Το ψεύδος στο τουρκικό αφήγημα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το ψεύδος στο τουρκικό αφήγημα

Ο ρόλος της συστηματικής προβολής αναληθειών εντός και εκτός Τουρκίας*

Όπως, όμως, και ο παθολογικός ψεύτης τις περισσότερες φορές αποκαλύπτεται εκτιθέμενος εντέλει στην αποδειχθείσα ψευδολογία του, έτσι συμβαίνει και με την Τουρκία, η οποία εγκλωβισμένη πλέον στην φαντασιακή ψευδολογία της εξωτερικής πολιτικής της, βλέπει τον εαυτό της να απομονώνεται ολοένα και περισσότερο σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο. Αλλά η Άγκυρα, διατηρούμενη ως συνομιλητής των λοιπών κρατών και οργανισμών -κυρίως λόγω της γεωπολιτικής της βαρύτητας που οφείλεται περισσότερο στο μέγεθος και στην γεωγραφική της θέση, και λιγότερο στην αξιοπιστία της ως σύμμαχος ή στρατηγικός εταίρος-, αδυνατεί να αντιληφθεί τόσο την πλάνη στην οποία έχει περιέλθει όσο και το μερίδιο ευθύνης που της αναλογεί σε σχέση με το πραγματικό γεωπολιτικό της μέγεθος. Αγνοώντας την αξία της ενσυναίσθησης αλλά και της περιφερειακής ανάγκης για συνεργασία, η οποία πλέον επιβάλλεται από τις εξελίξεις, εκεί που κάποτε επεδίωκε (τύποις από όσο αποδεικνύεται) την πολυδιαφημισμένη πολιτική του πρώην πρωθυπουργού Ahmet Davutoglu «zero problems with our neighbors», την βλέπει να εκφυλίζεται σε πολιτική «zero neighbors without problems». Και φυσικά για την Τουρκία που υιοθετεί το «δίκαιο του ενός», φταίνε πάντα και μόνο οι άλλοι!

Συμπερασματικά, η Τουρκία έπεσε η ίδια στην ψευδολογική παγίδα που έστησε τόσο στους πολίτες της (εσωτερική διάσταση), όσο και στους γείτονες και δυνητικούς της αντιπάλους (εξωτερική διάσταση) και δεν θα βγει ούτε εύκολα, ούτε γρήγορα, και μάλλον ούτε ηθελημένα από αυτήν. Μέχρι να το πράξει -αν ποτέ το πράξει- θα παραμένει τυφλωμένη από τα ίδια της τα ψεύδη και πληγωμένη από τις επιπτώσεις της αποκάλυψής τους, ενώ δε θα σέβεται ούτε το Διεθνές Δίκαιο, ούτε τους κανόνες καλής γειτονίας, ούτε καν και το ίδιο το αντικειμενικό της όφελος. Μέχρι να εξέλθει της συστημικής πλάνης στην οποία έχει περιέλθει, θα λειτουργεί ενστικτωδώς και θα αντιλαμβάνεται μόνο τους συσχετισμούς σκληρής κυρίως ισχύος, μια ξεπερασμένη πλέον διεθνοδικαιική αντιληπτική προσέγγιση που της κληροδότησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, και από την οποία αδυνατεί να συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να απαλλαγεί, προκειμένου να καταστεί το σύγχρονο κράτος που θέλει (;) να γίνει.

