Ο πειρασμός της Ουκρανίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο πειρασμός της Ουκρανίας

Ο Μπάιντεν πρέπει να αντισταθεί στις εκκλήσεις να πολεμήσει έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο

Εάν η Ρωσία επρόκειτο να κατακλύσει το κέντρο της Ευρώπης, η ασφάλεια και η ευημερία των Ηνωμένων Πολιτειών θα κινδύνευαν, αφού μεγάλο μέρος της εύπορης και πολυπληθούς περιοχής θα ετίθετο υπό τον έλεγχο της Μόσχας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι Ηνωμένες Πολιτείες διεξήγαγαν τον Ψυχρό Πόλεμο εν μέρει για να εμποδίσουν την Σοβιετική Ένωση να χρησιμοποιήσει τους τρομερούς πόρους της για να κατακτήσει τη μη κομμουνιστική Ευρώπη. Σε ένα άρθρο του Μαρτίου [4] στο Foreign Affairs, οι μελετητές Michael Beckley και Hal Brands ανέστησαν σιωπηρά αυτόν τον στρατηγικό στόχο, επικαλούμενοι «τις πολιτικές που κέρδισαν τον Ψυχρό Πόλεμο» ως πρότυπο για το τι πρέπει να κάνουμε σήμερα: να ανασχέσουμε την Ρωσία και την Κίνα ταυτόχρονα μέσω των συσσωρεύσεων του στρατού των ΗΠΑ τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία. Σύμφωνα με την εκτίμησή τους, αυτή η πορεία δράσης θα προϋπέθετε την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών για την επόμενη δεκαετία από 3,2% του ΑΕΠ σε 5% του ΑΕΠ, σημειώνοντας αύξηση 56%.

Αλλά είναι δύσκολο να διακρίνει κάποιος το πώς η Ρωσία θα μπορούσε να προωθηθεί βαθιά μέσα στην Ευρώπη, ακόμη κι αν προσπαθούσε. Πριν από την εισβολή, η οικονομία της ΕΕ ήταν περίπου πέντε φορές μεγαλύτερη από εκείνη της Ρωσίας, με βάση το συντηρητικό μέτρο της ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, και οι πολεμικές κυρώσεις πρόκειται να διευρύνουν το χάσμα. Συνολικά, τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ ήδη δαπανούν περισσότερα από την Ρωσία για την άμυνα και η γεωπολιτική αφύπνιση της Ευρώπης θα τα ωθήσει να δαπανήσουν περισσότερα. Και η άνευρη επίδοση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων στην Ουκρανία δεν είναι καλός οιωνός για τις προοπτικές τους εναντίον του ΝΑΤΟ στο εγγύς μέλλον.

Αντί, λοιπόν, να εξηγήσουν το πώς η Ρωσία θα μπορούσε ενδεχομένως να κυριαρχήσει στην Ευρώπη, ο Beckley και ο Brands υιοθετούν μια επεκτατική αντίληψη για τα συμφέροντα και τις ευθύνες των Ηνωμένων Πολιτειών που θα έκαναν τον George Kennan, τον αρχιτέκτονα της ανάσχεσης του Ψυχρού Πολέμου, να κοκκινίσει. Από ότι φαίνεται θα έβαζαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να πάνε σε πόλεμο για να σταματήσουν οποιαδήποτε πράξη «απολυταρχικής επιθετικότητας» στην Ανατολική Ευρώπη ή στην Ανατολική Ασία, και ίσως οπουδήποτε αλλού «η διεθνής τάξη» μπορεί να φαίνεται ότι κινδυνεύει. Πράγματι, ως έμπνευση για την προσέγγισή τους, αντλούν από το NSC-68, το στρατηγικό έγγραφο του 1950 που έκανε έκκληση για απεριόριστες αντικομμουνιστικές σταυροφορίες και εξωφρενικές στρατιωτικές δαπάνες. Όπως το έχει θέσει ο ιστορικός John Lewis Gaddis, το NSC-68 «βρήκε στην απλή παρουσία μιας σοβιετικής απειλής ένα επαρκές αίτιο για να θεωρήσει ως ζωτικής σημασίας το συμφέρον που απειλείται». Με άλλα λόγια, το NSC-68 έβαλε τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναλάβουν τεράστιο κόστος και κινδύνους χωρίς αναφορά στην ασφάλεια και την ευημερία της χώρας˙ απέκοψε τον δεσμό μεταξύ της πολιτικής των ΗΠΑ και των συμφερόντων των ΗΠΑ. Δεν πρέπει να είναι υπόδειγμα για την εποχή μας.

