Γιατί ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν θα γίνει πυρηνικός | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν θα γίνει πυρηνικός

Οι παλιοί κανόνες εξακολουθούν να ισχύουν στη νέα εποχή των περιορισμένων συγκρούσεων

Ο αγώνας είτε θα ολοκληρωθεί με μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων που περιλαμβάνει ένα εδαφικό status quo ante, είτε θα υποχωρήσει σε μια παγωμένη σύγκρουση κατά μήκος της αδιέξοδης γραμμής επαφής των στρατών στα ανατολικά. Δηλαδή, το τέλος του πολέμου θα μοιάζει με εκείνο του πολέμου της Κορέας και του Κόλπου ή με την κατάσταση στην Αμπχαζία, τη Νότια Οσετία, και την Υπερδνειστερία. Είτε έτσι είτε αλλιώς, όπως και στην Κορέα, το σοκ της αρχικής επίθεσης έχει χαλυβδώσει έναν ευρύτερο συνασπισμό εξισορρόπησης που θα παραμείνει ακόμη και όταν σταματήσουν οι μάχες. Η Ρωσία επέλεξε έναν θερμό πόλεμο και θα πάρει έναν ψυχρό στο μεταξύ.

Όποιες και αν είναι οι ερμηνείες του ρωσικού στρατιωτικού δόγματος, η Μόσχα δεν θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα κατά την διάρκεια της σύγκρουσης. Από το 1945, κάθε ηγέτης μιας πυρηνικής δύναμης, από πολιτικούς όπως οι πρόεδροι των ΗΠΑ, Χάρι Τρούμαν και Λίντον Τζόνσον, μέχρι κοινωνιοπαθείς μαζικοί δολοφόνοι όπως ο Ιωσήφ Στάλιν και ο Μάο Τσε Τουνγκ, έχει απορρίψει την χρήση πυρηνικών όπλων στη μάχη για εξαιρετικούς λόγους. Ο Πούτιν δεν θα αποτελέσει εξαίρεση, ενεργώντας όχι από καλή διάθεση αλλά με σκληρό υπολογισμό. Γνωρίζει ότι θα ακολουθούσαν έκτακτα αντίποινα και καθολική καταισχύνη, χωρίς συγκρίσιμα στρατηγικά πλεονεκτήματα που να τα δικαιολογούν –για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι οι ραδιενεργές επιπτώσεις από μια τέτοια χρήση θα μπορούσαν εύκολα να γυρίσουν σαν μπούμερανγκ στην ίδια την Ρωσία.

Για σχετικούς λόγους, το ΝΑΤΟ δεν θα επιτεθεί στην Ρωσία ούτε θα προσπαθήσει να αποκεφαλίσει το ρωσικό καθεστώς, ώστε να αποφύγει να κάνει τον Πούτιν [2] απελπισμένο. Δεν θα υπάρξει εισαγωγή στρατευμάτων του ΝΑΤΟ, δεν θα υπάρξει ζώνη απαγόρευσης πτήσεων, και δεν θα υπάρξει εντατική καταδίωξη των ρωσικών δυνάμεων εάν αποσυρθούν πίσω στην πατρίδα τους. Όλες αυτές οι ενέργειες θα ενείχαν μεγάλους κινδύνους κλιμάκωσης, κάτι που το ΝΑΤΟ θέλει να αποφύγει όσο και η Μόσχα. Αντίθετα, το ΝΑΤΟ θα αισθανθεί υποχρεωμένο να αρνηθεί στη Μόσχα μια σημαντική νίκη, όχι μόνο για χάρη της Ουκρανίας, αλλά για να αποφύγει να δημιουργήσει το επικίνδυνο προηγούμενο ότι τα πυρηνικά όπλα είναι χρήσιμα για την προστασία των παράνομων κερδών της συμβατικής επιθετικότητας.

Μέσα σε αυτά τα όρια, ωστόσο, ο πόλεμος θα διεξαχθεί στο έπακρο μέχρις ότου η παλίρροια στραφεί αποφασιστικά προς μια κατεύθυνση ή καταλήξει σε αδιέξοδο. Οι εμπόλεμοι θα αγωνιστούν μέχρι να εξαντληθούν ή μέχρι οι γραμμές μάχης να επιστρέψουν σε κάτι κοντά στο σημείο εκκίνησης. Ο στόχος της κυβέρνησης Μπάιντεν [3] θα πρέπει να είναι να τα επισπεύσει όλα αυτά –συνεχίζοντας να παρέχει στην Ουκρανία όποια συμβατική στρατιωτική βοήθεια μπορεί να είναι κατώτερη των πυρηνικών πυρών, αποφεύγοντας προσβλητική ρητορική για την ρωσική ηγεσία, και ούσα έτοιμη να διαπραγματευτεί σοβαρά όταν ωριμάσουν οι συνθήκες.

