Είναι καιρός η Αμερική και η Ινδία να συζητήσουν για το εμπόριο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Είναι καιρός η Αμερική και η Ινδία να συζητήσουν για το εμπόριο

Διαφορετικά, η Κίνα θα υπαγορεύσει τους όρους στον Ινδο-Ειρηνικό
Περίληψη: 

Για να προωθήσουν τους εμπορικούς και στρατηγικούς τους στόχους, οι ΗΠΑ και η Ινδία πρέπει επίσης να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη του οικονομικού πλαισίου για έναν ελεύθερο και ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό. Το να μην το κάνουν θα παρείχε ευκαιρίες σε άλλες χώρες, όπως η Κίνα, να δημιουργήσουν μια εμπορική τάξη πραγμάτων που θα απέκλειε την Ινδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο KENNETH I. JUSTER είναι διακεκριμένος συνεργάτης στο Council on Foreign Relations και πρώην πρέσβυς των ΗΠΑ στην Ινδία.
Ο MOHAN KUMAR είναι πρόεδρος στο Research and Information System for Developing Countries και πρώην επικεφαλής διαπραγματευτής της Ινδίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.
Η WENDY CUTLER είναι αντιπρόεδρος στο Asia Society Policy Institute και πρώην ασκούσα τα καθήκοντα της αναπληρώτριας εκπροσώπου εμπορίου των ΗΠΑ.
O NAUSHAD FORBES είναι συμπρόεδρος στο Forbes Marshall, πρώην πρόεδρος στην Confederation of Indian Industry και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο The Struggle and The Promise: Restoring India’s Potential [1].

Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μαίνεται, οι ειδήσεις για την σχέση Ινδίας – ΗΠΑ τείνουν να εστιάζουν στην απροθυμία του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι να επικρίνει την ρωσική εισβολή. Αλλά η απογοήτευση που έχει εκφράσει η κυβέρνηση Μπάιντεν [2] για αυτή την θέση κρύβει την ευρύτερη τροχιά των διμερών σχέσεων των χωρών: τα τελευταία 22 χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ινδία έχουν διευρύνει και εμβαθύνει σταθερά την συνεργασία τους για να καλύψει σχεδόν κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας, που εκτείνεται από την άμυνα και την αντιτρομοκρατία έως την υγεία και την εκπαίδευση. Υπάρχει, ωστόσο, ένας τομέας που έχει προκαλέσει επανειλημμένα τριβές: το εμπόριο.

15042022-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, μιλώντας με τον Ινδό πρωθυπουργό, Ναρέντρα Μόντι, στην Ουάσιγκτον, τον Απρίλιο του 2022. Kevin Lamarque / Reuters
-----------------------------------------

Οι ροές αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των δύο χωρών είναι πολύ κάτω από τα επίπεδα που θα ανέμενε κανείς από τη μεγαλύτερη και την έκτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, ιδίως δεδομένης της οικονομικής συμπληρωματικότητας και του ισχυρού δεσμού που έχει δημιουργηθεί από τα μέλη της ινδικής διασποράς στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκτός πλαισίου, οι αριθμοί φαίνονται στιβαροί: το εμπόριο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ινδίας έχει αυξηθεί από περίπου 19 δισεκατομμύρια δολάρια το 2001 σε σχεδόν 160 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021. Αλλά αυτό αντιπροσωπεύει μόνο περίπου το 2% του συνολικού εμπορίου των ΗΠΑ και μόλις το 12% του συνολικού ινδικού εμπορίου. Επιπλέον, έχουν υπάρξει συχνές εμπορικές φιλονικίες και επίμονες διαφωνίες μεταξύ των δύο χωρών. Αυτές οφείλονται, εν μέρει, στις μακροχρόνιες ανησυχίες των ΗΠΑ σχετικά με την πρόσβαση στην αγορά της Ινδίας και στις ευαισθησίες της Ινδίας σχετικά με τις αγροτικές εισαγωγές και την πρόσβαση των εξειδικευμένων επαγγελματιών της στην αγορά των ΗΠΑ.