Η Δύση όσο απρόθυμα κι αν έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται την συνειδητή αλλαγή πορείας της Τουρκίας προς μια μεταμοντέρνα, «comme il faut» (για την ώρα) εκδοχή θεοκρατικού καθεστώτος -το οποίο έχει ήδη πιο πολλά κοινά με την Τεχεράνη παρά π.χ. με την Ουάσιγκτον-, έχει δείξει μέχρι τώρα ότι υιοθετεί κυρίως την (αιωνίως αποτυχημένη) πολιτική κατευνασμού, η οποία μπορεί μεν να είναι βραχυπρόθεσμα βολική, αλλά μακροπρόθεσμα καταστροφική. Αυτό συμβαίνει μάλλον διότι η Δύση αρέσκεται να αποδίδει την τρέχουσα διεθνή συμπεριφορά της Άγκυρας στην προσωπικότητα του Ερντογάν, ελπίζοντας σε μια αλλαγή του υποδείγματός της, όταν αυτός αποχωρήσει από την πολιτική, με όποιον τρόπο γίνει αυτό. Αρνείται όμως -ή λόγω πολλών προφανών συμφερόντων δε θέλει- να δει ότι οι αλλαγές στην πολιτική της Άγκυρας έχουν αποκτήσει ήδη συστημικό χαρακτήρα, βαθιά ριζωμένο στην συλλογική εθνική και πολιτική συνείδηση του τουρκικού πολιτικού συστήματος, και σε μια μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία που θα τις στηρίζει για αρκετά χρόνια ακόμα. Έτσι, η απροθυμία της Δύσης να σταθεί απέναντι στους «δικαιωματισμικούς» παραλογισμούς της Άγκυρας ουσιαστικά την ενθαρρύνει στο να συνεχίζει να διευρύνει και να ενισχύει την ψευδολογική της παγίδα. Όπως φαίνεται, όμως, μέχρι τώρα, η Τουρκία δεν ανταποκρίνεται στον κατευνασμό αλλά μόνον στον εξαναγκασμό, και τούτο διότι πισωγυρίζοντας σε νεο-οθωμανικά οράματα, απομακρύνεται από εκείνο το επίπεδο πολιτικής ενσυναίσθησης και ωριμότητας που είναι απαραίτητο για να λειτουργήσει ο διάλογος και η διπλωματία.

Η Ελλάδα έχει καταλάβει πολύ καλά ότι η συζήτηση με την Τουρκία έχει νόημα μόνον εφόσον οι συσχετισμοί σκληρής ισχύος βρίσκονται τουλάχιστον σε σημείο ισορροπίας αν όχι υπεροχής. Με βάση τις τελευταίες αποφάσεις της κυβέρνησης για απόκτηση οπλικών συστημάτων προηγμένης τεχνολογίας, φαίνεται ότι εγκαταλείπεται με ταχείς ρυθμούς μια ιδιότυπη φάση «αυτο-αφοπλισμού» στην οποία είχε εισέλθει η χώρα μας τόσο λόγω ευσεβών πόθων όσο και δημοσιονομικών περιορισμών. Συνεπώς, όσο η Άγκυρα συνεχίζει να ομολογεί δια στόματος Τσαβούσογλου με αφοπλιστική ειλικρίνεια (διότι πρέπει να σημειωθεί ότι ο παθολογικός ψεύτης δε λέει μόνο ψέματα, αλλά τα περιπλέκει επιτυχώς και με την αλήθεια) ότι «χρησιμοποιούμε την σκληρή ισχύ μόνο όταν εξαντληθούν οι άλλες επιλογές και με στόχο να οδηγηθούν τα πράγματα σε διάλογο και σε διπλωματία» τόσο η χώρα μας θα πρέπει να μην εξαντλεί μεν τις άλλες επιλογές, αλλά σε κάθε περίπτωση να διασφαλίζει την αποτυχία της επιλογής χρήσης βίας ή της απειλής χρήσης βίας από την Άγκυρα. Και αυτό επιτυγχάνεται με την στρατηγική επιλογή επίδειξης υψηλής κυβερνητικής αποφασιστικότητας, αποδόμησης των εξωφρενικών μονομερών διεκδικήσεων του καθεστώτος της Άγκυρας σε κάθε επίπεδο και με κάθε ευκαιρία, διατήρηση ισχυρών Ενόπλων Δυνάμεων, έντονη και εξωστρεφή διπλωματική δραστηριότητα, εξασφάλισης της κοινωνικής συνοχής και ανθεκτικότητας, καθώς και την αναγκαία οικονομική ευρωστία.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

*Το άρθρο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 73 (Δεκέμβριος 2021 - Ιανουάριος 2022) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.