ΠΥΡΗΝΙΚΟΙ ΣΚΑΖΟΧΟΙΡΟΙ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΑΛΕΠΟΥΔΕΣ

Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, στρατηγικοί στοχαστές ανέπτυξαν περίτεχνα θεωρητικά συστήματα για να προβλέψουν το πώς θα συμπεριφερθούν οι πυρηνικές δυνάμεις υπό πολλές διαφορετικές συνθήκες. Οι υπερδυνάμεις απέκτησαν μεγάλα και εξαισίως μπαρόκ πυρηνικά οπλοστάσια για να σηματοδοτήσουν την αποφασιστικότητά τους και να κυμαίνονται πάνω και κάτω σε εκτεταμένες κλίμακες κλιμάκωσης, τόσο πριν όσο και κατά την διάρκεια μιας σύγκρουσης. Θεωρούσαν ως επικίνδυνα τα σχετικά μειονεκτήματα κάθε είδους και κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια και δαπάνες σε προγράμματα συνεχούς εκσυγχρονισμού που είχαν σχεδιαστεί για να διατηρούν τα πάντα ενημερωμένα και πειστικά τρομακτικά και ασφαλή —προσπάθειες που συνεχίζονται σήμερα.

Η βιωμένη εμπειρία της πυρηνικής εποχής, ωστόσο, υποδηλώνει ότι οι πραγματικοί πολιτικοί ηγέτες σε πραγματικούς πολέμους προσεγγίζουν τα πράγματα πιο απλά, βλέποντας τα πυρηνικά όπλα ως στρατιωτικούς σκαντζόχοιρους καλούς μόνο για ένα μεγάλο πράγμα: την αποτροπή έναντι αληθινά υπαρξιακών απειλών. Και αυτό υποδηλώνει ότι μια τέτοια αποτροπή είναι ευκολότερη από όσο περιμένουν πολλοί. Από το 1945, οι ηγέτες εν καιρώ πολέμου δεν έχουν θεωρήσει τα πυρηνικά όπλα χρησιμοποιήσιμα, δεν τα έχουν αναπτύξει εναλλακτικά με τα συμβατικά όπλα, και έχουν διατηρήσει ξεκάθαρες αντιπυρικές ζώνες προς την κλιμάκωση. Αυτές οι συμπεριφορές, επιπλέον, έχουν ανθέξει ανεξάρτητα από τους αριθμούς, την πολυπλοκότητα, και την δομή των πυρηνικών δυνάμεων από όλες τις πλευρές. Η ισορροπία του τρόμου [4] έχει αποδειχθεί πολύ λιγότερο ευαίσθητη από όσο είχε αρχικά υποτεθεί.

Το μόνο πράγμα για το οποίο τα πυρηνικά όπλα φαίνεται να είναι καλά είναι να αποτρέπουν μεγάλες επιθέσεις σε όσους τα έχουν. Από αυτή την άποψη, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όπως η εκστρατεία του ΝΑΤΟ το 2011 στην Λιβύη, θα επιβεβαιώσει μόνο την αξία τους —όχι επειδή οι Ρώσοι [5] θα τα χρησιμοποιήσουν αλλά επειδή η Ουκρανία δεν τα είχε. Ο πόλεμος θα δώσει ένα ακόμη παράδειγμα των κινδύνων που περιμένουν τα κράτη που διαθέτουν τέτοια όπλα αλλά επιλέγουν να τα παρατήσουν. Το Ιράν και η Βόρεια Κορέα θα είναι ακόμη λιγότερο πιθανό να αποδεχτούν την ανάκληση των δικών τους πυρηνικών προγραμμάτων, με το σκεπτικό ότι μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για επιθέσεις εναντίον τους, επίσης. Ως εκ τούτου, στις μελλοντικές διαπραγματεύσεις για τον έλεγχο των όπλων, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να υποχωρήσει από τις φιλοδοξίες της και να επικεντρωθεί, τουλάχιστον προς το παρόν, στην προσπάθεια να παγώσει αυτά τα προγράμματα -ένας στόχος που, σε αντίθεση με την αναστροφή τους, μπορεί στην πραγματικότητα να είναι εφικτός.