Το γεγονός ότι οι προσπάθειες για την προώθηση της διμερούς εμπορικής ατζέντας συχνά αποτυγχάνουν δεν σημαίνει ότι οποιαδήποτε από τις δύο χώρες πρέπει να εγκαταλείψει. Το ενισχυμένο διμερές εμπόριο είναι σημαντικό για την ανάπτυξη αμφότερων των οικονομιών και για την παροχή μακροπρόθεσμου έρματος στην συνεργασία ΗΠΑ-Ινδίας. Για να προωθήσουν τους εμπορικούς και στρατηγικούς τους στόχους, οι δύο χώρες πρέπει επίσης να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη του οικονομικού πλαισίου για έναν ελεύθερο και ανοιχτό Ινδο-Ειρηνικό. Το να μην το κάνουν θα παρείχε ευκαιρίες σε άλλες χώρες, όπως η Κίνα, να δημιουργήσουν μια εμπορική τάξη πραγμάτων που θα απέκλειε την Ινδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΜΕΝΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΕΞΟΔΟΥΣ

Τα τελευταία χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ινδία έχουν υποχωρήσει από την διαμόρφωση του ασιατικού εμπορικού τοπίου. Τον Φεβρουάριο του 2016, οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέγραψαν την συμφωνία Συνεργασίας Εκατέρωθεν του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership, TPP), ένα εμπορικό σύμφωνο μεταξύ 12 χωρών, συμπεριλαμβανομένων της Αυστραλίας, του Καναδά, της Ιαπωνίας, της Μαλαισίας, του Μεξικού, και του Βιετνάμ. Ωστόσο, η TPP δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ, επειδή στις αρχές του 2017, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, απέσυρε απότομα τις Ηνωμένες Πολιτείες από το σύμφωνο. Υπό την ηγεσία της Ιαπωνίας, οι εναπομείνασες 11 υπογράφουσες [χώρες] αναβίωσαν την συμφωνία και δημιούργησαν μια διάδοχη, την Ολοκληρωμένη και Προοδευτική Συμφωνία για την Συνεργασία Εκατέρωθεν του Ειρηνικού (Comprehensive and Progressive Agreement for Trans-Pacific Partnership , CPTPP).

Η Ινδία αποχώρησε επίσης από μια περιφερειακή εμπορική συμφωνία. Από το 2013 έως το 2019, η Ινδία ήταν ένα από τα 16 ασιατικά έθνη —συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων οικονομιών της Κίνας [3], της Ινδονησίας, της Ιαπωνίας, και της Νοτίου Κορέας— που σφυρηλάτησαν την Περιφερειακή Συνολική Οικονομική Συνεργασία (Regional Comprehensive Economic Partnership, RCEP). Καθώς οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώνονταν τον Νοέμβριο του 2019, ωστόσο, η Ινδία αποτραβήχτηκε, υποστηρίζοντας ότι η συμφωνία θα οδηγούσε σε μια πλημμύρα εισαγωγών από την Κίνα, με την οποία η Ινδία είχε ήδη εγγράψει ένα ευμέγεθες εμπορικό έλλειμμα. Τα άλλα 15 έθνη υπέγραψαν την RCEP στα τέλη του 2020 και η συμφωνία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου αυτού του έτους, μεταξύ δέκα εκ των υπογραφουσών [χωρών]. (Ακολούθως έχουν ενταχθεί η Νότιος Κορέα και η Μαλαισία, ανεβάζοντας τον αριθμό σε 12).

Η έξοδος των ΗΠΑ από την TPP και η απόσυρση της Ινδίας από τις διαπραγματεύσεις για την RCEP ωθήθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, από την αυξανόμενη αίσθηση σε αμφότερες τις χώρες ότι οι εμπορικές συμφωνίες έχουν βλάψει τις εγχώριες μεταποιητικές βιομηχανίες τους και έχουν κοστίσει στους εργαζόμενους της μεσαίας τάξης [4] την δουλειά τους. Ετούτες οι ανησυχίες μπορεί να είναι εύλογες, αλλά η μη επιδίωξη εμπορικών συμφωνιών εμποδίζει την ικανότητα αμφότερων των χωρών να αξιοποιήσουν τις ξένες αγορές, να συμμετάσχουν στην ανάπτυξη περιφερειακών εμπορικών κανόνων και να προωθήσουν τους ευρύτερους στόχους τους στον Ινδο-Ειρηνικό.