Πώς να προετοιμαστείτε για την επόμενη Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς να προετοιμαστείτε για την επόμενη Ουκρανία

Η Ουάσιγκτον πρέπει να αυξήσει την υποστήριξη της στους ευάλωτους εταίρους – προτού να είναι πολύ αργά
Περίληψη: 

Η Ουάσιγκτον έχει πλέον ένα βασικό μοντέλο για την ενδυνάμωση της ικανότητας των συμμάχων και των εταίρων της να αμύνονται και, ενδεχομένως, να αποτρέπει μελλοντικές συγκρούσεις. Δεν πρέπει να περιμένει έως ότου ένα άλλο πανίσχυρο έθνος απειλήσει έναν μικρότερο γείτονα του, για να ενεργήσει με βάση τα διδάγματα από αυτόν τον πόλεμο.

Η MICHELE A. FLOURNOY είναι συνιδρύτρια και εταιρική διευθύντρια των WestExec Advisors και συνιδρύτρια και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Center for a New American Security. Από το 2009 έως το 2012 υπηρέτησε ως υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ για θέματα πολιτικής.

Είναι πολύ νωρίς για να προβλέψουμε το πώς θα τελειώσει ο βάναυσος, αδικαιολόγητος πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας. Αλλά προς το παρόν, είναι σαφές ότι ο ρωσικός στρατός έχει σοκαριστικά χαμηλότερες επιδόσεις του αναμενομένου στην πρώτη φάση του πολέμου, ενώ ο ουκρανικός στρατός έχει υπερβεί εαυτόν. Άλλες αναθεωρητικές δυνάμεις που σκέφτονται την επιθετικότητα θα εξετάσουν προσεκτικά τις αδυναμίες της Ρωσίας για να αποφύγουν να κάνουν τα ίδια λάθη, και οι χώρες που αυτές απειλούν θα κοιτάξουν στο παράδειγμα της Ουκρανίας για να [αποκτήσουν] γνώσεις σχετικά με το πώς θα αποκρούσουν έναν μεγαλύτερο, καλύτερα εξοπλισμένο αντίπαλο.

24052022-1.jpg

Ένας Ουκρανός στρατιώτης μαθαίνει να χειρίζεται ένα όπλο που προμήθευσαν οι ΗΠΑ, στην περιοχή της Λβιβ, στην Ουκρανία, τον Φεβρουάριο του 2022. Ukrainian Defense Ministry / Handout / Reuters
--------------------------------------------------------------------------

Υπάρχουν όμως και διδάγματα για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ηγέτες της άμυνας των ΗΠΑ πρέπει να εξετάσουν τι σημαίνουν τα αποτελέσματα στην Ουκρανία, όχι μόνο για το πώς η Ουάσιγκτον θα αξιολογεί τις στρατιωτικές δυνατότητες των αντιπάλων της στο μέλλον, αλλά και για το πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν ασύμμετρες τακτικές για να υπονομεύσουν τα πλεονεκτήματα αυτών των αντιπάλων και να εκμεταλλευτούν τις αδυναμίες τους. Για παράδειγμα, τα στρατεύματα που παρατάσσονται υπό ηγέτες που δεν ανέχονται την διαφωνία ή δεν αμφισβητούν τις υποθέσεις, θα είναι ευάλωτα σε μια σειρά προβλημάτων, από τους στρατηγικούς λανθασμένους υπολογισμούς και την ανεπαρκή επιμελητεία έως την κακή διοίκηση στο πεδίο της μάχης και το ηθικό των στρατιωτών. Αυτή είναι μια συστημική αδυναμία των αυταρχικών καθεστώτων, αλλά και άλλα κράτη μπορεί επίσης να είναι επιρρεπή. Επιπλέον, οι στρατοί που δεν έχουν δοκιμαστεί στη μάχη ίσως δυσκολευτούν να εκπαιδεύσουν στρατιώτες για τις πραγματικές συνθήκες που θα αντιμετωπίσουν στον πόλεμο, να πολεμήσουν αποτελεσματικά ως ενιαία δύναμη, και να προσαρμοστούν σε πραγματικό χρόνο στις ασύμμετρες τακτικές ενός αντιπάλου.