Η έκκληση για έναν ψυχρό πόλεμο εναντίον της Κίνας [5] και της Ρωσίας θα έβαζε τους Αμερικανούς να αναλάβουν τεράστια βάρη, όχι επειδή το απαιτούν συγκεκριμένα συμφέροντα των ΗΠΑ, αλλά επειδή το απαιτεί η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ. Χωρίς να είναι ικανές να διατηρήσουν την παγκόσμια στρατιωτική κυριαρχία τους στο τρέχον επίπεδο προσπάθειας, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποτίθεται τώρα ότι πρέπει να επενδύσουν όλο και μεγαλύτερους πόρους στο εγχείρημα. Ίσως η χώρα θα μπορούσε να την γλιτώσει από τις στρατηγικές υπερβολές της δεκαετίας του 1950, όταν αντιπροσώπευε περίπου το 27% της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής, σχεδόν το διπλάσιο από το αθροιστικό σοβιετικό και κινεζικό μερίδιο του 14%. Το 2020, αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσώπευαν το 16% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Η Κίνα και η Ρωσία μαζί ανήλθαν στο 22%. Η Κίνα από μόνη της ξεπέρασε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι αμφίβολο ότι η βούληση από μόνη της μπορεί να ξεπεράσει το χάσμα μεταξύ της υλικής υπεροχής των Ηνωμένων Πολιτειών κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και του σημερινού ελλείμματός της.

Βγαίνοντας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το αμερικανικό κοινό κατανόησε τις επιπτώσεις της ανάληψης υποχρεώσεων για την υπεράσπιση άλλων χωρών. Αντίθετα, οι περισσότεροι Αμερικανοί που ζουν σήμερα, καθώς δεν έχουν δει ποτέ έναν πόλεμο μεταξύ μεγάλων δυνάμεων ή δεν έχουν πληρώσει απτά κόστη για μικρότερους πολέμους, δεν έχουν συνηθίσει να υπομένουν δυσκολίες για τις επιλογές εξωτερικής πολιτικής. Η βάσιμη υποψία τους για τις μακρινές στρατιωτικές επεμβάσεις δημιουργεί αβεβαιότητα σχετικά με το πώς θα ενεργούσαν πραγματικά οι Ηνωμένες Πολιτείες εάν μια από τις δεκάδες αμυντικές τους δεσμεύσεις έπρεπε να τιμηθεί. Εγείρει επίσης αμφιβολίες για το εάν οι υψηλές αμυντικές δαπάνες θα μπορούσαν να διατηρηθούν επ' αόριστον.

Αντί να «κλειδώσει» έναν νέο ψυχρό πόλεμο, ο Μπάιντεν θα πρέπει να θυμηθεί τι παρήγαγε τις μεγαλύτερες επιτυχίες των Ηνωμένων Πολιτειών κατά την διάρκεια του αρχικού ζητήματος: μια προθυμία να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και να σταθμίσουν δημιουργικές επιλογές, χωρίς να προσκολλώνται σε ξεπερασμένες συνήθειες. Το Σχέδιο Μάρσαλ, για παράδειγμα, ξέφυγε από την πεπατημένη με το να παραχωρηθούν κρατικά κονδύλια για την ανοικοδόμηση ευρωπαϊκών χωρών που μπορεί να είχαν γίνει κομμουνιστικές. Δεκαετίες αργότερα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ είδαν μια ευκαιρία να σταθεροποιήσουν τις σχέσεις των υπερδυνάμεων και πέτυχαν τον κατευνασμό, επινοώντας αμοιβαίως επωφελή μέτρα ελέγχου των εξοπλισμών και σταθεροποιώντας την Ευρώπη μέσω των Συμφωνιών του Ελσίνκι (Helsinki Accords). Αυτά τα επιτεύγματα αξίζουν να αποτελέσουν αντικείμενο μίμησης —και τούτο προϋποθέτει να αποφύγουμε την άστοχη νοσταλγία.

ΜΙΑ ΕΥΡΩΠΗ ΙΣΧΥΡΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