικών δυνάμεων. Ιδιαίτερα ασαφές είναι το γιατί πρέπει να θεωρείται ότι ο Πούτιν ή απλώς οποιοσδήποτε «απερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος δικτάτορας» αμφισβητεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε παρόμοια κλίμακα με την Κίνα, τη νούμερο δύο οικονομική και στρατιωτική δύναμη στον κόσμο. Ετούτο το σκεπτικό θα μπορούσε να οδηγήσει τους αξιωματούχους των ΗΠΑ να εγκαταλείψουν τη μορφοποίηση στρατηγικής με βάση τα ευδιάκριτα εθνικά συμφέροντα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βρίσκονταν να αστυνομεύουν τον κόσμο, ανεξάρτητα από το διακύβευμα.