Η πολεμική προσπάθεια της Μόσχας ήταν βαθιά ελαττωματική [1], αλλά ετούτος δεν είναι ο μόνος λόγος που οι ουκρανικές δυνάμεις τα πήγαν τόσο καλά: μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν τις ρωσικές αδυναμίες, χάρη εν μέρει στην βοήθεια που έλαβαν από την Δύση. Η αξιοσημείωτη απόδοση του στρατού της Ουκρανίας είναι άμεσο αποτέλεσμα μιας πολυετούς προσπάθειας για την αρωγή ασφαλείας που ανέλαβαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ, από την εισβολή της Ρωσίας στην Κριμαία το 2014 και μετά. Σε ετούτα τα οκτώ χρόνια, η υποστήριξη με τη μορφή εξοπλισμού, εκπαίδευσης, και βοήθειας στον σχεδιασμό, μεταμόρφωσε τον ουκρανικό στρατό σε μια πολύ πιο ικανή μαχητική δύναμη. Τους τελευταίους τρεις μήνες, η ενοποιημένη Δυτική βοήθεια έχει κάνει την διαφορά και στο πεδίο της μάχης. Δεκάδες χώρες έχουν συνασπιστεί για να μοιραστούν πληροφορίες, να προσφέρουν στρατιωτική και οικονομική βοήθεια, και να επιβάλουν σοβαρό οικονομικό και πολιτικό κόστος στην Ρωσία.

Στην Ουκρανία, η Ουάσιγκτον έχει πλέον ένα βασικό μοντέλο για την ενδυνάμωση της ικανότητας των συμμάχων και των εταίρων της να αμύνονται και, ενδεχομένως, να αποτρέπει μελλοντικές συγκρούσεις. Δεν πρέπει να περιμένει έως ότου ένα άλλο πανίσχυρο έθνος απειλήσει έναν μικρότερο γείτονα του, για να ενεργήσει με βάση τα διδάγματα από αυτόν τον πόλεμο.

ΤΙ ΕΚΑΝΕ ΛΑΘΟΣ Η ΡΩΣΙΑ

Η Ρωσία έχει παραπατήσει πολλές φορές, πριν και μετά την εισβολή του Φεβρουαρίου, και η εστίαση στις πηγές αυτών των προβλημάτων παρέχει ενδείξεις για την αποφυγή ή την υπέρβασή τους. Η Μόσχα και άλλοι επίδοξοι επιτιθέμενοι θα διδαχθούν από αυτές τις αποτυχίες, όπως θα πρέπει [να διδαχθεί] και η Ουάσιγκτον, λαμβάνοντας υπόψη τους τρόπους με τους οποίους η επόμενη χώρα που θα εξαπολύσει έναν επιθετικό πόλεμο [2] μπορεί να επιδιώξει να βελτιώσει τις επιδόσεις της σε σχέση με αυτές της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Πολλά από τα σφάλματα της Ρωσίας απορρέουν από το κλίμα στην ηγεσία του Κρεμλίνου. Οι αυταρχικοί ηγέτες δεν ανέχονται την διαφωνία ή τις ανεπιθύμητες ειδήσεις, και ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν [3], δεν αποτελεί εξαίρεση. Όπως ήταν προφανές στην συνάντησή του με τους κορυφαίους συμβούλους του για την εθνική ασφάλεια πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, η οποία μεταδόθηκε τηλεοπτικά, ο Πούτιν έχει δημιουργήσει ένα κλίμα στο οποίο οι υφιστάμενοί του φοβούνται να αντικρούσουν ή ακόμη και να αμφισβητήσουν την κοσμοθεωρία του. Το να λέει κάποιος την αλήθεια στον Πούτιν είναι συνταγή για δημόσια ταπείνωση, απόλυση, ή [κάτι] χειρότερο. Στο πλαίσιο του πολέμου, το αποτέλεσμα είναι ότι οι ηγέτες δεν κάνουν τεστ αντοχής στις υποθέσεις τους και ότι προσαρμόζονται υπερβολικά αργά, όταν τα σχέδιά τους δεν επιβιώνουν της επαφής με την πραγματικότητα. Η αρχική πεποίθηση του Πούτιν ότι ο ρωσικός στρατός είχε συντριπτική υπεροχή, και ότι από τους Ουκρανούς έλειπε η θέληση και η ικανότητα να πολεμήσουν, αποδείχτηκε γρήγορα ψευδής, αλλά το Κρεμλίνο δεν προσάρμοσε την προσέγγισή του. Αντίθετα, η τοξική ηγεσία του Πούτιν και η αβέβαιη διαδικασία λήψης αποφάσεων έθεσαν τις προϋποθέσεις για την αποτυχημένη επίθεση για την κατάληψη του Κιέβου.

Η δυσανεξία στην διαφωνία και στον διάλογο είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των αυταρχικών συστημάτων, αλλά οι δημοκρατίες δεν έχουν σε καμία περίπτωση ανοσία στο πρόβλημα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι λανθασμένες υποθέσεις και ο κακός σχεδιασμός ταλαιπώρησαν την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, το 2003. Η δημιουργία ενός κλίματος ηγεσίας, στο οποίο η διαφωνία όχι μόνο γίνεται ανεκτή αλλά και επιζητείται καθώς αναπτύσσονται τα σχέδια, βελτιώνει δραματικά τις πιθανότητες επιτυχών αποτελεσμάτων.